Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, 10 Νοεμβρίου 2019 - 09:40

Το 93 του Ουγκό


Μ’ αρέσει κάθε τόσο, ανάμεσα στα σύγχρονα βιβλία που διαβάζω, άλλα επειδή με 
ενδιαφέρουν κι άλλα επειδή πέσανε στα χέρια μου ή επειδή «πρέπει» να τα 
διαβάσω, να παρεμβάλλω κι ένα κλασικό έργο πεζογραφίας του 19ου αιώνα -και να 
περνάω από την τύρβη στην αιωνιότητα.

Δεν θυμάμαι με ποιαν αφορμή, αναζήτησα το 93 του Ουγκό, το τελευταίο 
μυθιστόρημα του Γάλλου γίγαντα. Το βρήκα μόνο σε μία έκδοση, της Σύγχρονης 
Εποχής -είχε και μιαν άλλη στη Βιβλιονέτ, αλλά δεν την βρήκα στο βιβλιοπωλείο. 
Η μετάφραση είναι του Παναγή Αθανασάτου, δική του και η σύντομη μα καλογραμμένη 
εισαγωγή. Μου άρεσε ο στιβαρός τρόπος με τον οποίο μεταφράζει τον Ουγκό, σε 
σημείο που, μετά, έψαξα και βρήκα την άλλη μετάφραση που έχει κάνει, σε ένα του 
Μπαλζάκ, για να το διαβάσω κι αυτό κάποτε.

Το 93 είναι βέβαια το 1793, η πέμπτη χρονιά της γαλλικής επανάστασης, στην 
περίοδο που ονομάστηκε Τρομοκρατία (και που είχε, μέσα σ’ ένα χρόνο, τα ίδια 
περίπου ανθρώπινα θύματα, ή και λιγότερα, απ’ όσα η ματωμένη βδομάδα της 
Κομμούνας του 1871).

Στο μυθιστόρημα του Ουγκό υπάρχουν κεφάλαια που εκτυλίσσονται στο Παρίσι, 
διάλογοι ανάμεσα στον Ροβεσπιέρο, τον Μαρά και τον Νταντόν, καθώς και ένα 
κεφάλαιο που περιγράφει μια συνεδρίαση της Συντακτικής Συνέλευσης, αλλά ο φακός 
δεν εστιάζει εκεί παρά μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα δυτικότερα, στην 
παραθαλάσσια περιοχή που λέγεται Βανδέα αλλά και πιο πάνω, στη Βρετάνη, στα 
μέρη που, υποκινούμενα από τους Άγγλους και τους βασιλόφρονες, 
(αντ)επαναστάτησαν κόντρα στη γαλλική επανάσταση του 1789, σε έναν αιματηρό 
εμφύλιο πόλεμο που στοίχισε δεκάδες χιλιάδες θύματα, την ίδια στιγμή που τα 
παλαιά βασίλεια της Ευρώπης από βορρά, από νότο και από ανατολάς προσπαθούσαν 
να πνίξουν στο αίμα την επανάσταση που τόλμησε να στείλει στην γκιλοτίνα τον 
Λουδοβίκο.

Από τότε έμεινε να αποκαλείται «Βανδέα» κάθε αντεπαναστατική κίνηση -τον όρο 
τον χρησιμοποιεί αρκετά ο Μαρξ.

Δεν θα αναλύσω διά μακρών το μυθιστόρημα του Ουγκό. Κυριακή είναι σήμερα και 
αξίζει να διαβάσουμε κάτι. Διάλεξα ένα απόσπασμα που έχει μια σχετικήν 
αυτοτέλεια, και που περιγράφει, με την απλοχωριά που είναι χαρακτηριστική για 
τον 19ο αιώνα, ένα επεισόδιο στη θάλασσα. Μια αγγλική κορβέτα, επανδρωμένη με 
βασιλόφρονες Γάλλους, έχει ξεκινήσει από τα νησιά της Μάγχης για να περάσει 
απέναντι, στη Βρετάνη, και να αποβιβάσει εκεί τον μαρκήσιο Λαντενάκ (που 
ταξιδεύει ινκόγνιτο) προκειμένου να ηγηθεί στον στρατό της αντεπανάστασης. 
Ξαφνικά, συμβαίνει ένα απρόοπτο, που θα διαβάσουμε τι ήταν και πώς 
αντιμετωπίστηκε.

Παραθέτω τρία κεφάλαια (4 έως 6) από το πρώτο βιβλίο του πρώτου μέρους (σελ. 
52-65). Στο τέλος αφηγούμαι σύντομα την υπόθεση στη συνέχεια -σπόιλερ, που λέμε.

ΔΙΝΗ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ένα από τα πυροβόλα της συστοιχίας, ένα κομμάτι των είκοσι τεσσάρων είχε 
αποσυνδεθεί.

Αυτό είναι, ίσως, ένα από τα πιο επικίνδυνα πράγματα που μπορούν να τύχουν στη 
θάλασσα. Τίποτε το περισσότερο τρομακτικό δεν μπορεί να συμβεί σ’ ένα πολεμικό 
πλοίο στ’ ανοιχτά και εν πλήρει πορεία.

Ένα κανόνι, του οποίου σπάζει το δέσιμο, γίνεται ξαφνικά ένα, κανείς δεν ξέρει 
ακριβώς, ασυμμάζευτο, υπερφυσικό κτήνος. Είναι μια μηχανή που μεταμορφώνεται σ’ 
ένα τέρας. Η μάζα αυτή τρέχει πάνω στους τροχούς της, με κινήσεις σαν της 
μπίλιας του μπιλιάρδου, γέρνει με το σκαμπανέβασμα, βυθίζεται με το μπότζι, 
πάει, έρχεται, σταματά, φαίνεται να το σκέφτεται, ξαναρχίζει τις διαδρομές της, 
διασχίζει σαν βέλος το πλοίο από το ένα άκρο στο άλλο, στριφογυρίζει, 
ξεδιπλώνεται, χάνεται, σηκώνεται στις δυο ρόδες, σκοντάφτει, τσακίζει, 
σκοτώνει, εξοντώνει. Είναι ένας πολιορκητικός κριός που προσκρούει κατά 
βούλησιν επάνω σ’ ένα τείχος. Προσθέστε κι αυτό: ο κριός είναι σιδερένιος, ενώ 
το τείχος είναι ξύλινο. Είναι η απελευθέρωση της ύλης. Θα έλεγε κανείς ότι ο 
αιώνιος σκλάβος εκδικείται. Φαίνεται σαν η κακία που βρίσκεται μέσα σ’ αυτό που 
αποκαλούμε άψυχα αντικείμενα, να αποδεσμεύεται και να ξεσπά αιφνιδιαστικά. 
Μοιάζει να χάνει την υπομονή της και να παίρνει μια παράξενη, σκοτεινή 
εκδίκηση. Τίποτε το πιο αμείλικτο, από το θυμό ενός αψύχου. Αυτό το 
φρενιασμένο, ογκώδες σύμπλεγμα, έχει το άλμα του πάνθηρα, το βάρος του 
ελέφαντα, την ευκινησία του ποντικού, τη διεισδυτικότητα του εμβόλου, το 
απρόβλεπτο της φουσκοθαλασσιάς, τον κρότο της βροντής, τη σιωπή του τάφου. Παρά 
το βάρος του, αναπηδά σαν μπάλα μικρού παιδιού. Κάνει περιστροφές διακοπτόμενες 
απότομα από κινήσεις σε ορθή γωνία. Και τι να κάνεις; Πώς να το φέρεις σε 
λογαριασμό; Μια καταιγίδα παύει, ένας κυκλώνας περνάει, ένας άνεμος πέφτει, ένα 
σπασμένο κατάρτι αντικαθίσταται, μια τρύπα που μπάζει νερό βουλώνεται, μια 
πυρκαγιά σβήνεται. Μα τι να κάνεις μ’ αυτό το τεράστιο τέρας από μπρούντζο; Με 
ποιον τρόπο να το αντιμετωπίσεις; Μπορείτε να λογικέψετε ένα σκύλο, να 
αιφνιδιάσετε έναν ταύρο, να γοητέψετε ένα βόα, να τρομάξετε μια τίγρη, να 
μαλακώσετε ένα λιοντάρι. Καμία λύση μ’ ένα τέτοιο θηρίο, ένα κανόνι λυμένο. Δεν 
μπορείτε να το σκοτώσετε, είναι νεκρό. Και την ίδια στιγμή είναι ζωντανό. Ζει 
μια ζωή απαίσια που έρχεται από το άπειρο. Έχει από κάτω του το πάτωμα που το 
μετακινεί. Κινείται από το καράβι, που κινείται από τη θάλασσα, που κι αυτή 
κινείται από τον άνεμο. Ο εξολοθρευτής αυτός είναι ένα παιχνίδι. Το πλοίο, τα 
κύματα, το φύσημα του ανέμου, όλα αυτά το συντηρούν. Ιδού η πηγή της φοβερής 
ζωής του. Τι να κάνεις μ’ αυτή τη συρροή δυσκολιών; Πώς να εκτρέψεις αυτόν τον 
τερατώδη μηχανισμό από το ναυάγιο; Πώς να προβλέψεις τα πήγαιν’ έλα του, τις 
επιστροφές του, τα σταματήματά του, τις συγκρούσεις του; Κάθε ένα από τα 
χτυπήματά του στα τοιχώματα του πλοίου μπορεί να επιφέρει την καταβύθιση. Πώς 
να μαντέψεις τους τρομερούς του μαιάνδρους; Έχεις να κάνεις με μια βολή που 
λοξοδρομεί, που φαίνεται να έχει κάποιο σχέδιο και που σε κάθε στιγμή αλλάζει 
τροχιά. Πώς να σταματήσεις αυτό που πρέπει να αποφύγεις; Το φοβερό κανόνι 
μαίνεται, προχωρεί, υποχωρεί, χτυπά δεξιά, χτυπά αριστερά, φεύγει, περνά, 
διαψεύδει τις προσδοκίες, συντρίβει τα εμπόδια, τσακίζει τους ανθρώπους σαν τις 
μύγες. Όλη η φρίκη αυτής της ιστορίας έγκειται στην κινητικότητα του δαπέδου. 
Πώς να πολεμήσεις σε πάτωμα κεκλιμένο που κάνει και καπρίτσια; Το καράβι έχει, 
ούτως ειπείν, μέσα στην κοιλιά του, φυλακισμένο, τον κεραυνό που προσπαθεί να 
ξεφύγει. Κάτι σαν κυλιόμενο αστροπελέκι, επάνω σε γη που σείεται.

Σε μια στιγμή, όλο το πλήρωμα βρέθηκε στο πόδι. Το σφάλμα ήταν του επί κεφαλής 
του πυροβόλου, ο οποίος είχε αμελήσει να σφίξει το γάντζο της αλυσίδας 
στερεώσεως και είχε πλημμελώς φρακάρει τους τέσσερις τροχούς του κανονιού. 
Πράγμα που έδινε τζόγο ανάμεσα στην έδραση και στον κιλίβαντα, καταλήγοντας να 
ξεκλειδώσει τη στερέωση του στομίου του σωλήνα του κανονιού. Το φράγμα του 
έσπασε και έτσι το κανόνι δεν ήταν πια σταθερό. Με ένα δυνατό κύμα που έσκασε 
στα πλαϊνά του σκάφους, το όπλο κύλησε, έσπασε την αλυσίδα του και άρχισε να 
περιπλανάται θεαματικά στο μεσοκατάστρωμα.

Για να πάρουμε μια ιδέα πώς ήταν αυτή η τρελή πορεία, ας φανταστούμε μια 
σταγόνα νερό, επάνω σε ένα τζάμι.

Τη στιγμή που έσπασε το δέσιμο, οι πυροβολητές βρίσκονταν μέσα στη συστοιχία. 
Άλλοι σε ομάδες, άλλοι σκόρπιοι, ασχολούμενοι με τις δουλειές της θάλασσας που 
εκτελούν οι ναυτικοί εν όψει μιας ναυμαχίας. Το πυροβόλο, εκτιναγμένο από το 
σκαμπανέβασμα του πλοίου, πέρασε μέσα από μια ομάδα ανδρών και τσάκισε τέσσερις 
απ’ αυτούς με το πρώτο χτύπημα, έπειτα, ωθούμενο από το εγκάρσιο ανεβοκατέβασμα 
του καραβιού πήγε κι έκοψε στα δυο έναν πέμπτο δυστυχισμένο και τρακάρησε στο 
αριστερό πλαϊνό του σκάφους του οποίου και έσπασε ένα κομμάτι. Από κει η κραυγή 
της απόγνωσης που μόλις είχαν ακούσει. Όλοι οι άνδρες στριμώχτηκαν στη σκάλα 
και το μεσοκατάστρωμα άδειασε εν ριπή οφθαλμού.

Το τεράστιο κομμάτι έμεινε μόνο του. Είχε απελευθερωθεί μόνο του. Ήταν κύριος 
του εαυτού του και κύριος του καραβιού. Μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε. Όλο το 
πλήρωμα, με άνδρες συνηθισμένους να γελούν στη μάχη, έτρεμε. Το να περιγράψεις 
τη φρίκη, είναι κάτι αδύνατο.

Ο πλοίαρχος Μπουαμπερτελό και ο ύπαρχος Λα Βιεβίλ, δυο άνδρες ατρόμητοι κατά τα 
άλλα, είχαν σταθεί στην άκρη της σκάλας και αμίλητοι, ωχροί, διστακτικοί, 
παρατηρούσαν το μεσοκατάστρωμα. Κάποιος τους έσπρωξε με τον αγκώνα και κατέβηκε.

Ήταν ο επιβάτης τους, ο χωρικός, ο άνθρωπος με τον οποίο μιλούσαν λίγο πριν.

Φτάνοντας στη βάση της σκάλας, σταμάτησε.

ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Το κανόνι πήγαινε κι ερχόταν μέσα στο μεσοκατάστρωμα. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν 
το ζωντανό άρμα της Αποκαλύψεως. Ο φανός πλεύσεως, όπως ταλαντευόταν στην 
πλώρη, προσέθετε σ’ αυτό το όραμα μιαν εναλλαγή φωτός και σκότους που έφερνε 
ίλιγγο. Η εικόνα του πυροβόλου χανόταν μέσα στη βιαιότητα αυτής της διαδρομής 
του και ξαναφαινόταν, άλλοτε μαύρη μέσα στο φως, άλλοτε σκορπίζοντας φωτεινές 
αστραπές μέσα στο σκοτάδι.

Συνέχιζε την εξόντωση του καραβιού. Είχε ήδη καταστρέψει άλλα τέσσερα κομμάτια 
και είχε δημιουργήσει στα τοιχώματα δύο ρήγματα, ευτυχώς επάνω από τα ίσαλα, 
απ’ όπου όμως θα μπορούσε να μπαίνει νερό σε περίπτωση τρικυμίας. Χτυπούσε 
φρενιασμένο πάνω στα στοιχεία του σκαριού. Οι κολώνες, πολύ γερές, 
αντιστέκονταν, αφού εξ άλλου τα καμπύλα ξύλα έχουν ιδιαίτερη αντοχή. Αλλά 
ακούγονταν οι τριγμοί τους, από τα χτυπήματα αυτού του πελώριου σφυριού, 
χτυπήματα πολλαπλά απ’ όλες τις μεριές. Ένα σφαιρίδιο μολυβιού, μέσα σε μια 
μπουκάλα που αναταράσσεται, δεν κινείται πιο απρόβλεπτα και πιο γρήγορα. Οι 
τέσσερις τροχοί περνούσαν και ξαναπερνούσαν πάνω από τους σκοτωμένους, τους 
έκοβαν, τους διαμέλιζαν και τα πέντε πτώματα είχαν καταλήξει σε είκοσι 
κομμάτια, που κατρακυλούσαν κατά μήκος της συστοιχίας. Τα νεκρά κεφάλια 
έμοιαζαν να φωνάζουν.

Ρυάκια από αίμα κυλούσαν επάνω στο πάτωμα, ανάλογα με τις κλίσεις του πλοίου. Η 
ξυλεπένδυση, χτυπημένη σε πολλά σημεία, είχε αρχίσει ν’ ανοίγει. Ολόκληρο το 
καράβι έβγαζε ένα θόρυβο ανατριχιαστικό.

Ο πλοίαρχος ξαναβρήκε γρήγορα την ψυχραιμία του και, κάτω από τις διαταγές του, 
πέταξαν από ψηλά ο,τιδήποτε που 0α μπορούσε να επιβραδύνει ή και να μπλοκάρει 
την τρελή πορεία του πυροβόλου, σκεπάσματα, αιώρες, εφεδρικά πανιά, τροχαλίες 
των σχοινιών, σάκκους του πληρώματος, παραπλανητικά σημαιάκια, απ’ αυτά που το 
πλοίο είχε ένα σωρό, μια εγγλέζικη ατιμία που τη θεωρούν έντιμο πόλεμο.

Αλλά τι μπορούσαν να κάνουν αυτά τα σκουτιά, όταν κανένας δεν τολμούσε να 
κατέβει για να τα τοποθετήσει εκεί που έπρεπε; Σε μερικά λεπτά έγιναν κουρέλια.

Υπήρχε όση ακριβώς θάλασσα χρειαζόταν, ώστε το δυστύχημα να γίνη εφικτό, όσο 
και ολοκληρωτικό. Μια θύελλα θα ήταν καλύτερη, γιατί θα μπορούσε να 
αναποδογυρίσει το κανόνι, οπότε με τους τροχούς του στον αέρα θα ήταν δυνατό να 
το ελέγξουν.

Εν τω μεταξύ η ζημιά χειροτέρευε. Υπήρχαν ρωγμές ακόμη και σπασίματα στα 
κατάρτια τα οποία, εγκιβωτισμένα στον ξύλινο σκελετό, διαπερνούν τους ορόφους 
του σκάφους, λειτουργώντας σαν χοντρά στρογγυλά στηρίγματα. Με τα αλλεπάλληλα 
χτυπήματα του κανονιού, το μεσιανό κατάρτι κατέρρευσε, το μεγάλο κατάρτι κόπηκε 
κι αυτό. Η συστοιχία διαλυόταν. Δέκα πυροβόλα από τα τριάντα ήταν εκτός μάχης. 
Τα ρήγματα στα πλαϊνά πολλαπλασιάζονταν και η κορβέτα άρχισε να μπάζει νερά.

Ο ηλικιωμένος ταξιδιώτης, που κατέβηκε στο μεσοκατάστρωμα, φαινόταν πετρωμένος 
στη βάση της σκάλας. Παρατηρούσε τη διάλυση με βλέμμα αυστηρό. Ήταν τελείως 
ακίνητος. Φαινόταν αδύνατο να κάνει κανείς έστω και ένα βήμα μέσα στο χώρο.

Κάθε κίνηση του απελευθερωμένου πυροβόλου χειροτέρευε την καταστροφή του 
πλοίου. Λίγο ακόμη και το ναυάγιο θα ήταν αναπόφευκτο.

Έπρεπε να χαθούν ή να διακόψουν την συμφορά; Χρειαζόταν μια απόφαση. Αλλά ποια;

Μα τι αντίπαλος κι αυτό το κανόνι.

Έπρεπε να σταματήσουν τον τρελλό.

Έπρεπε να αιχμαλωτίσουν την αστραπή.

Έπρεπε να προσγειώσουν τον κεραυνό.

Ο Μπουαμπερτελό είπε στον Λα Βιεβίλ:

-Πιστεύετε στο Θεό, ιππότη;

-Ναι, όχι. Μερικές φορές

-Στην καταιγίδα;

-Και σε στιγμές σαν κι αυτήν εδώ.

Πραγματικά, μόνο ο Θεός μπορεί να μας γλυτώσει τώρα, είπε ο Μπουαμπερτελό.

Όλοι σώπαιναν, αφήνοντας το κανόνι να επιτελεί την απαίσια καταστροφή του.

Απ’ έξω, το κύμα που έπεφτε πάνω στο καράβι απαντούσε στις κρούσεις του 
κανονιού με χτυπήματα της θάλασσας. Θά έλεγε κανείς ότι χτυπούσαν δυο σφυριά, 
μια το ένα μια το άλλο.

Ξαφνικά, μέσα σ’ αυτόν τον απλησίαστο κύκλο, όπου χανόταν το απελευθερωμένο 
κανόνι, είδαν να εμφανίζεται κάποιος άνθρωπος, κρατώντας στα χέρια μια 
σιδερένια μπάρα. Ήταν ο δημιουργός της καταστροφής, ο επί κεφαλής του 
πυροβόλου, ένοχος αμελείας και πρόξενος του ατυχήματος, ο κύριος του κανονιού. 
Έχοντας διαπράξει το κακό, ήθελε να το επανορθώσει. Κρατούσε στο ένα χέρι την 
μπάρα και στο άλλο ένα παλαμάρι με θηλειά στην άκρη, έχοντας πηδήσει από το 
καρέ στο μεσοκατάστρωμα.

Και τότε άρχισε μια άγρια ιστορία. Θέαμα τιτάνειο. Η πάλη του πυροβόλου 
εναντίον του πυροβολητή, η μάχη της ύλης και του πνεύματος, η μονομαχία του 
πράγματος εναντίον του ανθρώπου.

Ο άνθρωπος είχε πάρει θέση σε μια γωνία, με τη μπάρα και το σχοινί στα δυο του 
χέρια, με την πλάτη του σε μια κολώνα, με σταθερά τα πόδια του, που έμοιαζαν με 
σιδερένιους στύλους, ωχρός, ήρεμος, τραγικός, σαν ριζωμένος στο πάτωμα. 
Περίμενε.

Περίμενε το κανόνι να περάσει από κοντά του.

Ο κανονιέρης γνώριζε το όπλο του και πίστευε ότι κι εκείνο έπρεπε να τον 
γνωρίζει. Ζούσε πολύν καιρό μαζί του. Πόσες φορές ειχε βάλει το χέρι μέσα στο 
στόμα του! Ήταν το δικό του τέρας. Άρχισε να του μιλάει σαν να’ταν ο σκύλος 
του. «Έλα» του έλεγε. Ίσως και να το αγαπούσε.

Φαινόταν να εύχεται, το κανόνι να έρθει σε κείνον.

Αλλά το να έρθει σε κείνον σήμαινε να έρθει καταπάνω του. Και τότε ήταν 
χαμένος. Πώς ν’ αποφύγει τη σύγκρουση; Αυτό ήταν το ερώτημα. Όλοι κύτταζαν 
τρομοκρατημένοι. Ούτε ένα στήθος δεν ανάσαινε ελεύθερα, εξαιρουμένου ίσως του 
ηλικιωμένου, που βρισκόταν μόνος στο μεσοκατάστρωμα, μαζί με τους δυο 
μονομάχους, μάρτυς απαίσιος.

Κι αυτός ο ίδιος θα μπορούσε να συντριβεί από το κανόνι. Στεκόταν ακίνητος.

Κάτω απ’ αυτούς το κύμα, τυφλό, διεύθυνε την αναμέτρηση.

Τη στιγμή που, αποδεχόμενος αυτό το τρομακτικό σώμα με σώμα, ο πυροβολητής 
προκαλούσε το πυροβόλο, σαν από τύχη, το κανόνι έμεινε μια στιγμή ακίνητο και 
σαν κατάπληκτο.

-Έλα λοιπόν! του έλεγε ο άντρας. Εκείνο φαινόταν να τον ακούει.

Ξαφνικά όρμησε επάνω του. Ο άντρας απέφυγε τη σύγκρουση.

Άρχισε η πάλη. Πάλη πρωτάκουστη. Το εύθραυστο συμπλεκόμενο με το άτρωτο. Ο 
σάρκινος μονομάχος με το σιδερένιο θηρίο. Από τη μια μεριά η δύναμη, από την 
άλλη η ψυχή.

Όλα αυτά ξετυλίγονταν μέσα στο μισοσκόταδο. Νόμιζες ότι έβλεπες τη δυσδιάκριτη 
οπτασία ενός θαύματος.

Μια ψυχή. Ήταν περίεργο, αλλά θα ’λεγε κανείς ότι και το κανόνι είχε ψυχή. Αλλά 
μια ψυχή μίσους και λύσσας. Αυτή η τυφλή υπόσταση νόμιζες ότι είχε μάτια. Το 
τέρας έμοιαζε να παρακολουθεί τον άνθρωπο. Υπήρχε τουλάχιστον πονηριά, μέσα σ’ 
αυτήν τη μάζα. Κι εκείνη διάλεγε τη στιγμή της. Ήταν σαν ένα γιγάντιο έντομο, 
προικισμένο με μια δαιμονική βούληση. Στιγμές-στιγμές, αυτή η τεράστια ακρίδα 
αναπηδούσε στο πάτωμα, μετά ξανάπεφτε στους τέσσερις τροχούς της, όπως η τίγρις 
στα τέσσερα πόδια της και ξανάτρεχε καταπάνω στον άνθρωπο. Εκείνος γαλήνιος, 
δραστήριος, επιδέξιος, ελισσόταν σαν φίδι, αποφεύγοντας τα κεραυνοβόλα 
χτυπήματα. Απέφευγε τις συναντήσεις, αλλά τα χτυπήματα, από τα οποία γλύτωνε, 
κατέληγαν στο σκάφος, συνεχίζοντας τη διάλυσή του.

Ένα άκρο της σπασμένης αλυσίδας είχε μείνει γαντζωμένο ακόμη επάνω στο κανόνι, 
έχοντας τυλιχτεί, άγνωστο πώς, γύρω από τον πείρο του άξονα περιστροφής του 
πυροβόλου, ενώ η άλλη άκρη περιφερόταν ελεύθερη γύρω από το κανόνι, 
επιδεινώνοντας τις συνέπειες των εφορμήσεών του. Ο πείρος, σαν μια χούφτα, 
κρατούσε σταθερά την αλυσίδα κι εκείνη, σαν σιδερένιο μαστίγιο σε σιδερένιο 
χέρι, δημιουργούσε γύρω από το κανόνι έναν τρομερό κυκλώνα. Αυτή η αλυσίδα 
έκανε τον αγώνα ακόμη πιο περίπλοκο.

Εν τούτοις, ο άντρας πάλευε. Μάλιστα, σε κάποιες στιγμές, ο άνθρωπος ήταν αυτός 
που επετίθετο στο κανόνι. Έτρεχε κατά μήκος της κουπαστής, με τη μπάρα του και 
το σχοινί του στο χέρι. Το κανόνι φαινόταν σαν να καταλάβαινε και, μαντεύοντας 
την παγίδα, τον απέφευγε. Ο άνθρωπος, πραγματικά αξιοθαύμαστος, το κατεδίωκε.

Τέτοιες καταστάσεις δεν μπορούν να διαρκέσουν επί μακρόν. Το κανόνι φάνηκε 
ξαφνικά να μονολογεί: Εμπρός, να τελειώνουμε! Και σταμάτησε. Όλοι αισθάνθηκαν 
ότι έφθανε η ώρα της τελικής λύσης. Το κανόνι, σαν συσπειρωμένο, φαινόταν να 
έχει ή και είχε πραγματικά, γιατί για όλους ήταν κάτι ζωντανό, μιαν άγρια 
προδιάθεση. Απότομα όρμησε επάνω στον κανονιέρη. Εκείνος παραμέρισε, το άφησε 
να περάσει και του φώναξε γελώντας: Ξαναέλα! Το κανόνι, σαν μανιασμένο, έπεσε 
σε κάποιο άλλο, δεμένο, και το διέλυσε. Έπειτα, σαν να το ξανάπιασε η τρέλα που 
το ζωντάνευε, τινάχτηκε καταπάνω στον πυροβολητή, που όμως διέφυγε. Αλλα τρία 
πυροβόλα καταστράφηκαν από την ώθησή του. Τότε, σαν τυφλό και μην ξέροντας τι 
κάνει, γύρισε την πλάτη του στον άνθρωπο, κύλησε λίγο, μπρος-πίσω, και έπεσε 
στο τοίχωμα της πλώρης, ανοίγοντας ένα ρήγμα. Ο κανονιέρης είχε καταφύγει στη 
βάση της σκάλας δυο βήματα από τον ηλικιωμένο μάρτυρα. Κρατούσε έτοιμη τη μπάρα 
του. Το κανόνι φάνηκε να το αντιλαμβάνεται και, χωρίς να λάβη τον κόπο να 
προφυλαχθεί, κύλησε επάνω στον άνθρωπο με την ταχύτητα μιας τσεκουριάς. Ο 
κανονιέρης, στριμωγμένος πια, ήταν χαμένος. Ολόκληρο το πλήρωμα έβγαλε μια φωνή.

Αλλά ο ηλικιωμένος επιβάτης, ακίνητος μέχρι εκείνη τη στιγμή, τινάχτηκε με μια 
γρηγοράδα μεγαλύτερη κι από του κανονιού. Αρπαξε ένα χοντρό πανί και κατάφερε 
να το πε- τάξει ανάμεσα στις ρόδες του πυροβόλου, με κίνδυνο να τον τσακίσει. 
Αυτή η αποφασιστική και ριψοκίνδυνη κίνηση δεν θα μπορούσε να είχε εκτελεσθεί 
με μεγαλύτερη ακρίβεια από έναν άνθρωπο, ακόμη κι αν ήταν εκπαιδευμένος σε όλες 
τις ασκήσεις που περιγράφονται στο βιβλίο του Ντυροσέλ Χειρισμός πυροβόλου εν 
πλω.

Το πανί έκανε τη δουλειά ενός φράχτη. Ένα χαλίκι σπάει ένα βάζο, ένα κλαδί 
μπορεί να εκτρέψει την πορεία μιας χιονοστιβάδας. Το πυροβόλο σαν να τρέκλισε. 
Ο κανονιέρης, με τη σειρά του, αρπάζοντας την ευκαιρία, πέρασε τη μπάρα ανάμεσα 
από τις ακτίνες του ενός πισινού τροχού. Το κανόνι σταμάτησε. Έγερνε.

Ο κανονιέρης χρησιμοποιώντας τη μπάρα σαν μοχλό το αναποδογύρισε. Η βαρειά μάζα 
έπεσε στο δάπεδο, με τον κρότο που κάνει μια καμπάνα που κατρακυλάει. Εκείνος, 
κάθιδρος, πέρασε τη θηλειά του σχοινιού του στον μπρούτζινο κορμό του πεσμένου 
τέρατος.

Ήταν το τέλος. Ο άνθρωπος είχε νικήσει. Το μυρμήγκι είχε καταβάλει το 
μαστόδοντο. Ο πυγμαίος είχε αιχμαλωτίσει τον κεραυνό.

Οι στρατιώτες και οι ναύτες χειροκρότησαν.

Ολόκληρο το πλήρωμα έτρεξε με σχοινιά και αλυσίδες και, σε μια στιγμή, το 
κανόνι ξαναβρέθηκε δεμένο κανονικά.

Ο πυροβολητής χαιρέτησε τον επιβάτη.

Κύριε, του είπε, μου σώσατε τη ζωή.

Ο γέρος είχε ξαναπάρει την απαθή του στάση και δεν απάντησε τίποτε.

ΟΙ ΔΥΟ ΔΙΣΚΟΙ ΤΗΣ ΖΥΓΑΡΙΑΣ

Ο άνθρωπος είχε νικήσει, αλλά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι εξ ίσου και το 
κανόνι είχε νικήσει. Το άμεσο ναυάγιο είχε αποφευχθεί, αλλά η κορβέτα δεν είχε 
καθόλου σωθεί. Η διάλυση του καραβιού έμοιαζε ανεπανόρθωτη. Η περίμετρός του 
είχε πέντε ρήγματα, από τα οποία ένα, στην πλώρη, πολύ μεγάλο. Είκοσι, από τα 
τριάντα πυροβόλα, κείτονταν κατεστραμμένα, μέσα στις θήκες τους. Το επίμαχο 
κανόνι, που το είχαν μαζέψει και ξανατοποθετήσει στη θέση του, βρισκόταν κι 
αυτό εκτός μάχης. Ο άξονας περιστροφής είχε στραβώσει και κατά συνέπεια η 
σκόπευση θα ήταν αδύνατη. Η συστοιχία είχε καταλήξει να αριθμεί μόλις εννιά 
πυροβόλα. Το αμπάρι έμπαζε νερά. Έπρεπε να θέσουν αμέσως σε λειτουργία τις 
αντλίες.

Το μεσαίο κατάστρωμα, τώρα που μπορούσαν να το δουν, βρισκόταν σε απελπιστική 
κατάσταση. Το εσωτερικό του κελιού ενός εξαγριωμένου ελέφαντα δεν θα ήταν 
περισσότερο αποσυντεθειμένο. Όσο κι αν ήταν αναγκαίο για την κορβέτα να μη 
γίνει αντιληπτή, υπήρχε μια αναγκαιότητα περισσότερο επιτακτική· η άμεση 
σωτηρία. Έτσι, λοιπόν, χρειάστηκε να φωτίσουν το κατάστρωμα με μερικά φανάρια, 
στερεωμένα εδώ κι εκεί στην περίμετρο.

Εν τούτοις, όση ώρα διαρκούσε αυτή η τραγική περιπέτεια, με ολόκληρο το πλήρωμα 
απορροφημένο στο ζήτημα ζωής και θανάτου, κανείς δεν πρόσεξε αυτό που συνέβαινε 
έξω από την κορβέτα. Η ομίχλη είχε πυκνώσει. Ο καιρός είχε αλλάξει. Ο άνεμος 
είχε μετακινήσει το καράβι ανεξέλεγκτα. Είχε βγει πια εκτός πορείας, ανοικτά 
του Τζέρσεϋ και του Γκέρνεσυ, περισσότερο νότια απ’ ό,τι θα έπρεπε. Βρίσκονταν 
αντιμέτωποι με μια θάλασσα που είχε γίνει τρικυμιώδης. Μεγάλα κύματα αγκάλιαζαν 
την κορβέτα επικίνδυνα. Η ταραχή της θάλασσας γινόταν απειλητική. Το αεράκι 
δυνάμωνε πολύ. Μια καταιγίδα, μια θύελλα ίσως, διαγραφόταν στον ορίζοντα. Δεν 
έβλεπαν στα δέκα μέτρα μπροστά τους.

Ενώ οι άνδρες του πληρώματος επισκεύαζαν, βιαστικά και πρόχειρα, τις ζημιές στο 
μεσοκατάστρωμα, έφραζαν τις τρύπες που έμπαζαν και ξανατοποθετούσαν στις θέσεις 
τους τα πυροβόλα που είχαν γλυτώσει την καταστροφή, ο ηλικιωμένος επιβάτης 
ξανανέβηκε στη γέφυρα.

Ακούμπησε την πλάτη του στο μεγάλο κατάρτι.

Δεν είχε καθόλου αντιληφθή την κίνηση που γινόταν μέσα στο πλοίο. Ο ιππότης ντε 
Λα Βιεβίλ είχε παρατάξει από τις δυο πλευρές του μεγάλου καταρτιού τους 
πεζοναύτες του σε θέσεις μάχης, ενώ, με ένα σφύριγμα του ναυκλήρου, οι ναύτες 
του πανιού στάθηκαν όρθιοι επάνω στα οριζόντια μπράτσα του καταρτιού.

Ο κόμης ντυ Μπουαμπερτελό κατευθύνθηκε προς τον επιβάτη.

Πίσω από τον πλοίαρχο βάδιζε ένας άνθρωπος αγριωπός, λαχανιασμένος, με 
ακατάστατα τα ρούχα του, με όψη εν τούτοις ικανοποιημένη.

Ήταν ο πυροβολητής που μόλις ειχε πολεμήσει με το θηρίο και το είχε καταβάλει.

Ο κόμης χαιρέτησε στρατιωτικά τον ηλικιωμένο με τα χωριάτικα ρούχα και του είπε:

– Στρατηγέ μου, ιδού ο άνθρωπος.

Ο πυροβολητής στεκόταν όρθιος, με τα μάτια χαμηλωμένα, σε στάση υποταγής.

Ο κόμης ντυ Μπουαμπερτελό συνέχισε:

-Στρατηγέ μου, εν όψει εκείνου που έκαμε αυτός ο άνθρωπος, δεν νομίζετε ότι οι 
αρχηγοί του πρέπει να προβούν σε κάτι;

-Έτσι νομίζω, απάντησε ο γέρος.

-Ευαρεστηθείτε να διατάξετε, ξανάπε ο Μπουαμπερτελό.

-Εσείς πρέπει να διατάξετε. Εσείς είστε ο πλοίαρχος.

-Μα εσείς είστε ο στρατηγός.

Ο ηλικιωμένος στράφηκε προς τον κανονιέρη.

-Πλησίασε, του είπε.

Ο κανονιέρης προχώρησε ένα βήμα.

Ο στρατηγός γύρισε προς τον κόμη ντυ Μπουαμπερτελό, του ξεκρέμασε το σταυρό του 
Αγίου Λουδοβίκου και τον καρφίτσωσε στο πουκάμισο του πυροβολητή.

-Ουρρά! Ζητωκραύγασαν οι ναύτες.

Οι πεζοναύτες παρουσίασαν όπλα.

Τότε, ο ηλικιωμένος ταξιδιώτης, δείχνοντας με το δάχτυλο τον κατάπληκτο 
πυροβολητή, πρόσθεσε:

-Και τώρα, να τουφεκισθεί αυτός ο άνθρωπος.

Η κατάπληξη διαδέχθηκε την επιδοκιμασία.

Τότε, εν μέσω νεκρικής σιωπής, ο γέρος ύψωσε τη φωνή:

-Μια ολιγωρία κατέστρεψε το καράβι. Αυτή τη στιγμή είναι ίσως χαμένο. Να 
βρίσκεσαι στη θάλασσα, είναι το ίδιο σαν να βρίσκεσαι ενώπιον του εχθρού. Ένα 
πλοίο που ταξιδεύει είναι ένας στρατός που διεξάγει μια μάχη. Η καταιγίδα 
κρύβεται, αλλά δεν χάνεται. Όλη η θάλασσα είναι μία ενέδρα. Θάνατος για κάθε 
λάθος που διαπράττεται ενώπιον του εχθρού. Δεν υπάρχει λάθος επανορθώσιμο. Το 
θάρρος πρέπει να ανταμείβεται, η αμέλεια πρέπει να τιμωρείται.

Τα λόγια αυτά έπεφταν το ένα μετά το άλλο, αργά, βαριά, με ένα είδος μέτρου 
χωρίς οίκτο, σαν τα χτυπήματα του σφυριού πάνω σε μιαν αλυσίδα.

Και ο γέρος, κοιτάζοντας τους στρατιώτες, πρόσθεσε:

-Εκτελέσατε.

Ο άνθρωπος, στου οποίου το πουκάμισο άστραφτε ο σταυρός του Αγίου Λουδοβίκου, 
έσκυψε το κεφάλι.

Με ένα σήμα του κόμη ντυ Μπουαμπερτελό, δύο ναύτες κατέβηκαν στο μεσοκατάστρωμα 
και γύρισαν φέρνοντας ένα σάβανο. Ο ιερέας του πλοίου, ο οποίος από την 
αναχώρηση προσευχόταν στο καρέ των αξιωματικών, συνόδευε τους δύο ναύτες. Ένας 
λοχίας απέσπασε από την παράταξη δώδεκα στρατιώτες και τους τοποθέτησε σε δύο 
σειρές, έξη και έξη. Ο κανονιέρης, χωρίς να πη λέξη, πήρε θέση ανάμεσα στις δυο 
γραμμές. Ο ιερέας, με τον εσταυρωμένο στο χέρι, προχώρησε και στάθηκε κοντά του.

-Μαρς, διέταξε ο λοχίας.

Το απόσπασμα προχώρησε με αργά βήματα. Οι δυο ναύτες που κρατούσαν το σάβανο, 
ακολουθούσαν.

Μια πένθιμη σιωπή απλώθηκε στην κορβέτα. Ακούστηκε το φύσημα μιας μακρινής 
καταιγίδας.

Λίγες στιγμές αργότερα, ένας κρότος ξέσπασε μέσα στα σκοτάδια, μια ασπρίλα 
πέρασε, έπειτα όλα σώπασαν και ακούστηκε ο παφλασμός που κάνει ένα σώμα που 
πέφτει μέσα στη θάλασσα.

Ο ηλικιωμένος επιβάτης, πάντα με την πλάτη στο μεγάλο κατάρτι, είχε σταυρώσει 
τα χέρια και συλλογιζόταν.

Ο Μπουαμπερτελό, με το δείκτη του αριστερού του χεριού τεντωμένο προς τον Λα 
Βιεβίλ, του είπε χαμηλόφωνα:

-Η Βαντέ έχει αρχηγό.

Αν έχετε απορία τι συνέβη μετά, θα… σποϊλάρω, όπως λένε, δηλαδή θα σας πω πολύ 
επιγραμματικά τι γίνεται στη συνέχεια: η πληγωμένη κορβέτα αποβιβάζει τον 
μαρκήσιο Λαντενάκ στις γαλλικές ακτές. Εκεί αυτός παίρνει την ηγεσία των 
(αντ)επαναστατημένων βασιλοφρόνων. Μετά τις πρώτες τους επιτυχίες, τα 
κυβερνητικά στρατεύματα αρχίζουν την αντεπίθεση. Διακρίνεται ιδιαίτερα ο 
στρατηγός Γκοβέν, που είναι μικρανεψιός του Λαντενάκ αλλά έχει περάσει με τους 
δημοκρατικούς. Πλάι του έχει τον Σιμουρντέν, πρώην ιερέα και νυν αδιάλλακτο 
επαναστάτη, ασκητική και αμείλικτη μορφή. Ο Σιμουρντέν παλιότερα ήταν 
παιδαγωγός του Γκοβέν και τον υπεραγαπά. Σε μια μάχη τού έσωσε τη ζωή. Ωστόσο 
διαφωνούν διότι ο Γκοβέν είναι επιεικής και θέλει να πείθει ενώ ο Σιμουρντέν 
προτιμά την καρμανιόλα. Τελικά, τα υπολείμματα των δυνάμεων των βασιλοφρόνων 
έχουν κλειστεί στη Λα Τουργκ, τον πατρογονικό πύργο των Λαντενάκ. Οι 
δημοκρατικοί καταφέρνουν να μπουν στον πύργο και πιάνουν τον μαρκήσιο. Ο Γκοβέν 
τον αφήνει να φύγει, οπότε το επαναστατικό στρατοδικείο, με την κρίσιμη ψήφο 
του Σιμουρντέν, τον καταδικάζει σε θάνατο και τον εκτελεί. Και την αμέσως 
επόμενη στιγμή, ο Σιμουρντέν αυτοκτονεί.

(Τα είπα πολύ περιληπτικά. Στο βιβλίο παρουσιάζονται πειστικά τα κίνητρα και 
των τριών πρωταγωνιστών).

https://sarantakos.wordpress.com/2019/11/10/1793/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση