ΟραΟι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, 4 Οκτωβρίου 2020 - 09:39
Άγγελοι πάνω από το Βερολίνο (ένα πεζογράφημα του Άγγελου Μανουσόπουλου) Το κείμενο που θα διαβάσετε σήμερα μου το έστειλε ο φίλος μας ο Αλέξης, αλλά δεν είναι δικό του (παρόλο που έχουμε στο ιστολόγιο δημοσιεύσει συνεργασίες του Αλέξη, αν και όχι λογοτεχνικές). Είναι γραμμένο από τον Άγγελο Μανουσόπουλο, ο οποίος ήταν δραστήριος μπλόγκερ τη χρυσή εποχή των μπλογκ (πριν από 12-15 χρόνια δηλαδή). Στη συνέχεια, εξέδωσε μια επιλογή από κείμενά του στο βιβλίο «Ο πόνος της επιστροφής» (δηλαδή: το άλγος του νόστου) που μπορείτε να το κατεβάσετε δωρεάν σε ηλεκτρονική μορφή εδώ, ενώ βλέπω ότι πέρυσι εξέδωσε και μυθιστόρημα. Το κείμενο που θα διαβάσετε είναι αντιπροσωπευτικό των πεζογραφημάτων που δημοσιεύονταν στα ιστολόγια της χρυσής εποχής (τότε που ο όρος ιστολόγιο δεν ηταν τόσο διαδεδομένος οσο τώρα). Μιας εποχής που σχεδόν δεν την πρόλαβε το δικό μας ιστολόγιο, αφού, όταν εμεις εμφανιστήκαμε στις αρχές του 2009 η ιστολογική παλίρροια είχε δώσει τη θέση της στην άμπωτη. Αλλά το δικό μας το ιστολόγιο δεν είναι αντιπροσωπευτικό της χρυσής εποχής, όπου η θεματολογία ήταν πολύ προσωπική, ένα είδος προσωπικού ημερολογίου. Ποιο ενδιαφέρον έχει ένα προσωπικό ημερολόγιο, θα ρωτήσετε. Η απάντηση θαρρώ δίνεται από κείμενα σαν το σημερινό, όπου το θέμα είναι πώς δυο έφηβοι παρακολουθούν μια αρκετά γνωστή κινηματογραφική ταινία. Καλογραμμένο κείμενο, με χιούμορ, αντιπροσωπευτικό νομίζω των καλών δειγμάτων γραφής των ιστολογίων της εποχής του. Να πούμε για την ταινία του Βέντερς, ότι ο γερμανικός τιτλος είναι «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο» αλλά στα αγγλικά είχε κυκλοφορήσει ως Wings of Desire, και από εκεί πήραμε κι εμείς το ελαφρώς πιο αθώο «Τα φτερά του έρωτα». Δεν θυμάμαι αν το είχα δει στην Αθήνα ή στο Λουξεμβούργο, αλλά μάλλον στο Λουξεμβούργο. Όμως δεν θα πω περισσότερα, παραθέτω το πεζογράφημα. Η εικόνα δική μου. Άγγελοι πάνω από το Βερολίνο Μαζί με τις ταινίες που παρακολούθησα υπό δύσκολες συνθήκες, η ταινία “Τα Φτερά του Έρωτα” του Βιμ Βέντερς αξίζει ιδιαίτερη μνεία – δηλαδή ξεχωριστό άρθρο. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 1988. Ένα Σάββατο απόγευμα εκείνης της χρονιάς, εγώ κι ο κολλητός μου, μαθητής δευτέρας λυκείου εγώ, της πρώτης εκείνος, στη Σαββατιάτικη έξοδό μας, στεκόμασταν μπροστά στη μαρκίζα ενός κινηματογράφου με τρεις αίθουσες για να αποφασίσουμε ποιο από τα τρία έργα θα βλέπαμε. Εγώ ήξερα τι εστί Βιμ Βέντερς έχοντας ήδη δει το “Παρίσι-Τέξας” που μου είχε αρέσει. Η συγκεκριμένη ταινία είχα διαβάσει ότι γνώρισε ενθουσιώδη υποδοχή από τους κριτικούς και ότι κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες. Ήθελα λοιπόν να τη δω, αλλά δεν τολμούσα να την προτείνω στον φίλο μου που δεν συμμεριζόταν καθόλου τις δικές μου καλλιτεχνικές ανησυχίες. Αυτός προτιμούσε περιπέτειες, κωμωδίες και σοφτ πορνό (αφού δεν μας έβαζαν ακόμα στα κανονικά). Καθώς οι άλλες δύο ταινίες δεν του έλεγαν τίποτα, πρότεινε ο ίδιος να πάμε στα “Φτερά του Έρωτα”. Τον ξεγέλασε ο τίτλος και μία φωτογραφία μιας γυμνής γυναίκας (γυμνής πλάτης για την ακρίβεια) και υπέθεσε ότι θα είχε και λίγη τσόντα. Εγώ εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία και συμφώνησα, χωρίς να του εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι πρόκειται για μία δύσπεπτη ταινία. Μόλις όμως συνέλαβα την κεντρική ιδέα, ένοιωσα ευχάριστη έκπληξη που με το πέρασμα της ώρας μετατρεπόταν σχεδόν σε ενθουσιασμό. Δύο άγγελοι κατεβαίνουν στη γη και περιπλανιούνται σε ένα μουντό Βερολίνο, κομμένο στα δύο από το Τείχος. Όντας αόρατοι από τους ανθρώπους, τους αρέσει να κυκλοφορούν ανάμεσά τους, να διαβάζουν τις σκέψεις τους, να συμμετέχουν όσο μπορούν στις χαρές τους, στις σκοτούρες τους, στις λύπες τους. Αν και αθάνατοι οι ίδιοι δείχνουν να αγαπούν την καθημερινότητα των ανθρώπων που δεν μπορούν να νιώσουν. Η αργή εξέλιξη της ταινίας αντί να με κάνει να βαρεθώ, με έκανε να απολαμβάνω κάθε πλάνο. Δυστυχώς δεν ήταν ίδια η πρόσληψη της ταινίας από τον φίλο μου που δεχόταν μία σειρά από αρνητικές εκπλήξεις. Η πρώτη αφορούσε μία βασική αισθητική επιλογή του σκηνοθέτη: “Γιατί δεν έχει χρώμα ρε;” “Γιατί είναι ασπρόμαυρη!” “Ασπρόμαυρη; Σε ταινία του πενήντα ήρθαμε;” “Φετινή είναι”. “Πας καλά; Και γιατί τη γύρισαν ασπρόμαυρη;” (Ξεφύσημα) “Ξέρω ’γω; Έτσι γούσταρε ο σκηνοθέτης. Άποψη”. Αφού του πήρε λίγα λεπτά να χωνέψει ότι γυρίστηκε ασπρόμαυρη ταινία εν έτει 1988, εξέφρασε την επόμενη απορία που αφορούσε τη γλώσσα: “Δεν μιλάνε αγγλικά;” “Όχι. Γερμανικά”. “Γιατί;” “Από βίτσιο! Γιατί λες εσύ; Η ταινία είναι γερμανική”. “Είσαι σοβαρός; Δεν είναι αμερικάνικη; Εσύ το ήξερες και δεν είπες τίποτα;” “Δεν το ήξερα”, είπα ψέματα εγώ. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε και η βασική απορία: “Ρε συ, καταλαβαίνεις τίποτα;” “Αυτοί οι δύο είναι άγγελοι. Είναι αόρατοι, δεν τους βλέπουν οι άνθρωποι”. “Και; Τι γίνεται μετά;” “Πού να ξέρω ρε γαμώτο; Άσε να δούμε τι γίνεται”. “Και οι φωνές που ακούγονται;” “Είναι οι σκέψεις των ανθρώπων. Οι άγγελοι ακούνε τη σκέψη τους”. “Αααα…” Νόμιζα ότι αφού του ξεκαθάρισα τις βασικές γραμμές της υπόθεσης θα με άφηνε ήσυχο. Κι όντως με άφησε, για λίγο όμως. “Γαμάτο αυτό πάντως, ε;” “Ποιο; Να είσαι άγγελος;” “Να διαβάζεις τη σκέψη του άλλου”. “Ναι…” “Και τι δεν θα έδινα να μπορούσα να διαβάζω τη σκέψη των άλλων! Ειδικά οι γκόμενες πολύ θα ήθελα να μάθω τι σκέφτονται”. Ειδικά οι γκόμενες καλύτερα να μη μάθεις ποτέ τι σκέφτονται για σένα, είπα από μέσα μου και χάρηκα που ο φίλος μου δεν μπορούσε να διαβάσει τη σκέψη μου. Η τελευταία και σημαντικότερη αγωνία του, που εξέφρασε στο πρώτο ημίωρο, αφορούσε ένα βασικό στοιχείο που απουσίαζε: “Ρε μαλάκα, μάλλον την πατήσαμε, δεν βλέπω να έχει τσόντα”. “Ναι…” “Τι λες;” “Τι να πω; Προφανώς μέχρι τώρα δεν έχει τσόντα”. “Λες να έχει μετά;” “Πού να ξέρω; Κάτσε να δούμε”. “Τι να έχει! Ποια να γαμήσουν; Καμιά αγγελίνα;” “Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο”. “Τι;” “Τίποτα. Σώπα να δούμε”. Καταλαβαίνετε, ειδικά όσοι έχετε δει την ταινία, πόσο δύσκολη υπόθεση είναι η παρακολούθηση μιας τέτοιας ταινίας κάτω από τέτοιες συνθήκες και τι υπομονή χρειάζεται. Ωστόσο προσπάθησα να προσηλωθώ πάλι στην ταινία. Οι άγγελοι, αυτοί οι αθάνατοι, που δεν νιώθουν πόνο και θάνατο, αγαπούν την ανθρώπινη, την ενσώματη ζωή. Και μάλιστα στις πιο καθημερινές και τετριμμένες εκφάνσεις της: να γυρνάς κουρασμένος από τη δουλειά, να μουτζουρώνεις τα δάχτυλά σου από την εφημερίδα… Ήταν μία ιδέα τελείως πρωτότυπη για μένα, μία ιδέα που την έβρισκα υπέροχη. Ο φίλος μου, αφού του έδειξα την ενόχλησή μου, αποφάσισε να με αφήσει στην ησυχία μου. Πού και πού τον αντιλαμβανόμουν με την άκρη του ματιού να γυρνά το κεφάλι του προς το μέρος μου και να με κοιτά απορώντας για το ενδιαφέρον που έδειχνα. Κάποτε δεν άντεξε: “Εσύ δηλαδή καταλαβαίνεις τίποτα;” “Προσπαθώ”. “Σου αρέσει δηλαδή;” “…” “Σε ρωτάω: σου αρέσει;” “Άσε να τη δω πρώτα και μετά θα σου πω αν μου άρεσε” “Κατάλαβα. Δεν καταλαβαίνεις και κάνεις ότι σου αρέσει”. Εγώ απορούσα πώς είναι δυνατόν να μην αρέσουν τέτοιες υπέροχες σκηνές. Όπως στη βιβλιοθήκη όπου “ακούνε” τη σκέψη εκατοντάδων αναγνωστών, εκατοντάδες μουρμουρητά σαν μια περίεργη υπερκόσμια μουσική. Ή όπως εκείνη όπου ο ένας άγγελος στέκεται πίσω από κάποιον λίγο πριν αυτοκτονήσει πηδώντας από ένα ψηλό κτήριο, χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει. Ή την επαναλαμβανόμενη εικόνα που οι δύο άγγελοι κάθονται στα φτερά ενός τεράστιου αγάλματος στο πανύψηλο βάθρο του. Και μέσα σ’ αυτή την ομορφιά η μόνιμη παραφωνία: “Γαμώτο, πάνε χαμένες εκατόν είκοσι δραχμές”. (Παρένθεση: μόνο μία φορά εκνευρίστηκα περισσότερο στον κινηματογράφο. Ήθελα να δω την καινούργια τότε ταινία του Γούντι Άλεν “Η Χάνα και οι αδερφές της” και ο μικρός μου αδερφός επέμενε να έρθει μαζί μου παρόλο που εγώ τον διαβεβαίωνα με πείσμα ότι η ταινία δεν είναι από αυτές που αρέσουν. Αυτός δεν πειθόταν και ήθελε επιπλέον να του πληρώσω το εισιτήριο γιατί ήταν άφραγκος. Τελικά τον πήρα μαζί μου, πλήρωσα διπλό εισιτήριο αποχαιρετώντας όλο το χαρτζιλίκι μου και περίπου στη μέση του έργου γύρισα και τον είδα να κοιμάται μακαρίως). Ο ένας από τους αγγέλους γνωρίζει μία καλλιτέχνιδα του τσίρκου και την ερωτεύεται. Ο έρωτας είναι η κινητήρια δύναμη που θα του δώσει σάρκα και οστά. Ενώ όλη η τέχνη μέχρι σήμερα μας έχει συνηθίσει στην ιδέα ότι η τέχνη μας ανεβάζει στον ουρανό και τρόπον τινά μας θεοποιεί, οι άγγελοι, αυτοί οι μικροί θεοί, μόνο όταν απαρνηθούν τη θεϊκή τους υπόσταση και ντυθούν τη σάρκα, μόνο τότε μπορούν να χαρούν τον έρωτα. Έρωτας χωρίς το σώμα: αδύνατος. Ο ένας από τους δύο γίνεται τελικά άνθρωπος. Και ξαφνικά η ταινία γίνεται έγχρωμη. Άσπρο-μαύρο η ζωή των αγγέλων, γεμάτη χρώμα η ζωή των ανθρώπων! Ο έρωτας είναι θεϊκός λένε οι άνθρωποι, ο “ασπασμός των αγγέλων προς τα άστρα”. Ο έρωτας είναι ανθρώπινος, λένε οι άγγελοι του Βέντερς. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή, ο φίλος μου συνήλθε από τον λήθαργο στον οποίο είχε πέσει, προς μεγάλη μου χαρά: “Γιατί έγινε έγχρωμη η ταινία;” “Ο ένας άγγελος έγινε άνθρωπος”. “Γιατί έγινε άνθρωπος;” “Έτσι, έγινε άνθρωπος”. “Ναι, αλλά πώς έγινε άνθρωπος; Ποιος τον έκανε;” “Δεν ξέρω, έτσι ξαφνικά έγινε άνθρωπος”. “Και η ταινία γιατί έγινε έγχρωμη τώρα;” “Γιατί από άγγελος έγινε άνθρωπος”. “Ε, και τι σχέση έχει αυτό;” “Γιατί θέλει να δηλώσει ότι… γάμησέ το, το συζητάμε μετά. Υπομονή, τελειώνει”. “Ρε μήπως είχε χαλάσει η μηχανή προβολής;” “!!!…” Ο άνθρωπος – πρώην άγγελος αναζητά την ακροβάτισσα αλλά δεν την βρίσκει. Το τσίρκο έχει φύγει. Όμως ο άγγελος κέρδισε τη θνητότητά του. Είναι πια άνθρωπος και μπορεί να απολαύσει την κάθε του στιγμή. Χαρακτηριστική μία από τις τελευταίες σκηνές όπου ένας άλλος άνθρωπος του μαθαίνει να καπνίζει, κι εκείνος είναι ενθουσιασμένος, όπως με κάθε ανθρώπινη συνήθεια. Κι έτσι η ταινία τέλειωσε, αφήνοντάς μου υπέροχες εικόνες στο μυαλό και πρωτόγνωρα συναισθήματα στην εφηβική μου ψυχή. Και μία αφόρητη μουρμούρα στα αυτιά. Ευτυχώς στην καφετέρια όπου πήγαμε μετά, ο κολλητός μου δεν αναφέρθηκε καθόλου στη “άτυχη” επιλογή του έργου και ασχοληθήκαμε μόνο με τις συνηθισμένες εφηβικές ανοησίες. Ενώ εκείνος φλυαρούσε, έπιανα τον εαυτό μου να αφαιρείται και τις σκέψεις μου να επιστρέφουν σε μερικές από τις όμορφες σκηνές της ταινίας. Αποφάσισα να πάω και να την ξαναδώ μόνος μου, για να την απολαύσω ανενόχλητος, αλλά τη Δευτέρα η ταινία άλλαξε. Μπόρεσα να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου μόλις πέρυσι, σε DVD. Αυτή τη φορά η προσήλωση διακόπηκε μόλις δύο φορές από μία πιο μικρή ενόχληση: το κλάμα ενός μωρού. https://sarantakos.wordpress.com/2020/10/04/wenders/ ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ Εναλλακτικό αρχείο: http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ _____________ Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip ____________