Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Κυριακή, Δεκεμβρίου 20, 2020, 09:42

Περιμένοντας το λεωφορείο πρωί Κυριακής στο Λονδίνο (του Τζόναθαν Κόου)


Τελευταία Κυριακή πριν μπούμε σε εορταστικό κλίμα, οπότε σκέφτηκα να βάλω κάτι 
ανάλαφρο, νεανικό. Κάτι νεανικό είχαμε δει την περασμένη Κυριακή, αλλά μονάχα 
ανάλαφρο δεν ήταν. Αυτό είναι.

Μόλις άνοιξαν τα βιβλιοπωλεία, έσπευσα να κάνω μερικές αγορές και ανάμεσά τους 
ήταν και το «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», το τελευταίο μυθιστόρημα του Τζοναθαν 
Κόου (Jonathan Coe). Το διαβάζω τώρα -και έχει και ελληνικό ενδιαφέρον, αφού η 
ηρωίδα, η Καλλιστώ, είναι Ελληνίδα ή έστω Ελληνοβρετανίδα. Αλλά σήμερα θα 
παρουσιάσω ένα απόσπασμα από ένα άλλο βιβλίο του Κόου, ένα από τα πρώτα του. Το 
ανακάλυψα στη βιβλιοθήκη των γονιών μου -διότι, με κλειστά τα βιβλιοπωλεία και 
τους κούριερ φρακαρισμένους, είχα ξεμείνει από αναγνωστική ύλη. Πρόκειται για 
το «Οι νάνοι του θανάτου», μυθιστόρημα του 1990, που εκδόθηκε στα ελληνικά το 
2002 από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Χιλντας Παπαδημητρίου. Βλέπω ότι 
είναι εξαντλημένο πια, οπότε αν σας αρεσει πολύ το απόσπασμα που θα διαβάσετε 
δεν μπορείτε δυστυχώς να το βρείτε παρά μόνο σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή ίσως στη 
βιβλιοθήκη των γονιών σας.

Ο τίτλος που βλέπετε είναι δική μου έμπνευση. Διάλεξα ένα σχετικά αυτοτελές 
απόσπασμα από το μυθιστόρημα, την αρχή από το κεφάλαιο Middle Eight δηλ. Μέση 
ογδόη – όλοι οι τίτλοι των κεφαλαίων θα μπορούσαν να αποτελούν τα μέρη ενός 
μουσικού έργου: Intro, Theme One, κτλ. αφού ο ήρωας είναι ένας νεαρός μουσικός 
και το μυθιστόρημα παρακολουθεί τις περιπέτειές του όταν παράτησε τις σπουδές 
Χημείας στο Πανεπιστήμιο και μετακόμισε από το Σεφιλντ στο Λονδίνο προσπαθώντας 
να ακολουθήσει καριέρα μουσικού. Μάλιστα ο Κοου παρεμβάλλει και παρτιτούρες των 
συνθέσεων του ήρωά του σε κάποια σημεία. Οσοι διάβασαν το Μέση Αγγλία θα 
θυμούνται ότι και εκεί ο ήρωας είναι (μεταξύ άλλων) μουσικός και μάλιστα παιζει 
πλήκτρα, όπως και ο ήρωας των Νάνων του θανάτου.

Το μυθιστόρημα αυτό του Κόου είναι γραμμένο με πολύ χιούμορ, όπως και άλλα 
βιβλία του -και είναι, όπως είπαμε, νεανικό. Στο απόσπασμα που διάλεξα, ο ήρωας 
ξεκινάει, Κυριακή πρωί, να βρει τα άλλα μέλη του συγκροτήματός του για πρόβα. 
Το μυθιστόρημα έχει την απλοχωριά να αφιερώνει 5-6 σελίδες σε ένα 
μικροπεριστατικό.

Middle Eight

Εσύ κι αυτός ήσασταν Εραστές;
και θα το παραδεχόσουν αν ήσασταν;
MORRISSEY, Alsatian Cousin

Δεν υπάρχει κανένας απολύτως άνθρωπος στον κόσμο, που να θέλει να περάσει ένα 
κυριακάτικο πρωινό σε μια εργατική πολυκατοικία στο Νοτιοανατολικό Λονδίνο — αν 
έχει δικαί­ωμα επιλογής. Ξυπνάς το πρωί και κοιτάζεις τον υγρό λεκέ στο ταβάνι 
της κρεβατοκάμαράς σου, κι από το μυαλό σου αρχίζουν να περνάνε όλα τα όμορφα 
μέρη του κόσμου, όλα τα διαφορετικά μέρη όπου θα μπορούσες να βρίσκεσαι, και 
τότε συνειδητοποιείς ότι κάποιος, κάπου, έχει πέσει σοβαρά έξω στους 
υπολογισμούς του. Ο ήλιος λάμπει. Είναι ένα όμορφο, φρέσκο και τονωτικό, 
χειμωνιάτικο πρωινό. Έχεις δύο επιλογές. Μπορείς να μείνεις ξαπλωμένος στο 
κρεβάτι όλη τη μέρα και να προσπαθήσεις να ξεχάσεις πού βρίσκεσαι, ή μπορείς να 
σηκωθείς και να βγεις έξω – να πας οπουδήποτε, δεν έχει σημασία, να πας κάπου 
όπου δεν θα νιώθεις τέ­τοια αυτοκτονική απελπισία. Όλοι οι άνθρωποι στην 
πολυκατοικία θα πρέπει να κάνουν παρόμοιες σκέψεις· στο κάθε διαμέρισμα 
χωριστά, οι ένοικοι θα πρέπει να σχεδιάζουν τη φυγή τους. Θα νόμιζε κανείς 
-έτσι δεν είναι;— ότι κάθε Κυ­ριακή πρωί θα γινόταν μαζική έξοδος από το Μέγαρο 
Χέρμπερτ, ότι οι δρόμοι θα έσφυζαν από απελπισμένους άντρες, γυναίκες και 
παιδιά, που θα έκαναν μια ομαδική απόπειρα προς την ελευθερία. Δεν συμβαίνει 
τίποτα τέτοιο. Κανένας δεν κινείται. Όλοι μένουν εκεί που είναι. Και ξέρετε 
γιατί;

Επειδή δεν περνάνε τα γαμημένα τα λεωφορεία, γι’ αυτό.

Και η απουσία λεωφορείων δεν οφείλεται σε σκοπιμότη­τα, φυσικά. Κάπου, κρυμμένο 
ενδεχομένως σε μία κρύπτη ξεχασμένη από χρόνια ή σε κάποιο αρχείο, θα υπάρχει 
ένα πρόγραμμα που αναφέρει πότε και από πού υποτίθεται πως περνάνε αυτά τα 
λεωφορεία. Υπάρχει μάλιστα κι ένα μικρό ταμπλό στο πλάι της στάσης, όπου 
-υποτίθεται και πάλι— πρέπει να είναι κολλημένο το πρόγραμμα, αν και το 
πρό­γραμμα το ίδιο δεν βρίσκεται ποτέ εκεί. Νομίζω ότι ο Οργα­νισμός 
Συγκοινωνιών του Λονδίνου προσλαμβάνει βανδά­λους ειδικά για να σκίζουν τα 
προγράμματά τους εντός δευ­τερόλεπτων μετά την ανάρτησή τους, έτσι που ο κόσμος 
να μην έχει ιδέα πότε πρέπει να περάσει λεωφορείο, κι άρα να μην μπορεί κανείς 
να διαμαρτυρηθεί που δεν εμφανίζεται. Το να στέκεσαι σε μια στάση λεωφορείου 
ένα κυριακάτικο πρωινό είναι σαν να πηγαίνεις στην εκκλησία: είναι μια πρά­ξη 
θρησκευτικής πίστης, μια έκφραση παράλογης πίστης σε κάτι που θέλεις πάρα πολύ 
να πιστέψεις ότι υπάρχει, ακόμη κι αν δεν το έχεις δει ποτέ με τα ίδια σου τα 
μάτια.

Στην αρχή, είσαι το μοναδικό άτομο στη στάση. Έχεις φροντίσει να έχεις μπροστά 
σου αρκετές ώρες και αισθάνεσαι ανόητα αισιόδοξος. Σφυρίζεις ένα σκοπό. Περνάνε 
είκοσι λε­πτά, και μετά πλησιάζει ένα λεωφορείο αλλά είναι εκτός υπηρεσίας. Δεν 
πειράζει, είναι πολύ νωρίς ακόμα. Ένας γέρος έρχεται κι αυτός στη στάση και σε 
ρωτάει αν περιμένεις πολύ ώρα. Του λες, γύρω στα είκοσι λεπτά. Κουνάει το 
κεφάλι του κι ανάβει τσιγάρο. Αρχίζεις να φτιάχνεις αναγραμματισμούς με τις 
λέξεις από τις διαφημίσεις που είναι κολλημένες στην απέναντι πλευρά του 
δρόμου. Μετράς όλα τα παράθυρα της πολυκατοικίας δεξιά σου. Περνάνε άλλα είκοσι 
λεπτά και αρχίζεις να νιώθεις ανυπομονησία. Χτυπάς νευρικά το πόδι σου. Ο 
γέρος, που έχει τελειώσει το τσιγάρο του, εγκαταλείπει την προσπάθεια και 
εξαφανίζεται. Τα πόδια σου αρχίζουν να σε πονάνε και μεταθέτεις ανυπόμονα το 
βά­ρος από το ένα πόδι στο άλλο. Ακριβώς πίσω σου υπάρχει ένα ψιλικατζίδικο, ο 
κύπριος ιδιοκτήτης του στέκεται στο κατώφλι και σε κοιτάζει μ’ ένα εξοργιστικά 
μακάριο, σοφό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Χαμογελάει επειδή ξέρει -όπως εξάλλου 
ξέρεις κι εσύ, μόνο που δεν τολμάς να το ομο­λογήσεις στον εαυτό σου- ότι η 
δοκιμασία σου δεν είναι παρά στην αρχή της.

Περνάει κι άλλη ώρα. Έχεις πάψει να σφυρίζεις και έχεις ξεμείνει από 
αναγραμματισμούς. Κοιτάζεις διαρκώς το ρο­λόι σου: τόσο συχνά, ώστε ξέρεις τι 
ώρα θα λέει, μέχρι δευτε­ρολέπτου σχεδόν. Κι άλλος κόσμος έρχεται στη στάση. 
Με­ρικοί χάνουν την υπομονή τους μέσα σε λίγα λεπτά και ξεκι­νάνε με τα πόδια. 
Τώρα πια, όσο κι αν προσπαθείς να το πα­λέψεις, αρχίζει να αναβλύζει από μέσα 
σου μια υπόκωφη, κλαψιάρικη απελπισία. Μια πολύ-πολύ ηλικιωμένη γυναίκα περνάει 
από μπροστά σου, μουρμουρίζοντας μόνη της και σέρνοντας ένα καροτσάκι γεμάτο 
άπλυτα. Τη μισείς. Τη μι­σείς επειδή ξέρεις ότι θα την ξαναδείς. Παρόλο που 
περπατά­ει με ταχύτητα ένα χιλιόμετρο τον αιώνα, ξέρεις ότι θα προ­λάβει να 
πάει στο πλυντήριο, να πλύνει τρεις καζανιές ρούχα, να επισκεφτεί την αδελφή 
της για να φάνε μαζί μεσημεριανό,

νε μια μαραθώνια επανάληψη των επεισοδίων της σαπουνό­περας Ηστ’Εντερς και να 
ξαναπεράσει από μπροστά σου, πριν έρθει το λεωφορείο. Αρχίζεις να σκέφτεσαι όλα 
όσα θα μπορούσες να έχεις κάνει τόση ώρα που περιμένεις στη στά­ση. Αρχίζεις να 
προσθέτεις όλες τις ώρες της ζωής σου που πέρασες περιμένοντας λεωφορεία που 
δεν έρχονταν. Ολό­κληρη η θλιβερή ιστορία της ανθρωπότητας, ολόκληρη η λί­στα 
με τα βάσανα και τις αθλιότητες της ανθρώπινης ύπαρ­ξης αποκρυσταλλώνεται 
ξαφνικά σ’ αυτή τη μάταιη δραστη­ριότητα. Σου έρχεται να βάλεις τα κλάματα.

Τώρα πια έχει συγκεντρωθεί στη στάση ολόκληρο πλή­θος. Οι άνθρωποι κάθονται στο 
πεζοδρόμιο, τρέμοντας, με το κεφάλι στα χέρια τους· γυναίκες θηλάζουν τα παιδιά 
τους· μικρά παιδιά σκούζουν και γκρινιάζουν και τρέχουν τριγύρω διαγράφοντας 
αφηρημένους κύκλους. Είναι σαν σκηνή από στρατόπεδο προσφύγων της Μέσης 
Ανατολής. Κι επίσης, έχεις αρχίσει να πεινάς τρομερά. Το κυπριακό ψιλικατζίδικο 
πίσω σου εξακολουθεί να είναι ανοιχτό, και εσύ αναρωτιέσαι αν πρέπει να κάνεις 
μια πράξη φιλανθρωπίας, επειδή είναι στο χέρι σου να τους γλιτώσεις όλους 
αυτούς από τη μιζέρια τους. Διότι ξέρεις ότι μόλις πατήσεις το πόδι σου στο 
ψιλικατζίδικο -έστω και για τριάντα δευτερόλεπτα- για να αγορά­σεις μια 
σοκολάτα, θα εμφανιστεί αμέσως λεωφορείο από τη γωνία, το οποίο θα ξεκινά την 
ώρα που εσύ θα βγαίνεις έξω. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία επ’ αυτού. 
Ταυτό­χρονα όμως, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς εάν αξίζει τον κόπο να πάρεις 
το ρίσκο: με δεδομένο ότι το λεωφορείο θα εμφανιστεί όχι μόλις μπεις στο 
μαγαζί, αλλά τη στιγμή ακριβώς που θα δίνεις τα χρήματα στον ιδιοκτήτη, μήπως 
έχεις ακόμα αρκετό χρόνο για να πάρεις τα ρέστα σου, να τρέξεις έξω και να 
πηδήσεις στο λεωφορείο; Καταλήγεις ότι αξίζει τον κόπο μια προσπάθεια. Έτσι 
μπαίνεις μέσα και διαλέγεις μια σοκολάτα, αλλά ο κύπριος ιδιοκτήτης έχει πά­ει 
για φαγητό και έχει αφήσει τον οκτάχρονο γιο του στο τα­μείο, στον οποίο δίνεις 
ένα κέρμα των πενήντα πενών, ενώ κοιτάζεις όλο αγωνία από τη βιτρίνα, διότι το 
λεωφορείο έχει έρθει και ο μικρός Κύπριος ξύνει το κεφάλι του αφού δεν έχει την 
παραμικρή ιδέα πόσο κάνει πενήντα μείον είκοσι τέσσερα, εσύ του φωνάζεις: 
«Είκοσι έξι! Είκοσι έξι!», αυτός ανοίγει το ταμείο, αλλά δεν έχει καθόλου 
κέρματα των δέκα ή των είκοσι πενών, και αρχίζει να σου μετράει όλα τα ρέστα σε 
πεντάρες, εσύ κοιτάς από τη βιτρίνα και βλέπεις το τελευ­ταίο άτομο να 
ανεβαίνει στο λεωφορείο και του φωνάζεις: «Άσ’ το, μικρέ, ξέχνα το!» και 
βγαίνεις έξω τρέχοντας καθώς το λεωφορείο απομακρύνεται, και ο οδηγός σε βλέπει 
αλλά δεν σταματάει να σε πάρει, επειδή είναι ένας φοβερός και τρομερός μαλάκας.

Τότε ξεσπάς σε ένα σύντομο υστερικό γέλιο, κι έπειτα πέ­φτεις σε μια παράξενη 
κι αδιατάρακτη ηρεμία. Μετά την επιβίβαση του πλήθους στο λεωφορείο, ακολουθεί 
θανάσιμη ησυχία και στο δρόμο δεν κυκλοφορεί πια κανένα όχημα οποιουδήποτε 
είδους. Κοιτάζεις το ρολόι σου, αλλά η ώρα δεν σημαίνει τίποτα για σένα, διότι 
πλέον έχεις περάσει σ’ ένα διαφορετικό πεδίο χρονικής συνείδησης, στο οποίο ο 
φυ­σιολογικός γήινος χρόνος δεν έχει κανένα νόημα. Νιώθεις γαλήνιος και 
ικανοποιημένος. Αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι η άφιξη άλλου λεωφορείου δεν θα ήταν 
ευπρόσδεκτη διότι θα κατέστρεφε τη μαγεία αυτής της πρωτόφαντης και 
αξιαγά­πητης ευφορίας. Η σκέψη να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου σ’ αυτή τη 
στάση σε γεμίζει με μία ψύχραιμη αδιαφορία. Η αναμονή στη στάση φαντάζει τώρα 
μια εμπειρία πλούσια και ικανοποιητική, επειδή σε διδάσκει μια φιλοσοφική 
αποδέ­σμευση την οποία θα ζήλευαν πολλοί σπουδαίοι άντρες. Έχεις κατακτήσει 
τώρα τέτοια ηρωική καρτερία, που κάνει τον σερ Τόμας Μουρ να μοιάζει, τη μέρα 
της εκτέλεσής του, με άθλιο κλαψιάρικο μωρό. Η στωικότητα και η ψυχραιμία σου 
κάνουν τον Σωκράτη, την ώρα που ετοιμάζεται να πιει το κώνειο, να μοιάζει με 
ανώριμο παρανοϊκό μαλάκα Έλλη­να χεβιμεταλά. Νιώθεις ότι τίποτα πάνω στη γη δεν 
έχει πια τη δύναμη να σε βλάψει.

Τότε ακριβώς, βλέπεις κάτι να στρίβει από τη γωνία και να έρχεται προς το μέρος 
σου. Είναι ένα ταξί, με τη σημαία του αναμμένη. Χωρίς καν να βεβαιωθείς αν 
έχεις αρκετά χρήματα για το κόμιστρο, του κάνεις νόημα και πηδάς μέσα.

Παρωνυχίδες: Άφησα την ορθογραφία όπως στο πρωτότυπο, αφού είναι έκδοση του 
2002, κι έτσι δεν άλλαξα το «περιμένεις πολύ ώρα» σε «πολλή ώρα». Αν δεν το 
διορθώνει ένας σοβαρός εκδοτικός οίκος, ίσως να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται 
διόρθωση (αλλά βέβαια αυτό δεν θα το έλεγα αν έγραφαν «περιμένεις πολύ όρα»). 
Προσέξτε επίσης ότι ο εκδότης ακολουθεί το γαλλικό σύστημα κι έτσι γράφει «ο 
κύπριος ιδιοκτήτης» αλλά «ο μικρός Κύπριος». Εγώ θα έβαζα κεφαλαίο και στην 
πρώτη περίπτωση –για περισσότερα εδώ.

https://sarantakos.wordpress.com/2020/12/20/coe/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση