Η ΠΥΡΡΕΙΑ ΝΙΚΗ ΤΗΣ «ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑΣ ΕΞΑΓΩΓΩΝ» ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Του Τιλ Βαν Τρέεκ Η γερμανική οικονομία έχει υποστεί κι αυτή τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της κατάρρευσης του παγκόσμιου εμπορίου που ακολούθησε. Το γερμανικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 5% το 2009, τη στιγμή που στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες υποχωρούσε «μόνο» 3,7%. Παρ' όλα αυτά η Γερμανία θεωρείται πάντοτε παράδειγμα σταθερότητας, κυρίως σε σύγκριση με τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Με τις προσπάθειες που κατέβαλε και με την πειθαρχία που έδειξε κέρδισε -και το άξιζε- την «εμπιστοσύνη των αγορών». Οι άλλοι δεν έχουν παρά να τη μιμηθούν. Αυτού του είδους η ανάγνωση της κρίσης κυριαρχεί στην πέραν του Ρήνου περιοχή, αλλά δεν αντέχει στην κριτική εξέταση. Αν η πιο μεγάλη ευρωπαϊκή οικονομία (1/4 του ΑΕΠ της ευρωζώνης) συνεχίσει τη στρατηγική ανάπτυξης που βασίζεται στις εξαγωγές, οι ανισορροπίες του εξωτερικού εμπορίου θα επιδεινωθούν στην Ευρώπη. Θα υποχρεώσει τις άλλες χώρες μέλη να παίρνουν μέτρα δημοσιονομικής και μισθολογικής λιτότητας, για να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητά τους έναντι της Γερμανίας. Η λήψη τέτοιου είδους μέτρων απειλεί να προκαλέσει μια αρνητική σπειροειδή εξέλιξη, που θα συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας, στην ύφεση και στις κοινωνικές εντάσεις. Τετρακόσια χρόνια πίσω... Η διάγνωση αυτή έρχεται να συναντήσει τις προβλέψεις του Κέινς στην κριτική του κατά του μερκαντιλισμού, ενός δόγματος που αναπτύχθηκε τον 16ο αιώνα, σύμφωνα με το οποίο κάθε έθνος οφείλει να βελτιώσει το εμπορικό του ισοζύγιο σε βάρος των γειτονικών εθνών, επιδίωξη που προκαλεί αναπόφευκτα τη μείωση της συνολικής ζήτησης σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με κίνδυνο για τη συνοχή του συνόλου του συστήματος. Ο γερμανικός νεομερκαντιλισμός αποσταθεροποιεί την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση (...) Οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, που άρχισαν το 2002 εντάσσονταν στο γενικότερο πρόγραμμα «Ατζέντα 2010». Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνέβαλαν στην αποδυνάμωση της εσωτερικής κατανάλωσης και στην πρόκληση ανισορροπιών (...) Ο «εκσυγχρονισμός» της αγοράς εργασίας -ψευδώνυμο της αποδιάρθρωσής της- αρχίζει τη δεκαετία του '90 και επιταχύνεται με την «Ατζέντα 2010». Αποβλέπει στη μείωση του μεριδίου των μισθών στην κατανομή του εθνικού πλούτου και επιβάλλει τις ανισότητες. Μιλώντας στο Νταβός το 2005 ο τότε καγκελάριος Σρέντερ είχε τονίσει: «Δημιουργήσαμε ένα τομέα στην αγορά εργασίας με χαμηλά ημερομίσθια και τροποποιήσαμε το σύστημα επιδόματος ανεργίας, ώστε να ενισχύσουμε την ώθηση προς εργασία». Η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να αρνείται την καθιέρωση νόμιμου κατώτατου ημερομισθίου, γιατί δεν θέλει να μειώσει την πίεση προς τα κάτω των μισθών. Ασπάζεται, όπως φαίνεται, την πεποίθηση του συμβούλου Χανς Βέρνερ Σιν, που εκτιμούσε το 2009 ότι «η ανάπτυξη ενός τομέα με χαμηλά και πολύ χαμηλά ημερομίσθια δεν είναι απόδειξη αποτυχίας της Ατζέντας 2010, αντίθετα είναι απόδειξη της επιτυχίας της». Ανισότητες, φτώχεια, λιγότερες θέσεις εργασίας Όποιος παρατηρεί με προσοχή τα δεδομένα της γερμανικής οικονομίας στα δέκα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ότι αυτή η αισιόδοξη θεώρηση βασίζεται σε κατ' εξοχήν ιδεολογικές πεποιθήσεις μάλλον παρά σε συγκεκριμένα στοιχεία. Η Γερμανία, όπως και η Ιταλία, σημείωσε τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης ανάμεσα στο 1999 (ενιαίο νόμισμα) και το 2007 (τελευταία χρονιά πριν την κρίση). Η οικονομία της δημιούργησε λιγότερες θέσεις εργασίας από την οικονομία της Γαλλίας, της Ισπανίας ή και της Ιταλίας (και η υστέρηση αυτή επιμένει). Ακόμη και στην τετραετία της ευημερίας (2005-2008), που ορισμένοι πολιτικοί δεν δίστασαν να τη χαρακτηρίσουν «νέο γερμανικό οικονομικό θαύμα», δημιουργήθηκαν λιγότερες θέσεις εργασίας απ' ό,τι στη Γαλλία την ίδια περίοδο. Την ίδια στιγμή το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς διευρύνθηκε τόσο γρήγορα, που ο ΟΟΣΑ διαπιστώνει ότι στο διάστημα 2000-2005 «οι ανισότητες στις αμοιβές και η φτώχεια μεγάλωσαν στη Γερμανία πιο γρήγορα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ». Ο δείκτης ανισότητας ανέβηκε, ακόμη και στα «καλά χρόνια» (2005-2008,ης Κομισιόν, η Γερμανία, μαζί με την Ιαπωνία, είναι η μόνη χώρα όπου οι πραγματικές δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν μεταξύ 1998 και 2007, τη στιγμή που στις χώρες της ευρωζώνης συνολικά αυξάνονταν κατά 14% την ίδια περίοδο. Αυτή η υποχώρηση οφείλεται στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των υψηλών εισοδημάτων, καθώς και στην επίμονη επιδίωξη να ισοσκελιστεί ο προϋπολογισμός και να μειωθεί το δημόσιο χρέος. Η χτυπητή αντίθεση ανάμεσα σε μια εσωτερική οικονομία άτονη και έναν εξαγωγικό τομέα πολύ δυναμικό προκύπτει κατά μεγάλο μέρος από αυτή την πολιτική. Μεταξύ 1999 και 2007 η Γερμανία ήταν η μόνη χώρα της ευρωζώνης που οι εξαγωγές της συνέβαλαν κατά πολύ περισσότερο στην αύξηση του ΑΕΠ σε σύγκριση με την εσωτερική οικονομική δραστηριότητα (...) Από την άλλη, η συμβολή των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ ήταν η μικρότερη από οποιαδήποτε άλλη χώρα μέλος. Το τίμημα της ανταγωνιστικότητας Σίγουρα, η πολιτική αυτή ντοπάρει την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών εξαγωγών. Αλλά με ποιο τίμημα για την Ευρώπη; Στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης η ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών δεν μπορεί να ρυθμιστεί με υποτιμήσεις των νομισμάτων. Συνεπώς, όταν η εξέλιξη του ανά μονάδα κόστους εργασίας διαφέρει από χώρα σε χώρα, ορισμένες χώρες έχουν πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας απέναντι σε άλλες χώρες. Στη Γερμανία το κόστος αυτό μεταξύ 1999-2007 αυξήθηκε μόλις 2%, ενώ στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία αυξήθηκε από 28% έως 31%. Ακόμη και στη Γαλλία, που η αύξηση αυτή δεν ξεπέρασε το 17%, το εμπορικό ισοζύγιο από πλεονασματικό έγινε ελλειμματικό (από το 1999 στο 2003). Οι κερδοσκοπικές επιθέσεις της περασμένης άνοιξης συνδέονταν πιο πολύ με τις ανισορροπίες των εμπορικών ισοζυγίων παρά με τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Μεταξύ 1999 και 2007 το δημόσιο έλλειμμα της Ισπανίας δεν ξεπέρασε ποτέ το 3% που επιβάλλει τη συνθήκεη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας (τη στιγμή που η Γερμανία δεν πληρούσε αυτό το κριτήριο μεταξύ 2002 και 2005). Επίσης, την ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 62% σε 36% (ενώ στη Γερμανία περνούσε από το 61% στο 65%). Μεταξύ 2005 και 2007 μάλιστα σημείωσε και πλεονάσματα. Από την άλλη μεριά, στον ιδιωτικό τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) η δαπάνη συστηματικά ξεπερνούσε τα εισοδήματα προκαλώντας ένα σταθερό έλλειμμα, που ορισμένες χρονιές έφτανε το 12% του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί εξαιρετικά το σύνολο του χρέους. Εμπορικά ελλείμματα και χρέος Όταν η φούσκα του ιδιωτικού χρέους έσκασε το 2008, το ισπανικό κράτος χρειάστηκε να αναλάβει εκείνο τα δάνεια που δεν ήταν δυνατό να εξυπηρετηθούν, γεγονός που το υποχρέωσε να προχωρήσει σε μαζικό δανεισμό με τη γνωστή αντίδραση των αγορών. Ανάλογη κατάσταση επικράτησε και στην Ιρλανδία, όπου το δημόσιο χρέος είχε υποχωρήσει από 49% σε 25% μεταξύ 1999 και 2007, ενώ τα ιδιωτικά ελλείμματα αυξάνονταν. Και στην Ελλάδα και την Πορτογαλία για μεγάλο διάστημα υπήρχαν δημόσια ελλείμματα, αλλά τα ελλείμματα του ιδιωτικού τομέα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η γενεσιουργός αιτία του εξωτερικού χρέους είναι μάλλον τα εμπορικά ελλείμματα παρά τα δημοσιονομικά. Αυτά εκθέτουν τις χώρες στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία. Οι γερμανοί ηγέτες κάνουν λάθος να πανηγυρίζουν για τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», που έκαναν τη χώρα πιο «ισχυρή» και πιο «σίγουρη» στα μάτια των επενδυτών. Η δύναμη αυτή της Γερμανίας είναι μια πύρρεια νίκη. Μπορούν να πουν, όπως ο βασιλιάς Πύρρος, σύμφωνα με τον Πλούταρχο: «Αν σημειώσουμε άλλη μια τέτοια νίκη, είμαστε χαμένοι». Γιατί είχε χάσει στη μάχη μεγάλο μέρος των δυνάμεων του και την πλειονότητα των αξιωματικών. Το ίδιο και η Γερμανία. Η νίκη της στον πόλεμο της παγκοσμιοποίησης είχε μεγάλο τίμημα. Στο κοινωνικό πεδίο πρώτα απ' όλα, με την έκρηξη των ανισοτήτων και της φτώχειας, καθώς και τη μείωση των αμοιβών ακόμη και της μεσαίας τάξης. Στο πολιτικό πεδίο, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, οι καλύτεροι σύμμαχοί της υποφέρουν από τις συνέπειες του νεομερκαντιλισμού και αμφιβάλλουν όλο και περισσότερο για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη της κ. Μέρκελ. Η ανατροφοδότηση της κρίσης Η γερμανική στρατηγική, στηριγμένη αποκλειστικά στις εξαγωγές, δεν μπορεί να έχει αποτελέσματα, παρά μόνο αν όλοι οι εταίροι της συνεχίσουν να αυξάνουν σε βάθος τα εμπορικά τους ελλείμματα. Αυτά ακριβώς που είναι υπεύθυνα για την παρούσα κρίση. Ακόμη και από τη στενή σκοπιά του εθνικού τους συμφέροντος, είναι ανόητο να γίνεσαι «πρωταθλητής εξαγωγών» και μετά να παραπονιέσαι για το κόστος των μέτρων διάσωσης που καθίστανται αναγκαία εξαιτίας του αβάστακτου χρέους των χωρών με αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο (πάνω από το 40% των γερμανικών εξαγωγών καταλήγουν στις χώρες της ευρωζώνης). Η νομισματική ένωση δεν μπορεί να λειτουργήσει για πολύ, εφόσον η πιο ισχυρή οικονομία της συμβάλλει τόσο λίγο στη συνολική ζήτηση. Είναι ένα από τα διδάγματα που βγαίνουν από την ανάλυση των εμπορικών πολέμων που συντάραξαν την Ευρώπη στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, σύμφωνα με τον Κέινς. Στο πρόγραμμα για το 2009 οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες έχουν αρχίσει δειλά ήδη να αναθεωρούν με μισόλογα το ισχύον δόγμα: «Το αντίτιμο της γερμανικής κυριαρχίας στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας είναι η αδύναμη κατανάλωση (...) Θα χρειαστεί να γίνει λιγότερο άνιση η διανομή των εισοδημάτων και να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις»... Από τη Monde Diplomatique www.epohi.gr ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ __________ Για καλή Ελληνική και ξένη μουσική, Θεατρικά έργα από το ελληνικό και παγκόσμιο ρεπερτόριο επισκεφθείτε το http://www.isobitis.com Φιλοξενείται δωρεάν από τον server της orasi mailing list http://www.hostvis.net ______________