ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Τα μεταλλεία του Λαυρίου, τα “αργυρεία του Λαυρίου” όπως ονομαζόταν από τους 
αρχαίους συγγραφείς εξαιτίας του άφθονου αργύρου που παραγόταν σ’ αυτά, δίνουν
τα περισσότερα και καλύτερα στοιχεία για την περιγραφή της εξελικτικής πορείας 
της ελληνικής μεταλλείας κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους. Αποτέλεσαν
την σημαντικότερη πηγή υλικών πόρων για την ανάδειξη της Αθηναϊκής Δημοκρατίας 
και ο ρόλος τους αυτός στάθηκε η αιτία να γνωρίσουν στο Λαύριο την καλύτερη
εφαρμογή τους όλες οι κατακτήσεις που σημείωσε κατά την αρχαιοελληνική περίοδο 
η μεταλλεία.
Ιστορία των Μεταλλείων
Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον ακριβή καθορισμό της έναρξης λειτουργίας 
των αθηναϊκών μεταλλείων στο Λαύριο. Κάποιες πηγές δίνουν την πληροφορία
ότι την εκμετάλλευσή τους πρωτοξεκίνησαν οι Φοίνικες, ενώ άλλες ανατρέχουν στα 
μυθολογικά χρόνια, αναφέροντας ότι η εκμετάλλευσή τους ξεκίνησε στα χρόνια
είτε του Ερεχθέα είτε του Θησέα. Φαίνεται πάντως ότι μέχρι τον 6ο π.Χ. αιώνα η 
σχετική δραστηριότητα ήταν περιορισμένη, κυρίως λόγω των δυσκολιών απόληψης
του αργύρου από το μητρικό πέτρωμα (γαληνίτης), που δεν είχαν ξεπεραστεί ακόμη 
σε ικανοποιητικό βαθμό, καθώς επίσης και λόγω της σχετικής έλλειψης δούλων,
που δεν επαρκούσαν για την υποστήριξη και της εξορυκτικής δραστηριότητας. Μέχρι 
τότε λοιπόν φαίνεται ότι δεν υπήρχαν αρκετοί Αθηναίοι επιχειρηματίες πρόθυμοι
να διακινδυνεύσουν την επένδυση κεφαλαίων στα μεταλλεία του Λαυρίου και ο 
ελληνικός κόσμος προμηθευόταν ακόμη το πολύτιμο αυτό μέταλλο είτε από εισαγωγές
από χώρες της Ανατολής, είτε από τα μεταλλεία της Σίφνου και της Θάσου. Το 483 
π.Χ. όμως, στο τέλος της ανάπαυλας μεταξύ Μαραθώνα και Σαλαμίνας, η κατάσταση
άλλαξε εντελώς όψη. Οι Αθηναίοι ανακάλυψαν, τυχαία ίσως, νέα και πολύ πλούσια 
φλέβα στην Μαρώνεια, που τράβηξε το ενδιαφέρον όλων των πλουσίων. Όποιος
είχε διαθέσιμα χρήματα και τον κατάλληλο αριθμό δούλων, νοίκιαζε από το Κράτος 
ανάλογη έκταση και την εκμεταλλευόταν. Το ενδιαφέρον ήταν τόσο μεγάλο, ώστε
η πόλη εισέπραττε κάθε χρόνο από ενοίκια ένα τεράστιο ποσό (πάνω από 50 τάλαντα 
χρυσού κατά τον Ηρόδοτο, 100 τάλαντα κατά τον Αριστοτέλη στο έργο του “Αθηναίων
Πολιτεία”. Το τάλαντο ήταν μονάδα μέτρησης μάζας, που ισοδυναμούσε, στην 
Αττική, με περίπου 26 σημερινά χιλιόγραμμα). Τους πόρους αυτούς ο Θεμιστοκλής
τους αξιοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο, ναυπηγώντας τις τριήρεις που στάθηκαν 
ο κυριότερος παράγοντας νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στην ναυμαχία
της Σαλαμίνας και στις άλλες που ακολούθησαν.
Από την εποχή αυτή η μεταλλευτική δραστηριότητα στο Λαύριο πήρε μέγεθος που της 
έδωσε βιομηχανική μορφή και, ακολουθώντας την ιστορική πορεία της Αθηναϊκής
Δημοκρατίας, γνώρισε αντίστοιχες ακμές και παρακμές. Την μεγαλύτερη ακμή τους 
την γνώρισαν στα χρόνια του Θεμιστοκλή και του Περικλή, από το 483 π.Χ. ως
την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου το 431 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου 
αυτού, η δραστηριότητα στα μεταλλεία περιορίστηκε πολύ για να φτάσει στην
ανυπαρξία μετά το 413 π.Χ., οπότε και εγκαταλείφθηκαν από τους δούλους που 
εργάζονταν σ’ αυτά, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Λόγω της μείωσης
της δραστηριότητας και της επακόλουθης έλλειψης αργύρου, οι Αθηναίοι 
αναγκάσθηκαν να κόψουν χρυσά νομίσματα το 407 π.Χ. και χάλκινα το 406 π.Χ., 
χρησιμοποιώντας
τα αναθήματα της Ακρόπολης. Με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας από τον 
Θρασύβουλο το 403 π.Χ., ξαναρχίζει η εκμετάλλευση γνωρίζοντας μια νέα περίοδο 
ακμής
την περίοδο 338 ως 326 π.Χ., για να αρχίσει πάλι να παρακμάζει εξαιτίας του 
άφθονου μακεδονικού χρυσού του Παγγαίου που εκτόπισε από την αγορά τους 
περσικούς
δαρεικούς και υποτίμησε τον αθηναϊκό άργυρο. Στη συνέχεια, μετά από μια μικρή 
περίοδο αναλαμπής στα χρόνια του Δημητρίου του Φαληρέως την περίοδο 317 ως
307 π.Χ., τα μεταλλεία ακολούθησαν στην παρακμή την Αθήνα των ελληνιστικών 
χρόνων. Από το 146 π.Χ. ως το 87 π.Χ. γνώρισαν μια αναλαμπή ακμής, με την 
αναχώνευση
σκωριών της παλαιότερης μεταλλευτικής δραστηριότητας, για να περιέλθουν 
οριστικά στην αφάνεια με την επιδρομή του Σύλλα, που ρήμαξε την Αττική.
Η Μεταλλευτική Δραστηριότητα
Τα μεταλλεία του Λαυρίου, όπως προκύπτει από τη σύγχρονη έρευνα, είχαν απλωθεί 
σε μια έκταση της λαυρεωτικής περίπου 40.000 στρεμμάτων, στο τρίγωνο Καμάριζα
– Σούριζα – Πλάκα. Στην περιοχή αυτή έχουν ανακαλυφθεί πάνω από 1.000 φρέατα 
και περίπου άλλες τόσες στοές, ενώ το σύνολο της μεταλλευτικής δραστηριότητας
κάλυπτε όλους τους τομείς από την αναζήτηση και εξόρυξη του μεταλλεύματος μέχρι 
την παραγωγή τελικών προϊόντων από το περιεχόμενο μέταλλο.
Τα φρέατα και οι στοές: Τα φρέατα είχαν συνήθως διατομή 1,30 Χ 1,90 μ. (και 
σπανιότερα 1,90 Χ 2,00 μ.) και ήταν κατά κανόνα βαθιά. Το βαθύτερο που μέχρι
τώρα ανακαλύφθηκε είχε βάθος 119 μ. Οι στοές είχαν ύψος 0,50 ως 0,60 μ. (που 
σπάνια έφτανε το 1 μ.) και πλάτος 0,60 ως 0,90 μ. Με τις διαστάσεις αυτές
και με τα τότε εξορυκτικά μέσα, ο κάθε μεταλλωρύχος μπορούσε να ανοίγει περίπου 
12 μ. στοάς ή 5 μ. πηγαδιού τον μήνα. Στα επικίνδυνα κενά αφήνονταν 
υποστηρίγματα
(“όρμοι” ή “μεσοκρινείς”) από το ίδιο το μετάλλευμα, με πιο σπάνια την 
περίπτωση να χρησιμοποιούνται και ξύλινα υποστηρίγματα. Οι εργάτες κατέβαιναν 
στα
πηγάδια με ξύλινες σκάλες, που στηρίζονταν σε κατάλληλες τρύπες των τοιχωμάτων. 
Βρέθηκαν και πηγάδια που χρησίμευαν για την ανέλκυση του μεταλλεύματος
στην επιφάνεια, καθώς και άλλα για το εξαερισμό των υπογείων έργων.
Τα σκαπτικά εργαλεία: Τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν ήταν όλα χαλύβδινα και 
ήταν η κοινή αξίνα (κασμάς), το σφυρί (“τυπίς”) και το καλέμι (“ξοΐς”). Το
σφυρί είχε βάρος περίπου 2,5 κιλά, με επίπεδη τη μια άκρη και μυτερή την άλλη, 
ενώ είχε ξύλινο στειλιάρι μήκους περίπου 0,20 – 0,30 μ. Το καλέμι είχε μήκος
0,20 ως 0,35 μ. και μυτερή αιχμή.
Η τεχνική της εξόρυξης: Με το άνοιγμα φρεάτων και στοών αναζητούνταν το 
μετάλλευμα και όταν αυτό εντοπιζόταν, με δοκιμαστικά φρέατα και πλάγιες στοές 
γινόταν
η εξακρίβωση των διαστάσεων του μεταλλοφόρου όγκου. Στη συνέχεια άρχιζε η 
εξόρυξη, συνήθως από κάτω προς τα επάνω. Ο μεταλλωρύχος (“διορύττον ανδράποδο”)
με το σφυρί και το καλέμι αποσπούσε από τον μεταλλοφόρο όγκο μικρά κομμάτια, 
που μεταφέρονταν σε δερμάτινους ή πλεκτούς με σπάρτο σάκους (“πήραι” ή 
“θήλακοι”)
από τους μεταφορείς δούλους (“θηλακοφόρα ανδράποδα”) στους τόπους της παραπέρα 
επεξεργασίας, με ανέλκυση μέσω των πηγαδιών.
Οι συνθήκες εργασίας: Η περισσότερη εξορυκτική εργασία γινόταν στις, μικρού 
μεγέθους στοές, ακολουθώντας τις φλέβες του μεταλλεύματος. Ο μεταλλωρύχος,
λόγω του μικρού ύψους της στοάς (που επιβαλλόταν και για λόγους μεγαλύτερης 
ασφάλειας), εργαζόταν σ’ αυτές ξαπλωμένος πλάγια ή ανάσκελα, σχεδόν ολόγυμνος
και με τα πόδια αλυσοδεμένα, για να μη μπορεί να δραπετεύσει, ενώ στο σώμα του 
έφερε πυρότυπη τη σφραγίδα του κυρίου του. Η εργασία ήταν πολύ σκληρή, ώστε
να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της εργοδοσίας και να αποφεύγουν τις 
τιμωρίες. Ο φωτισμός των στοών γινόταν με πήλινους ελαιόλυχνους, που 
τοποθετούνταν
σε ειδικά κοιλώματα της στοάς και κρατούσαν 10 ώρες, όσο δηλαδή και ο ημερήσιος 
χρόνος εργασίας κάθε ομάδας. Η τροφή των δούλων ήταν αρκετά ικανοποιητική,
για να μπορούν να ανταπεξέρχονται στις σκληρές συνθήκες εργασίας και να 
αντέχουν περισσότερο χρόνο.
Τα καθαριστήρια του μεταλλεύματος: Τα κομμάτια μεταλλεύματος που παράγοντας 
όπως περιγράφηκε παραπάνω, μεταφέρονταν στα καθαριστήρια, όπου ετοιμάζονταν
για εμπλουτισμό και εκκαμίνευση. Πρώτα καθαρίζονταν με χειροδιαλογή τα στείρα 
υλικά. Έπειτα το μετάλλευμα θρυμματιζόταν με το χέρι, με πέτρινα γουδιά 
(“λίθινοι
όλμοι”) και σιδερένια γουδοχέρια (“ύπεροι”), σε κομμάτια μεγέθους ρεβιθιού. Στη 
συνέχεια, αλεθόταν σε χειροκίνητους μύλους, που κινούταν από δούλους με
τη βοήθεια ξύλινων μοχλών (“κώπαι”). Εκεί το μετάλλευμα γινόταν ψιλό 
(“κέγχρος”), με μέγεθος κόκκων περίπου 1 χιλιοστό και αφού κοσκινιζόταν σε 
ειδικά
κόσκινα (“σάλακες”), μεταφερόταν στο πλυντήριο (“κεγχρεών”), όπου συμπληρωνόταν 
ο εμπλουτισμός με το πλύσιμο.
Τα πλυντήρια: Επρόκειτο για τελειότατης σύλληψης κατασκευή εμπλουτισμού του 
μεταλλεύματος. Η κατασκευή αποτελείτο από ένα πέτρινο ρείθρο, διαμέτρου περίπου
6 μ., του οποίου το τέλος βρίσκεται περίπου 20 εκ. χαμηλότερα σε σχέση με την 
αρχή του, και το οποίο είχε σε όλο το μήκος του μια σειρά από διαδοχικές
λακκούβες. Όλη η κατασκευή ήταν στεγανή με υδατοστεγές επίχρισμα (σοβάς) 
ειδικής κατασκευής. Οι δούλοι τροφοδοτούσαν στην αρχή του πλυντηρίου το 
μετάλλευμα
και νερό, το οποίο παρέσυρε τους κόκκους του μεταλλεύματος κατά τη ροή του. 
Στις πρώτες κοιλότητες κατακάθονταν το περισσότερο βαρύ μετάλλευμα, που ήταν
και το πιο πλούσιο σε μόλυβδο και άργυρο, ενώ στις τελευταίες κοιλότητες έφτανε 
το πιο φτωχό, το οποίο απορρίπτονταν σαν στείρο. Το νερό κατέληγε σ’ ένα
σημείο κοντά στην αρχή του ρείθρου, απ’ όπου οι δούλοι το επανακυκλοφορούσαν. Ο 
τύπος αυτός του πλυντηρίου ανακατασκευάστηκε την σύγχρονη εποχή από μπετόν
και διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσε πολύ αποτελεσματικά, με απόδοση της τάξης του 
60%. Ιδιαίτερη σημασία για την λειτουργία των πλυντηρίων έχει η ύπαρξη
νερού, που στη συγκεκριμένη περιοχή περιορίζεται μόνο στα βρόχινα. Κοντά στα 
πλυντήρια λοιπόν είχαν κατασκευαστεί δεξαμενές (“ενδοχεία” ή “υποδοχαί”),
χωρητικότητας 100 ως 600 κυβ. μ., για τη συγκέντρωση των βρόχινων νερών. Για 
την προστασία μάλιστα του νερού από την εξάτμιση, δεξαμενές και πλυντήρια
ήταν σκεπασμένα με ξύλινα στέγαστρα.
Η εκκαμίνευση: Το εμπλουτισμένο μετάλλευμα μεταφερόταν στα καμίνια για 
εκκαμίνευση, απ’ όπου εξαγόταν ένα μεταλλικό μείγμα μολύβδου και αργύρου 
(αργυρούχος
μόλυβδος). Δούλευαν με ξυλοκάρβουνο, γι’ αυτό όσο καιρό εξυπηρετούνταν από την 
ντόπια ξυλεία ήταν εγκατεστημένα κοντά στα πλυντήρια. Όταν όμως τα δάση
της λαυρεωτικής εξαντλήθηκαν και άρχισε να χρησιμοποιείται η ξυλεία της Εύβοιας 
και των Κυκλάδων, μεταφέρθηκαν στους κοντινούς όρμους, όπου και βρέθηκαν
μεγάλες ποσότητες σκωριών. Ήταν μικρά, με διάμετρο το πολύ 1 μ., κατασκευασμένα 
από πλάκες σχιστολίθου ή τραχείτου. Το μετάλλευμα, ανακατεμένο με ξυλοκάρβουνο
τοποθετούνταν στο εσωτερικό του, ενώ ο αέρας για την καύση διοχετεύονταν από τη 
βάση με χειροκίνητα φυσερά. Το μετάλλευμα έλιωνε και αποχωρίζονταν ο αργυρούχος
μόλυβδος, ο οποίος έρρεε από την βάση. Τα αέρια της καύσης, που περιείχαν 
άνθρακα, θείο, αρσενικό, αντιμόνιο κ.λ.π. έφευγαν από την καπνοδόχο του 
καμινιού.
Η κυπέλλωση: Μετά την εκκαμίνευση ακολουθούσε η εξαγωγή του αργύρου από τον 
αργυρούχο μόλυβδο, στον οποίο άλλωστε αποσκοπούσε κυρίως η μεταλλευτική 
δραστηριότητα
του Λαυρίου. Η εργασία αυτή γινόταν σε ειδικά πυρίμαχα κύπελλα, απ’ όπου πήρε 
και το όνομά της. Στα κύπελλα αυτά, τοποθετημένα μέσα σε καμίνια, που 
λειτουργούσαν
με ξυλάνθρακα και φυσερά, τροφοδοτούσαν τον αργυρούχο μόλυβδο. Η θερμοκρασία 
έφτανε γύρω στους 1.000 οC, με αποτέλεσμα να οξειδώνεται ο μόλυβδος, να 
ανεβαίνει
στην επιφάνεια με την μορφή του λιθάργυρου (οξείδιο του μολύβδου) και να τρέχει 
από μια εγκοπή του κυπέλου στο δάπεδο , σχηματίζοντας πλάκες λιθάργυρου,
μεγάλες ποσότητες του οποίου βρέθηκαν στο Λαύριο. Ο άργυρος, που, σαν ευγενές 
μέταλλο, δεν οξειδώνεται, παρέμενε στον πυθμένα του κυπέλλου και απολαμβανόταν
σε μεταλλική μορφή, με περιεκτικότητα 96 – 98% σε άργυρο και 4 – 2% σε μόλυβδο 
και χαλκό. Περιείχε επίσης και μικρή ποσότητα χρυσού, μιας και αυτός δεν
οξειδώνεται κατά την κυπέλλωση (περίπου 1 ως 3 γραμ. για κάθε κιλό αργύρου
Η Παραγωγή των Μεταλλείων
Το μετάλλευμα του Λαυρίου είναι θειούχος ή οξειδωμένος μόλυβδος, που, όπως 
εξορυσσόταν τότε, περιείχε περίπου 20% μόλυβδο και περίπου 400 γραμ. άργυρο
ανά τόνο μεταλλεύματος. Οι αρχαίοι το ονόμαζαν αργυρίτη λίθο, καθώς 
ενδιαφερόταν κυρίως για τον άργυρο. Εκτός όμως από τον τελευταίο, που 
απολαμβανόταν
με τον τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω, γινόταν παραγωγή και πλήθους άλλων 
προϊόντων, με μεθόδους που δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούν εδώ, κυρίως όμως σαν
εξαχνώματα της εκκαμίνευσης. Τα προϊόντα αυτά είναι κατά πρώτο λόγο ο μόλυβδος 
και δευτερευόντως η καδμία (μάλλον οξείδιο του ψευδαργύρου), ο σποδός (οξείδιο
του αντιμονίου), η μολύβδαινα (οξείδιο του μολύβδου) και το κιννάβαρι 
(πιθανότατα το σημερινό μίνιο). Εκτιμάται ότι στο διάστημα της λειτουργίας των 
μεταλλείων
παρήχθησαν από αυτά περίπου 2.100.000 τόνοι μολύβδου και 8.400 τόνοι αργύρου. 
Βρέθηκαν επίσης στη σύγχρονη εποχή στον χώρο των μεταλλείων περίπου 7.000.000
τόνοι φτωχό μετάλλευμα και περίπου 1.400.000 τόνοι σκωρίες.
Τα Μεταλλεία του Λαυρίου σαν Μεγάλη Πηγή Πλούτου.
Το μεγαλύτερο τμήμα της παραγωγής των μεταλλείων σε άργυρο χρησιμοποιούνταν για 
την κοπή νομισμάτων. Κατά την κλασσική εποχή η τέχνη αυτή είχε φτάσει σε
πολύ υψηλό επίπεδο, δείχνοντας καθαρά την πρόοδο που είχε συντελεσθεί και σε 
άλλους κλάδους της μεταλλοτεχνίας και της μεταλλογνωσίας γενικότερα. Με την
ανακυπέλλωση στα νομισματοκοπεία του αργύρου που προερχόταν από την κυπέλλωση, 
η καθαρότητά του έφτανε στο θαυμαστό επίπεδο του 98,5 – 99%, πράγμα που
τον καθιστούσε κατάλληλο για την κατασκευή σταθερής σύνθεσης κερμάτων. Σαν 
αποτέλεσμα, ο πλούτος που εισέρρεε στα ταμεία της πόλης των Αθηνών είχε 
δημιουργήσει
στις παραμονές του Πελοποννησιακού πολέμου απόθεμα της τάξης των 10.000 
ταλάντων, που φυλάσσονταν στο θησαυροφυλάκιο της Ακρόπολης. Παράλληλα όμως, 
μεγάλος
ήταν και ο αριθμός ιδιωτών που απέκτησαν μεγάλα πλούτη από τα μεταλλεία του 
Λαυρίου, καθώς η πλειονότητα των Αθηναίων είχε καταληφθεί από τον “μεταλλευτικό
πυρετό” και η προσοχή τους ήταν στραμμένη σ’ αυτά. Ο Αριστοφάνης στους “Ιππείς” 
του διακωμωδεί αυτή την κατάσταση. Ο Ξενοφών στους “Πόρους” του θεωρεί
τον άργυρο του Λαυρίου θεϊκό δώρο. Ο Αισχύλος στους “Πέρσες” του βάζει τον 
Άγγελο να πληροφορεί την Άτοσσα ότι η Αθηναϊκή Πολιτεία, που οι δυνάμεις της
είχαν κατανικήσει στη Σαλαμίνα τον γιό της Ξέρξη, είναι ισχυρή γιατί διαθέτει 
μια πηγή αργύρου που είναι υπόγειος θησαυρός (“θησαυρός χθονός”).
Το Νομικό Καθεστώς
Το νομικό καθεστώς των μεταλλείων του Λαυρίου δεν διασώθηκε αυτούσιο. Οι 
ευκαιριακές όμως πληροφορίες που προέρχονται από διάφορους συγγραφείς δίνουν την
δυνατότητα ικανοποιητικής ανασύνθεσής του. Τα στοιχεία που υπάρχουν είναι 
αρκετά πλούσια και αποτυπώνουν τη θέληση της Αθηναϊκής Πολιτείας για διευκόλυνση
της μεταλλευτικής παραγωγής, αλλά και για άγρυπνη παρακολούθηση αυτής από το 
Κράτος. Το καθεστώς αυτό αποτέλεσε τη βάση, με σχετικές προσαρμογές, για τα
μεταλλευτικά καθεστώτα μεταγενέστερων εποχών όχι μόνο στον ελληνικό χώρο 
(Αλεξανδρινή, Ρωμαιοκρατία, Βυζαντινή, Τουρκοκρατία και Νεοελληνική), αλλά και
πέρα από αυτόν. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έχουν διασωθεί, το 
μεταλλευτικό καθεστώς των μεταλλείων του Λαυρίου περιγράφεται συνοπτικά ως εξής:
Τα μεταλλεία ήταν κρατικά και ο Δήμος Αθηναίων τα μίσθωνε σε ιδιώτες.
Το δικαίωμα ενοικιάσεως το είχαν όλοι οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες και οι 
μέτοικοι, που μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της Πολιτείας.
Τα εν ενεργεία μεταλλεία (“αναξάσιμα μέταλλα”) μισθωνόταν για τρία χρόνια, ενώ 
εκείνα που λειτουργούσαν για πρώτη φορά (“καινά μέταλλα”) για δέκα χρόνια.
Τα όρια της περιοχής κάθε μίσθωσης προσδιορίζονταν με ακρίβεια κατά την 
χαρτογράφηση (“διαγραφή”), που προηγούνταν της εκμίσθωσης.
Το ενοίκιο υπολογιζόταν στο εικοστό τέταρτο των κερδών και φαίνεται πως 
προσδιοριζόταν κατ’ αποκοπή στην αρχή της εκμίσθωσης για όλη τη διάρκειά της. 
Καταβαλλόταν
σε ετήσιες δόσεις (“καταβολαί”) και τυχόν καθυστέρηση της πληρωμής συνεπαγόταν 
κυρώσεις, που ποίκιλλαν από τον διπλασιασμό της οφειλής ως τη φυλάκιση του
ενοικιαστού και την κατάσχεση της περιουσίας του.
Η Πολιτεία παρακολουθούσε με μεγάλη αυστηρότητα την εργασία στα μεταλλεία, 
επιβάλλοντας την τήρηση του ειδικού νόμου (“μεταλλικός νόμος”), μέσω του ειδικού
(“μεταλλικού”) δικαστηρίου. Σύμφωνα με τον νόμο αυτόν, τιμωρούνταν αυστηρά 
όποιος εξόρυσσε σε απαραχώρητη περιοχή (“άγραφον” ή ”αναπόγραφον μέταλλον”)
έστω και υπόγεια. Ομοίως, όποιος εξόρυσσε σε παραχώρηση άλλου, όποιος ενοχλούσε 
ή διέκοπτε την εργασία του γείτονά του με βίαια μέσα (“εάν τις όπλα επιφέρη”)
ή με τον καπνό των εξαεριστήρων του (“εάν τις υφάψη, εάν τις τύφη”), ή με 
οποιονδήποτε άλλο τρόπο προσπαθούσε να τον εκδιώξει (“εάν τις εξίλλη, δίκη 
εξούλης”).
Τον τρόπο πραγματοποίησης της εξόρυξης επίσης καθόριζε και παρακολουθούσε η 
Πολιτεία. Και αν κανένας παραχωρησιούχος, κινούμενος από πλεονεξία, έθετε σε
κίνδυνο την ασφάλεια του μεταλλείου του, εξορύσσοντας και τα στηρίγματά του, 
που συχνά ήταν μεταλλοφόρα, τότε η τιμωρία του ήταν αυστηρότατη. Έφτανε και
ως την εσχάτη των ποινών, όπως έγινε με τον γνωστό για τα μεγάλα κέρδη του από 
τα μεταλλεία του Λαυρίου Δίφιλο, που το 330 π.Χ. καταδικάστηκε σε θάνατο
από αυτή ακριβώς την αιτία.
ΝΕΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η κατάσταση στην Ελλάδα μετά την ανεξαρτησία
Ο επτάχρονος, σκληρός, αιματοβαμμένος και με πολλές εναλλαγές εξάρσεως και 
απογοητεύσεων αγώνας για την απελευθέρωση της Ελλάδος από τη βάρβαρη καταπίεση
– εθνική, πολιτική, οικονομική – των Τούρκων, άφησε μια χώρα κατεστραμμένη και 
ανήμπορη. Έτσι, η πρώτη προσπάθεια του ελεύθερου Κράτους στρέφεται προς
τη γεωργία, από την οποία αναμένεται η κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του 
πεινασμένου πληθυσμού. Αλλά και εκεί η κατάσταση είναι απελπιστική.
Αν προστεθούν σ’ αυτή τη σκληρή πραγματικότητα και οι πολιτικές ανωμαλίες της 
εποχής, η πίεση των ξένων πάνω στα ελληνικά πράγματα, ο δεσποτισμός των Βαυαρών,
που ακολούθησαν τον Όθωνα, τον οποίον επέβαλαν οι «προστάτιδες» Δυνάμεις, θα 
προκύψει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα πρώτα βήματα ενός Κράτους, που αναδύθηκε
μέσα από το αίμα και τα καπνίζοντα ερείπια, με τη βαριά επίδραση της νοοτροπίας 
της Τουρκοκρατίας.
Το Κράτος αυτό – ένα νεφελώδες σχεδόν και σε πολλές περιπτώσεις σκιώδες Κράτος 
– με έκταση χωρίς διοικητική ενότητα και χωρίς σχεδόν οριστικά σύνορα, δεν
ήταν δυνατό ν’ ασχοληθεί αμέσως με την εκμετάλλευση και την αξιοποίηση των 
υπαρχόντων και αργούντων μεταλλείων της τότε ελληνικής περιοχής. Οι πρώτες 
φροντίδες,
όπως είναι φυσικό, αφιερώθηκαν στη συγκρότηση διοικητικού μηχανισμού, στη 
στέγαση του πληθυσμού και στην εξεύρεση πόρων για το ίδιο το Κράτος και ασχολιών
για τον άνεργο και πεινασμένο λαό.
Βέβαια, υπάρχει κάποια νύξη, όχι ξεκαθαρισμένη, που γίνεται από τον Α. 
Οικονόμου στο έργο του «Λαύριον» ότι προσκλήθηκε στα 1833 ένας ορυκτολόγος από 
τη
Σαξωνία, αλλά η προσπάθεια αυτή «απέβη εντελώς άκαρπος…».
Ο πρώτος νόμος περί μεταλλείων
Το Ελληνικό Κράτος αρχίζει ν’ ασχολείται σοβαρά με την εκμετάλλευση των γνωστών 
τότε μεταλλείων, ύστερα από 30 χρόνια από τη σύστασή του. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε
με τα μεταλλεία Λαυρίου, που τόσο πλουτοφόρα στάθηκαν κατά την ελληνική 
αρχαιότητα. Στις 22 Αυγούστου 1861 υπογράφεται ο πρώτος νόμος «Περί μεταλλείων
ορυχείων και λατομείων» και στις 24 του ίδιου μήνα δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα 
της Κυβερνήσεως» (αριθ. 44).
Ο νόμος αυτός είχε 55 άρθρα και για τις τρείς μορφές εκμεταλλεύσεως των 
μεταλλικών πηγών της χώρας: 1) των μεταλλείων, 2) των ορυχείων και 3) των 
λατομείων,
σύμφωνα με τη διαίρεση του νομοθέτη. Στα μεταλλεία αναφέρονταν 34 άρθρα, στα 
ορυχεία 6 και στα λατομεία 2, ενώ τα υπόλοιπα 13 άρθρα αναφέρονταν σε διάφορα
θέματα, διαδικαστικά και διοικητικά.
Τα 4 πρώτα άρθρα καθορίζουν την έννοια των τριών κατηγοριών, όπως παρακάτω:
Άρθρον 1: «Όγκοι ουσιών μεταλλικών, ή ορυκτών, εγκεκλεισμένοι εις τους κόλπους 
της γης, ή κείμενοι εις την επιφάνειαν αυτής κατατάσσονται εις τας εξής
τρεις κατηγορίας: την των μεταλλείων, την των ορυχείων και την των λατομείων».
Στο 2ο άρθρο καθορίζεται η έννοια του μεταλλείου.
«Μεταλλείον είναι ο χώρος, ο έχων εις φλέβας, εις κοιτάσματα, ή εις σωρούς τα 
κυρίως καλούμενα μέταλλα, οίον χρυσόν, άργυρον, λευκόχρυσον (platine), 
υδράργυρον,
σίδηρον, μόλυβδον, χαλκόν, κασσίτερον (etain), ψευδάργυρον (zinq), βισμούθιον, 
κοβάλτιον, αρσενικόν, μαγγανήσιον (αντιμόνιον), στίβιον, μολυβδαίνιον 
(molybdene),
ουράνιον, νικέλιον, χρώμιον κλπ είτε εις καθαράν κατάστασιν, είτε εις 
οξειδωμένην, είτε εις οιασδήποτε άλλας ενώσεις. Εις την κατηγορίαν ταύτην 
υπάγεται
και ο χώρος ο έχων εκ των ημιμετάλλων το αυτοφυές θείον και τας παντός είδους 
ορυκτάς καυσίμους ύλας, οίον ανθρακίτην, λιθάνθρακας, γαιάνθρακας και γραφίτην».
Το 3ο άρθρο ασχολείται με τον καθορισμό της έννοιας του ορυχείου.
Σύμφωνα με την άποψη της περιόδου εκείνης:
«Ορυχείον είναι ο χώρος, ο εγκλείων τον προσχωματικόν σίδηρον (mineral de fer 
d’ alluvion), τα άλατα, του νίτρου της στυπτηρίας, του βιτριολίου, της 
χρυσοκόλλας
(borax) ως και τα εξής ορυκτά, σμύριδα, γύψον, μυλοπέτρας, σήπιον, μαγνησίτην 
και τας βαφικάς ύλας, αμέσους ως τοιαύτας χρησίμους, ως και τας πισσώδεις,
ρητινώδεις και ελαιώδεις ουσίας, νάφθαν, άσφαλτον, πετρέλαιον, ήλεκτρον κλπ.
Τα λατομεία καθορίζονται στο άρθρο 4
Η κυριότητα των μεταλλείων ανήκει, φυσικά στο Κράτος. Στο σημείο αυτό 
ακολουθήθηκε η νομοθεσία και η τακτική όλων των Κρατών και όλων των πρηγουμένων 
κοινωνιών
και αυτοκρατοριών, από την ελληνική αρχαιότητα ως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, 
όπως είδαμε.
Τα μεταλλεία, σύμφωνα με το νόμο του 1861, παραχωρούνται σε ιδιώτες, κατά το 
άρθρο 5, που ορίζει:
«Η μετάλλευσις των μεταλλείων και των εις την αυτήν κατηγορίαν υπαγομένων 
ορυκτών δεν επιτρέπεται ειμή δυνάμει πράξεως της Κυβερνήσεως, παρεχούσης το προς
τούτο δικαίωμα».
Η παραχώρηση όμως έχει μια αρκετά σημαντική διαδικασία. Το άρθρο 6 καθορίζει 
αυτή τη διαδικασία:
«Το δικαίωμα τούτο (της μεταλλεύσεως) παραχωρείται δια Β. Διατάγματος, προτάσει 
των επί των Εσωτερικών και Οικονομικών υπουργών, μετά προηγουμένην απόφασιν
συμβουλίου ιδίως επί τούτου συγκεκρατημένου και συγκειμένου υπό των Υπουργών 
του Κράτους, των Προέδρων των Βουλευτικών Σωμάτων του Προέδρου του Ελεγκτικού
Συνεδρίου, του παρ αυτώ Επιτρόπου και των Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου και των 
Εφετών, συγκαλουμένων απάντων υπό του Πρωθυπουργού και αποφασιζόντων κατά
πλειοψηφίαν».
Στο άρθρο 7 καθορίζονται τα δικαιώματα του Δημοσίου
Στο άρθρο 9 ορίζεται ότι «τα μεταλλεία και τα παρακολουθήματα αυτών λογίζονται 
ακίνητα», διατύπωση που στα μετά τη δημοσίευση του νόμου χρόνια θα αποτελέσει
τη βάση διαφωνιών και συμφωνιών για τις σκωρίες και τις εκβολάδες των 
μεταλλείων Λαυρίου, που το Δημόσιο υποστήριζε, ότι είναι ακίνητα, συνεπώς 
υπάγονται
στα μεταλλεία και στην κυριότητα του Δημοσίου, ενώ οι ιδιώτες μεταλλευτές τα 
θεωρούσαν κινητά, που δεν υπάγονταν στην κυριότητα του Δημοσίου, αλλά στους
ιδιοκτήτες των εκτάσεων, στις οποίες ήταν εναποτεθειμένα τα υλικά αυτά της 
εξορύξεως και της καμινεύσεως, και συνεπώς μπορούσαν να τα διαθέσουν όπως ήθελαν
χωρίς έγκριση της Κυβερνήσεως.
Το άρθρο 11 περιφρουρεί τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη του εδάφους, όπου μπορεί να 
γίνει έρευνα από τρίτους.
«Ουδείς δύναται να επιχειρήσει ερεύνας προς ανεύρεσιν μεταλλείου, ανασκάπτων ή 
διατρυπών αλλότριον έδαρος, άνευ συγκαταθέσεως του της γης ιδιοκτήτου, αυτού
μη συναινούντλος, άνευ της άδειας του επί των Εσωτερικών Υπουργείου, ήτις 
δίνεται αφού ακουστεί ο ιδιοκτήτης και γνωμοδοτήσει ο επί των μεταλλείων 
μηχανικός.
Δια της αυτής πράξεως του επί των Εσωτερικών Υπουργού ορίζεται το ποσόν, το 
οποίον οφείλει να καταθέσει ο επιχειρών την έρευναν προς πλήρη αποζημίωσιν
του ιδιοκτήτου δια τας συμβησομένας ζημίας».
Τα υπόλοιπα άρθρα αναφέρονται στα ορυχεία (άρθρο 35) για τα οποία απαιτείται 
απλώς άδεια του Υπουργού Εσωτερικών, ενώ για τα λατομεία δε απαιτείται καμία
άδεια (άρθρο 41). Τα άλλα άρθρα είναι διαδικαστικής φύσεως.
Η πρώτη αυτή μεταλλευτική νομοθεσία είναι «επείσακτη», όπως αναφέρει ο Γ. 
Ξυνόπουλος δηλαδή βασίσθηκε σε ξένες παρόμοιες νομοθεσίες και κυρίως τη γαλλική
της 21 Απριλίου 1810. Ο Α. Οικονόμου, μάλιστα παραθέτει το 1ο και 2ο άρθρο του 
γαλλικού νόμου, που στην ελληνική νομοθεσία μεταφράστηκε κατά γράμμα.
Ο Α. Οικονόμου κρίνει, ότι η διαίρεση αυτή των μεταλλείων δεν ανταποκρίνεται 
στην πραγματικότητα. Πρέπει τονίζει, να διακρίνονται τα μεταλλεία, τα ορυχεία
και τα λατομεία όχι από τη θέση που βρίσκονται – επιχθόνια και υποχθόνια – αλλ’ 
από την ύλη τους.
«Θα ήτο λογικότερον – γράφει – εάν αι μεταλλικαί ουσίαι διέκρινον τα μεταλλεία 
και αι μη μεταλλικαία τα λατομεία…».
Και σημειώνει, ότι είναι λογικότερη η οθωμανική νεότερη νομοθεσία της 4 
Μουχαρέμ 1286 δηλαδή του 1869.
«Εάν παρ’ ημίν – αναφέρει – εκ των επί της επιφανείας της γης μεταλλικών ουσιών 
μόνος ο προσχωματικός σίδηρος προξενεί αίσθησιν, διότι και αυτός αναφέρεται
επί του γαλλικού χάρτου, οι Τούρκοι εκφράζουσι τας εκ των απανταχού της κοινής 
ημών χώρας μεταλλικών χρωματισμών ζωηράς εντυπώσεις αυτών δια της καθιερώσεως
ιδιαιτέρως εξηκριβωμένης κατηγορίας «μεταλλιτίδων γαιών», εν τη οποία 
περιέλαβον (άρθρο 3) «τας σιδηρούχους μεταλλικάς γαίας, τας τήδε κακείσε επί της
επιφανείας της γης διασκορπισμένας τα πυριτώδη χώματα, τα δυνάμενα να 
μετατραπώσιν εις θειικόν σίδηρον, τας μεταλλοφόρους άμμους ή γαίας, τας 
λευκαργιλώδεις
γαίας, τας αρχαίας σκωρίας και πάσας τας μεταλλοφόρους ύλας, τας 
εκμεταλλευόμενας μόνον κατ’ επιφάνειαν».
Συνεπώς, δεν είναι η θέση που χαρακτηρίζει την έννοια του μετάλλου, αλλά η 
ουσία του ενώ ο ελληνικός νόμος μάλλον υπογραμμίζει τη θέση των μετάλλων.
Τα ελληνικά μεταλλεία
Ο Α. Οικονόμου, με τον ιδιαίτερο γλαφυρό και εντελώς ιδιότυπο τρόπο του, μας 
δίνει τις λεπτομέρειες της μεταλλευτικής γεωγραφίας:
«Η ελληνική χερσόνησος παριστά ειδικότερα σημεία επί της γραμμής, ήτις άλλοτε 
συνέδεε την Εύβοιαν μετά της Στερεάς. Αρχαία μεταλλικά της φύσεως ή του ανθρώπου
ερείπια δεικνύουσιν ικανώς ευρύν τον ορίζοντα των ενδιαφερόντων ημάς 
τοπολογικών συμπτωμάτων. Ας εκτείνομεν την νοητήν ταύτην γραμμήν από των 
μεταλλικών
της Υπάτης και της Αιδηψού υδάτων μέχρι της μελανής νεφέλης, ήτις από 
αρχαιοτάτων χρόνων απειλεί τα λείψανα της παλαιάς Στρογγύλης (Θήρας) και ιδού ο 
προχειρότερος
γεωγραφικός χάρτης παριστά τας νήσους Ελένην, Κέαν, Κύθνον, Σέριφον, Σίφνον, 
Κίμωλον, Μήλον και Θήραν ως εξακολούθησιν της Λαυρεωτικής άκρας, ενώ αι λοιπαί
Κυκλάδες φαίνονται ως παρέκβασις της Ευβοϊκής. Τα μεταλλικά συμπτώματα 
απαντώνται μετά τοσαύτης βεβαιότητος κατά την εξακολούθησιν της γραμμής ταύτης,
ώστε πάντως μαρτυρείται η κατά το μέρος τούτο της Ελλάδος μεγάλη δραστηριότης 
της δυνάμεως εκείνης, ήτις ανεκίνησε την εν τοις σπλάχνοις της γης μεταλλικήν
μάζαν».
Στο νησί της Ελένης, ο μεγάλος γεωγραφικός χάρτης που τον χάραξαν οι Γάλλοι στα 
1852, εμφανίζει μεταλλικά φρέατα σε τρία του σημεία.
Εξάλλου, ο G.Grote στην «Ελληνική Ιστορία» του αναφέρει, ότι σημαντική ποσότης 
χρυσού συλλεγόταν στη Σίφνο, που υπολογιζόταν κατά τον 6ο αιώνα ανάμεσα
στις πιο πλούσιες κοινότητες της Ελλάδος. Σε πολλά μέρη της Ελλάδος, συνεχίζει 
ο G. Grote, ιδίως στην Εύβοια υπήρχαν μεταλλεία χαλκού. Στην Εύβοια μάλιστα
βρισκόταν η «καδμεία γη» (εξάχνωμα χαλκού), που ήταν τόσο χρήσιμη για τον 
καθαρισμό των μεταλλευμάτων. Στην Εύβοια επίσης, βρισκόταν και σίδηρος, καθώς
και στη Βοιωτία και τη Μήλο.
Σώζονται καθαρά τα λείψανα της αρχαίας μεταλλουργίας στη Σέριφο. Μπορούμε να 
συμπεράνουμε από την καδμεία γη, ότι ο Κάδμος, που ήλθε από τη Φοινίκη στην
περιοχή της Θήβας έγινε βασιλιάς της, έφερε και τη μεταλλουργική τέχνη μαζί 
του, την κατεργασία του χαλκού. Η αφθονία του χαλκού στην Εύβοια μαρτυρείται
και από την ονομασία της Χαλκίδας. Ο Στράβων αναφέρει ότι «λέγουσι περιθέσθαι 
τους Κουρήτας όπλα χαλκά πρώτους εν Ευβοία, δι’ ο και Χαλκιδέας αυτούς 
κληθήναι».
Στην Εύβοια έγιναν τα πρώτα χαλκουργεία. «Ην δε και σιδηρά και χαλκά μέταλλα 
κατά Εύβοιαν. Οι γαρ Ευβοιείς σιδηρουργοί και χαλκείς άριστοι…».
Η Expedition Scientifique de Moree, που επισκέφθηκε την Εύβοια στα 1833 εύρεν 
εν τω χωρίω, και παρά το όρος Οκτάβια την παράδοσιν, ότι υπήρχον εκεί μεταλλεία
αργύρου..». Άλλωστε είναι γνωστό κατά τον Μεσαίωνα το όνομα της Κιμώλου 
Argentaria. Οι περιηγητές Wheler που την επισκέφθηκαν στα 1675 – 1676 αναφέρουν
ότι είχε μεταλλείο αργύρου. Ο Tourneffort που επισκέφθηκε την Κίμωλο το 1700 
αναφέρει ότι φαίνονται ακόμη λείψανα εργαστηρίων και κλιβάνων μέσα στα οποία
κατεργάζονταν το μέταλλο. Δεν τολμούν οι κάτοικοι, τονίζει ο Tourneffort να 
ξαναβάλουν σε λειτουργία το μεταλλείο χωρίς την άδεια των Τούρκων οι οποίοι,
με την πρόφαση ότι πρόκειται για μεγάλα κέρδη θα τους επιβαρύνουν με βαρείς 
φόρους. Οι κάτοικοι της Κιμώλου, λέει ο ξένος περιηγητής πιστεύουν ότι τα κύρια
μεταλλεία της νήσουν βρίσκονται απέναντι από το μικρό λιμάνι της Μήλου, 
Πολλώνια.
Τα αργυρεία και χρυσεία της Σίφνου υπήρξαν περίφημα στην αρχαιότητα αλλά στην 
περίοδο της τουρκοκρατίας και κυρίως στα μέσα του 17ου αιώνα, η τουρκική
κυβέρνηση – κατά τα γραφόμενα του Tourneffort – απέστειλε στη Σίφνο Εβραίους 
μεταλλουργούς, για να εξακριβώσουν την αξία των μεταλλείων του νησιού. Όμως
οι Σίφνιοι φοβήθηκαν μήπως τους υποχρεώσουν σε αναγκαστική εργασία, εξαγόρασαν 
τον πλοίαρχο, ο οποίος, μεταφέροντας τους απεσταλμένους της Πύλης με τα
μεταλλευτικά δείγματα στη Θεσσαλονίκη, βύθισε το πλοίο του κατά τη διαδρομή 
μαζί με τους μεταλλουργούς. Η πύλη έστειλε άλλη ομάδα Εβραίων μεταλλουργών
αλλά οι Σίφνιοι συνεννοήθηκαν με ένα Γάλλο πειρατή, που βρισκόταν στη Μήλο, και 
με τα κανόνια του βύθισε και το δεύτερο πλοίο με τα μεταλλεύματα και τους
μεταλλουργούς.
Όταν ο Tourneffort επισκέφθηκε τη Νάξο, έμαθε ότι κοντά στο φρούριο του νησιού 
υπήρχαν μεταλλεία χρυσού και αργύρου.
Και άλλα νησιά των Κυκλάδων έχουν ίχνη μεταλλείων. Στη Σύρο υπάρχει σίδηρος που 
τον εκμεταλλεύθηκαν οι αρχαίοι και που σήμερα μπορεί να αξιοποιηθεί αν
γίνει σωστή εκμετάλλευσή του, καθώς διαπίστωσε η Expedition Scientifique de 
Moree. Εντύπωση, επίσης προξένησε η παρουσία σιδήρου στη Μύκονο. Στη θέση 
Μαυροσπηλιά
υπάρχει λόφος σκεπασμένος από οξειδωμένο σίδηρο, που μοιάζει σαν ρεύμα λάβας. 
Στη Σέριφο τα μεταλλεία του σιδήρου απαντώνται στην επιφάνεια της  γης, σε
αφθονία ενώ ο μόλυβδος στη Μήλο είναι τόσο πολύς, ώστε αναφέρεται με την πρώτη 
βροχή.
Ο μεταλλειολόγος Ανδρέας Κορδέλλας, που έγινε διευθυντής της Γαλλοϊταλικής 
εταιρίας «Ιλαρίων ρου και Σία» και κατόπιν διορίστηκε γενικός διευθυντής των
«Μεταλλουργείων Λαυρίου» σε μελέτη του γράφει:
«Η Στερεά Ελλάδα και πλείσται των νήσων του Αιγαίου αποτελούνται εκ 
μαρμαρυγικών, αργιλικών, φυλλιτικών και αμφιβολιτικών σχιστολίθων, εναλλάξ 
κειμένων
μετά στρωμάτων σακχαροειδών ασβεστολίθων. Τα πετρώματα ταύτα αποτελούσι και την 
κυκλικήν κορυφήν του όρους Κυλλήνης και σχεδόν πάντα τα όρη του νοτίου
άκρου της Πελοποννήσου. Οι φυλλίται της Στερεάς Ελλάδας, παρατεινόμενοι 
ενούνται μετά των της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Οι γρανίται 
συνιστώσι
το πλείστον μέρος των νήσων του Αιγαίου,. Εν δε τη Στερεά Ελλάδι μόνον κατά την 
Λαυρεωτικήν παρατηρούνται.
Οι οφίται είναι λίαν διακεχυμένοι εν Ελλάδι. Τα υδατογενή ή ποσειδώνια 
(τρυγοειδή) πετρώματα ομοίως. Τα ¾ περίπου της επιφάνειας της χερσονήσου 
αποτελούνται
εκ συμπαγών ασβεστολίθων μαργών και λιθογραφικών ασβεστολίθων. Πάντα τα 
πετρώματα, τα αποτελούντα το έδαφος της Ελλάδος, περιέχουσι μέγαν ορυκτόν 
πλούτον».
Σε μια άλλη αξιοπρόσεκτη και εμπεριστατωμένη μελέτη του, με τίτλο «Ο 
μεταλλευτικός πλούτος και αι αλυκαί της Ελλάδος», ο Α.Κορδέλλας υποδεικνύει με 
σχολαστική
λεπτομέρεια όλα τα σημεία της χώρας μας, στα οποία υπάρχουν μεταλλεύματα – 
εκμεταλλεύσιμα ή μη – και χρήσιμα ορυκτά. Τριάντα τρεις σελίδες έχουν αφιερωθεί
στην αναγραφή των μετάλλων και των ορυκτών με τις ακριβείς θέσεις τους. Δέκα 
τέσσερις σελίδες αναφέρονται σε στατιστικά στοιχεία παραγωγής μετάλλων και
ορυκτών από το 1865 ως το 1899 ενώ με συντομία δίνονται οι εταιρίες, που πήραν 
άδεια εκμεταλλεύσεως μεταλλείων ως το 1900.
Αυτά ήσαν τα διάσπαρτα μεταλλεύματα και ορυκτά της ελληνικής περιοχής μετά τον 
σκληρό Αγώνα του 1821 και μέσα στις περιοχές αυτές δέσποζε με το μεταλλευτικό
πλούτο της η περιοχή Λαυρίου που προσέλκυσε την προσοχή και της τότε Ελληνικής 
Διοικήσεως και των ξένων μεταλλευτών.
ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗ
Η πρώτη σύμβαση εκμεταλλεύσεως των μεταλλείων Λαυρίου.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω από την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, 
ως τη σύνταξη του νόμου «Περί μεταλλείων» το 1861 δεν παρουσιάζεται καμία
σοβαρή προσπάθεια εκμεταλλεύσεως του μεταλλευτικού πλούτου της χώρας, εκτός από 
μεμονωμένες περιπτώσεις, όχι σημαντικού χαρακτήρα.
«Εξορύσσοντο μόνον μικραί τίνες ποσότητες λιγνιτών, σμύριδος, γύψου και 
μυλοπετρών δια λογαριασμόν του Δημοσίου. Η πρώτη από της ισχύος του νόμου «Περί
μεταλλείων» παραχώρησις μεταλλείου είναι η παραχώρησις των θειωρυχείων της 
Μήλου, γενομένη κατά το 1862», αναφέρει ο Γ. Ξυνόπουλος.
Ο νόμος ΥΚΘ του 1854 απαγορεύει την εξόρυξη σμύριδας Νάξου από ιδιωτικές 
εκτάσεις, γεγονός που αποκαλύπτει ότι η εξόρυξη του ορυκτού αυτού γινόταν από
χρόνια πριν.
«Οι κάτοικοι των κοινοτήτων Απειράνθου και Κορωνίδος, οίτινες έχουσι το 
αποκλειστικόν δικαίωμα της εξορύξεως της Ναξίας σμύριδος – αναφέρει ο Α. 
Κορδέλλας
– παραδίδουσι το ορυκτόν τούτο εις το Κράτος αντί 44,30 δρχ κατά τόνον».
Για τη θηραϊκή γη μας πληροφορεί ο ίδιος ότι, «από πολλών ετών ήδη εν Θήρα 
(Σαντορίνη) και τη λοιπή Ελλάδι την θηραϊκήν γην (ποτζόλαν) μετεχειρίζοντο 
καταλλήλως
προς κατασκευήν υδραυλικών (υδροπαγών) κονιαμάτων εν τοις υδραυλικοίς έργοις. 
Αι πολύτιμοι, όμως, χημικαί ιδιότητες της ηφαιστειογενούς ταύτης τέφρας 
εγνώσθησαν
κατά πρώτον εν έτει 1853 επί τη ευκαιρία της κατασκευής των μεγαλοπρεπών 
λιμενικών έργων της Τεργέστης».
Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου δεν γίνεται ως το 1860 κανένας 
λόγος, όπως βγαίνει από τα στοιχεία που κατέχομε. Υπάρχουν όμως, οι παρακάτω
δυο υπομνήσεις για την εκμετάλλευση των σκωρίων και των εκβολάδων, που ήταν 
τότε σκορπισμένες από τα’ αρχαία χρόνια σε όλη την έκταση της Λαυρεωτικής και
πεταμένες ακόμα και μέσα στη θάλασσα.
Έγγραφο του Νομάρχη Αττικής, με ημερομηνία 25 Απριλίου 1863, αναφέρεται σε 
αίτηση ιδιώτη για παραχώρηση εκμεταλλεύσεως σκωριών.
Επίσης αναφορά του Δημάρχου Λαυρίου, με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 1863 αναφέρεται 
στην εκμίσθωση από τον ομώνυμο Δήμο των σκωριών στον ίδιο ιδιώτη.
Τον Οκτώβριο του 1863 εμφανίζεται στην ελληνική σκηνή της μεταλλευτικής 
οικονομίας ο Ιταλός Giovanni Baptista Serpieri, που ελληνοποιημένος στα έγγραφα
και στις εφημερίδες της εποχής θα καταγραφεί σαν Ιωάννης Βαπτιστού Σερπιέρης. Ο 
Σερπιέρι με αίτησή του προς το Υπουργείο Οικονομικών, με ημερομηνία 14/26
Οκτωβρίου αναφέρει:
«Τα εν Μασσαλία εμπορικά καταστήματα των κυρίων Bouquet et Serpieri και των 
κυρίων Roux de Fraissinet, εκμεταλλεύοντα προ πολλού μεταλλεία και σκωρίας
αρχαίων μεταλλείων της Σαρδηνίας, της Ισπανίας και άλλων χωρών και γνωρίζοντα 
την ύπαρξιν σκωριών προελθουσών εκ της καμινεύσεως των αρχαίων μεταλλευμάτων
Λαυρίου όρους Αττικής απέστειλεν εμέ τον υποφαινόμενον εις Αθήνας ίνα 
διαπραγματευθώ μετά της ελληνικής κυβερνήσεως και αιτήσω, επί ορισμένη πληρωμή, 
την
πώλησιν και παραχώρησιν των σκωρίων του ρηθέντος όρους, όσαι ανήκουν εις την 
Κυβέρνησιν.
Παρακαλώ λοιπόν κύριε Υπουργέ, να ευαρεστηθείε να με πληροφορήσετε μετά 
θετικότητος και όσον τάχιον αν το Υπουργείον είναι διατεθειμένον να έλθει εις 
διαπραγματεύσεις
περί τοιαύτης παραχωρήσεως και να με διαβεβαιώσετε ποιαί εκ των σκωριούχων 
θέσεων του Λαυρίου ή αλλαχού ανήκουσιν εις την κυριότητα του δημοσίου, ίνα 
δυνηθώ
να εξετάσω επιτοπίως, αν αι ποσότητες είναι επαρκείς δια την σύστασιν 
επιχειρήσεως σημαντικότητος τίνος, ώστε να γίνωσιν επιτοπίως αι απαιτούμεναι 
μεταλλουργικαί
εργασίαι, προς αναχώνευσιν των μολυβδούχων σκωριών τούτων.
Πέποιθα, κύριε Υπουργέ, ότι την πρότασίν μου ταύτην, ήτις τοσούτον συνδέεται με 
την ανάπτυξιν της βιομηχανίας και της ευημερίας της Ελλάδος και της οποίας
η επιτυχία θέλει προκαλέσει εις το μέλλον και ετέρας, και έτι σημαντικότερος 
υφ’ ημών προτάσεις, περί εξορύξεως και εκμεταλλεύσεως των αρχαίων του Λαυρίου
μεταλλείων, θέλετε λάβει υπό σπουδαίαν έποψιν και ενεργήσει τα δέοντα. Επειδή 
δε αι εν Μασσαλία υποθέσεις μου δεν μοι επιτρέπουσι να παρατείνω την ενταύθα
διαμονή μου, κύριε Υπουργέ, παρακαλώ υμάς να μας αξιώσητε όσον ενδέχεται 
ταχυτέρας απαντήσεως».
Στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» της 28ης Νοεμβρίου 1968, σε άρθρο με τον τίτλο «Από 
το αρχαίον Λαύριον ως το 1968» αναφέρεται μια σχεδφόν μυθιστορηματική αφήγηση
για την πρώτη γνωριμία του Σερπιέρι με τις ελληνικές σκωρίες και εκβολάδες:
«Ευφυής άνθρωπος ο Σερπιέρι ήταν από τους πρώτους που εδημιούργησαν τας 
προϋποθέσεις δια την εκμετάλλευσιν του Monte Cattini. Μια ημέρα του 1862, 
«σημαδιακή»
δια την σύγχρονον ιστορίαν του ελληνικού ορυκτού πλούτου, περιδιάβαζε εις τον 
λιμένα Κάλιαρι της Σαρδηνίας. Τυχαίως είδε σωρούς εγκαταλελειμένου 
μεταλλεύματος.
Ρώτησε και βρήκε το πλοίο που το είχε εκφορτώσει. Το μετάλλευμα είχε 
χρησιμοποιηθεί ως «σαβούρα» του πλοίου, που ερχόταν από την Ελλάδα. Ο Σερπιέρι 
κατάλαβε
ότι η σαβούρα ήταν χρυσός. Ήταν αργυρούχος μόλυβδος. «Εκεί στις Κάβο Κολώνες 
(Σούνιο) του είπε ο καπετάνιος, υπάρχει όση σαβούρα θέλεις. Όποιος θέλει 
παίρνει».
Σε λίγους μήνες ο Σερπιέρι αποβιβαζόταν στην τελείως ερημική τότε ακτή του 
Σουνίου. Το 1864 ο ανήσυχος Ιταλός συνεργάζεται με τον ορυκτολόγο Ανδρέα 
Κορδέλλα
από τη Σμύρνη, ο οποίος επίστευε εις τις δυνατότητες αναπτύξεως του Λαυρίου. 
Εις τον Κορδέλλαν ωφείλετο και ο πρώτος ελληνικός νόμος «περί μεταλλείων».
Ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης στην «Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού» παρομοιάζει 
τον Σερπιέρι με μυθιστορηματικό πρόσωπο. Γράφει σχετικά, ότι παραχωρήθηκε
τελικά σ’αυτόν το δικαίωμα εξορύξεως σε έκταση 10.791 στρεμμάτων στις θέσεις 
Σαντορίνη, Καμάριζα, Σπιθαρώνας, Αγριλίτσα, Γκουριζάρι, Εργαστήρια και Λικίτσα.
Αναφερόμενος στ’ αρχαία μεταλλεία του Λαυρίου ο ίδιος καθηγητής γράφει, ότι τα 
μεταλλεύματα εκεί χωρίζονταν γενικά, σε τρία είδη:
1) Σε αργυρούχο μόλυβδο μέσα σε τιτανόλιθο, απαντώμενο στη θέση Καμάριζα.
2) Σε ένθειο αργυρούχο μόλυβδο, που βρέθηκε σε φλέβες.
3) Σε ένθειο αργυρούχο μόλυβδο, απαντώμενο στα μεταλλεύματα του σιδήρου.
Αντιδικίες – Μεταλλευτικοί νόμοι
Η προσπάθεια του Σερπιέρι να εκμεταλλευτεί τις σκωρίες και τα εκβολάδες, 
περιέπλεξε τα πράγματα και συντάραξε για πολλά χρόνια κυβερνήσεις και κοινή 
γνώμη,
φέροντας στο προσκήνιο της διαμάχης τις πρεσβείες Γαλλίας και Ιταλίας, που «με 
φανερή επέμβαση κι έντονα προφορικά και γραπτά διαβήματα, απαιτούσαν να
ικανοποιηθούν τα συμφέροντα του γαλλοϊταλικού ομίλου εκμεταλλεύσεως των 
μεταλλείων Λαυρίου. Το «Λαυρεωτικόν ζήτημα» ήταν το θέμα των χρόνων εκείνων.
Η εταιρία, που στην ελληνική της μορφή ονομάσθηκε «Ιλαρίων Ρου και Σία» 
θεωρούσε ότι η άδεια εκμεταλλεύσεως των μεταλλείων Λαυρίου υπονοούσε και την 
εκμετάλλευση
και των σκωριών και των εκβολάδων, χωρίς καμία απαίτηση από το Δημόσιο. Το θέμα 
είχε περιπλακεί περισσότερο με το πρόβλημα της κυριότητος των εκτάσεων,
πάνω στις οποίες βρίσκονταν οι εκβολάδες και οι σκωρίες. Το Δημόσιο υποστήριζε, 
ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων αυτών ήταν δάση και συνεπώς ανήκαν
στο Δημόσιο.
Η εταιρία έχοντας τη συνδρομή και της Κοινότητος Κερατέας, υποστήριζε ότι οι 
εκτάσεις αυτές, είτε «γυμνές», είτε δασικές, ανήκουν στην Κοινότητα Κερατέας
και συνεπώς κάθε συμφωνία πρέπει να γίνει με τους νόμιμους κυρίους και όχι με 
το Δημόσιο το οποίο με έγγραφό του προς την Ιταλική πρεσβεία (21 Απριλίου
1865) δέχθηκε ότι δεν είχε καμία απαίτηση στο μεγαλύτερο μέρος των εκτάσεων 
όπου βρίσκονται οι σκωρίες και οι εκβολάδες».
Έτσι η εταιρία κατηγορούνταν, ότι εκμεταλλεύεται, με ζημία του Δημοσίου, τις 
σκωρίες και τις εκβολάδες, που δεν ανήκουν σ’ αυτήν, σύμφωνα με τη σύμβαση.
Και στις 14 Απριλίου 1867, ύστερα από μεγάλο θόρυβο του Τύπου και των πολιτικών 
της εποχής εκείνης, ψηφίστηκε ο νόμος ΣΙΓ «περί φορολογίας του μολύβδου
και των σκωριών Λαυρίου» ο οποίος επέβαλε φόρο στις σκωρίες 10% ενώ η εταιρία 
διατεινόταν ότι ο φόρος φτάνει τα 25-27% και μαζί με την υποχρέωση, που της
επέβαλε το Εφετείο Αθηνών, ο φόρος προσεγγίζει το 75-82%.
Στις 24 Μαΐου του 1871 ψηφίσθηκε ένας καινούργιος νόμος «Περί εκβολάδων», που 
στο πρώτο άρθρο του έλεγε: «Αι εκβολάδες,, ως ανήκουσαι εις το Κράτος, 
διατίθενται
κατά τας διατάξεις του νόμου». Δηλαδή, οι εκβολάδες μπορούσαν να διατεθούν 
ελεύθερα από το Κράτος.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1872 οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Ιταλίας επέδωσαν 
στον Υπουργό των Εξωτερικών Σπηλιωτάκη ταυτόσημη διακοίνωση, με την οποία
επέμεναν, ότι ο νόμος του 1871 για τις εκβολάδες προσέβαλε κεκτημένα δικαιώματα 
της εταιρίας.
Οι τότε νομικοί με γνωμοδότησή τους υποστήριζαν, ότι ο νόμος «περί δασών» του 
1836 που έδινε το δικαίωμα στο Δημόσιο να καταλαμβάνει δασικές εκτάσεις για
τις οποίες οι φερόμενοι σαν ιδιοκτήτες δεν προσκόμισαν ως το τέλος του 1837 
τίτλους κυριότητας, έχει καταργηθεί από τα Συντάγματα του 1844 και 1864. Και
τα δυο αναφέρουν ότι κάθε νόμος που αντιβαίνει στα άρθρα «περί ιδιοκτησίας» 
καταργείται. Συνεπώς εφόσον το Δημόσιο δεν κατόρθωσε να καταλάβει τα δάση ως
το 1844, δεν έχει δικαίωμα να τα διεκδικήσει τώρα, επειδή πολλές ποσότητες 
σκωρίας και εκβολάδων βρίσκονται σε δασικές περιοχές.
Η κατάσταση με όλα αυτά οξυνόταν όλο και περισσότερο. Οι εκπρόσωποι των δυο 
κρατών απειλούσαν την Ελλάδα ακόμα και με δυναμική επέμβαση.
Η Ιταλία και η Γαλλία απευθύνθηκαν στη Ρωσία, στην Αγγλία και στην Αυστρία, και 
η Ιταλία στη Γερμανία.
Η Αυστρία πρότεινε ν’ ανατεθεί η υπόθεση σε διαιτησία, αλλά η ελληνική 
κυβέρνηση θεώρησε το ζήτημα σαν απαρχή ετεροδικίας.
H Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου
Το πρόβλημα λύθηκε με τη διχοτόμηση της εταιρίας, που έγινε με την επέμβαση του 
Ανδρέου Συγγρού. Ο Συγγρός, σαν εκπρόσωπος της «Τραπέζης Κωνσταντινουπόλεως»
και της «Γενικής Πιστωτικής Τραπέζης της Ελλάδος» διαπραγματεύθηκε την εκχώρηση 
της εκμεταλλεύσεως των εκβολάδων και των σκωριών του Λαυρίου και τελικά,
στις 15 Φεβρουαρίου 1873, υπογράφηκε από τον Σερπιέρι και τον Συγγρό συμβόλαιο 
κατά το οποίο η εταιρία «Ιλαρίων ρου και Σια» μεταβίβαζε στην «Τράπεζα 
Κωνσταντινουπόλεως»
όλα τα δικαιώματά της για τις εκβολάδες και τις σκωρίες, καθώς και όλη την 
κινητή και ακίνητη περιουσία της που βρισκόταν στην περιοχή αυτή, για 23.500.000
δρχ μείον 4.500.000 δρχ για τα οφειλόμενα στο Δημόσιο, από φόρους και 
δικαιώματα από τις δημόσιες σκωρίες, 3.000.000 δρχ. για τους καθυστερημένους 
φόρους
από ιδιωτικές σκωρίες, 1.000.000 δρχ για τα εκκαμινευμένα προϊόντα στα 
εργαστήστια και 3.500.000 δρχ. για την ελάττωση των σκωριών για ένα χρόνο. Έτσι
δημιουργήθηκε με την έγκριση του καταστατικού στις 7 Μαρτίου 1873, η «Ελληνική 
Εταιρία των Μεταλλουργείων Λαυρίου».
Η νέα αυτή εταιρία, ιδρύθηκε με μετοχικά κεφάλαια 20.000.000 δρχ. από τα οποία 
καταβλήθηκαν τα 14.000.000. Το Δημόσιο θα έπαιρνε τα 44% του καθαρού εισοδήματος
από την εκκαμίνευση των σκωριών και των εκβολάδων σε είδος, δηλ. αργυρούχο 
μόλυβδο, ή σε χρήμα. Το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιό της αποτελέσθηκε από τους
Κων.
Προβελέγγιο, πρόεδρο, Ευάγγελο Βαλτατζή, Βασ. Μελά, Κων. Μουρούζη, Αριστείδη 
Παπούλωφ, Ανδρέα Συγγρό, Ιωάννη Σκαλτσούνη και Ι.Β. Σερπιέρι.
Η Γαλλοελληνική Εταιρία, που ιδρύθηκε τότε, ανέλαβε την αποκλειστική 
εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου. Και στις δυο εταιρίες συμμετείχε ο 
Σερπιέρι.
Η «Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου» κατά τις πληροφορίες του 
ορυκτολόγου Α.Κορδέλλα, άρχισε εντατικά τις εργασίες. Μεγάλωσε τα πλυντήρια, 
αντικατέστησε
τις παλιές ισπανικές μηχανές με αγγλικές, επεξέτεινε τις εσωτερικές 
σιδηροδρομικές γραμμές μεταξύ των μεταλλείων και των καμίνων, κατασκεύασε τον 
σιδηρόδρομο
από το Λαύριο στην Αθήνα, μήκους 75 χιλιομέτρων, που κόστισε 5.500.000 δρχ. και 
μπήκε σε λειτουργία το 1884, οργάνωσε την τηλεφωνική και τηλεγραφική υπηρεσία
και ηλεκτροδότησε όλη την περιοχή. Κατά το 1888 η εταιρία αυτή ήταν κάτοχος:
Όλων των εκβολάδων και των σκωριών, που βρίσκονταν στη Λαυρεωτική.
Των μεταλλείων Δασκαλιού Λαυρεωτικής (αργυρούχου μολύβδου, χαλκού, σιδήρου και 
ψευδαργύρου) εκτάσεως 10.000 στρεμμάτων, που αγοράσθηκαν στα 1879 αντί 230.000
δρχ. από την «Εταιρία Νίκου».
Των μεταλλείων του «Λαυρεωτικού Ομίλου Ολύμπου» (αργυρούχου μολύβδου, σιδήρου, 
χαλκού, ψευδαργύρου και λιγνίτη) εκτάσεως 32000 στρεμμάτων.
Των μεταλλείων που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία ως το 1893, Βάλα Καρά – Αϊδίν και 
Μεντζελίκ (αργυρομολύβδου, ψευδαργύρου, χαλκού, χρυσού, μαγγανιούχου σιδήρου
και λιγνίτη) εκτάσεως 25000 στρεμμάτων.
Μερικών μεταλλείων στον Ίσβορο Χαλκιδικής (αργυρούχου μολύβδου).
«Ατυχώς – γράφει ο Α. Κορδέλλας για τον Ίσβορο – τα πλούσια ταύτα μεταλλεία, 
άτινα προώρισται να παρέχωσι, πλην των μολυβδικών και μαγγανικών μεταλλευμάτων,
και πλούσια μολυβδομαγγανιούχα συλλιπάσματα, κατάλληλα δια την καμινείαν των 
Λαυρεωτικών εκβολάδων, διέφυγον λίαν αδεξίως των χειρών της «Εταιρίας των
Μεταλλουργείων»…  Συνεστήθησαν αποτόμως εκ μεν των μεταλλείων της Μακεδονίας  η 
Οθωμανική Μεταλλευτκή Εταιρία Κασσάνδρα «, εκ δε των μεταλλείων της Μικράς
Ασίας η Εταιρία «Βάλλια Καρά Αϊδίν».
Από τον τίτλο της εταιρίας αυτής πήραν και τα μεταλλεία του Ίσβορου 
(Στρατονίου) την ονομασία, μεταλλεία Κασσάνδρας.
Εξάλλου, η «Γαλλοελληνική Εταιρία Λαυρίου» που μετονομάσθηκε στα 1875 σε 
«Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου» εξακολούθησε ενεργά τη δράση της με 
επικεφαλής
τον Σερπιέρι πάλι, με αρχικό κεφάλαιο 16.000.000 φράγκων. Η εταιρία αυτή προέβη 
στην αγορά και άλλων σπουδαίων μεταλλείων της Λαυρεωτικής, όπως του 
Αντωνόπουλου,
του Μερκάτη, της Εταιρίας «Περικλής» κ.α.
Άλλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις και εταιρίες
Στην περιοχή της Λαυρεωτικής υπήρχαν τότε και οι εξής μεταλλευτικές 
επιχειρήσεις:
1.Η «Ανώνυμος Εταιρία των Μεταλλείων Δαρδέζης», που εκμίσθωσε το 1888 ο 
Σερπιέρι.
2.Η «Γαλλική Εταιρία των Μεταλλείων Σουνίου», που ιδρύθηκε στα 1875.
Την ίδια εποχή υπήρχαν στην Ελλάδα και οι παρακάτω μεταλλευτικές εταιρίες:
Η «Σέριφος» που η δραστηριότης της άρχισε στα 1869
Η «Σίφνος – Εύβοια» που λειτούργησε το 1882 και αγόρασε και τα μεταλλεία Μήλου.
Η «Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρία» (Αντίπαρος)
Η «Αργολίς» (Θήρα, Επίδαυρος)
Η «Εταιρία Δημοσίων και Δημοτικών έργων»
Η «Σέριφος – Σπηλιαζέζα» (σιδηρομεταλλευμάτων Σερίφου και Λαυρίου).
Πάντως, πλουσιότερη μεταλλευτική περιοχή θεωρούνταν και τότε η Λαυρεωτική, που 
από την ίδρυση των διαφόρων μεταλλευτικών εταιριών, ιδίως των δυο μεγάλων,
των «Ελληνικών Μεταλλουργείων Λαυρίου» και της «Γαλλικής Εταιρίας Μεταλλείων 
Λαυρίου» μετατράπηκε από έρημη και άγονη περιοχή σε βιομηχανική. Ο Α. Κορδέλλας
αναφέρει πάνω σ’ αυτό το εξής:
«Η τέως και προ της ιδρύσεως των νεωτέρων μεταλλευτικών και μεταλλουργικών 
έργων Λαυρεωτική, εις ην κατέφευγον άγρια ζώα ομού και λησταί, ο δε ναύτης μόνον
υπό την βίαν των ανέμων προσωρμίζετο, μετεβλήθη εις πλούσιαν βιομηχανικήν 
κωμόπολιν, παρέχουσαν έντιμον βίον εις υπερδεκακισχιλίους ανθρώπους, και εις
κέντρον εμπορικόν. Ενώ δε εν έτει 1860, ότ το πρώτον επεσκέφθην τον λιμένα των 
Εργαστηρίων, είδος εν αυτώ μίαν αλιευτικήν λέμβον προσωρμισμένην, σήμερον,
μετά 40ετίαν (τα έγραψε στα 1901), βλέπω προσωρμισμένα παντοδαπά ατμόπλοια 
πασών σχεδόν των ευρωπαϊκών εθνικοτήτων. Ούτως, εν έτει 1899 κατέπλευσαν εν
τω λιμένι Λαυρίου εν όλω 231 ατμόπλοια προς φόρτωσιν σιδηρολίθου, μολύβδου, 
spiesκαι άλλων ορυκτών και εκφόρτωσιν καυσίμου ύλης και εμπορευμάτων. Απέπλευσαν
εξ αυτών με φορτίον μεν 194, άνευ δε φορτίου 37».
Στα 1869 στα μεταλλεία Λαυρίου εργαζόταν 8514 εργατοϋπάλληλοι, στα 1897 8.676, 
στα 1898 9090 και στα 1900 περίπου 9500. στην περιοχή της Λαυρεωτικής υπήρχε
μόνος ένας Δήμος, της Κερατέας, που στα 1900 διαιρέθηκε σε δυο, στο Δήμο 
Λαυρίου με έδρα τα Εργαστήρια (Λαύριο) και στο δήμο Θορικίων, με έδρα την 
Κερατέα.
Ο πληθυσμός του Λαυρίου και της Καμάριζας την εποχή αυτή έφθανε στα 10864 άτομα 
(7719 στο Λαύριο και 3145 στην Καμάριζα – Αγ. Κωνσταντίνο). Στην απογραφή
του 1971 ο πληθυσμός του Λαυρίου ήταν 8300 και της Καμάριζας 388.
ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Έξω από την τότε κυρίως Ελλάδα υπήρχαν σημαντικά μεταλλεία στην Κρήτη, για τα 
οποία η κρητική πολιτεία ψήφισε ειδικό νόμο στις 18 Σεπτεμβρίου 1900. Με
βάση το νόμο αυτό υποβλήθηκαν στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και 
Λασιθίου 297 αιτήσεις για παραχώρηση μεταλλείων απ’ τις οποίες έγιναν δεκτές
μόνο 22, ενώ τα μεταλλεία της Χαλκιδικής τα εκμεταλλευόταν από το 1893 η 
Οθωμανική Τράπεζα με την εταιρία «Κασσάνδρα» όπως προαναφέρεται.
Εκείνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι όλο το ελληνικό έδαφος είναι 
σχετικά πλούσιο σε παντοειδή μεταλλεύματα και ορυκτά. Κι όπως ήταν φυσικό, 
προκαλούσε
την επιθυμία καθενός να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία αυτή.
«Η μεταλλευτική βιομηχανία, γράφει ο Α. Μανσόλας (τμηματάρχης το 1876 στο 
Υπουργείο Εσωτερικών, Διεύθυνση Δημόσιας Οικονομίας) κατά τα τελευταία έτη μετ’
ακαθέκτου ζήλου εξήγειρε την δραστηριότητα και την κερδοσκοπικήν των πολιτών 
τάσιν, πανταχού δε σχεδόν της Ελλάδος περιέτρεχον τα όρη και τας κοιλάδας
προς ανίχνευσιν του υπό την επιφάνειαν αυτών, κατά την ιδέαν των απλουστέρων, 
υποκρυπτομένου πλούτου, εξ ου ωνειροπολούντο αμύθητα κέρδη. Η μεταλλευτική
κίνησις ήρχισεν από του έτους 1861, καθισταμένη καθημερινώς εντονοτέρα. Από του 
έτους 1867 και μετέπειτα υπεβλήθησαν εις το Υπουργείον Εσωτερικών 1086
αιτήσεις περί παραχωρήσεως μεταλλείων και ορυχείων, περιλαμβάνουσαι εκατομμύρια 
στρεμμάτων και άπαντα σχεδόν τα είδη των μεταλλείων και ορυχείων».
Από τα αθρόες αυτές αιτήσεις, που υποβλήθηκαν, εγκρίθηκαν 359 κατά τα στοιχεία 
του Α. Μανσόλα, εκτάσεως συνολικά 2016844 στρεμμάτων περίπου για τα παρακάτω
μεταλλεύματα:

table with 3 columns and 10 rows
Μετάλλευμα
Αιτήσεις
Στρέμματα 
Χρώμιο
101
401.757 
Μόλυβδος
74
604.914 
Λιγνίτες
63
364.756 
Χαλκός
46
319.137 
Μαγγάνιο
34
122.540 
Σίδηρος
30
118.099 
Ψευδάργυρος
6
42.834 
Θείο
3
42.834 
Σύνολο
359
2.016.844
table end

Και ο Α. Μανσόλας παρατηρεί ότι από τις 359 άδειες που παραχωρήθηκαν για 
εκμετάλλευση μεταλλείων μόλις 10% από αυτές έδωσαν αποτελέσματα και ότι:
«επί των λοιπών η ουδεμία εγένετο εργασία, η ως εκ των απλουστέρων ερευνών 
απεδείχθη ότι ουδέν ίχνος του χαρακτηρισθέντος ως μεταλλείου υπήρχεν, η ότι
του τυχόν υπάρχοντος η εκμετάλλευσις είναι αδύνατον να ανταποκριθεί εις τα 
μεγάλας δαπάνας της μεταλλείας και τας αβεβαίας ελπίδας της επιχειρήσεως».
Πάντως, στο τέλος του 19ου αιώνα υπήρχαν μόνο εννέα μεταλλευτικές επιχειρήσεις 
άξιες του ονόματός τους.
Τα μη μεταλλικά ορυκτά
Δεν ήταν τόσο συστηματοποιημένη η εκμετάλλευση και η αξιοποίηση των μη 
μεταλλικών ορυκτών της Ελλάδος μετά τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Από τα
μη μεταλλικά ορυκτά σμύριδα, μαγνησίτης, γύψος, αμίαντος, καολίνης, κιμωλία, 
στυπτηρία, μαγειρικό άλας, λιγνίτες, ορυκτά θείου, μάρμαρα, θηραϊκή γη, 
μυλόπετρες
κλπ κάποια αξιοσημείωτη κίνηση είχαν το άλας, η θηραϊκή γη, η σμύριδα και κάπως 
οι λιγνίτες, με στοιχειώδη εκμετάλλευση. Εξαίρεση αποτέλεσαν κατά την περίοδο
αυτή τα μάρμαρα, που η εκμετάλλευσή τους όλο και ανέβαινε, αν και γινόταν με 
πρωτόγονα μέσα.
Ορυκτό άλας δεν βρέθηκε πουθενά στην Ελλάδα άξιο λόγου, όπως μας βεβαιώνει ο Α. 
Κορδέλλας. Η θάλασσα ήταν η πηγή του άλατος, που παραγόταν στις αλυκές,
τις οποίες διαχειριζόταν η Διοίκηση από την πρώτη περίοδο της Επαναστάσεως του 
1821, οπότε στα διάφορα έσοδα των πρώτων κυβερνήσεων αναφέρονται και έσοδα
από τις αλυκές του Ταλαντιού (Αταλάντης) και της Γαστούνης το 1823. έτσι, τις 
αλυκές συνέχισε να τις διαχειρίζεται το Κράτος από τότε και να παραδίνει
το άλας στην Εταιρία Ελληνικού Μονοπωλίου από το 1888. Το 1900 υπήρχαν οι 
αλυκές Αναβύσσου, Λευκάδας, Μεσολογγίου, Κόπραινας (Άρτα), Βολου, Γαντζούς, 
Δόβραινας,
Νάξου, Θερμησίας, Μήλου, Ζακύνθου, Κερκύρας. Η παραγωγή όλων των αλυκών κατά 
την περίοδο εκείνη έφθανε στους 24.000-28.000 τόνους.
Τη σμύριδα τη διαχειριζόταν, επίσης, το κράτος όπως και το γύψο, ενώ τον 
λευκόλιθο η «Εταιρία Δημοσίων και Δημοτικών Έργων». Οι λιγνίτες του Αλιβερίου,
της Κύμης, του Ωρωπού, των Μεγάρων, της Λοκρίδας και της Φθιώτιδος παρουσιάζουν 
ελλιπή εκμετάλλευση, παρόλον ότι από το 1862 ως το 1882 δόθηκαν παραχωρήσεις
λιγνιτών σε έκταση 317.000 στρεμμάτων.
Στα 1895 ο πρόξενος της Ελλάδος στη Βόννη Ιωσήφ Τσούντας υπέβαλε στο ελληνικό 
Υπουργείο Εσωτερικών μελέτη για την πλινθοποίηση των λιγνιτών, για μεγαλύτερη
απόδοση, όπως γινόταν τότε στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά δεν ήταν 
δυνατό να πραγματοποιηθεί η ιδέα αυτή την εποχή εκείνη.
Αξιοσημείωτη, αντίθετα ήταν η εκμετάλλευση του μαρμαρικού πλούτου της χώρας. Τα 
μάρμαρα της Πεντέλης, της Πάρου, της Τήνου, της Καρύστου, της Αρκαδίας
τα εκμεταλλευόταν μικροί πιο πού επιχειρηματίες αλλά κυριότατα τρεις εταιρίες, 
με σεβαστά κεφάλαια: Η «Αγγλική Εταιρία» (έτος ιδρύσεως 1884), η «Ελληνική
των Μαρμάρων Εταιρία» (1899) και η «Αγγλική Εταιρία Πρασίνου Μαρμάρου» στη 
Θεσσαλία (1896).
Στην Παγκόσμια Έκθεση του Λονδίνου (1851) «εκτίθενται ανάγλυφα Παριανού και 
Πεντελικού μαρμάρου …» θείο, σμύριδα Νάξου, θηραϊκή γη, μυλόπετρες Μήλου. Επίσης
στην Παγκόσμια Έκθεση των Παρισίων (1878) δεσπόζουσα θέση έχουν τα ελληνικά 
μάρμαρα. «Η Ελλάς – αναφέρει η «Εφημερίς των Συζητήσεων» (22-9-1878) – εξέθεσεν
ερμογλυφικά λευκά μάρμαρα της Αττικής, της Πελοποννήσου, της Πάρου…». Το 1871 
ιδρύεται στην Τήνο το ατμοκίνητο εργαστήριο κοπής μαρμάρου, ο «Πραξιτέλης».
Η χρήση των μετάλλων και των ορυκτών στην Ελλάδα
Τα ελληνικά μεταλλεύματα και μέταλλα εξάγονταν, κυρίως στο εξωτερικό, επειδή 
δεν υπήρχαν υψικάμινοι στην Ελλάδα, ούτε και η απαραίτητη καύσιμη ύλη 
(λιθάνθρακες)
για την τήξη των μεταλλευμάτων. Πέρα από αυτό, η ζήτηση στην Ελλάδα μετάλλων 
δεν ήταν αρκετή, για να δικαιολογήσει τη δημιουργία πολυδάπανων υψικαμίνων.
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα μόλις 2000 τόνοι χυτοσιδήρου καταναλώνονταν στην 
Ελλάδα.
Μια προσπάθεια ιδρύσεως υψικαμίνου το 1869 στην Κύμη απέτυχε. Η «Ελληνική 
Μεταλλουργική Εταιρία» που πήρε το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως δυο σιδηρούχων 
μεταλλείων
στη Σέριφο, με Β. Διάταγμα του 1869, είχε και άλλα σιδηρούχα μεταλλεία κοντά 
στα λιγνιτωρυχεία της Κύμης (Εύβοια), όπου ίδρυσε υψικάμινο και επιχείρησε
την καμινεία σιδηρούχων ορυκτών με λιγνίτες. Όμως, η υψικάμινος εκείνη δεν 
μπόρεσε να δώσει χυτοσίδηρο, ενώ η εταιρία εξάντλησε τα κεφάλαιά της.
Άλλωστε, τα μηχανουργεία της Ελλάδος ήταν ελάχιστα πριν από το 1900. Ο Α. 
Κορδέλλας αναφέρει, ότι η σπουδαιότερη έδρα της τότε μηχανουργίας ήταν ο 
Πειραιάς,
όπου υπήρχαν πάνω από δέκα εργοστάσια μηχανουργίας, που απασχολούσαν γύρω στους 
2000 εργάτες. Τα μεγαλύτερα απ’ αυτά που μπορούσαν να εκτελέσουν κάθε είδους
μηχανουργική εργασία ήταν τα εξής: «Ήφαιστος», μηχανουργείο και ναυπηγείο, 
«Τζών Μάκ Ντοάλ», «Βασιλειάδης», μηχανουργείο και ναυπηγείο, «Εργάνη Αθηνά»
μηχανουργείο, «Α. Κούπα, Π. Μαστραντώνη» μηχανουργείο και λεβητοποιείο, «Ν. 
Αργυρίου» μηχανουργείο, λεβητοποιείο και ναυπηγείο, «Στ. Περράκης» μηχανουργείο
και ναυπηγείο, «Ερμής» μηχανοποιείο, λεβητοποιείο, χυτήριο και ναυπηγείο.
Ο Γ. Αναστόπουλος μας πληροφορεί επίσης ότι το 1873 συστήθηκεστο Νιούκαστλ της 
Αγγλίας «Ελληνικόν Βασιλικόν Σιδηρεργοστάσιον» στο οποίο μεταφέρονταν για
καμίνευση σιδηρόλιθοι της Σερίφου. Οι ιδιοκτήται του – ο Στέφανος Ξένος και ο 
Θ. Τουβίνης – σ’ ένα χρόνο διέλυσαν την εταιρία και ο Σ. Ξένος επιρρίπτει
στον Θ. Τουβίνη ή στους Τουβίνηδες την ευθύνη.
Μεγάλη κατανάλωση παρουσίαζαν τα ελληνικά μάρμαρα μετά τη σύσταση του 
νεοελληνικού Κράτους. Σύμφωνα με τον Α. Κορδέλλα από τα μάρμαρα της Πεντέλης η 
Αθήνα
και ο Πειραιάς κατανάλωναν κάθε χρόνο 2500-3000 κ.μ. Από το λευκό μάρμαρο που 
βρίσκεται στην περιοχή της Μονής της Πεντέλης κατασκεύαζαν τα μνημεία, τ’
αγάλματα κι όλα τα πολυτελή οικοδομήματά τους οι αρχαίοι Έλληνες και οι 
Ρωμαίοι. Αλλά και πολλά από τα νεοελληνικά καλλιμάρμαρα οικοδομήματα και μνημεία
κατασκευάστηκαν από το ίδιο μάρμαρο, ενώ πολύ λίγα είν’ εκείνα που έγιναν με 
μάρμαρα της Πάρου.
Η νομισματοκοπία στο Νεοελληνικό κράτος
Πλήρης σύγχυση επικρατούσε στο νομισματικό τομέα, μόλις η επανάσταση εδραιώθηκε 
κάπως στην Πελοπόννησο, σε πολλά νησιά και τη Στερεά Ελλάδα. Παρόλον ότι
σ’ όλη σχεδόν την περίοδο του Μεγάλου Αγώνα, βάση του νομισματικού συστήματος 
ήταν το γρόσι και ο παράς (1 γρόσι = 40 παράδες), ωστόσο στην ελληνική περιοχή
κυκλοφορούσαν ελεύθερα πάνω από 40 είδη νομισμάτων, όλων σχεδόν των κρατών της 
Ευρώπης (ναπολεόνια, στερλίνες, κορώνες, φράγκα, ισπανικά τάλληρα, δίστηλα,
πορτογαλικά, βενετικά, πολίτικα κα) που όχι μόνο προκαλούσαν μεγάλη σύγχυση – 
ιδιαίτερα στους απλοϊκούς πολίτες – αλλά δημιουργούσαν και συνθήκες για απάτη
και κιβδηλία.
Η ιδέα για την κοπή ελληνικού νομίσματος ρίχθηκε κατά τις συνεδριάσεις της Α’ 
Εθνικής Συνελεύσεως της Επιδαύρου (1822) και κυρίως στη συνεδρίαση της 5ης
Απριλίου 1822, οπότε με νόμο της Προσωρινής Διοικήσεως δόθηκε εντολή:
«α) Όλα τα χρυσά και αργυρά σκεύη των Μοναστηριών και των Εκκλησιών των κατά 
πάσαν την ελληνική επικράτειαν, να δοθώσιν, εις το εθνικόν ταμείον… δ) Να
διορισθώσιν υπό της Διοικήσεως απεσταλμένοι κατά την παράστασιν των Μινίστρων 
της Θρησκείας και της Οικονομίας δια να φρονίσωσι την σύναξιν των ειρημένων
σκευών… ι) Τα ειρημένα σκεύη να μεταβληθώσιν εις νομίσματα, δια να επαρκέσωσιν 
εις τας μεγίστας της πατρίδος χρείας».
Παράλληλα, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού (Κυβερνήσεως) – ο Μ. Α. Μαυροκορδάτος – 
στις 22 Απριλίου 1822 έβγαλε μια διαταγή που έλεγε, ότι η Διοίκηση αποφάσισε
να κόψει νομίσματα με τον άργυρο και το χρυσό που συγκεντρώθηκε στο όνομα του 
Έθνους.
Φαίνεται, όμως ότι, επειδή διάφοροι απατεώνες και καιροσκόποι έκοβαν μόνοι τους 
νομίσματα, ο μινίστρος των Εσωτερικών Ι. Κωλέττης έβγαλε στις 22 Απριλίου
του 1822, διαταγή σύμφωνα με την οποία:
«α) Οποιασδήποτε τάξεως άνθρωπος απαγορεύεται αυστηρώς να κόπτει οποιουδήποτε 
είδους νομίσματα… β) Όστις αντιβή εις την παρούσαν διαταγήν κρίνεται ως κλέπτης
των αναφαιρέτων δικαιωμάτων της Διοικήσεως».
Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού, με το υπ’ αριθμ. 1613 της 12ης Απριλίου 1822 
έγγραφό του αναγγέλλει στον Πρόεδρο του Βουλευτικού Σώματος τα εξής:
«Επειδή η Διοίκησις χρήζει νομισμάτων και επειδή τα νομίσματα ταύτα πρέπει να 
χαραχθώσιν εις το όνομα του Έθνους, καθυποβάλλεται εις την επίκρισιν του
βουλευτικού το περικλειόμενον σχέδιον της εκτυπώσεως. Να χαραχθώσι τα 
νομίσματα, εκ μεν αργύρου νόμισμα πεντάδραχμον ονομαζόμενον, το οποίον να 
περιέχει
πέντε δράμια αργύρου, ήτο είκοσιν οβολούς, έπειτα ο οβολός, περιέχων εν 
εικοστόν της δραχμής, εκ δε χαλκού, πέμπτον οβολού».
Από τότε και μέχρι το 1825 δεν αναφέρεται τίποτε για κοπή νομισμάτων, εκτός από 
μερικές συζητήσεις για κοπή χάλκινων νομισμάτων. Έτσι οι συναλλαγές γίνονταν
με ξένα νομίσματα: γρόσια, ισπανικά δίστηλα και μ’ ένα σωρό άλλα. Μόλις στα 
1828 ξαναεμφανίζεται το πρόβλημα και σαν ανάγκη δημιουργίας εθνικού νομίσματος,
και σαν ανάγκη πατάξεως της νομισματικής απάτης και της κιβδηλίας, που πήρε 
τεράστια έκταση στα χρόνια αυτά. Μετά τον ερχομό του πρώτου Κυβερνήτη της 
Ελλάδος
Ι. Καποδίστρια, αρχίζει πάλι να απασχολεί την Κυβέρνηση το νομισματικό. Στα 
τέλη Μαΐου του 1828 στέλνει ο Καποδίστριας τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο στη Μάλτα,
για ν’ αγοράσει παλιά μηχανήματα κοπής νομισμάτων και στην Αίγινα, που 
εγκαταστάθηκαν, κόπηκαν τα πρώτα ελληνικά νομίσματα τον Ιούλιο του 1829.
Τα πρώτα ελληνικά νομίσματα ήταν, κατά την απόφαση της Δ’ Εθνικής Συνελεύσεως 
της 29ης Ιουλίου 1828, ο «φοίνιξ», νόμισμα αργυρό και τα πολλαπλάσιά του
και οι υποδιαιρέσεις του: α) αξίας 20 φοινίκων χρυσό, που ονομάστηκε «Αθηνά», 
από την εικόνα της θέας που θα είχε έκτυπη το νόμισμα. Β) αξίας 10 φοινίκων,
«ημίσεια Αθηνά», χρυσό. Αργυρά, εκτός από τον φοίνικα ήταν: Η «αιγίς» ίση προς 
5 φοίνικες, η «ημίσεια αιγίς» και νομίσματα «ημίσεος φοίνικος». Χάλκινα
ορίσθηκαν: α) το «λεπτόν», β) το «δεύτερον» ίσο με μισό λεπτό και γ) το 
«πεντάριον», ίσο με 5 λεπτά.
«Εκ των ανωτέρω αναφερομένων χρυσών και αργυρών νομισμάτων, ελλείψει χρυσού και 
αργύρου, δεν εκόπησαν ή μη μόνον 11.978 φοίνικες, δια τους οποίους 
εχρησιμοποιήθη
ο άργυρος ο προερχόμενος εκ των νηοψιών του ελληνικού στόλου, εζύγιζε δε 
έκαστος φοίνιξ 1 δράμι και 3/8 του δραμίου και συνίστατο, ως και το γαλλικόν 
αργυρούν
νόμισμα, από 90 εκατοστημόρια καθαρού αργυρού και 10 εκατοστημόρια χαλκού, 
διηρείτο εις 100 λεπτά, 6 δε φοίνικες συνίστων εν δίστηλον της Ισπανίας κατά
τε το βάρος και την αξίαν».
Με τον ερχομό του Όθωνα καταργήθηκε το νομισματικό σύστημα του Ι. Καποδίστρια 
και αντικαταστάθηκε με νέο, που είχε βάση τον άργυρο, με νομισματική μονάδα
τη δραχμή. Κατά την οθωνική περίοδο κόπηκαν χρυσά των 40 δρχ (1852), των 20 δρχ 
(1833, 1852), αργυρά των 5 δρχ. (1833), της 1 δρχ. (1833) κ.α. Η σχέση
τα αξίας του αργύρου προς τον χρυσό ορίσθηκε στην οθωνική περίοδο 15,5 αλλά 
όταν η Ελλάδα προσχώρησε στη «Λατινική Ένωση» (1867) η χρυσή δραχμή ορίσθηκε
ίση με ένα γαλλικό χρυσό φράγκο.
http://diodoros.net/
http://www.forkeratea.com/2015/09/blog-post_6.html
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
__________
Για καλή Ελληνική και ξένη μουσική, Θεατρικά έργα από το ελληνικό και παγκόσμιο 
ρεπερτόριο επισκεφθείτε το
http://www.isobitis.com

______________

Απαντηση