like Στάλθηκε από το iPhone μου
24 Ιουλ 2016, 1:07 μμ, ο/η Σκορδίλης Σπύρος <skordi...@gmail.com> έγραψε: > Χασικλίδικη λογοτεχνία – Τοξικομανείς Κώστας Βάρναλης > > > > Δημοσιεύω σήμερα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «Άνθρωποι», και > συγκεκριμένα από την ενότητα «Αληθινοί άνθρωποι», που περιλαμβάνει το υλικό > από ένα εκτενές ρεπορτάζ στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, στο Δαφνί, που είχε κάνει το > 1938 ο Βάρναλης για λογαριασμό της εφημερίδας «Πρωία». Οι τοξικομανείς > κλείνονταν κι αυτοί στο Ψυχιατρείο, τότε. > > Ο φίλος μας ο Corto είχε την πρωτοβουλία να προτείνει τη δημοσίευση και να > πληκτρολογήσει το κείμενο, και τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό. Το μεταφέρω όπως > μου το έστειλε διότι δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν έχω πρόσβαση στο πρωτότυπο > για να ελέγξω κάποιες γραφές που μου φαίνονται αμφίβολες. > > Να σημειωθεί ότι το 1942 ο Βάρναλης χρησιμοποίησε υλικό από το ρεπορτάζ του > σε ένα του χρονογράφημα («Τοξικομανείς», Πρωία, 5 Αυγούστου 1942) Παραθέτω > λοιπόν και αυτό το χρονογράφημα, το οποίο θα συμπεριληφθεί στον τόμο «Αττικά > χρονογραφήματα» που λογαριάζω να κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου από τις > εκδόσεις Αρχείο με 400 χρονογραφήματα του Κ. Βάρναλη σε δική μου επιμέλεια. > > ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ > > Από τους ψυχοπαθείς δε μιλούνε καθόλου ή μιλούνε πολύ λίγο οι ηλίθιοι, οι > μελαγχολικοί και οι υστερικοί. Οι ηλίθιοι έχουν άδειο το κεφάλι τους, οι > μελαγχολικοί είναι βυθισμένοι στη λύπη τους κι οι υστερικοί, όταν δε > βρίσκονται στην περίοδο της κρίσης τους, είναι αφηρημένοι. > > Μιλούν όμως πολύ οι μανιακοί κάθε λογής, όταν μάλιστα βρίσκονται σε κατάσταση > παροξυσμού. Τότε παθαίνουν «ιδεόρροια», δηλαδή πλήθος ιδέες έρχονται όλες > μαζί στο κεφάλι τους κι ο άρρωστος μεταπηδάει από τη μια στην άλλη. > > Όμως έξω από τους ηλίθιους, όλοι τους είναι γραφομανείς. Γράφουν κι όσοι > ξέρουνε γράμματα κι όσοι… δεν ξέρουν. Αυτοί οι τελευταίοι πιάνουν τους άλλους > αρρώστους ή τους γιατρούς ή τους επισκέφτες και τους λένε: «Γράφε»! Κι > αρχίζουν να υπαγορεύουν. > > > Μα τι γράφουν; Ό,τι θες. Αναφορές, υπομνήματα, αιτήσεις, διαμαρτυρίες στο > Ψυχιατρείο ή στα υπουργεία· ερωτικά γράμματα, πολιτικούς λόγους, > επιστημονικές θεωρίες, φιλοσοφίες, τερερέμ. Αλλά κυρίως γράφουν διηγήματα, > μυθιστορήματα, στίχους, αυτοεξομολογήσεις. > > Απ’ αυτά τα γραμμένα ντοκουμέντα θα δημοσιέψουμε μερικά. Έχουνε πολύ > ψυχολογικό ενδιαφέρο. Προ παντός είναι αυτούσια κι αυθεντικά στοιχεία της > διανοητικής και της συναισθηματικής ζωής των αρρώστων. Ενώ οι προφορικές τους > κουβέντες, όσο και να πεις, παθαίνουν στη μετακόμισή τους από το στόμα του > αρρώστου στο χαρτί… πολλές αβαρίες. > > Ήταν στο Ψυχιατρείο κάποιος νεαρός οπιομανής. Δε μας ενδιαφέρει τ’ όνομά του. > Έγινε καλά κι έφυγε. Άφησε όμως έναν ολάκερο φάκελο από πεζά και έμμετρα > έργα. Είναι γραμμένα σε πολύ καλή δημοτική και δεν έχουν ορθογραφικά λάθη. Ο > άρρωστος αυτός ήξερε γράμματα. Ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου. Σ’ ένα από τα > ποιήματά του υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ». Γιατί; Έτσι για γούστο. > Ούτε…αυτοχτόνησε ποτές του μα ούτε και του πέρασε τέτοια σκέψη από το κεφάλι > του. > > Διάλεξε αυτό το ψευδώνυμο από χιουμοριστική διάθεση. Γιατί ο «συγγραφέας» > κάνει χιούμορ και εις βάρος των άλλων και εις βάρος δικό του. Είναι > πικραμένος εναντίον της κοινωνίας· σ’ αυτήν αποδίδει το φταίξιμο και του > δικού του ξεπεσμού και των ομοίων του. > > Και να τι γράφει ο ίδιος σ’ ένα πεζό του κομμάτι: > > Δε μου χει λάχει ν’ αυτοχτονήσω. Δε μου χει περάσει ποτές αυτή η ιδέα από το > μυαλό. Αλλ’ αν εσύ σκέβεσαι από καιρό να κάμεις ένα τέτοιο πράμα και σου > κολλήσει να πας να πεθάνεις, μια συμβουλή έχω να σου δώσω. Αν κάθεσαι την ώρ’ > αυτή στο σπίτι σου ή στο καφενείο και σκέβεσαι πού να πας να πεθάνεις, από > ποιο δρόμο να πας για τον άλλο κόσμο, σε συμβουλεύω: πήγαινε όπου θες. Μα > κοίταξε ο τελευταίος τόπος, που θα πατήσεις ζωντανός, να μην είναι > νεκροταφείο. Όχι για άλλο λόγο. Αλλά το νεκροταφείο θα σου κόψει την > έμπνευση. Μόλις μπεις σε δαύτο με την απόφαση να μείνεις εκεί, θα σου φανεί, > ότι τα κρύα χώματά του σου χύνονται στην πλάτη, σα να βιάζονται να σε > κουκουλώσουν! Θα σε πιάσει συγκοπή! > > Και αν τύχει και πέσει το μάτι σου σε κανέναν καύκαλο, ε, τότε μην τα ρωτάς! > Θα σου φανεί, ότι μαζί με την αβάσταχτή του πίκρα κοροϊδεύει το δικό σου πόνο > και φκαριστιέται, που μαντεύει την απόφασή σου. > > Ο «ΑΥΤΟΧΕΙΡ», έχει συγγραφικό ταλέντο, καθώς θα ιδούμε και στ’ άλλα του > κείμενα, που θα παραθέσουμε. Έχει φυσικότητα, ζωντάνια κι ειλικρίνεια > ρεαλιστική. Δεν κάνει φιλολογία. Να τώρα πώς περιγράφει τις χαρές και τα > βάσανα των χασικλήδων: > > Πότε με θρέφει ο λουλάς, > (αμάν, αμάν, αμάαααν… ωώχ!) > πότε μ’ αδυνατάει, > πότε με ρίχνει στο νταλκά > και με παραγοράαααει! > (Ταρί, ταρί, τατάρι-τάρι, τάρι, τάρι· > ταρί, ταρί, ταρί-νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!). > > Γλυκά, απαλά η πέννα χαϊδεύει τα τέλια του μπουζουκιού, που καταπίνει τον ήχο > σιγά στο καβούκι του, για να τον απλώσει ξερό κλάμα στο βρυκολακιασμένο του > είναι, καταχθόνιο παράπονο στο ντουμανισμένο τους κεφάλι. > > Η μπουργάνα πού και πού αφήνει ένα ήσυχο βουητό για να στρώσει το κλάμα, άμα > πάει να γίνει υστερικό. Ο μπαγλαμάς βραχνός ακολουθάει το μοιρολόι μ’ > αναφυλλητά που βγαίνουνε γαργαλιστά, σα να τον έχουνε πνίξει τα δάκρυά του. > > – Μήτσο, θα πιούμε κι άλλονε; > > – Πώς! Αμέ! Καν’ τονε , ρε! > > Ο μικρός βάζει νερό στο τσιμπουκάκι. Παίρνει το λουλά, του βάζει ψιλοκομμένο > τουμπεκάκι μόλις πιο κάτω από τα χείλια, κολλάει 6-8 δοντιές «μαύρο» από > πάνω, πιπίζει λίγο τουμπεκάκι πάλι, το πατάει αλαφρά με το χοντρό δάχτυλο του > χεριού του και φυσάει τη φωτιά: > > Πάτα, φύσα, κάνε τόνε, > τράβα, ρούφα, κι άναφ’ τόνε. > > Ύστερα από καμιά δεκαριά τραβηξιές, που πάνε στα κούφια, ο «Θανάσης» είν’ > έτοιμος, αναμμένος. > > Τραβάει ο ένας, ο άλλος, ο άλλος. > > – Γειά μας! > – Γειά μας! > – Γειά μας, παιδιά. > – Γεια μας, Μήτσο. > > Ο τσιλιαδόρος όμως σφυράει κίνδυνο: > > -χχχχχχ!… > > Ως που να πεις έξι-τρία τα σέα έχουνε θαφτεί στη ζούλα τους. Το πίσω παράθυρο > ανοίγει, για να βγει το ντουμάνι. Κι η σκούπα υποβοηθάει στο έργο. Οι μάγκες > φτιάνουνται στις καρέκλες τους και κάνουνε τάχα τον αδιάφορο. Ο καθένας > κοιτάει να βάνει στη μορφή του, στη στάση του και στις κινήσεις του την > ψυχραιμία, που έχασε στ’ άξαφνα, για να φανεί έτσι στα μάτια της αστυνομίας > πιο αθώος. Το «χχχ» του τσιλιαδόρου είναι πραγματικά για δαύτους φίδι, οχιά, > που την ανακαλύφτουνε άξαφνα να τους έχει ζώσει κατακρέατα. > > Αυτά τα δυο πεζογραφήματα είναι ολάκερα. Μα θα δώσω κι ένα κομμάτι από ένα > πολύ μακρύ διήγημά του, όπου περιγράφει μια δεκεμβριάτικη νύχτα σ’ ένα βαγόνι > του Λαρισαϊκού στον Περαία. Στο βαγόνι αυτό έχουνε «κουρνιάσει καμιά > δεκαπενταριά πρεζάκηδες», ο Κώτσος, ο Φασαρίας, ο Στραβολαίμης, ο Καζάνας, ο > Καρδερίνας, η Δέσποινα. > > – Ρε παιδιά! ρεεε! Δεν ακούτε ρε! Ρε Κώτσο, ρε Φασαρία! > – Τι ναι ρε; Τι κάνει έτσι;…Τι θελα γω να ρθω στο παληοβάγονο για ύπνο; Δεν > πήγαινα στο καροτσάκι να κοιμηθώ και να πέφτανε τα νύχια μου από το κρύο παρά > που με ξυπνά αυτός δέκα βολές την ώρα. Τι θες ρε, και με ξυπνάς; Τι σόι > αρκολίκι έχεις για κουβέντα; Θα μ’ αφήσεις να κοιμηθώ ή θα σου σπάσω την > κεφάλα; > – Μη βρίζεις, μωρέ Φασαρία! Το ξέρουμε, έχεις δίκιο, σε ξυπνάμε και > χαρμανιάζεις αλλά μου φαίνεται, πως πέθανε ο Βασίλης ο… > – Αλήθεια ρε; Ρε το φουκαρά το Βασίλη; > – Ποιος πέθανε, μωρή ψείρα; του λέει ένας άλλος. > – Ο Βασίλης. Ρε Κώτσο! > – Για σκούντα τόνε, μην έχει παραβαρέσει και δεν ακούει από τον μοστούρα του. > – Μπα!…αφού έχει παγώσει!.. > > ………………………………………………………………………………….. > – Κανένας δε θ’ απλώσει χέρι απάνω του! Εγώ θα τόνε σκαλίσω κι ό,τι του βρω, > το πρωί θα τα πάω στην αδερφούλα του (στα Βούρλα) για να τα χει ενθύμια… > – Τι ενθύμια να πάρει η αδερφούλα του από το Βασίλη; Τις ψείρες του; Αυτές, > άμα πεθάνει ο άνθρωπος, φεύγουν από πάνω του. > > ……………………………………………………………………………………. > – Για σπρώχτ’ την πόρτα, ρε Καζάνα. Μου φαίνεται πως ξημέρωσε. > > Η πόρτα του βαγονιού σούρνεται με δυσκολία ν’ ανοίξει και τρίζει σα να > κλαίει. Τρίζει απαίσια σαν πλάκα τάφου. > > …………………………………………………………………………………….. > > Οι αλήτες ένας ένας πηδάνε από το βαγόνι και παίρνει ο καθένας το δρόμο του. > Το δρόμο που δεν ξέρει πού πάει. Το δρόμο που πάει και δεν ξέρει αν γυρίζει. > Το δρόμο, που πάει και καλύτερα να μη γυρίζει…Το δρόμο που πάει στη φυλακή. > Το δρόμο που πάει στο θάνατο…Το δρόμο που πάει στο τραπέζι του Ανατομείου… > > Κι ο πεθαμένος; Έμεινε με την κρυάδα του. Με το δικαίωμα στη ζωή. Με το χέρι > στην κοιλιά, που σπάραζε από την πείνα, την ώρα, που έβγαινε η ψυχή του! > > Οι φύλακες από το Μεταγωγών ήτανε στο ίδιο και απέναντι. > > Στο Μεταγωγών τους φέρνανε από δω κι από κει και μόλις γεμίζανε τα κρατητήριά > τους, μάτσο όλους μαζί για την Παλιά. Αλλ’ όμως κι η Παλιά το βιολί της! Δε > δεχότανε παραπάνω από τους 800- ούτε μισό! Μισό δηλαδή το λέει ο λόγος. Γιατί > μισός άνθρωπος δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστο κι αν μείνανε μισοί από το > πραγματικό τους, αυτό πια, τι να σου πω, αυτό δεν έχει να κάνει. Στα χαρτιά > δε μπορείς να γράψεις «μισός»! Α! Να του δίνεις μισή μερίδα, μάλιστα! Αλλά > και πάλι δε μπορεί. Μπορεί δηλαδή να του δίνεις μισή μα θα γράφεις ολόκληρη!.. > > Να τώρα και δυο μικρά ποιήματα του ίδιου από τα πολλά, που έχει γράψει: > > Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω > παίρνοντας σχέδιο κολυμπητή πνιμένου. > Αλλάζω στάσεις: «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου». > Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω. > Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί > και πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι > αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή. > Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί! > > Άλλο: > > Στο πέλαο του οπίου ταξιδεύοντας εγώ > κι ο άστατος ο λογισμός μου, > βαρύς εγώ κι αυτός ταχύς, γι’ αυτό > έμεινα μοναχός μου. > Για μια στιγμή τα έχασα. Και νόμισα > πως έδωσα στο μέρμηγκα φτερά > (να γύρναγες πάλι κοντά μου, τι χαρά)! > Στην αίσθησή μου έβρεξα ηδονή. Μα χιόνισσα > του γυρισμού το δρόμο. Η σκέψη μου έμεινε νεκρά. > Αχ! πόρνη ηδονή μου, φόνισσα! > > ……………………………………………………………………. > > Παιδεύοντας τη σκέψη μου με σκέψη > έλεγα μην κατόρθωσα να βρω πραγματικώς: > μουστούρης είμαι ή σκέπτομαι ορθώς; > Γι’ αυτή την έννοια, ποια πρέπει να βρω λέξη; > Βαριοί καπνοί μυαλό μου βάρυναν και πέψη. > Καθένας κόκκος του όπιου κόσμος > ολάκερος φανταστικός! > > και τώρα το χρονογράφημα: > > ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ (Πρωία, 5 Αυγούστου 1942) > > Δόθηκε εντολή από τον αρμόδιο υπουργό να μαζευτούν από τους δρόμους οι > τοξικομανείς ή όπως λένε οι ίδιοι τον εαυτό τους οι πρεζάκηδες, οι > χασικλήδες, οι λουλάδες. > > Υπάρχουνε λοιπόν ακόμα τέτοιοι; Αυτό φαίνεται απίστευτο. Πού και πώς το > βρίσκουνε το «μαυράκι»; Αλλ’ αν το βρίσκουνε, πώς μπορούνε και το αγοράζουν > άνθρωποι αλήτες, αυτό το μαύρο διαμάντι; > > Αλλά για να «περισυλλεχθούν», θα πει πως υπάρχουν και θα πει ακόμα πως το > βρίσκουν το αφιλότιμο! > > Οι εξοχότητες αυτές των «τεχνητών παραδείσων» φαίνονται από μακριά. Πρόσωπα > ωχρά, μάτια θαμπά, σκέψη βυθισμένη στο αχανές, περπάτημα βαρύ. Συνηθισμένα > τους «παλάτια» τώρα το καλοκαίρι είναι οι κάσες και οι καλάθες της Αγοράς, τα > σπήλαια του Λυκαβηττού, των Τουρκοβουνίων, του Γαλατσιού. Και το χειμώνα > –άλλοτες— τα εγκαταλελειμμένα βαγόνια του Λαρισαϊκού. Όταν ονομάζω τα > γιατάκια τους «παλάτια», δεν κάνω υπερβολή. Τουναντίον τους… προσβάλλω! Τι > είναι ένα παλάτι για το Φασαρία, το Στραβολαίμη, τον Καζάνα, τον Καρπούζα, > τον Καρδερίνα, τον Μπουργάνα και τη… Δέσποινα, όταν αυτοί, μαστουρωμένοι, > βρίσκονται στον έβδομο ουρανό ή τα παραμυθένια σαράγια της Χαλιμάς, όπου το > πάτωμα είναι ασήμι, οι τοίχοι μάλαμα, οι κολόνες ζαφείρι κι από το ταβάνι > κρέμεται σε χοντρούς σταλαχτίτες το διαμάντι; Τι είναι το παλάτι του > Σαρδανάπαλου με τις χιλιάδες «πήλινες» γυναίκες; Αυτοί έχουνε δίπλα τους τα > ουρί του παραδείσου, αιθέρια, άπιαστα κι αθάνατα, με τους μπαγλαμάδες, τα > σαντούρια και τα τουμπελέκια και τ’ αηδονíσια κελαδήματα! > > Πότε με θρέφει ο λουλάς > (αμάν, αμάν, αμάν, ώωχ!) > πότε μ’ αδυνατάει, > πότε με ρίχνει στον νταλκά > και με παρηγοράει > (ταρί, ταρί, τατάρι, τάρι, > ταρί, νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!) > > Τώρα όμως θα τους κατεβάσουν από τους εφτά ουρανούς και θα τους κλείσουν στο > Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού. Αλλ’ είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσουν να > ξεφύγουν από την τράτα, που θα πάει να τους ψαρέψει. Αυτοί δε θέλουνε > θεραπείες και φάρμακα. Ο «τσιλιαδόρος» (ο μικρός, που σφυράει, άμα εμφανιστεί > η αστυνομία) θα λάβει διαταγές να «επαγρυπνεί» περισσότερο.. «Αυτό το σσσσ > (το σφύριγμα) του τσιλιαδόρου είναι για μας φίδι οχιά, που άξαφνα μας έχει > ζώσει κατακρέατα», όπως λέει ένας απ’ αυτούς. > > Αλλά όσοι πιαστούν και οδηγηθούνε στο Ψυχιατρείο μπορούνε τάχα να > γιατρευτούν, δηλαδή να το κόψουν; Μπορούνε ως ένα σημείο, θέλοντας και μη. > Όταν όμως βγουν από κει, με την πρώτη αφορμή το ξαναρχίζουν. Θα βρούνε πάλι > την παρέα τους την παλιά, θα έχουνε σικλέτια, φτώχειες –και θα ζητήσουνε τη > «θεραπεία του κακού» στη λήθη, που την χαρίζει πλουσιοπάροχα το ναρκωτικό ή > το αλκοόλ. > > Στην αρχή θα τους δίνουνε επί 7-10 μέρες σε περιορισμένη δόση από τ’ > αγαπημένα τους ναρκωτικά ή σπίρτα. Κι ύστερα θα τους το κόψουν. Γιατί το > απότομο κόψιμο μπορεί να τους προκαλέσει αυτοδηλητηρίαση, ακόμα και θάνατο… > > Έχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους στο Ψυχιατρείο. Είναι λογικοί, δουλεύουνε > με προθυμία, έχουν όρεξη να τρώνε κι επιπλέον τους φεύγει η κιτρινάδα και το > θάμπος των ματιών. Θα έπρεπε να μείνουν σ’ όλη τους τη ζωή μέσα. Γιατί άμα > βγουν, όπως είπαμε, δεν έχουν αρκετή θέληση, ώστε ν’ αντισταθούνε στον > πειρασμό. Πολλοί βγαίνουν κι ύστερα από καιρό τους ξαναφέρνουνε πάλι πίσω… > Ράβε ξήλωνε δηλαδή. > > Μερικοί απ’ αυτούς ξέρουνε γράμματα και τότε δεν είναι δύσκολο να κάνουν και > φιλολογία χασικλίδικη. Ένας που είχε το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ» έγραψε ποίηση > και πρόζα πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό δεν είναι πράγμα σπάνιο. Οι τρελοί, οι > εγκληματίες, οι τοξικομανείς κάνουνε τέχνη που έχει δύο «αρετές»: την > πρωτοτυπία και την ειλικρίνεια. Να πώς ο «Αυτόχειρ» μάς έδωσε τον ψυχικό του > κόσμο σε στίχους, που αν από την τεχνική τους άποψη δεν είναι τέλειοι όμως > από ψυχογραφική είναι σπουδαίοι: > > Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω > παίρνοντας σχέδιο πολεμιστή πνιμένου. > Αλλάζω στάσεις. «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου»! > Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω. > Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί· > πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι > αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή. > Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί. > > https://sarantakos.wordpress.com/2016/07/24/xasiklidika/ > > https://sarantakos.wordpress.com/2016/07/24/xasiklidika/ > ________ > > Orasi mailing list > για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση > orasi-requ...@hostvis.net > και στο θέμα γράψτε unsubscribe > > Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας > στείλτε email στην διεύθυνση > Orasi@hostvis.net > > διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα > http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net > > Για το αρχείο της λίστας > http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ > παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) > http://www.freelists.org/archives/orasi > __________ > NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού > http://www.nvda-project.org/ > _____________ > Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση > http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls > Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που > λειτουργούν οι φορείς των τυφλών > ____________ ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ _____________ Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ____________