like

Στάλθηκε από το iPhone μου

24 Ιουλ 2016, 1:07 μμ, ο/η Σκορδίλης Σπύρος <skordi...@gmail.com> έγραψε:

> Χασικλίδικη λογοτεχνία – Τοξικομανείς Κώστας Βάρναλης
> 
> 
> 
> Δημοσιεύω σήμερα ένα κεφάλαιο από το βιβλίο του Κώστα Βάρναλη «Άνθρωποι», και 
> συγκεκριμένα από την ενότητα «Αληθινοί άνθρωποι», που περιλαμβάνει το υλικό 
> από ένα εκτενές ρεπορτάζ στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, στο Δαφνί, που είχε κάνει το 
> 1938 ο Βάρναλης για λογαριασμό της εφημερίδας «Πρωία». Οι τοξικομανείς 
> κλείνονταν κι αυτοί στο Ψυχιατρείο, τότε. 
> 
> Ο φίλος μας ο Corto είχε την πρωτοβουλία να προτείνει τη δημοσίευση και να 
> πληκτρολογήσει το κείμενο, και τον ευχαριστώ θερμά γι’ αυτό. Το μεταφέρω όπως 
> μου το έστειλε διότι δυστυχώς αυτή τη στιγμή δεν έχω πρόσβαση στο πρωτότυπο 
> για να ελέγξω κάποιες γραφές που μου φαίνονται αμφίβολες.
> 
> Να σημειωθεί ότι το 1942 ο Βάρναλης χρησιμοποίησε υλικό από το ρεπορτάζ του 
> σε ένα του χρονογράφημα («Τοξικομανείς», Πρωία, 5 Αυγούστου 1942) Παραθέτω 
> λοιπόν και αυτό το χρονογράφημα, το οποίο θα συμπεριληφθεί στον τόμο «Αττικά 
> χρονογραφήματα» που λογαριάζω να κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου από τις 
> εκδόσεις Αρχείο με 400 χρονογραφήματα του Κ. Βάρναλη σε δική μου επιμέλεια.
> 
> ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
> 
> Από τους ψυχοπαθείς δε μιλούνε καθόλου ή μιλούνε πολύ λίγο οι ηλίθιοι, οι 
> μελαγχολικοί και οι υστερικοί. Οι ηλίθιοι έχουν άδειο το κεφάλι τους, οι 
> μελαγχολικοί είναι βυθισμένοι στη λύπη τους κι οι υστερικοί, όταν δε 
> βρίσκονται στην περίοδο της κρίσης τους, είναι αφηρημένοι.
> 
> Μιλούν όμως πολύ οι μανιακοί κάθε λογής, όταν μάλιστα βρίσκονται σε κατάσταση 
> παροξυσμού. Τότε παθαίνουν «ιδεόρροια», δηλαδή πλήθος ιδέες έρχονται όλες 
> μαζί στο κεφάλι τους κι ο άρρωστος μεταπηδάει από τη μια στην άλλη.
> 
> Όμως έξω από τους ηλίθιους, όλοι τους είναι γραφομανείς. Γράφουν κι όσοι 
> ξέρουνε γράμματα κι όσοι… δεν ξέρουν. Αυτοί οι τελευταίοι πιάνουν τους άλλους 
> αρρώστους ή τους γιατρούς ή τους επισκέφτες και τους λένε: «Γράφε»! Κι 
> αρχίζουν να υπαγορεύουν.
> 
> 
> Μα τι γράφουν; Ό,τι θες. Αναφορές, υπομνήματα, αιτήσεις, διαμαρτυρίες στο 
> Ψυχιατρείο ή στα υπουργεία· ερωτικά γράμματα, πολιτικούς λόγους, 
> επιστημονικές θεωρίες, φιλοσοφίες, τερερέμ. Αλλά κυρίως γράφουν διηγήματα, 
> μυθιστορήματα, στίχους, αυτοεξομολογήσεις.
> 
> Απ’ αυτά τα γραμμένα ντοκουμέντα θα δημοσιέψουμε μερικά. Έχουνε πολύ 
> ψυχολογικό ενδιαφέρο. Προ παντός είναι αυτούσια κι αυθεντικά στοιχεία της 
> διανοητικής και της συναισθηματικής ζωής των αρρώστων. Ενώ οι προφορικές τους 
> κουβέντες, όσο και να πεις, παθαίνουν στη μετακόμισή τους από το στόμα του 
> αρρώστου στο χαρτί… πολλές αβαρίες.
> 
> Ήταν στο Ψυχιατρείο κάποιος νεαρός οπιομανής. Δε μας ενδιαφέρει τ’ όνομά του. 
> Έγινε καλά κι έφυγε. Άφησε όμως έναν ολάκερο φάκελο από πεζά και έμμετρα 
> έργα. Είναι γραμμένα σε πολύ καλή δημοτική και δεν έχουν ορθογραφικά λάθη. Ο 
> άρρωστος αυτός ήξερε γράμματα. Ήταν τελειόφοιτος γυμνασίου. Σ’ ένα από τα 
> ποιήματά του υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ». Γιατί; Έτσι για γούστο. 
> Ούτε…αυτοχτόνησε ποτές του μα ούτε και του πέρασε τέτοια σκέψη από το κεφάλι 
> του.
> 
> Διάλεξε αυτό το ψευδώνυμο από χιουμοριστική διάθεση. Γιατί ο «συγγραφέας» 
> κάνει χιούμορ και εις βάρος των άλλων και εις βάρος δικό του. Είναι 
> πικραμένος εναντίον της κοινωνίας· σ’ αυτήν αποδίδει το φταίξιμο και του 
> δικού του ξεπεσμού και των ομοίων του.
> 
> Και να τι γράφει ο ίδιος σ’ ένα πεζό του κομμάτι:
> 
> Δε μου χει λάχει ν’ αυτοχτονήσω. Δε μου χει περάσει ποτές αυτή η ιδέα από το 
> μυαλό. Αλλ’ αν εσύ σκέβεσαι από καιρό να κάμεις ένα τέτοιο πράμα και σου 
> κολλήσει να πας να πεθάνεις, μια συμβουλή έχω να σου δώσω. Αν κάθεσαι την ώρ’ 
> αυτή στο σπίτι σου ή στο καφενείο και σκέβεσαι πού να πας να πεθάνεις, από 
> ποιο δρόμο να πας για τον άλλο κόσμο, σε συμβουλεύω: πήγαινε όπου θες. Μα 
> κοίταξε ο τελευταίος τόπος, που θα πατήσεις ζωντανός, να μην είναι 
> νεκροταφείο. Όχι για άλλο λόγο. Αλλά το νεκροταφείο θα σου κόψει την 
> έμπνευση. Μόλις μπεις σε δαύτο με την απόφαση να μείνεις εκεί, θα σου φανεί, 
> ότι τα κρύα χώματά του σου χύνονται στην πλάτη, σα να βιάζονται να σε 
> κουκουλώσουν! Θα σε πιάσει συγκοπή!
> 
> Και αν τύχει και πέσει το μάτι σου σε κανέναν καύκαλο, ε, τότε μην τα ρωτάς! 
> Θα σου φανεί, ότι μαζί με την αβάσταχτή του πίκρα κοροϊδεύει το δικό σου πόνο 
> και φκαριστιέται, που μαντεύει την απόφασή σου.
> 
> Ο «ΑΥΤΟΧΕΙΡ», έχει συγγραφικό ταλέντο, καθώς θα ιδούμε και στ’ άλλα του 
> κείμενα, που θα παραθέσουμε. Έχει φυσικότητα, ζωντάνια κι ειλικρίνεια 
> ρεαλιστική. Δεν κάνει φιλολογία. Να τώρα πώς περιγράφει τις χαρές και τα 
> βάσανα των χασικλήδων:
> 
> Πότε με θρέφει ο λουλάς,
> (αμάν, αμάν, αμάαααν… ωώχ!)
> πότε μ’ αδυνατάει,
> πότε με ρίχνει στο νταλκά
> και με παραγοράαααει!
> (Ταρί, ταρί, τατάρι-τάρι, τάρι, τάρι·
> ταρί, ταρί, ταρί-νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!).
> 
> Γλυκά, απαλά η πέννα χαϊδεύει τα τέλια του μπουζουκιού, που καταπίνει τον ήχο 
> σιγά στο καβούκι του, για να τον απλώσει ξερό κλάμα στο βρυκολακιασμένο του 
> είναι, καταχθόνιο παράπονο στο ντουμανισμένο τους κεφάλι.
> 
> Η μπουργάνα πού και πού αφήνει ένα ήσυχο βουητό για να στρώσει το κλάμα, άμα 
> πάει να γίνει υστερικό. Ο μπαγλαμάς βραχνός ακολουθάει το μοιρολόι μ’ 
> αναφυλλητά που βγαίνουνε γαργαλιστά, σα να τον έχουνε πνίξει τα δάκρυά του.
> 
> – Μήτσο, θα πιούμε κι άλλονε;
> 
> – Πώς! Αμέ! Καν’ τονε , ρε!
> 
> Ο μικρός βάζει νερό στο τσιμπουκάκι. Παίρνει το λουλά, του βάζει ψιλοκομμένο 
> τουμπεκάκι μόλις πιο κάτω από τα χείλια, κολλάει 6-8 δοντιές «μαύρο» από 
> πάνω, πιπίζει λίγο τουμπεκάκι πάλι, το πατάει αλαφρά με το χοντρό δάχτυλο του 
> χεριού του και φυσάει τη φωτιά:
> 
> Πάτα, φύσα, κάνε τόνε,
> τράβα, ρούφα, κι άναφ’ τόνε.
> 
> Ύστερα από καμιά δεκαριά τραβηξιές, που πάνε στα κούφια, ο «Θανάσης» είν’ 
> έτοιμος, αναμμένος.
> 
> Τραβάει ο ένας, ο άλλος, ο άλλος.
> 
> – Γειά μας!
> – Γειά μας!
> – Γειά μας, παιδιά.
> – Γεια μας, Μήτσο.
> 
> Ο τσιλιαδόρος όμως σφυράει κίνδυνο:
> 
> -χχχχχχ!…
> 
> Ως που να πεις έξι-τρία τα σέα έχουνε θαφτεί στη ζούλα τους. Το πίσω παράθυρο 
> ανοίγει, για να βγει το ντουμάνι. Κι η σκούπα υποβοηθάει στο έργο. Οι μάγκες 
> φτιάνουνται στις καρέκλες τους και κάνουνε τάχα τον αδιάφορο. Ο καθένας 
> κοιτάει να βάνει στη  μορφή του, στη στάση του και στις κινήσεις του την 
> ψυχραιμία, που έχασε στ’ άξαφνα, για να φανεί έτσι στα μάτια της αστυνομίας 
> πιο αθώος. Το «χχχ» του τσιλιαδόρου είναι πραγματικά για δαύτους φίδι, οχιά, 
> που την ανακαλύφτουνε άξαφνα να τους έχει ζώσει κατακρέατα.
> 
> Αυτά τα δυο πεζογραφήματα είναι ολάκερα. Μα θα δώσω κι ένα κομμάτι από ένα 
> πολύ μακρύ διήγημά του, όπου περιγράφει μια δεκεμβριάτικη νύχτα σ’ ένα βαγόνι 
> του Λαρισαϊκού στον Περαία. Στο βαγόνι αυτό έχουνε «κουρνιάσει καμιά 
> δεκαπενταριά πρεζάκηδες», ο Κώτσος, ο Φασαρίας, ο Στραβολαίμης, ο Καζάνας, ο 
> Καρδερίνας, η Δέσποινα.
> 
> – Ρε παιδιά! ρεεε! Δεν ακούτε ρε! Ρε Κώτσο, ρε Φασαρία!
> – Τι ναι ρε; Τι κάνει έτσι;…Τι θελα γω να ρθω στο παληοβάγονο για ύπνο; Δεν 
> πήγαινα στο καροτσάκι να κοιμηθώ και να πέφτανε τα νύχια μου από το κρύο παρά 
> που με ξυπνά αυτός δέκα βολές την ώρα. Τι θες ρε, και με ξυπνάς; Τι σόι 
> αρκολίκι έχεις για κουβέντα; Θα μ’ αφήσεις να κοιμηθώ ή θα σου σπάσω την 
> κεφάλα;
> – Μη βρίζεις, μωρέ Φασαρία! Το ξέρουμε, έχεις δίκιο, σε ξυπνάμε και 
> χαρμανιάζεις αλλά μου φαίνεται, πως πέθανε ο Βασίλης ο…
> – Αλήθεια ρε; Ρε το φουκαρά το Βασίλη;
> – Ποιος πέθανε, μωρή ψείρα; του λέει ένας άλλος.
> – Ο Βασίλης. Ρε Κώτσο!
> – Για σκούντα τόνε, μην έχει παραβαρέσει και δεν ακούει από τον μοστούρα του.
> – Μπα!…αφού έχει παγώσει!..
> 
> …………………………………………………………………………………..
> – Κανένας δε θ’ απλώσει χέρι απάνω του! Εγώ θα τόνε σκαλίσω κι ό,τι του βρω, 
> το πρωί θα τα πάω στην αδερφούλα του (στα Βούρλα) για να τα χει ενθύμια…
> – Τι ενθύμια να πάρει η αδερφούλα του από το Βασίλη; Τις ψείρες του; Αυτές, 
> άμα πεθάνει ο άνθρωπος, φεύγουν από πάνω του.
> 
> …………………………………………………………………………………….
> – Για σπρώχτ’ την πόρτα, ρε Καζάνα. Μου φαίνεται πως ξημέρωσε.
> 
> Η πόρτα του βαγονιού σούρνεται με δυσκολία ν’ ανοίξει και τρίζει σα να 
> κλαίει. Τρίζει απαίσια σαν πλάκα τάφου.
> 
> ……………………………………………………………………………………..
> 
> Οι αλήτες ένας ένας πηδάνε από το βαγόνι και παίρνει ο καθένας το δρόμο του. 
> Το δρόμο που δεν ξέρει πού πάει. Το δρόμο που πάει και δεν ξέρει αν γυρίζει. 
> Το δρόμο, που πάει και καλύτερα να μη γυρίζει…Το δρόμο που πάει στη φυλακή. 
> Το δρόμο που πάει στο θάνατο…Το δρόμο που πάει στο τραπέζι του Ανατομείου…
> 
> Κι ο πεθαμένος; Έμεινε με την κρυάδα του. Με το δικαίωμα στη ζωή. Με το χέρι 
> στην κοιλιά, που σπάραζε από την πείνα, την ώρα, που έβγαινε η ψυχή του!
> 
> Οι φύλακες από το Μεταγωγών ήτανε στο ίδιο και απέναντι.
> 
> Στο Μεταγωγών τους φέρνανε από δω κι από κει και μόλις γεμίζανε τα κρατητήριά 
> τους, μάτσο όλους μαζί για την Παλιά. Αλλ’ όμως κι η Παλιά το βιολί της! Δε 
> δεχότανε παραπάνω από τους 800- ούτε μισό! Μισό δηλαδή το λέει ο λόγος. Γιατί 
> μισός άνθρωπος δεν υπάρχει. Ή τουλάχιστο κι αν μείνανε μισοί από το 
> πραγματικό τους, αυτό πια, τι να σου πω, αυτό δεν έχει να κάνει. Στα χαρτιά 
> δε μπορείς να γράψεις «μισός»! Α! Να του δίνεις μισή μερίδα, μάλιστα! Αλλά 
> και πάλι δε μπορεί. Μπορεί δηλαδή να του δίνεις μισή μα θα γράφεις ολόκληρη!..
> 
> Να τώρα και δυο μικρά ποιήματα του ίδιου από τα πολλά, που έχει γράψει:
> 
> Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω
> παίρνοντας σχέδιο κολυμπητή πνιμένου.
> Αλλάζω στάσεις: «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου».
> Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω.
> Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί
> και πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι
> αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή.
> Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί!
> 
> Άλλο:
> 
> Στο πέλαο του οπίου ταξιδεύοντας εγώ
> κι ο άστατος ο λογισμός μου,
> βαρύς εγώ κι αυτός ταχύς, γι’ αυτό
> έμεινα μοναχός μου.
> Για μια στιγμή τα έχασα. Και νόμισα
> πως έδωσα στο μέρμηγκα φτερά
> (να γύρναγες πάλι κοντά μου, τι χαρά)!
> Στην αίσθησή μου έβρεξα ηδονή. Μα χιόνισσα
> του γυρισμού το δρόμο. Η σκέψη μου έμεινε νεκρά.
> Αχ! πόρνη ηδονή μου, φόνισσα!
> 
> …………………………………………………………………….
> 
> Παιδεύοντας τη σκέψη μου με σκέψη
> έλεγα μην κατόρθωσα να βρω πραγματικώς:
> μουστούρης είμαι ή σκέπτομαι ορθώς;
> Γι’ αυτή την έννοια, ποια πρέπει να βρω λέξη;
> Βαριοί καπνοί μυαλό μου βάρυναν και πέψη.
> Καθένας κόκκος του όπιου κόσμος
> ολάκερος φανταστικός!
> 
> και τώρα το χρονογράφημα:
> 
> ΤΟΞΙΚΟΜΑΝΕΙΣ (Πρωία, 5 Αυγούστου 1942)
> 
> Δόθηκε εντολή από τον αρμόδιο υπουργό να μαζευτούν από τους δρόμους οι 
> τοξικομανείς ή όπως λένε οι ίδιοι τον εαυτό τους οι πρεζάκηδες, οι 
> χασικλήδες, οι λουλάδες.
> 
> Υπάρχουνε λοιπόν ακόμα τέτοιοι; Αυτό φαίνεται απίστευτο. Πού και πώς το 
> βρίσκουνε το «μαυράκι»; Αλλ’ αν το βρίσκουνε, πώς μπορούνε και το αγοράζουν 
> άνθρωποι αλήτες, αυτό το μαύρο διαμάντι;
> 
> Αλλά για να «περισυλλεχθούν», θα πει πως υπάρχουν και θα πει ακόμα πως το 
> βρίσκουν το αφιλότιμο!
> 
> Οι εξοχότητες αυτές των «τεχνητών παραδείσων» φαίνονται από μακριά. Πρόσωπα 
> ωχρά, μάτια θαμπά, σκέψη βυθισμένη στο αχανές, περπάτημα βαρύ. Συνηθισμένα 
> τους «παλάτια» τώρα το καλοκαίρι είναι οι κάσες και οι καλάθες της Αγοράς, τα 
> σπήλαια του Λυκαβηττού, των Τουρκοβουνίων, του Γαλατσιού. Και το χειμώνα 
> –άλλοτες— τα εγκαταλελειμμένα βαγόνια του Λαρισαϊκού. Όταν ονομάζω τα 
> γιατάκια τους «παλάτια», δεν κάνω υπερβολή. Τουναντίον τους… προσβάλλω! Τι 
> είναι ένα παλάτι για το Φασαρία, το Στραβολαίμη, τον Καζάνα, τον Καρπούζα, 
> τον Καρδερίνα, τον Μπουργάνα και τη… Δέσποινα, όταν αυτοί, μαστουρωμένοι, 
> βρίσκονται στον έβδομο ουρανό ή τα παραμυθένια σαράγια της Χαλιμάς, όπου το 
> πάτωμα είναι ασήμι, οι τοίχοι μάλαμα, οι κολόνες ζαφείρι κι από το ταβάνι 
> κρέμεται σε χοντρούς σταλαχτίτες το διαμάντι; Τι είναι το παλάτι του 
> Σαρδανάπαλου με τις χιλιάδες «πήλινες» γυναίκες; Αυτοί έχουνε δίπλα τους τα 
> ουρί του παραδείσου, αιθέρια, άπιαστα κι αθάνατα, με τους μπαγλαμάδες, τα 
> σαντούρια και τα τουμπελέκια και τ’ αηδονíσια κελαδήματα!
> 
> Πότε με θρέφει ο λουλάς
> (αμάν, αμάν, αμάν, ώωχ!)
> πότε μ’ αδυνατάει,
> πότε με ρίχνει στον νταλκά
> και με παρηγοράει
> (ταρί, ταρί, τατάρι, τάρι,
> ταρί, νταντράμ, νταρίντα, ντραμ!)
> 
> Τώρα όμως θα τους κατεβάσουν από τους εφτά ουρανούς και θα τους κλείσουν στο 
> Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού. Αλλ’ είναι βέβαιο πως θα προσπαθήσουν να 
> ξεφύγουν από την τράτα, που θα πάει να τους ψαρέψει. Αυτοί δε θέλουνε 
> θεραπείες και φάρμακα. Ο «τσιλιαδόρος» (ο μικρός, που σφυράει, άμα εμφανιστεί 
> η αστυνομία) θα λάβει διαταγές να «επαγρυπνεί» περισσότερο.. «Αυτό το σσσσ 
> (το σφύριγμα) του τσιλιαδόρου είναι για μας φίδι οχιά, που άξαφνα μας έχει 
> ζώσει κατακρέατα», όπως λέει ένας απ’ αυτούς.
> 
> Αλλά όσοι πιαστούν και οδηγηθούνε στο Ψυχιατρείο μπορούνε τάχα να 
> γιατρευτούν, δηλαδή να το κόψουν; Μπορούνε ως ένα σημείο, θέλοντας και μη. 
> Όταν όμως βγουν από κει, με την πρώτη αφορμή το ξαναρχίζουν. Θα βρούνε πάλι 
> την παρέα τους την παλιά, θα έχουνε σικλέτια, φτώχειες –και θα ζητήσουνε τη 
> «θεραπεία του κακού» στη λήθη, που την χαρίζει πλουσιοπάροχα το ναρκωτικό ή 
> το αλκοόλ.
> 
> Στην αρχή θα τους δίνουνε επί 7-10 μέρες σε περιορισμένη δόση από τ’ 
> αγαπημένα τους ναρκωτικά ή σπίρτα. Κι ύστερα θα τους το κόψουν. Γιατί το 
> απότομο κόψιμο μπορεί να τους προκαλέσει αυτοδηλητηρίαση, ακόμα και θάνατο…
> 
> Έχω γνωρίσει μερικούς από δαύτους στο Ψυχιατρείο. Είναι λογικοί, δουλεύουνε 
> με προθυμία, έχουν όρεξη να τρώνε κι επιπλέον τους φεύγει η κιτρινάδα και το 
> θάμπος των ματιών. Θα έπρεπε να μείνουν σ’ όλη τους τη ζωή μέσα. Γιατί άμα 
> βγουν, όπως είπαμε, δεν έχουν αρκετή θέληση, ώστε ν’ αντισταθούνε στον 
> πειρασμό. Πολλοί βγαίνουν κι ύστερα από καιρό τους ξαναφέρνουνε πάλι πίσω… 
> Ράβε ξήλωνε δηλαδή.
> 
> Μερικοί απ’ αυτούς ξέρουνε γράμματα και τότε δεν είναι δύσκολο να κάνουν και 
> φιλολογία χασικλίδικη. Ένας που είχε το ψευδώνυμο «Αυτόχειρ» έγραψε ποίηση 
> και πρόζα πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό δεν είναι πράγμα σπάνιο. Οι τρελοί, οι 
> εγκληματίες, οι τοξικομανείς κάνουνε τέχνη που έχει δύο «αρετές»: την 
> πρωτοτυπία και την ειλικρίνεια. Να πώς ο «Αυτόχειρ» μάς έδωσε τον ψυχικό του 
> κόσμο σε στίχους, που αν από την τεχνική τους άποψη δεν είναι τέλειοι όμως 
> από ψυχογραφική είναι σπουδαίοι:
> 
> Στων ιδανικών μου το ρέμα αφέθηκα να πλέω
> παίρνοντας σχέδιο πολεμιστή πνιμένου.
> Αλλάζω στάσεις. «Σώμα, υπάκουο στην ψυχή μου γένου»!
> Γελάω σαρκαστικά, θυμώνω, κλαίω.
> Το νου μου αυλακώνουνε πόθοι μοιχοί·
> πιλότοι στα ιδανικά μου είναι. Κι ό,τι
> αυτοί θέλουν, κάνουν την ψυχή.
> Άλλη φωνή, άκου, μέσα μου ηχεί.
> 
> https://sarantakos.wordpress.com/2016/07/24/xasiklidika/
> 
> https://sarantakos.wordpress.com/2016/07/24/xasiklidika/
> ________
> 
> Orasi mailing list
> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
> orasi-requ...@hostvis.net
> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
> 
> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
> στείλτε email στην διεύθυνση
> Orasi@hostvis.net
> 
> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
> 
> Για το αρχείο της λίστας
> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
> http://www.freelists.org/archives/orasi
> __________
> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
> http://www.nvda-project.org/
> _____________
> Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
> http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
> λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
> ____________
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση