Διδακτορική διατριβή του Λάζαρου Τεντόμα "ΠΑΙΔΙΑ ΕΞΩΤΙΚΑ, ΠΑΙΔΙΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ - 
Εμπειρίες της Αναπηρίας στο Ειδικό Γυμνάσιο και Λύκειο" (Μέρος 4ο)

Τρίτο κεφάλαιο - πρώτη ενότητα

  ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Μεθοδολογικά και Θεωρητικά Ζητήματα της Έρευνας της Αναπηρίας
3.1 Από την Ερμηνεία των Συμβόλων στην Ερμηνεία των Πρακτικών

Η πρώτη ανθρωπολογική μελέτη της αναπηρίας εμφανίστηκε στο έργο τής Ruth 
Benedict (1934), η οποία μελέτησε το φαινόμενο της επιληψίας παρουσιάζοντας 
συγκριτικά εθνογραφικά παραδείγματα από φυλές της Βορείου Αμερικής και της 
Σιβηρίας. Ακολουθώντας επίσης το πρότυπο του πολιτισμικού σχετικισμού, οι Jane 
και Lucien Hanks το 1948 παρουσίασαν τη δική τους συγκριτική ανθρωπολογική 
έρευνα για την επίδραση των κοινωνικών παραγόντων στην κοινωνική θέση των 
ανάπηρων ατόμων, αναλύοντας εθνογραφικά παραδείγματα από τους πολιτισμούς της 
Βορείου Αμερικής, της Ασίας, του Ειρηνικού και της Αφρικής (βλ. Armstrong & 
Fitzgerald 1996:253). Οι ανθρωπολογικές αυτές έρευνες ανέλυσαν το ζήτημα της 
αναπηρίας συλλέγοντας εθνογραφικό υλικό και προσπαθώντας να συνθέσουν γενικές 
ερμηνευτικές προσεγγίσεις της αναπηρίας. Αν και οι ανθρωπολογικές αυτές έρευνες 
προσέφεραν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ποικιλία των πολιτισμικών 
πρακτικών, αντιλήψεων και αξιών σε θέματα αναπηρίας, εντούτοις δεν κατάφεραν να 
ερμηνεύσουν εις βάθος το πώς προσδιορίζεται η αναπηρία σε συγκεκριμένους 
πολιτισμούς, αδυναμία που σχετίζεται με το γεγονός ότι το εθνογραφικό υλικό 
ήταν αποτέλεσμα εθνογραφικής καταγραφής άλλων ερευνητών. Η πρώτες δηλαδή 
ανθρωπολογικές προσεγγίσεις της αναπηρίας ακολούθησαν το πρότυπο της 
«ανθρωπολογίας της πολυθρόνας», προσδίδοντας σχετικιστικό περιεχόμενο στην 
αναπηρία, συνθέτοντας τα κομμάτια μιας πανανθρώπινης αντίληψης περί αναπηρίας, 
συνδέοντας το στοιχείο της προσωπικότητας με αυτό του πολιτισμού (Armstrong & 
Fitzgerald 1996, Ingstad & Whyte 1995, Jenkins 1993, 1998).
Ωστόσο η αναπηρία αποτελεί περιφερειακό πεδίο ανάλυσης στην ανθρωπολογία και 
μόνο ένας μικρός αριθμός ανθρωπολόγων ασχολείται με το ζήτημα αυτό. Κυρίως 
ενδιαφέρουν οι πολιτισμικοί προσδιορισμοί της αναπηρίας (στίγμα, Goffman 1963), 
και οι ανθρωπολόγοι επικεντρώνονται στη μελέτη συγκεκριμένων κατηγοριών 
ανάπηρων ατόμων, όπως είναι τα άτομα με προβλήματα
όρασης/τύφλωσης, τα άτομα με νοητικές βλάβες και τα άτομα με προβλήματα 
ακοής/κώφωσης (Angrosino 1998, Becker 1980, Deshen 1992, Edgerton 1967΄1970, 
Goode 1980a΄1980b, Gleason 1989΄1994, Groce 1985, Zola 1982 και στην ελληνική 
εθνογραφία, Χατζούλη 2009). Κάποιοι άλλοι ασχολήθηκαν με διαπολιτισμικές 
αναλύσεις της αναπηρίας και άσκησαν κριτική στη βιοϊατρική πρακτική του δυτικού 
πολιτισμού (Edgerton 1970, Ingstad & Whyte 1995, Jenkins 1998, Manion & Bersani 
1987, Nuttall 1998) και κάποιοι άλλοι ανέλυσαν τη δική τους εμπειρία ως ανάπηρα 
άτομα (Armstrong & Fitzgerald 1996, Murphy 1990, Kasnitz & Shuttleworth 1999).
Η τάση που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια, η Ανθρωπολογία Οίκοι, έχει 
προσανατολίσει αρκετούς ανθρωπολόγους να μελετήσουν οργανισμούς, ιδρύματα, 
κοινότητες που βρίσκονται στη χώρα διαμονής τους και των οποίων σε αρκετές 
περιπτώσεις είναι εργαζόμενοι (βλ. Forsythe 1999, Hogle και Downey 1999). Η 
εθνογραφική μέθοδος χρησιμοποιείται στο χώρο της υγείας, της φροντίδας και της 
εκπαίδευσης από επαγγελματίες, για να «γνωρίσουν καλύτερα την κουλτούρα τού 
επαγγελματικού τους χώρου, για τον οποίο αισθάνονται ότι ήδη γνωρίζουν αρκετά 
πράγματα (Goodley 2006, Shuttleworth 2001.2002). 0ι ερευνητές αποτελούν μέρος 
της κοινότητας την οποία ερευνούν, ανθρωπολόγοι και πληροφορητές αλληλεπιδρούν 
διαμέσου του παραγόμενου εθνογραφικού υλικού (Charmaz 1995). Οι πολιτισμικές 
δυναμικές που αναπτύσσονται στο χώρο της επιτόπιας έρευνας είναι προϊόν 
διαπραγματεύσεων και οδηγούμαστε στη ανασημασιοδότηση των δραστηριοτήτων και 
στην αντίληψη της κοινής γνώσης των δρώντων υποκειμένων (Gordon et al 2001). Σ' 
αυτό το σημείο γεννιούνται ερωτηματικά για τους σκοπούς της εθνογραφικής 
έρευνας. Δηλαδή ο εθνογράφος δίνει βαρύτητα στα ερμηνευτικά επίπεδα ανάλυσης 
των συμβολισμών της αναπηρίας ή στη χειραφέτηση των υποκειμένων της έρευνας στο 
επίπεδο των πρακτικών περί την αναπηρία; (Barton 1996, Goodley 2006, 
Shuttleworth & Kasnitz 2004).
Σύμφωνα με τον Dan Goodley (2006, 2000, 1999), κατά τη διάρκεια της 
εθνογραφικής έρευνας αναπτύσσεται ένας λόγος (discourse), που ειδικότερα σε 
θέματα αναπηρίας μπορεί να αναδείξει ζητήματα τα οποία επηρεάζονται από το 
ιατρικό μοντέλο, άσχετα αν η ανάλυση γίνεται μέσα από τις προγραμματικές αρχές 
του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας. Μια ερμηνευτική προσέγγιση που μπορεί να 
οδηγήσει σε πλαστές αποτυπώσεις της εθνογραφικής καταγραφής και παράλληλα να 
παραβλέψει τους εξωτερικούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που 
κατατάσσουν τα ανάπηρα άτομα σε μια γενική κατηγορία ετερότητας, υποβιβάζοντας
τις δικές τους απόψεις μόνο και μόνο επειδή προσεγγίζουν το ιατρικό μοντέλο της 
αναπηρίας. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί, μέσα από τις πρακτικές χειραφέτησης 
ενός ριζοσπαστικού λόγου, η «πραγματική» εικόνα που παρουσιάζουν τα ανάπηρα 
άτομα, μέσα στην εθνογραφική καταγραφή και ερμηνεία. Αυτού του τύπου η  
«επαναστατική» εθνογραφία προκαλεί διαξιφισμούς όσον αφορά την αυθεντικότητα 
και το βαθμό υποκειμενικότητας που εισάγεται στην εθνογραφική έρευνα. Από την 
άλλη όμως οι εντάσεις που δημιουργούνται οδηγούν σε αναστοχαστικές διαδρομές 
ανάδειξης στοιχείων τα οποία δεν είχαν αρχικά ληφθεί υπόψη (βλ. εισαγωγή 
κεφαλαίου 6 και υποκεφάλαιο 7.1 της εθνογραφίας). Η προβληματική αυτή μπορεί εν 
μέρει να επιλυθεί διαμέσου της χρήσης ενός πλουραλιστικού παραδείγματος 
εθνογραφικής έρευνας, που να ενσωματώνει ιστορίες ζωής, διηγήσεις, 
συνεντεύξεις, επιτόπια παρατήρηση και στοιχεία αυτοβιογραφικής εθνογραφίας 
(Chambers 2001, Tedlock 2001, Goodley 2000, 2006).
Ο αμερικανός ανθρωπολόγος Russell Shuttleworth (2001), στη μελέτη του για τη 
σεξουαλική ζωή ανδρών με εγκεφαλική παράλυση, αναρωτιέται αν το γεγονός ότι δεν 
είναι ο ίδιος ανάπηρο άτομο αποτελεί εμπόδιο στο να θεωρηθεί «δικός» στην 
κοινότητα των αναπήρων, παρόλο που η σχέση του με το χώρο της αναπηρίας είναι 
πολύχρονη, καθώς υπήρξε βοηθός ανάπηρων ατόμων από τη νεανική του ηλικία και 
έχει πολλούς φίλους που είναι ανάπηροι. Οι προβληματισμοί αυτοί του 
Shuttleworth σχετίζονται περισσότερο με τη δυσπιστία που υπάρχει στα ανάπηρα 
άτομα προς/απέναντι στους ερευνητές που δεν είναι οι ίδιοι ανάπηροι. Πράγματι, 
όπως σημειώνει ο Bruce Knauf (1996), η ταυτότητα των ανθρωπολόγων και η 
συμμετοχή τους στα διάφορα πολιτικά κινήματα αποτελεί κομβικό σημείο για την 
αποδοχή τους από τους παρατηρούμενούς τους. Είναι κοινός τόπος στο χώρο της 
ανθρωπολογίας ότι λίγοι ανθρωπολόγοι έχουν ισχυρούς δεσμούς με το αναπηρικό 
κίνημα και οι περισσότεροι έχουν αδύναμες σχέσεις με τα ανάπηρα άτομα. Το 
ενδιαφέρον των ανθρωπολόγων στέκεται περισσότερο στον ακαδημαϊκό χώρο 
(Shuttleworth, 2001). Από την άλλη πλευρά διαπιστώνεται ένας προβληματισμός, 
κατά πόσο οι ανθρωπολόγοι πρέπει να εμπλέκονται ενεργά σε διάφορα πολιτικά 
ζητήματα που αφορούν τους ανθρώπους τους οποίους μελετούν, με αποτέλεσμα να 
αισθάνονται «αμήχανοι σε σχέση με το βαθμό ηθικοποίησης της επιτόπιας έρευνας» 
(Cohen 1998: xxiii).
Η δυσπιστία αυτή προέρχεται από το χώρο των σπουδών της αναπηρίας, όπου 
ανάπηροι ερευνητές όπως ο Michael Oliver (1990, 1996) και ο Paul Abberley 
(1987) συμφωνούν στο ότι οι παραδοσιακές κοινωνικές επιστήμες -μεταξύ άλλων και 
η κοινωνική ανθρωπολογία- μελέτησαν την αναπηρία μέσα από το Ιατρικό Μοντέλο 
και επικεντρώθηκαν στη μελέτη της βλάβης (impairment) και όχι στην έννοια της 
αναπηρίας με βάση κοινωνικούς όρους που δημιουργούν καταπίεση και εμπόδια στα 
ανάπηρα άτομα (disability).
Η τάση που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο της ανθρωπολογίας σε 
θέματα αναπηρίας είναι η ανάδυση του αναστοχασμού των όσων συμβαίνουν κατά τη 
διάρκεια της επιτόπιας έρευνας (Kasnitz 1991, 1995, Kasnitz and Shuttleworth 
2001, Shuttleworth 1999, 2001, Davis 2000, Davis, Watson, & Cunningham-Burley 
2000, Frank 2000, Gold 2001, Goodley 2006). Οι ανθρωπολογικές αυτές αναλύσεις 
μοιάζουν να είναι επηρεασμένες από το ρεύμα της Πολιτισμικής Κριτικής (Marcus & 
Fischer 1986), που δίνει έμφαση στις διάφορες θέσεις και ρόλους του 
ανθρωπολόγου κατά τη διάρκεια της εθνογραφικής έρευνας και στη δημιουργία 
σχέσεων με τους παρατηρούμενούς του, σχέσεων που δημιουργούν προϋποθέσεις 
αναστοχαστικών διαδικασιών, εμπλουτίζοντας το εθνογραφικό υλικό, μέσα από την 
παρουσίαση όλων των «φωνών», στο πλαίσιο διϋποκειμενικής παρουσίασης του 
εθνογραφικού κειμένου.
Η συζήτηση συνεχίζεται στον τομέα των σπουδών της αναπηρίας, όπου προτείνεται η 
έρευνα για τη χειραφέτηση των ανάπηρων ατόμων (emancipatory research). Το 
πρότυπο αυτό επικεντρώνεται στο πώς και με ποιους τρόπους ένας ερευνητής 
εφαρμόζει τις τεχνικές έρευνάς του, ώστε να βοηθήσει και να ενδυναμώσει τα 
άτομα που μελετά, εναντίον της καταπίεσης την οποία υφίστανται από κοινωνικούς 
και πολιτισμικούς παράγοντες (Oliver 1992, 1996. 1997. 1999. Lather 1987, 
Robbens 1990). Στο χώρο των σπουδών της αναπηρίας έχει επικρατήσει η άποψη ότι 
τα ανάπηρα άτομα είναι τα πιο κατάλληλα για να εκφράσουν τις εμπειρίες τους και 
τα συναισθήματά τους και ως εκ τούτου πρέπει να επεμβαίνουν στο σχεδιασμό της 
έρευνας (Barnes 1992, Stone & Priestley 1996). Ορισμένοι ανθρωπολόγοι συμφωνούν 
με αυτή την προγραμματική αρχή, ασκώντας έντονη κριτική στις παραδοσιακές 
τεχνικές της συμμετοχικής παρατήρησης, λέγοντας ότι το να βρίσκεσαι εκεί, 
παρατηρώντας, δεν είναι αρκετό (Okeley 1975). Ακόμη και αν παρατηρούνται 
διαφωνίες και συγκρούσεις μεταξύ ερευνητή και παρατηρούμενων, η ενεργητική 
συμμετοχική παρατήρηση βοηθάει στο να αναδυθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές 
μεταξύ του ανθρωπολόγου και των συμμετεχόντων στην έρευνα (Geertz 1973, Rabinow 
1977, Rorty 1980, Marcus & Fisher 1986, Campbell 1995).
Με τον ίδιο τρόπο, στο χώρο της αναπηρίας ο Tom Shakespeare αναφέρει: 
«Υποστηρίζω τη σημασία των δικαιωμάτων της αναπηρίας, υποστηρίζω την αρχή της 
αυτοοργάνωσης και υποστηρίζω το αναπηρικό κίνημα. Είναι μια ηθική και πολιτική 
τοποθέτηση, η οποία επηρεάζει ό,τι κάνω, επαγγελματικά ή επιστημονικά. Νομίζω 
ότι είναι ξεκάθαρο από τα δημοσιεύματά μου ότι δεν είμαι ένας ουδέτερος 
παρατηρητής που στέκομαι μόνο στην περιγραφή των όσων μελετώ» (1996:117).
Ο παρατηρούμενος συμμετέχει ενεργά στην ερευνητική διαδικασία, βάζει τα δικά 
του ερωτήματα, επισημαίνει συμβάντα και συμμετέχει ενεργά στον προσδιορισμό των 
ρόλων μεταξύ ανθρωπολόγου/παρατηρούμενων (Davis 2000:192).
Κατά τον ίδιο τρόπο, στην ανθρωπολογία υποστηρίζεται η άποψη ότι ο ρόλος 
της/του ανθρωπολόγου ορίζεται σαν αυτός που μαθαίνει (Asad 1996). Σε αυτό το 
σημείο έχει ασκηθεί κριτική στο χώρο της ανθρωπολογίας, ότι στο παρελθόν οι 
ανθρωπολόγοι εσφαλμένα διατηρούσαν μια ουδέτερη στάση απέναντι στα όσα 
συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνάς τους (Crapanzano 1986, 
Rabinow 1986).
Ένα επιπλέον μεθοδολογικό ζήτημα σχετίζεται με την επικράτηση του Κοινωνικού 
Μοντέλου της Αναπηρίας, το οποίο πολλές φορές απομακρύνει την έρευνα από τις 
ερμηνείες που οι ίδιοι οι ανάπηροι δίνουν στην αναπηρία. Για το λόγο αυτόν, 
προτείνεται μια ανοικτή διαδικασία η οποία να περιλαμβάνει όλες τις «φωνές», 
παρόλο που σε αρκετά σημεία οι απόψεις των παρατηρουμένων δεν έχουν σχέση με 
τις αρχές του Κοινωνικού Μοντέλου (Shakespeare 1997). Ο John M. Davis (2000), 
σε αυτό το σημείο, αναφέρει ότι δεν υπάρχει ένας ενιαίος τρόπος με βάση τον 
οποίο τα ανάπηρα άτομα αντιλαμβάνονται την καταπίεση, όπως ακριβώς παρατηρεί ο 
James Clifford (1986) ότι πολλοί ανθρωπολόγοι χρησιμοποιούν μόνο μία φωνή (τη 
δική τους) ή δύο φωνές (τη δική τους και μια ομοιογενή φωνή των άλλων) και δεν 
δείχνουν στο τελικό κείμενο την ποικιλομορφία των φωνών που υπάρχουν στους 
παρατηρούμενούς τους. Προς αποφυγήν αυτής της παγίδας (μεθοδολογικού 
προβλήματος) προτάθηκε ένας νέος τρόπος εθνογραφικής καταγραφής και 
παρουσίασης: Μια πολυφωνική παρουσίαση ιστοριών που ακούγονται από 
διαφορετικούς κάθε φορά πληροφορητές (Tyler 1986). Με αυτό τον τρόπο 
εξασφαλίζεται η αντιπροσώπευση και των πιο αδύναμων φωνών (Marcus 1986), κάτι 
που οδηγεί σε πολυεπίπεδη ανάλυση του ανθρωπολογικού κειμένου (Fischer 1986), 
πρόκειται δηλαδή για μια διαδικασία ετερογλωσσικής ανάλυσης (heteroglossia) 
(Bakhtin 1986, Rabinow 1986) ή πολλαπλής αληθοφάνειας (multi- verisimilitude) 
(Denzin 1997).
Στον τομέα της αναπηρίας αυτή η διαδραστική, πολυφωνική διάσταση της κοινωνικής 
έρευνας χρησιμοποιείται όχι μόνο για να καταγραφούν οι διαφορετικές απόψεις 
αλλά και για να αναδειχθούν οι διαδικασίες ενδυνάμωσης των ανάπηρων ατόμων κατά 
τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας. Πρόκειται, δηλαδή, για ερευνητικές διαδρομές 
οι οποίες οδηγούν στη συνειδητοποίηση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν τα 
ανάπηρα άτομα, διαμέσου πρακτικών για ενδυνάμωση της αυτοεκτίμησής τους, 
γεγονός που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της συμμετοχής στην έρευνα, στις 
συνεντεύξεις και στα σχόλια των συμμετεχόντων στην πορεία της επιτόπιας έρευνας 
(Shakespeare 1997:184-5).
Οι συζητήσεις αυτές ενσωματώνουν διαφορετικές απόψεις περί αναπηρίας, που 
αποσαφηνίζουν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις περί αναπηρίας (Corker 1999b). Στο 
σημείο αυτό, η Mairiam Corker επισημαίνει ότι, ενώ οι περισσότεροι ερευνητές 
της αναπηρίας επικεντρώνονται στις αντιλήψεις που επικρατούν στο πλαίσιο του 
Κοινωνικού Μοντέλου της Αναπηρίας, στην ουσία αυτό που πρέπει να κάνουν είναι 
να εφαρμόσουν μια πολυγλωσσική καταγραφή (σύμφωνα με το πρότυπο του Bakhtin 
ό.π.), στοχεύοντας στην ανάδυση των σιωπηλών φωνών, που δεν φανερώνονται εύκολα 
κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας (1999a:209). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, 
η Jenny Morris (1992) προσπάθησε να συμπεριλάβει όλες αυτές τις «αδύναμες 
φωνές» στην έρευνά της για παιδιά με νοητικές βλάβες, μέσα από μια ερευνητική 
διαδικασία απελευθερωτική για τα παιδιά αυτά.
Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζει κάποια μειονεκτήματα σύμφωνα με τον John M. 
Davis: δημιουργείται η αίσθηση κατηγοριοποιήσεων με βάση μακροαναλυτικές 
κατηγορίες όπως το φύλο, η εθνικότητα, η ηλικία, η κοινωνική τάξη των ανάπηρων 
ατόμων και η βλάβη, με αποτέλεσμα να παγιώνεται μια γραμμική σχέση μεταξύ 
κοινωνικών και βιολογικών παραγόντων (Davis 2000:199). Οι περισσότεροι 
ερευνητές της αναπηρίας, σύμφωνα με τον Davis, στην προσπάθειά τους να 
αποτυπώσουν ετερογλωσσικές διαφορές, πέφτουν στην παγίδα παρουσίασης δύο 
ομάδων: των καταπιεστών και των καταπιεζόμενων, χωρίς να αποτυπώνουν ουσιαστικά 
τις διαφορετικές φωνές που υπάρχουν μέσα στις κατηγοριοποιημένες ομάδες, και ως 
εκ τούτου παρουσιάζουν ομοιογενείς αντιλήψεις περί αναπηρίας, παραγνωρίζοντας 
τις διαφορετικές φωνές που ενδεχομένως υπάρχουν στο πλαίσιο των ίδιων των 
ομάδων. Από την άλλη πλευρά, οι Stone & Priestley (1996) επισημαίνουν ότι οι 
πολυφωνικές αυτές προσεγγίσεις δημιουργούν την αίσθηση ενός κατακερματισμένου 
κοινωνικού χώρου, που διηγείται ιστορίες που είναι συγγενικές μεν πολιτισμικά 
αλλά δεν είναι χρήσιμες για την αντιμετώπιση των καταπιεστικών μηχανισμών και 
των κοινωνικών εμποδίων, δεν είναι δηλαδή αποτελεσματικές αυτές οι πολυφωνικές 
ερευνητικές προσεγγίσεις, όσον αφορά την πολιτική αντιμετώπιση των προβλημάτων 
που αντιμετωπίζουν τα ανάπηρα άτομα, και δεν βοηθούν στη διεκδίκηση άρσης των 
εμποδίων από το αναπηρικό κίνημα. Δεν βοηθάει, δηλαδή, ο κατακερματισμός των 
φωνών στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή στην έρευνα που στοχεύει στην 
κοινωνική αλλαγή, ένας στόχος που κυριαρχεί στις περισσότερες έρευνες της 
αναπηρίας και γίνεται επιτακτικός, όταν αναφερόμαστε στην εκπαίδευση των 
ανάπηρων μαθητών και την ισότιμη συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία 
(inclusive education). Ωστόσο η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι κάθε ανάπηρο 
άτομο βιώνει με διαφορετικό τρόπο την αναπηρία του αποτελεί ένα καίριο ζήτημα 
για την έρευνα της αναπηρίας. Όπως ακριβώς στην ανθρωπολογία (Asad 1986) 
υποστηρίχτηκε ότι όλοι μας έχουμε διαφορετικές κουλτούρες, έτσι και η Corker 
(1999a:195) επισημαίνει ότι η ταυτότητα της αναπηρίας ενσωματώνει διαφορετικές 
και ρευστές έννοιες (για τις σύγχρονες αντιλήψεις περί ταυτότητας στην 
ανθρωπολογία βλ. Γκέφου-Μαδιανού 2006).
Επανερχόμενοι στο ζήτημα των ερμηνευτικών προσεγγίσεων της αναπηρίας με βάση 
μακροαναλυτικές κατηγορίες, παρατηρούμε ότι η φεμινιστική κριτική, μέσα από την 
οπτική της κατασκευής του φύλου, επιχειρεί μια διεισδυτική πλην μερική 
διερεύνηση της αναπηρίας, με στοιχεία της ανάλυσης που ερμηνεύουν κομμάτια και 
στιγμιότυπα της αναπηρίας. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής, η 
Judith Butler προσπάθησε να εξηγήσει τις διαφορές που παρατηρούνται στο σώμα, 
αναπτύσσοντας έναν αποδομητικό λόγο για τις σχέσεις εξουσίας, όσον αφορά την 
πολιτική του φύλου. Ανάλογα από ποια θέση μιλά κάποιος, προσδιορίζεται και ο 
λόγος του για το σώμα (Butler 1993: 37). Η Butler μιλάει για την αναπηρία 
χρησιμοποιώντας την έκφραση «διαρκής ανοχή της αρρώστιας» (endure illnesses), 
γεγονός που αυτομάτως τη διαφοροποιεί από τις εννοιολογικές αναζητήσεις του 
Κοινωνικού Μοντέλου της Αναπηρίας, στο πλαίσιο του οποίου η αναπηρία δεν 
μελετάται από την πλευρά του ατόμου αλλά με βάση τις κοινωνικές συνθήκες μέσα 
στις οποίες υπάρχει το ανάπηρο άτομο.
Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο η Julia Cho, στο άρθρο της με τίτλο: "Sideshow 
Freaks and Sexualized Children: Abject Bodies on Display" (1997) αντιλαμβάνεται 
τα «τερατόμορφα σώματα» (freak bodies) ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού. Χωρίς 
τις κατασκευασμένες αντιλήψεις για τα σώματα αυτά, δεν υπάρχει η έννοια του 
«εαυτού», αποτελούν δηλαδή οι ιδέες για τα ανάπηρα σώματα αναπόσπαστο κομμάτι 
του εαυτού (Cho 1997:18-19). Μια ερμηνεία που γειτνιάζει με την ιδέα του 
ανάπηρου σώματος ως του «άλλου» που επηρεάζει τις ιδέες περί κανονικού (Thomson 
1997:6). Η διαπραγμάτευση του εαυτού περνάει μέσα από την προστασία την οποία 
προσφέρει η αναπηρία στο άτομο, που το οχυρώνει οδηγώντας το σε υπόγειους 
αναστοχασμούς, μέσα από την προβληματική του φύλου και της σεξουαλικότητας, 
προσφέροντάς του ένα εξηγητικό μοντέλο κατασκευών, στο οποίο η αναπηρία 
αναδύεται ως το ασφαλές καταφύγιο κρυμμένων σκέψεων. Η προσέγγιση αυτή βοηθάει 
στο να ερμηνευτούν εμπειρίες διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ ανάπηρων και μη 
ανάπηρων ατόμων.
Για παράδειγμα, λίγο καιρό μετά το ξεκίνημα της επιτόπιας έρευνάς μου στο 
ειδικό σχολείο, πληροφορήθηκα τυχαία από πρώην συνάδελφο, η οποία δεν εργάζεται 
πλέον στο ειδικό σχολείο, ότι η ίδια άκουσε από κάποιον που εργάζεται στο 
ειδικό σχολείο το εξής: Ένας μαθητής κατηγόρησε έναν βοηθό ότι τον παρενόχλησε 
σεξουαλικά. Θεώρησα ότι το γεγονός ήταν πολύ σοβαρό και απόρησα που δεν είχα 
ακούσει τίποτα για αυτό. Προσπάθησα με διάφορους τρόπους να αποσπάσω κάποιες 
πληροφορίες για το γεγονός. Στην αρχή ρώτησα τον διευθυντή, ο οποίος έκλεισε 
την κουβέντα γρήγορα λέγοντάς μου ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Απευθύνθηκα 
στην ψυχολόγο του σχολείου, που και αυτή με τη σειρά της μου έδωσε να καταλάβω 
ότι δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση, λέγοντας απλά ότι ο εν λόγω 
βοηθός είναι περισσότερο παρορμητικός από όσο πρέπει, με αποτέλεσμα να 
δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Στη συνέχεια προσπάθησα να μιλήσω με τον μαθητή 
που δήλωσε το συμβάν. Και ο μαθητής μου είπε ότι δεν κατάλαβε πώς ακούστηκαν 
αυτά τα πράγματα ούτε πώς ξεκίνησε αυτή η παρεξήγηση, όπως την ονόμασε. 
Ακολούθως μίλησα με τον βοηθό, ο οποίος μου είπε ότι τον κατηγόρησαν, γιατί 
κάποιοι θέλουν να διαβάλουν το σχολείο. Ο εν λόγω μαθητής δεν έχει καμία εμφανή 
σωματική βλάβη.
Από συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα στο σχολείο είχα αντιληφθεί ότι ο 
μαθητής αυτός ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητός από τα κορίτσια της τάξης του. Το 
γεγονός αυτό είχε σχολιαστεί έντονα στην αίθουσα των καθηγητών και μάλιστα μια 
συνάδελφος είπε ενοχλημένη: «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε να γαμπρίζει και αυτά 
είναι απαράδεκτα πράγματα». Επίσης ο διευθυντής σε ανύποπτο χρόνο μου είχε πει 
ότι κάποιοι γονείς έχουν ενοχληθεί που ο μαθητής αυτός, όπως και κάποιοι άλλοι, 
που δεν έχουν καμία εμφανή κινητική και νοητική βλάβη, είναι στο σχολείο, και η 
παρουσία των μαθητών αυτών αποτελεί σημείο τριβής και σχολίων. Χαρακτηριστικά ο 
διευθυντής μου είπε: «Ζηλεύουν μερικοί τα παιδιά αυτά». Ένας διαχωρισμός του 
μαθητή, που βασίζεται όχι μόνο στο ότι δεν έχει καμία εμφανή βλάβη, αλλά κυρίως 
στις αντιλήψεις που επικρατούν για το ότι ένα μη ανάπηρο σώμα είναι 
δικαιολογημένα επιθυμητό (αν και κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό, όπως 
εκφράστηκε από τη συνάδελφο) από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας που δεν έχουν 
την ίδια σωματική διάπλαση και επομένως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο 
σεξουαλικής παρενόχλησης.
Το παραπάνω συμβάν αποτελεί ένα παράδειγμα που βρίσκει την ερμηνεία του στις 
θεωρητικές αναζητήσεις της φεμινιστικής κριτικής. Η προσέγγιση της Butler δεν 
έχει σαν στόχο την ανάλυση της αναπηρίας αλλά την ανάπτυξη μιας κριτικής 
απέναντι στα «βεβαιωμένα κανονιστικά σχήματα του φύλου» (certain highly 
gendered regulatory schemes, Butler, 1997:ix). Στην κριτική αυτή στόχος είναι 
οι ομοιογενείς εννοιολογικές κατηγορίες των «ικανών» σωμάτων, που είναι 
σταθερά, περπατούν, βλέπουν, δίνουν ζωή και είναι ορατά. Η κριτική της Butler 
διαπερνά αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από μια ματιά, όπου το σώμα σε καμία 
περίπτωση δεν αποτελεί ενιαία κοινωνική και πολιτισμική αφετηρία και κατάληξη, 
αλλά προσδιορίζεται από μια ασυνεχή, διασπαρμένη και πολλές φορές άγνωστη και 
κρυφή ετερότητα, που δεν συνομιλεί πάντα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες και 
αντιλήψεις περί σώματος που επικρατούν στη δυτική κοινωνία.
Στη φεμινιστική κριτική εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι διαχωρίζονται οι έννοιες 
του φύλου και της αναπηρίας. Ωστόσο, σε μια προσεκτικότερη ματιά, τόσο στο έργο 
της Butler όσο και στο έργο της Thomson, οι δύο αυτές αναλυτικές κατηγορίες 
διαπλέκονται για να δημιουργήσουν ένα εξηγητικό μοντέλο των διαφοροποιημένων 
σωμάτων (Butler 1997) και της σύνδεσης των κυρίαρχων αντιλήψεων για το φύλο με 
αυτές για την αναπηρία (Thomson 1997), οδηγώντας την τελευταία να επισημάνει 
ειρωνικά την κυριαρχία της αριστοτέλειας ρήσης ότι «μια γυναίκα είναι ένας 
δύσμορφος άντρας» (1997:20).
Το σώμα μας, όπως σημειώνει ο Michel Foucault, προσδιορίζεται με βάση τις 
περιρρέουσες αντιλήψεις περί σώματος στο πλαίσιο της κοινότητας στην οποία ζει 
το κάθε άτομο (βλ. Athanassiou 2006: 232). Οι διαφορετικοί «άλλοι», όπως 
ορίζονται κάθε φορά σε σχέση με την εθνοτική, φυλετική και σεξουαλική 
διαφοροποίηση τους, τοποθετούνται συχνά εκτός της κατηγορίας που αποκαλούμε 
«άνθρωπος». Οι διαφορετικοί «άλλοι» αποκτούν περιφερειακό λόγο περί εθνικής 
ταυτότητας σαν ξένα σώματα, «ανίκανα» να παίξουν ένα ρόλο ζωτικής σημασίας για 
θέματα που απασχολούν το έθνος, όπως είναι το ζήτημα της υπογεννητικότητας και 
το δημογραφικό πρόβλημα (Athanassiou 2006:239).
Ενώ οι ενδιαφέρουσες αυτές προσεγγίσεις εξηγούν την καταπίεση που υφίστανται τα 
διαφοροποιημένα σώματα, από την άλλη πλευρά το ανάπηρο σώμα φαντάζει σαν μια 
παγωμένη και θολή εικόνα που δεν καταφέρνει να συνομιλήσει όντας σιωπηλό. Οι εν 
λόγω αναλύσεις δεν βοηθούν στο να διατυπωθεί ένας ολοκληρωμένος λόγος περί 
αναπηρίας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η επικέντρωση στο σώμα μπορεί να εγκλωβίσει 
τη θεωρητική ανάλυση της αναπηρίας. Κατά την άποψή μου, πρέπει να 
συμπεριληφθούν περισσότερες παράμετροι. Οι εδραιωμένες αντιλήψεις για τη δύναμη 
της ιατρικής γνώσης στη σημερινή εποχή (διάγνωση), οι οικονομικοπολιτικές 
επιλογές και πολιτισμικές πρακτικές του εκπαιδευτικού συστήματος και κυρίως τα 
φυσικά εμπόδια που συναντούν τα ανάπηρα άτομα αποτελούν πολύ σημαντικές 
παραμέτρους. Το σώμα ή το φύλο ως αφορμές ερμηνείας και κριτικής συγκροτούν 
τμηματικές, στατικές και κυρίως εσωστρεφείς εννοιολογικές κατηγορίες ενός 
κατακερματισμένου κόσμου και όχι ολοκληρωμένες εξηγήσεις της κοινωνικής 
μεταβολής.
Όπως ακριβώς, σημειώνει η Νάντια Σερεμετάκη, οι αντιλήψεις περί σώματος στη 
σύγχρονη Ελλάδα επηρεάζονται από τις γενικότερες οικονομικές και πολιτισμικές 
συνθήκες που επιβάλλουν μετασχηματισμούς στο εννοιολογικό περιεχόμενο του 
σώματος (Seremetakis 2001:115), έτσι και η ειδική εκπαίδευση, που βασίζεται 
στον έλεγχο των διαφοροποιημένων σωμάτων, δεν μπορεί να εξεταστεί με βάση 
στατικές ερμηνείες περί ανάπηρου σώματος αλλά μέσα σε ένα μεταβαλλόμενο 
περιβάλλον, που δημιουργεί συνεχείς αλλαγές των εκπαιδευτικών πρακτικών. Έτσι 
τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα συζητούμε ολοένα και περισσότερο για θέματα δια 
βίου εκπαίδευσης και ευέλικτα σχολικά προγράμματα, προσαρμοσμένα στις ανάγκες 
των ίδιων των «δια βίου εκπαιδευόμενων». Η Νάντια Σερεμετάκη ξεκινώντας από τις 
ερμηνευτικές διαστάσεις του σώματος καταλήγει να αποδεχτεί ότι ο νέος 
καπιταλισμός είναι ένα «σώμα». Μετατοπίζεται έτσι το κέντρο βάρους των 
ερμηνειών περί σώματος σε οικονομικο-πολιτικές πρακτικές ενός παγκόσμιου πλέον 
μεταβαλλόμενου κόσμου. Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον χωροχρόνο με την έκρηξη 
της τεχνολογίας και τις καινοτομίες στον τομέα των μεταμοσχεύσεων ανθρώπινων 
οργάνων δημιουργούν καινούργια δεδομένα για το σώμα, που το συνδέουν με το λόγο 
περί τεχνολογίας (Seremetakis 2001:119, βλ. επίσης Παπαγαρουφάλη 2002). Η 
Νάντια Σερεμετάκη εξηγεί την επίδραση της ιατρικοποίησης της καθημερινής ζωής, 
όπως έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Το σώμα ολοένα και 
περισσότερο ερμηνεύεται (στα ΜΜΕ, στον καθημερινό λόγο και στην Τέχνη) με 
ιατρικούς όρους και τονίζονται οι δυσλειτουργίες του σώματος ως αποτέλεσμα 
βιολογικών ανωμαλιών σαν μια γραμματική της κοινωνικής αντιπροσώπευσης και της 
ατομικής ταυτότητας. Διαμορφώνεται δηλαδή μια «πιστευτή» αντιπροσώπευση της 
ατομικής ταυτότητας με κύριο συστατικό στοιχείο την ιατρική διάγνωση 
(Seremetakis 2001:117, βλ. επίσης κεφάλαια 1 και 4 της εθνογραφίας).
Με παρόμοιο τρόπο, όπως η φεμινιστική κριτική επικεντρώθηκε στο φύλο και στις 
πολιτισμικές ερμηνείες του σώματος, έτσι και η κοινωνική ανθρωπολογία στο 
ζήτημα της αναπηρίας σε μεγάλο βαθμό επικεντρώθηκε στη μελέτη της βλάβης, χωρίς 
να καταφέρνει πάντα να συνδέσει τις πολιτισμικές σημασίες της βλάβης με 
ευρύτερες πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές κατηγορίες που 
επηρεάζουν την αναπηρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων ανθρωπολογικών 
μελετών είναι οι έρευνες του David Goode (1980a, 1980b) και του John Joseph 
Gleason (1989, 1994). Και οι δύο ανθρωπολόγοι μελέτησαν άτομα με σοβαρές βλάβες 
(νοητικές και πολλαπλές αισθητηριακές βλάβες). Η μεθοδολογική προσέγγιση, 
βασισμένη στη συμμετοχική παρατήρηση, ανέδειξε μεν επικοινωνιακές τεχνικές, 
ωστόσο οι τεχνικές παραγωγής εθνογραφικών δεδομένων -οι οποίες εκπλήσσουν για 
την ευρηματικότητά τους- δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν τα όρια της βλάβης αλλά 
παραμένουν στην εξέταση του ανάπηρου άλλου χωρίς να τον εντάσσουν στο ευρύτερο 
κοινωνικό-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο υπάρχουν τα ανάπηρα άτομα. Η 
επικέντρωση της κοινωνικής ανθρωπολογίας στην ερμηνεία των συμβολισμών της 
βλάβης σε αρκετές περιπτώσεις δίνει την αίσθηση ότι οι ανθρωπολόγοι αρκούνται 
στο να αναλύουν σχεδόν με ναρκισσιστικό τρόπο την αποτελεσματικότητα της 
συμμετοχικής παρατήρησης, που καταφέρνει ως μέθοδος να
ανακαλύπτει δύσκολους επικοινωνιακά κόσμους, όπως των ατόμων με πολλαπλές 
βλάβες.
Η δυαδική σχέση βλάβης και αναπηρίας αποτέλεσε ένα περιφερειακό ζήτημα της 
ανθρωπολογίας της υγείας και, όπως επισήμαναν οι Ingstand και Whyte, οι 
περισσότερες ανθρωπολογικές μελέτες ασχολήθηκαν με θέματα θεραπείας (1995:4). 
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι ανθρωπολογικές έρευνες της Αμερικανίδας Joan Ablon για 
τους νάνους στις ΗΠΑ, η οποία επικεντρώθηκε στους μηχανισμούς εξοστρακισμού και 
στιγματισμού τους που διαμορφώνουν την κοινωνική τους ταυτότητα και την 
αυτοεικόνα τους (Ablon 1992:10). Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο των ανθρωπολογικών 
ερευνών της ήταν η επιθυμία της να συνδέσει την ερμηνεία των όσων παρατηρεί με 
την πράξη της επιτόπιας έρευνας προς όφελος των ανάπηρων ατόμων, μια προσέγγιση 
που επηρεάστηκε από τη θητεία της στο πανεπιστήμιο του Σικάγο (ανθρωπολογία της 
δράσης, Ablon 1994:195). Στην παρουσίαση του έργου της Joan Ablon στο άρθρο των 
μαθητών της στο πανεπιστήμιο του Berkeley, Russel Shuttleworth και Devva 
Kasnitz (2004), αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η Abkon χρησιμοποίησε τη δική της 
φωνή ως γέφυρα έκφρασης των όσων οι πληροφορητές της αναφέρουν, δημοσιεύοντας 
άρθρα σε περιοδικά επαγγελματιών της αναπηρίας (Ablon 2002 στο Shuttleworth & 
Kasnitz 2004 145, Ablon 1992:11).
Το έργο του Erving Goffman (1963) επηρέασε τις θεωρητικές αναζητήσεις της 
Ablon. Ο Goffman όρισε το στίγμα ως μια κρυφή, μη επιθυμητή διαφορετικότητα που 
δημιουργείται από τις συμβολικές και κοινωνικές απεικονίσεις των σχέσεων που 
αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κοινότητας. Η σκέψη του επηρέασε αρκετούς 
ανθρωπολόγους που ασχολήθηκαν με την αναπηρία (για παράδειγμα Ablon 1981, 1984, 
1999, Becker 1980, Edgerton 1993, Herskovits and Mitteness 1994, Predaswat 
1992). Η οπτική αυτή δέχτηκε κριτική στο ότι δεν δίνει στοιχεία για το ζήτημα 
της ενδυνάμωσης και των πολιτικών δικαιωμάτων αλλά παραμένει μια στατική 
ερμηνεία της αναπηρίας (Anspach 1979, Frank 1988, Hahn 1985).
Παρατηρούμε ότι η αμερικανική σχολή είναι περισσότερο προσανατολισμένη στο 
επίπεδο της ερμηνείας των συμβόλων, έχοντας μερικώς ενσωματώσει ερμηνείες των 
πρακτικών της αναπηρίας στο έργο της Ablon. Οι βρετανοί μελετητές της αναπηρίας 
άσκησαν κριτική στο έργο του Goffman, υποστηρίζοντας ότι η έμφασή του στο 
ζήτημα της κοινωνικής διαντίδρασης δεν φέρνει στο φως τις επιρροές της δομής 
(Barnes, Mercer, Shakespeare 1999). Εντούτοις η επικέντρωση της αμερικανικής 
σχολής (συμπεριλαμβανομένης και της φεμινιστικής κριτικής) στις συμβολικές 
αναπαραστάσεις της βλάβης ως εξηγητικό μοντέλο των κοινωνικών διεργασιών 
στιγματισμού των ανάπηρων ατόμων δίνει τη δυνατότητα κατανόησης των 
διαφορετικών αντιλήψεων που υπάρχουν σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα 
όσον αφορά τις ίδιες βλάβες. Ο τρόπος δηλαδή που κάθε πολιτισμός ερμηνεύει τη 
βλάβη φαίνεται ότι είναι διαφορετικός (Shuttleworth & Kasnitz 2004:147). 
Επίσης, οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις φαίνεται ότι επηρεάζουν την κοινωνική 
φαντασία και δημιουργούν διαφορετικά κάθε φορά μοντέλα εξήγησης των συνθηκών 
της βλάβης.
Από την άλλη πλευρά η βρετανική κοινωνική θεωρία των σπουδών της αναπηρίας 
δίνει έμφαση στη δομή και πώς αυτή φανερώνεται στις εμπειρίες. Η διάκριση 
αναπηρίας και βλάβης βασίζεται σε δύο διαφορετικές έννοιες που αποτυπώνουν δύο 
διαφορετικά μοντέλα κοινωνικής δομής, δηλαδή του Ιατρικού και του Κοινωνικού 
μοντέλου της αναπηρίας (Filkestein 1980, Oliver 1990). Η κριτική που ασκήθηκε 
από ανθρωπολόγους στη βρετανική σχολή αναφέρει ότι ακολουθεί μια γραμμική 
ιστορική εξέλιξη, από το ιατρικό στο κοινωνικό μοντέλο, και επιλεκτικά δείχνει 
τη συμπόρευση αυτών των μοντέλων στον δυτικό κόσμο. Επίσης αναφέρθηκε όμως ότι 
δεν βοηθά αυτού του τύπου η κατηγοριοποίηση στην εξήγηση διαφορετικών 
πολιτισμών που δεν ταυτίστηκαν με αυτά τα δύο μοντέλα (Shuttleworth & Kasnitz 
2004). Ωστόσο στην κριτική αυτή δεν γίνεται σαφές αν υπάρχουν άλλου τύπου 
κατηγοριοποιήσεις που να απομακρύνονται από την έννοια της βλάβης ως βιολογικά 
καθορισμένης έννοιας, ακόμη και αν προσφέρονται στοιχεία από διαφορετικούς 
πολιτισμούς. Αυτή η αδυναμία του αμερικανικού πολιτισμικού σχετικισμού δεν τον 
βοηθά να καταλήξει σε ολοκληρωμένα συμπεράσματα, παρόλο που προσφέρει έναν 
πλούτο εθνογραφικών δεδομένων για το νοηματικό περιεχόμενο της αναπηρίας. Δεν 
καταφέρνει να μεταφράσει αυτές τις διαφορετικές έννοιες και να δώσει μια δομική 
εξήγηση όπως έγινε στην περίπτωση του στρουκτουραλισμού με τον Levi-Strauss. 
Ενώ αποδόθηκε η γραμματική της αναπηρίας, δεν αποδόθηκε το συντακτικό της.
Στην Ελλάδα η βλάβη και η αναπηρία είναι ταυτόσημες έννοιες, και για το λόγο 
αυτόν η διάκριση της βρετανικής σχολής διατηρείται στην ανθρωπολογική αυτή 
μελέτη ως θεωρητική κατασκευή που βοηθά στον εντοπισμό των ιδιαιτεροτήτων της 
εμπειρίας της αναπηρίας. Δεν αποτελεί δηλαδή η διάκριση αυτή κατάληξη των 
συμπερασμάτων της έρευνας αλλά αφετηρία του θεωρητικού προβληματισμού για την 
αναζήτηση συμπληρωματικών στοιχείων της εμπειρίας της αναπηρίας στην Ελλάδα 
(βλ. επίσης σημείωση 1).
Μεταγενέστερες μελέτες επιχειρούν, παρ' όλες τις δυσκολίες στο ζήτημα των 
εννοιολογήσεων, μια εκ νέου προσπάθεια σύνθεσης όψεων της αναπηρίας (όπως για 
παράδειγμα στίγμα, αισθητική της αναπηρίας, οργάνωση ομάδων αυτοσυνηγορίας και 
ιστορικο-πολιτισμικές διαστάσεις) ως αποτέλεσμα πρακτικών και κωδίκων 
επικοινωνίας και όχι ως κατηγοριοποίηση συμβόλων όπου συμπυκνώνονται στα 
πολιτισμικά συμφραζόμενα (Ablon 2002, Littlewood 2005, Klotz 2001, Silvers 
2002, Corker 1998, 2001, Goodley 2000, Peters et al 2009). Η Anita Silvers 
(ό.π.) εξετάζει τη βλάβη ως μιμητική πράξη και η Mairian Corker (2001) αναλύει 
τα επικοινωνιακά χάσματα μεταξύ ανάπηρων και μη ανάπηρων ατόμων, δείχνοντας την 
κυριαρχία των στερεοτύπων επικοινωνίας. Οι ενσυναισθητικές διαδικασίες, είτε ως 
μιμήσεις είτε ως ερμηνείες των αισθήσεων και των συναισθημάτων, φωτίζουν τις 
πρακτικές/διαδικασίες που δίνουν νοηματικό περιεχόμενο στην οντολογική διάκριση 
μεταξύ βλάβης και αναπηρίας. Έτσι οι όροι ανάλυσης αντιστρέφονται και το 
ζητούμενο δεν είναι πλέον τα διαφορετικά κάθε φορά πολιτισμικά περιεχόμενα της 
βλάβης και της αναπηρίας, αλλά οι πρακτικές περί την αναπηρία (φροντίδα, 
εγκατάλειψη, ακτιβισμός, αυτόνομη διαβίωση, ενσυναίσθηση). Ο ανθρωπολόγος δεν 
ενδιαφέρεται να εξηγήσει τι είναι νοητική βλάβη αλλά τι κρύβει η ηγεμονία της 
εθνογραφικής μεθόδου απέναντι στα άτομα με νοητική βλάβη (Littlewood 2005, 
Klotz 2001), προσαρμόζοντας τη συμμετοχή/εμπλοκή του ανθρωπολογικού λόγου στο 
κλίμα που επικρατεί στο πεδίο της έρευνας (Goodley 1999).
Στην παρούσα εθνογραφική μελέτη λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπάνω στοιχεία κι 
επιπλέον δίνεται έμφαση στις εντάσεις που προκύπτουν στις εργασιακές σχέσεις 
των επαγγελματιών της αναπηρίας (κεφάλαιο 4), στις σχέσεις των μαθητών μεταξύ 
τους και με τους επαγγελματίες (κεφάλαιο 5 και 7) και στις σχέσεις του σχολείου 
με την κοινότητα (κεφάλαιο 6). Οι εντάσεις αυτές διαμορφώνουν ένα κλίμα ατελών 
ενσυναισθητικών διαδικασιών, η αποτύπωση των οποίων λειτουργεί απελευθερωτικά 
στον αντίποδα των στατικών ερμηνειών της διάγνωσης προς μια κριτική των 
εκπαιδευτικών πρακτικών στον τομέα της ειδικής εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τον Michael Oliver: «δεν αρκεί να προσφέρουμε πιστευτές διηγήσεις 
και εμπειρίες ανάπηρων ατόμων» (1999: 186). Η άποψη αυτή σχετίζεται άμεσα με 
την πεποίθησή του ότι η έρευνα της αναπηρίας οφείλει να οδηγηθεί πέρα από τις 
ατομικές εμπειρίες και να αποτυπώσει τη συλλογική εμπειρία. Η θέση του ανάπηρου 
ατόμου σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή αξιολογείται με βάση τις σχέσεις δύναμης 
και εξουσίας της ευρύτερης κοινωνικής δομής. Δομή και εμπειρία/ες διαπλέκονται 
και καταγράφονται οι σχέσεις που αναπτύσσουν τα άτομα στο πλαίσιο των 
οργανισμών μέσα στους οποίους δραστηριοποιούνται (εκπαιδευτικό σύστημα, ειδικό 
σχολείο, οικογένεια, επαγγελματίες της ειδικής αγωγής). Ο Oliver (ό.π.) 
προτείνει μια πολυεπίπεδη μεταδομιστική προσέγγιση που ενσωματώνει την εμπειρία 
και τη διαπλέκει με τις υφιστάμενες πολιτισμικές πρακτικές, προωθώντας 
ταυτόχρονα μια πολυμετωπική αντεπίθεση των διαφοροποιημένων φωνών απέναντι σε 
ένα καταπιεστικό κοινωνικό σύστημα. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονται οι 
συνδέσεις της εμπειρίας με το πρότυπο της κοινωνικής αλλαγής. Η έρευνα για την 
αναπηρία αποκτάει έτσι υλιστικό περιεχόμενο, που υποβοηθά τη σύγκρουση με 
μηχανισμούς οι οποίοι καθηλώνουν τα ανάπηρα άτομα σε κλειστά και περιχαρακωμένα 
περιβάλλοντα. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργούνται προϋποθέσεις ανάλυσης για τη 
μετά και πέρα από τη βλάβη εμπειρία της αναπηρίας.




 
















 Κοινοποιήστε το στο Facebook  twitter  



Εκτύπωση   
 
 
Αποστολή με e-mail   
 
 
Αποθήκευση   
 
 




Προηγούμενη σελίδα    Αρχή Σελίδας    



Υποκατηγορίες  
  
Από την ιστορία τής τυφλότητας και της αναπηρίας 
 
Πολιτιστικά δρώμενα 
 
Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας 
 
Διάσημοι τυφλοί 

Έργα συναδέλφων 
 
Έργα καλλιτεχνών συναδέλφων 
 
Δείτε εδώ 
 
Ψυχαγωγία-Ενημέρωση 



Μενού  



Αρχική  / 
  
Ε.Ο.Τ. /  
 
Επικαιρότητα  /  
 
Νομοθεσία /  
 
Θέματα τυφλότητας /  

Πολιτισμός /  
 
Αθλητισμός  /  
 
Επικοινωνία /  




Valid HTML 4.01 Transitional Valid CSS!   Το www.eoty.gr λειτουργεί μέσα απο 
την προσβάσιμη πλατφόρμα του  
 Συλλόγου Τεχνολογικής Ανάπτυξης Τυφλών    Di-net 1,56 
created by Thanasis Ilias 
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση