Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
3 Votes


Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την 
πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, θα 
ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για σήμερα 
διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της πυρκαγιάς της 
Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο Ισίδωρος Ζουργός 
στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«.

Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός πανέξυπνου 
Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που σημαδεύεται πολύ νέος 
από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον βρίσκει να έχει μια 
υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του 
ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό 
ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός 
Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.

Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. 
Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.

Γέεννα

Κυριακή 7 Αυγούστου 1917

Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη άλλη 
φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια 
καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του 
ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι κι 
αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ού­τε καν να 
τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Άλλωστε 
ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;

«Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα απ' 
τους καπνούς και το ξενύχτι.

«Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»

Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν «Καλησπέρα» 
τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι του καθώς 
περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια γρήγορη ματιά για 
να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος και δεν τον είχε 
μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι κατάπινε έναν έναν τους 
δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με 
τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το 
πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε 
ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού που έβλε­πε προς τη Δύση και το 
Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά.

Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και χτύπησε 
το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η υπηρέτρια, γιατί 
ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική εθιμο­τυπία.

«Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον 
καλησπερίσει.

«Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο.

«Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του πεις, 
με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».

Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του.

«Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το δικαίωμα.»

Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.

«Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση».

Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. 
Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' αφήνει 
πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει είδε 
το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της ακουγόταν 
καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα με λαντίνο. 
Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται πίσω από 
μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.)



Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο.

«Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβα­λάω όλη την κάπνα της 
πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύ­ψει από τις λέξεις του μια επίγευση 
ειρωνείας.

Ο Αλπερέν μπέης τού έδειξε βουβά την πολυθρόνα απέ­ναντι του, όπου ήταν και η 
συνηθισμένη του θέση. Η Μίρζα πήρε ένα σκαμπό από τη γωνία με την ανθοστήλη και 
το έβα­λε δίπλα στο γραφείο του πατέρα της.

«Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε μόλις κράτησε τη βεντάλια στα χέρια της.

Εκείνος σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι αρνήθηκε αποκαλύ­πτοντας ένα μέρος του λαιμού 
του γεμάτο καρβουνόσκονη και ιδρώτα που είχε στεγνώσει πάνω του. Απέναντι του ο 
Αλπερέν μπέης δεν έδειχνε και πολύ καλύτερός του. Δε φο­ρούσε γραβάτα ούτε 
σακάκι και το πουκάμισό του ήταν ανοι­χτό ως την αρχή της κοιλιάς. Απ' το 
στήθος ξεχώριζαν πυ­κνές άσπρες τρίχες και το λευκό μεταξωτό ύφασμα το 
στιγ­μάτιζαν λεκέδες από καφέ και τσάι. Η Μίρζα συνέχιζε να κουνάει νευρικά τη 
βεντάλια της. Ήταν αυτή που έσπασε τη σιωπή ανάμεσά τους:

«Τέτοια ζέστη δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου! Η φωτιά κά­τω στην πόλη έχει 
μετατρέψει σε φούρνο όλη τη συνοικία των Εξοχών!»

«0 πραγματικός φούρνος είναι εκεί κάτω, δεσποινίς Μίρζα, στο Κονάκι, στη 
Βενιζέλου, στην Πλατεία Ελευθερίας, στον φραγκομαχαλά, στις εβραϊκές γειτονιές.»

Έφτιαξε τα μαλλιά της με μια νευρική κίνηση και ξέσφιξε το κολάρο γύρω από τον 
λαιμό, που ήταν προέκταση του μαύρου της φορέματος.

«Ακούμε», του είπε, «από χθες χιλιάδες ανθρώπους πά­νω στη λεωφόρο, σειρήνες 
των συμμάχων, φορτηγά, αραμπά­δες.»

«Είμαι έτοιμος ν' ακούσω», τη διέκοψε ο μπέης, «τον απο­λογισμό της δικιάς μου 
καταστροφής».

«Θα μου επιτρέψετε, αξιότιμε, να ξεκινήσω πρώτα από τη δική μου καταστροφή. Από 
χθες το βράδυ δεν έχω σπίτι, για­τί η κάμαρη που νοίκιαζα στη Χαλκέων κάηκε 
μαζί με όλα μου τα ρούχα, τα χρήματα και τη μοναδική φωτογραφία της μάνας μου. 
Δεν έχω πρακτορείο διανομής, καθώς καρβούνια­σε όλο εκείνο το τετράγωνο, δεν 
έχω ούτε λεφτά γιατί η Εθνι­κή Τράπεζα κάηκε κι αυτή, και παραλίγο να μην έχει 
κι ο πα­τέρας μου τάφο! Ευτυχώς η φωτιά δεν έφτασε ως τα μνήμα­τα της 
Ευαγγελίστριας να γίνουν τα κυπαρίσσια της δαδιά και κάρβουνα».

Έγινε σιωπή. Ακουγόταν μόνο η καρδερίνα τους κάτι να ψελλίζει μέσα απ' το 
κλουβί της, που κρεμόταν έξω απ' το σκιερό παράθυρο του γραφείου.

«Λυπάμαι, Λευτέρη», του είπε ο Αλπερέν μπέης, «είμα­στε συντετριμμένοι 
πραγματικά, πίστεψέ με.»

«Το παρακλάδι της οικογένειας Ιπεκτσί, εσείς δηλαδή, απ' ό,τι μπόρεσα να δω μες 
στην κόλαση, έχασε τα τρία της κα­ταστήματα στη Μιδάτ πασά, τις αποθήκες της 
πίσω απ' την Οθωμανική Τράπεζα και όλον τον όροφο με τα γραφεία πί­σω απ' το 
Splendid. Αν πάρετε τώρα μια βάρκα και πάτε προς το Λιμάνι, μπορείτε να δείτε 
ολόκληρο το μεγαλοπρεπές ξε­νοδοχείο Splendid Palace να καίγεται σαν λαμπάδα, 
το ίδιο και τον κινηματογράφο Pathe δίπλα του».

«Έχει νεκρούς;» ρώτησε η Μίρζα.

«Μέχρι στιγμής, όπως ακούγεται, κάτι Γάλλους στρατιώ­τες, που θα τους έστειλε ο 
Σαράιγ σαν να ήταν οι φλόγες κα­νένα ύψωμα που το κρατούσαν οι Γερμανοί κι 
έπρεπε να το καταλάβουν».

«Πώς ήρθες;»

«Με τα πόδια, πώς αλλιώς; Τα πιο πολλά βαγόνια είναι καμένα, άμαξες και άλογα 
δεν μπορούν να πλησιάσουν για­τί θα πνιγούν απ' τους καπνούς. Τα φορτηγά των 
συμμάχων από σήμερα το πρωί κουβαλάνε κόσμο συνέχεια, οικογένειες ολόκληρες 
μόνο με τα νυχτικά τους και μια κουβέρτα στο χέ­ρι. Τους αφήνουν στο Πεδίο του 
Άρεως κι επιστρέφουν για να ξαναφορτώσουν. Στους δρόμους όμως το οδήγημα, 
εξαιτίας του πλήθους και των ερειπίων, είναι δύσκολο. Όσοι εί­χαν βάρκες και 
καΐκια, ξανοίχτηκαν στη θάλασσα για να σω­θούν και ν' αναπνεύσουν.»

«Θεέ μου, γιατί μας καταράστηκες;» ψιθύρισε η Μίρζα αναπνέοντας δύσκολα, λες κι 
είχε φτάσει η φωτιά μες στο σπίτι τους κι είχε λιγοστέψει ο αέρας.

«Ακούγονται και τέτοια, είναι η αλήθεια».

«Δηλαδή;» τον ρώτησε η Μίρζα.

«Ότι η φωτιά είναι η θεϊκή τιμωρία γι' αυτούς που έκα­ναν μαύρη αγορά και 
πλούτιζαν στην πλάτη του κοσμάκη. Ειλικρινά σάς το λέω, μέσ' απ' τα ερείπια 
βλέπεις χρηματο­κιβώτια να έχουν λιώσει απ' τη λάβρα της πυρκαγιάς και να 'χουν 
πάρει αλλόκοτα σχήματα. Αυτά στράβωσαν και δεν ανοίγουν τώρα πια με τίποτα».

«Έχω ανάγκη ν' αναπαυτώ», είπε ο μπέης κι έτριψε τα μάτια του. «Μίρζα, φώναξε 
τον Θόδωρο, σε παρακαλώ, να φτιάξει κάτω το σπιτάκι. Θα φιλοξενήσουμε τον 
Λεύτερη για όσο χρειαστεί. Πες και στην υπηρεσία να βγάλει σεντόνια, πετσέτες, 
δυο πουκάμισα δικά μου, ό,τι χρειάζεται τέλος πά­ντων.»

«Κάτι τελευταίο», ξαναρώτησε η Μίρζα. «Έχει τελειώσει το κακό;»

«Όχι εντελώς, αλλά φαίνεται να ελέγχεται. Το Ιπποδρό­μιο, το Σιντριβάνι, η 
Χαμιδιέ, δε φαίνεται να κινδυνεύουν. Απ' την άλλη, μη νομίζεις, δεν έμειναν και 
πολλά για να καούν. Σώθηκαν πιο πολύ τα πέτρινα κτίρια, όπως τα Λουτρά, το 
Μπεζεστένι, η Αγια-Σοφιά.»

«Ξεκουράσου. Αύριο το πρωί θα κατεβούμε με τον Θόδω­ρο».

«Μπορεί, αξιότιμε, οι χωροφύλακες να μη μας αφήσουν να περάσουμε».

«Αύριο, Λευτέρη, να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του και βλέπουμε.»

Ένιωσε ότι ήθελε να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Θα πήγαινε κάτω στο 
σπιτάκι του θυρωρού, να πλυθεί πρώτα και κάτι να φάει γιατί ήταν θεονήστικος. 
Θα έριχνε και μια ματιά στα τριαντάφυλλά της πριν νυχτώσει. Ήξερε ότι ήταν πάλι 
ένας φτωχός κηπουρός.

Ξύπνησε με το πρώτο φως από έναν ήχο σύμμεικτο - χουχούτισμα των περιστεριών με 
το απαλό ροχαλητό του αμα­ξά. Ανακάθισε στα στρωσίδια που ήταν ριγμένα στο 
πάτω­μα κι έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες. Ήταν στο πρώ­το λεπτό της 
εξορίας του απ' τον ύπνο και προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί πού βρισκόταν και τι 
είχε συμβεί την προηγού­μενη μέρα.

«Η φωτιά», σκέφτηκε αρχικά, «και η φτώχεια που έρχε­ται», συμπλήρωσε.

Άκουσε τις σούστες απ' το ντιβάνι δίπλα του να τρίζουν.

0 Θόδωρος άλλαξε πλευρό και μια μύγα ήρθε και κάθισε στο μεγάλο δάχτυλο του 
ποδιού του. Έξω απ' το ανοιχτό πα­ράθυρο τα πουλιά της έπαυλης γιόρταζαν την 
καινούρια μέ­ρα πάνω στα πεύκα.

Στάθηκε μπροστά στο τραπέζι και γέμισε έναν μαστραπά νερό απ' το γκιούμι. Ήταν 
δροσερό αλλά μύριζε γαλατίλα. 0 Θόδωρος φαίνεται ότι με το γκιούμι του νερού 
έφερνε και το γάλα στο μαγειρείο της βίλας.

Βγήκε έξω στον κήπο· τα πεύκα ασάλευτα, η πρωινή ώρα της άπνοιας. Στον ξύλινο 
περιστερώνα με την κόκκινη σκε­πή τα περιστέρια της βίλας φούσκωναν και 
χουχούτιζαν. 0 αέρας μύριζε ρετσίνι και καμένο που ερχόταν από μακριά. Μια 
μέλισσα ζουζούνισε για λίγο ενοχλητικά στο αυτί του κι ύστερα τον παράτησε.

Αφού πλύθηκε και χτενίστηκε, βάλθηκε να καρφώσει το βγαλμένο τακούνι που το 
κουβαλούσε από τα χτες στην τσέ­πη. Χτύπησε δυο καρφιά ακουμπώντας το παπούτσι 
στον νε­ροχύτη του χαλέ, που ήταν δίπλα στο σπιτάκι. Μαζί με το κάρφωμα, 
ακουγόταν ο ήχος της πρωινής κίνησης απ' τον δρόμο.

Διέσχισε την αυλή, βγήκε στη λεωφόρο και στάθηκε για λίγο στην πόρτα μέχρι να 
συνηθίσει την παραζάλη της κυ­κλοφορίας. Παρότι ήταν ακόμη πολύ πρωί, η κίνηση 
ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τα συμμαχικά φορτηγά σε κομβόι κατευθύνονταν προς το 
Κέντρο. Απ' την αντίθετη πλευρά έρ­χονταν κάρα, μουλάρια κι άλογα φορτωμένα, 
χειράμαξες, ποδήλατα. Έβλεπες γυναικόπαιδα σκαρφαλωμένα πάνω σε μπόγους από 
ρούχα και κουβέρτες. Σ' ένα κάρο, στην κορυ­φή της στοίβας, μια κοπέλα έσφιγγε 
στην αγκαλιά τη ραπτο­μηχανή της. Άλλος είχε ξηλώσει ένα φύλλο της ντουλάπας 
του, αυτό με τον καθρέφτη? το 'χε κάτω απ' τη μασχάλη και το προστάτευε σαν να 
'ταν πίνακας αξίας. Μια λεχώνα πά­νω σ' ένα καρότσι που το 'σερνε ένας 
μεσόκοπος άντρας θή­λαζε κοιτάζοντας γύρω της βουβά τους πύργους και τους 
εξώστες της πλούσιας συνοικίας.

Όσοι πυροπαθείς είχαν κάποιον συγγενή στα ανατολικά, στις Εξοχές, στην 
Καλαμαριά, στους Καπουτζήδες, στο Σέδες, είχαν φύγει απ' το Πεδίο του Άρεως και 
είχαν πάρει τη μεγάλη λεωφόρο. Οι πιο πολλοί ήταν Εβραίοι, γιατί η φωτιά είχε 
προτιμήσει τις δικές τους γειτονιές.

«Ο μπέης είπε ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε», ακούστηκε πίσω του μια φωνή.

Ήταν ο Θόδωρος, που αγουροξυπνημένος τού έκανε νόη­μα. Ο Λευτέρης αποφάσισε να 
σταθεί εκεί και να τους περι­μένει, πρώτα όμως έπρεπε να ανοίξει διάπλατα την 
καγκελόπορτα για να περάσει η άμαξα. Σε λίγο το λαντό πέρασε την ανοιχτή 
καγκελόπορτα και στάθηκε στον δρόμο. Το ζε­μένο άλογο κάθε τόσο φρούμαζε 
ανήσυχο. Ήταν μάλλον απ' τη μυρωδιά που ερχόταν από την καμένη πόλη που 
ενεργο­ποιούσε στον νου του έναν αρχέγονο συναγερμό, αυτόν που έχουν όλα τα 
ζωντανά πλάσματα μπροστά στον τρόμο της φωτιάς.

«Ίσως θα χρειαστεί ν' αφήσουμε την άμαξα πολύ νωρίτε­ρα, αξιότιμε», παρατήρησε 
ο Λευτέρης.

«Όσο μας πάει, ύστερα θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Θα καθίσει ο Θόδωρος να το 
φυλάει και να μας περιμένει».

«Να πάρουμε μαζί μας βρεγμένα πανιά. Αν τυχόν υπάρ­χει ακόμα φωτιά και 
πλησιάσουμε, θα μας χρειαστούν».

0 μπέης διέταξε με τα μάτια τον Θόδωρο, κι εκείνος έφυ­γε προς το σπίτι για να 
τα φέρει.

«Αξιότιμε, με όλο το θάρρος, ίσως είστε πολύ επίσημα ντυμένος για κει που πάμε».

0 Αλπερέν μπέης ήταν καθισμένος με όρθια την πλάτη στη ράχη του καθίσματος. Οι 
παλάμες του, η μια πάνω στην άλλη, σκέπαζαν την κοκάλινη λαβή του μπαστουνιού 
του, που το είχε όρθιο ανάμεσα στα πόδια. Φορούσε μπεζ κουστούμι, άσπρο 
πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Το κεφάλι του σκέ­παζε ένα καινούριο καπέλο, 
γνήσιο παναμά, που του σκίαζε τα δασιά άσπρα φρύδια. Τα παπούτσια του ήταν 
δίχρω­μα, καφέ με άσπρο, χειροποίητα, φτιαγμένα από έναν Αρμένη μάστορα γνωστό 
για την τέχνη του.

«Ακόμη και σήμερα είμαι άρχοντας, Λευτέρη», του απά­ντησε χωρίς να τον 
κοιτάζει. «Όταν και αν σταματήσω να εί­μαι, αυτό θα σημαίνει ότι θα έχω 
πεθάνει.»

Πέρασε από μπροστά τους ένας γέρος κουρελής μ' ένα τρύπιο φέσι. Στην πλάτη του 
κουβαλούσε μια κομψή βιεννέ­ζικη καρέκλα. Ήταν φανερό ότι στην πόλη είχαν 
ξεκινήσει οι λεηλασίες.

«Ανέβα, γιε μου», του είπε ο μπέης εξακολουθώντας ακό­μη να κοιτάζει αλλού.

Έβλεπε μπροστά, στη μεγάλη λεωφόρο, καθώς εκείνη μυρ­μήγκιαζε απ' το πλήθος, 
που εξαντλημένο όδευε προς τη βί­λα του Αλλατίνι και πιο πέρα, στα συμμαχικά 
στρατόπεδα. Από χθες ήταν κοινό μυστικό ότι όλοι οι πεινασμένοι της πό­λης 
μπορούσαν να χορτάσουν την πείνα τους μόνο απ' τα χέ­ρια των συμμάχων.

0 Θόδωρος, αφού άφησε στα πόδια τους ένα χοντροϋφασμένο ταγάρι γεμάτο καθαρά 
πανιά, όλα βουτηγμένα σε νε­ρό με ροδέλαιο απ' τα χέρια της Μίρζας, πήρε τη 
θέση του οδηγού και το λαντό άρχισε να τσουλάει αργά στο λιθόστρω­το με 
προσοχή, γιατί το πλήθος που ερχόταν αντίθετα κάθε τόσο τους σταματούσε.

«Διάολε!» φώναξε κάποια στιγμή ο Θόδωρος και τράβη­ξε τα γκέμια. «Την τύχη μου!»

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο μπέης.

«Πρέπει να πηγαίνουμε σαν τις χελώνες, αφέντη, κοίτα τι έρχεται από κάτω!»

Καθώς το τραμ δε λειτουργούσε, το πλήθος καταλάμβα­νε πια όλο το πλάτος της 
λεωφόρου. Δεν ήταν μόνο οι άνθρω­ποι οι αλλόφρονες, οι ξενυχτισμένοι, οι 
κλαμένες μάνες, αλ­λά και ότι πίσω τους ακολουθούσαν ετερόκλητα υπολείμμα­τα 
της παλιάς τους ζωής: ένα γαϊδούρι με καμένο τρίχωμα, σκύλοι, γάτες, κότες, 
πάπιες, αλλά και παιδιά ξυπόλυτα που έτρεχαν από δω κι από κει.

«Πήγαινε σιγά και μη βρίζεις! Σεβάσου τη δυστυχία τους!»

Ο Λευτέρης του 'ριξε μια πλάγια ματιά και προσπάθησε γι' άλλη μια φορά να τον 
χαρτογραφήσει. Ήταν ο πατέρας της, από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος, πιο πολύ 
Γάλλος παρά Οθωμανός, ντονμές επιχειρηματίας, ανθρώπινος κι από­μακρος, κυνικός 
και φιλάνθρωπος. Πιο πολύ ήταν ο πατέρας της, ταγμένος να είναι η αρσενική γριά 
Μοίρα που θα καθό­ριζε τη ζωή της.

Κοντά στο Γ' Σώμα Στρατού οι χωροφύλακες έκλειναν τον δρόμο και την πρόσβαση 
στο Κέντρο. 0 Θόδωρος τράβηξε στην άκρη την άμαξα και κατέβηκε να τους μιλήσει. 
0 Αλπερέν μπέης ατένιζε σιωπηλός μακριά, έβλεπε τους πρώτους μαυρισμένους 
όγκους της πόλης. Από πολλές μεριές ξεχώρι­ζαν ασθενικοί καπνοί να υψώνονται 
στον ουρανό, σαν να μα­γείρευαν οι Μοίρες στις κουζίνες των ερειπίων το μέλλον 
χι­λιάδων άστεγων και πεινασμένων.

«Αφέντη, πρέπει να κατεβείτε. Μόνο με τα πόδια, μου εί­πανε, χωρίς αμάξι. Δε 
σηκώνουν και πολλά. τέτοια ώρα τέ­τοια λόγια! Καλύτερα να μην τους 
προκαλέσουμε».

«Δεν έχει νόημα να μπούμε στα ερείπια με την άμαξα. Να σταθείς εδώ και να μας 
περιμένεις όσο χρειαστεί».

0 τόπος εδώ έβραζε, η μισή πόλη ήταν μια αχανής θράκα, πολλά κάρβουνά της ήταν 
ακόμη διάπυρα.

«Κρατήστε αυτό, αξιότιμε», του είπε και του έχωσε στο χέρι ένα από τα βρεγμένα 
πανιά. «Να σκουπίζετε το πρόσω­πό σας όταν το νιώθετε να φλογίζεται».

Φόρεσαν τα καπέλα τους, παναμά και τραγιάσκα, και πή­ραν τον δρόμο για το 
καφενείο του Λευκού Πύργου.

«Κοίτα τι τύχη περίμενε την καινούρια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων!» του είπε ο 
μπέης ύστερα από λίγο. «Ακόμα δεν καλοορκίστηκαν οι υπουργοί του Βενιζέλου, κι 
έγινε το κα­κό. Ποιος είναι άραγε ο αρμόδιος υπουργός για να συντονί­σει τον 
κρατικό μηχανισμό;»

«Ο υπουργός Συγκοινωνίας, ο Αλέξανδρος Παπαναστα­σίου, αξιότιμε. Λένε ότι είναι 
καθ' οδόν με τον σιδηρόδρομο απ' τη Αθήνα».

«Τι να κάνει ένας άνθρωπος μόνος του, μιας νέας κυβέρ­νησης, μιας χώρας φτωχής 
και τραυματισμένης;»

«Είναι και οι σύμμαχοι εδώ».

«Ξέρεις τι αισθήματα τρέφω γι' αυτούς. Πάνε δυο χρό­νια τώρα που 
συμπεριφέρονται στον κόσμο σαν να είμαστε αποικία της Αντάντ. Αυτός ο Σαράιγ, 
που περπατάει φου­σκωμένος σαν το παγόνι, νομίζει ότι διαφεντεύει κούληδες της 
Ινδοκίνας ή χαμάληδες του Μαρόκου. Άτυχε Αβδούλ Χαμίτ, αν ήσουν εσύ στον θρόνο, 
αυτοί δε θα 'ταν τώρα εδώ!»

Στο άκουσμα του ονόματος του πατισάχ, κάτι ρίγησε μέ­σα του. Δεν ήταν χαρά ούτε 
φόβος ή νοσταλγία, έμοιαζε σαν μια επίκληση των νεκρών μες στο μεσογειακό φως, 
σαν μια φωτογραφία της παιδικής του ηλικίας που ήταν κάπου χα­μένη και 
ξαναβρέθηκε.

«Αυτές τις μέρες θα το διαπιστώσετε κι εσείς ότι η πα­ρουσία των συμμάχων στην 
πόλη θα είναι για καλό. Το μό­νο που τους καταλογίζουν προς το παρόν σε σχέση 
με την πυρκαγιά είναι ότι είχαν ρουφήξει σχεδόν όλο το νερό απ' το Κέντρο κι 
από προχθές, όταν η φωτιά πήρε να δυναμώ­νει, το νερό δεν ήταν αρκετό και γι' 
αυτό πρόλαβε να εξαπλωθεί. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δε στέκει, γιατί ο Βαρδά­ρης 
ήταν τόσο δυνατός, που καμιά τουλούμπα Πυροσβεστι­κής και καμιά μάνικα δε θα 
μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή».

«Θεέ μου, είναι δυνατόν;»

Είχαν περάσει τον Λευκό Πύργο κι έμπαιναν στον παρα­λιακό δρόμο. Η φωνή του 
Αλπερέν μπέη ακούστηκε ραγισμέ­νη, γεμάτη αγωνία. Παρά την ηλικία του, τάχυνε 
το βήμα του, με το μπαστούνι του χωρίς ν' ακουμπάει στη γη, γιατί η θέα της 
καταστροφής τον άρπαζε και τον έσερνε κοντά της σαν πελώριος μαγνήτης.

Περπατούσαν τώρα στο λιθόστρωτο της παραλίας με κα­τεύθυνση το Λιμάνι. Το ένα 
μετά το άλλο τα λαμπρά κτίρια της πρωτεύουσας των Νεότουρκων, τεμαχισμένα, 
κάπνιζαν ακόμη. Τοίχοι ορφανοί έστεκαν μόνοι τους, μαύροι απ' την κόλαση της 
φωτιάς, τρούλοι μισοί σαν ξεδοντιασμένα κρα­νία, καπνισμένα μάρμαρα, γύψινα 
ξεκολλημένα, μπαλκόνια που κρέμονταν σαν τσαμπιά. Έξω απ' το Pathe σωροί από 
μπάζα, καθώς ένα μεγάλο μέρος από τους τοίχους του είχε καταρρεύσει. Μέσα στους 
σωρούς από χώμα, ένα πιάνο πα­ρατημένο. Ένας Βρετανός στρατιώτης με την κρεμ 
κάσκα στο κεφάλι κάτι προσπαθούσε να παίξει πατώντας όρθιος τα πλήκτρα. Ήταν 
όλα μια τρέλα βουτηγμένη στους καπνούς δυο ημερών, στη μυρωδιά του κάρβουνου 
που είχε αρχίσει κιόλας να παλιώνει και του καμένου λίπους από κάτι απο­θήκες 
στην πρώτη αποβάθρα.

«Λαμπάδιασαν και τα καΐκια ακόμη», σχολίασε ο Αλπε­ρέν μπέης και του έδειξε 
κάτι μισοβυθισμένα κουφάρια λίγα μέτρα πέρα απ' την προκυμαία.

«Η ορμή του Βαρδάρη ήταν τέτοια, που οι φλόγες ταξί­δεψαν και πάνω απ' το νερό. 
Σώθηκαν μόνο αυτά τα πλεού­μενα που έλυσαν έγκαιρα τους κάβους κι ανοίχτηκαν 
προς τα αντιτορπιλικά των συμμάχων».

«Τι κάνουν όλοι εκείνοι στην άκρη, αυτοί στις βάρκες και στις δέστρες;»

Ο Λεύτερης κοίταξε δυο τρεις παρέες από χαμάληδες και μαουνιέρηδες. Κουρελήδες 
οι πιο πολλοί με μαντίλια δεμέ­να στο κεφάλι, έριχναν απ' την προκυμαία και απ' 
τις βάρ­κες σχοινιά και γάντζους μέσα στο νερό.

«Ψαρεύουν έπιπλα, αξιότιμε. Κάποια στιγμή 0α τα που­λήσουν στα παζάρια, κι άντε 
εσύ ν' αποδείξεις ότι ήταν του σπιτιού σου, γιατί το καΐκι που νοίκιασες 
βούλιαξε πριν αφή­σει τον μόλο».

Το ισόγειο σ' ένα μέγαρο με ναυτιλιακά γραφεία είχε γί­νει γιαπί. Είχαν καεί τα 
αρχεία, τα έπιπλα, οι πόρτες. Μέσα εκεί στα μπάζα είχε στήσει την καρέκλα του 
ένας κουρέας και ξύριζε στρατιώτες και πολίτες - όσους ήθελαν να κάνουν την 
καινούρια αρχή, το πρώτο βήμα και να ξεχάσουν την κα­ταστροφή.

Έστριψαν απ' την παραλία στην οδό Βενιζέλου - σκηνές Αποκάλυψης. Το καφενείο 
του Φλόκα κατεστραμμένο, η Νέα Λέσχη επίσης, τα ακριβά μαγαζιά, όσα ακόμα 
στέκονταν όρ­θια, είχαν τα κεπέγκια κατεβασμένα και λιωμένα, το πέρα­σμα της 
φωτιάς τα είχε παραμορφώσει. Σ' όλον τον δρόμο φαινόταν ότι μόνο το Μέγαρο 
Στάιν είχε σταθεί τυχερό, σαν ν' αδιαφόρησαν οι φλόγες και το προσπέρασαν.

Βγήκαν στον φραγκομαχαλά· εκεί άλλη Γέεννα: τράπεζες κατεστραμμένες, το Γαλλικό 
Νοσοκομείο είχε εκκενωθεί, η Σχολή Καλογραιών καμένη, η Καθολική Εκκλησία 
βρομισμένη απ' το φούμο του διαβόλου.

«Είναι ο άγιός σας αυτός εκεί πάνω;» ρώτησε ο μπέης και του έδειξε πάνω απ' την 
Εγνατία ένα μεγάλο κουφάρι φα­γωμένο από πολλές μεριές.

«Ναι, αξιότιμε, εκεί ήταν ο Αϊ-Δημήτρης».

«Άλλη μια φορά μέσα στους αιώνες που δεν μπόρεσε να σας σώσει, μόνο που τώρα 
δεν μπόρεσε να σώσει ούτε τον εαυτό του. Ζούμε σε τέτοιες εποχές, Λευτέρη, που 
ο οικου­μενικός νόμος είναι η φωτιά. Κοίτα τους μιναρέδες μας· μπορεί να 
στέκουν ακόμα λευκοί σαν λαμπάδες, αλλά οι μολυβένιες στέγες τους έχουν λιώσει. 
Αν ψάξεις κάτω στη βάση τους, θα βρεις καμένα τα λελέκια που είχαν στις στέγες 
τις φωλιές τους. Πού είναι οι άγιοι οι δικοί μας και οι δικοί σας; Φοβάμαι ότι 
γευματίζουν με τον στρατηγό Σαράιγ».

Στις επόμενες μέρες όλες οι συνοικίες έξω απ' το καμένο Κέ­ντρο γέμισαν 
πυροπαθείς. Η ίδια η συνοικία των Εξοχών λη­σμόνησε για λίγο καιρό την 
αριστοκρατική της γαλήνη, κα­θώς τα σπίτια, οι κήποι, οι αυλές γέμισαν με 
συγγενείς που μέσα σε μια νύχτα είχαν χάσει τα πάντα και βρήκαν φιλοξε­νία σε 
ξαδέρφους, θείους, κουμπάρους.

Οι πιο φτωχοί όμως απ' τους πυροπαθείς δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν ένα 
κρεβάτι σ' έναν πύργο των Εξοχών, που θα θύμιζε τη Βόρεια Ευρώπη, ούτε καν να 
ονειρευτούν δυο μέτρα γη χωρίς πολυκοσμία σε μια πευκόφυτη αυλή, σ' ένα κιόσκι, 
σ' ένα σπίτι κηπουρού. Οι πιο πολλοί άστεγοι πά­ντως είχαν καταφύγει στα 
πρόχειρα στρατόπεδα που είχαν στήσει οι στρατιώτες της Αντάντ, αυτά με τα ίδια 
κι απα­ράλλαχτα αντίσκηνα στοιχημένα στη σειρά, με τα καζάνια γεμάτα βρασμένο 
γάλα και τα δελτία του ψωμιού. Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί, οι πιο άτυχοι απ' τη 
φτωχολογιά, που δεν είχαν βρει μια θέση ούτε καν σε στρατόπεδο, αλλά 
κοιμό­ντουσαν στα πεζοδρόμια, στην αυλή της Αγίας Σοφίας και της Μητρόπολης ή 
κάτω απ' τη σκιά του μεσαιωνικού τείχους στην Άνω Πόλη.

Μες στην καρδιά του εμπορικού κέντρου, απογοητευμέ­νοι μαγαζάτορες συνέχιζαν ν' 
ανακατεύουν και να ψάχνουν μες στα ζεστά ερείπια οτιδήποτε θα μπορούσε να είχε 
σωθεί και θα είχε κάποια αξία. Η φωτιά πάνω απ' την Εγνατία είχε σταματήσει 
πριν απ' την Αχειροποίητο, ενώ κάτω απ' τον φαρδύ δρόμο πρόλαβε κι έκαψε λίγο 
απ' το Ιπποδρόμιο, τη γειτονιά πριν απ' τη Λεωφόρο Χαμιδιέ.

Οι Αρχές ενθάρρυναν με κάθε τρόπο την κάθε λογής ανα­χώρηση, μόνιμη ή 
προσωρινή. Τα τρένα, γεμάτα, ξεκινούσαν κάθε πρωί για τη Θεσσαλία και την Αθήνα 
με οικογένειες ολόκληρες που έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα πάνω στα μαύρα 
χαλάσματα. Οι πιο πολλοί δε θα γυρίσουν ποτέ στη Σαλονίκη. Απ' αυτούς, οι 
περισσότεροι ήταν Εβραίοι που θα κατέληγαν στην Παλαιστίνη. Αλλοι, πιο 
τολμηροί, νοίκιαζαν τρεχαντήρια και βάρκες κι έφευγαν απ' τη θάλασσα για να 
μυρίζουν μόνο την ευωδιά του αχινού μακριά απ' τα καρβου­νιασμένα δοκάρια και 
τα σπασμένα κεραμίδια, που τώρα τα κατουρούσαν άστεγοι. Τα παιδιά τους έγερναν 
το κεφάλι ν' αποκοιμηθούν πάνω σε κουλούρες από αλατισμένα σχοινιά με το όνειρο 
της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Πει­ραιά, του Βόλου, της Χαλκίδας. 
Έμεινε η Σαλονίκη ν' αχνί­ζει μέρες και νύχτες και να σφίγγει ως στενό κολάρο 
τον λαι­μό του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που στις λίγες ώρες ύπνου που του 
αντιστοιχούσαν ονειρευόταν μια καινούρια πόλη με οικοδομικά τετράγωνα, 
χαραγμένους δρόμους, πε­ζοδρόμια, πάρκα.

(.)

Οι εκκρεμότητες των ασφαλιστικών συμβολαίων ήταν η δεύτερη φωτιά που ακολούθησε 
την πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου. Πολλοί μιλούσαν για Αρμαγεδδώνα στην παγκό­σμια 
ιστορία των ασφαλίσεων. Μόνο η βρετανική «North Brit­ish & Mercantile Co» 
έπρεπε να αποζημιώσει τρεις χιλιάδες συμβόλαια. Η πόλη είχε γεμίσει εξ αυτού 
ασφαλιστικούς πρά­κτορες σταλμένους απ' τις εταιρείες για να συντάξουν 
εμπε­ριστατωμένες αναφορές. Συχνά έμοιαζαν με πρωτάρηδες δη­μοσιογράφους καθώς 
ανέκφραστοι έχωναν τη μύτη τους πα­ντού, έβγαζαν φωτογραφίες και κρατούσαν 
σημειώσεις. Στον νομικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει σχετικά με τις αποζημιώ­σεις, 
διακυβεύονταν ούτε λίγο ούτε πολύ τρία εκατομμύρια λίρες. Αν οι εταιρείες 
κατόρθωναν να αποδώσουν την πυρ­καγιά σε εχθρική ενέργεια, δε θα καταβαλλόταν 
καμιά απο­ζημίωση. Το θέμα σύρθηκε ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνη­ση, στο Φόρεϊν 
Όφις, στα προξενεία και στις εφημερίδες ως τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.









Advertisements






Report this ad





Report this ad
 



Περαιτέρω:
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση