Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) 3 Votes
Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό. Γέεννα Κυριακή 7 Αυγούστου 1917 Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κόντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ούτε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα; «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα απ' τους καπνούς και το ξενύχτι. «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;» Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβολία θα του είπαν «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντάφυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι του καθώς περνούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φωτιάς, που από χθες το μεσημέρι κατάπινε έναν έναν τους δρόμους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύρο ήταν μόνο το λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κάθε ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού που έβλεπε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορτας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική εθιμοτυπία. «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χωρίς καν να τον καλησπερίσει. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο. «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησίασε στο κρεβάτι του από χθες». Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του. «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το δικαίωμα.» Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό. «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση». Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρτα του γραφείου του. Χτύπησε και του έκανε νόημα να περιμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' αφήνει πίσω της την πόρτα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.) Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο. «Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβαλάω όλη την κάπνα της πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει από τις λέξεις του μια επίγευση ειρωνείας. Ο Αλπερέν μπέης τού έδειξε βουβά την πολυθρόνα απέναντι του, όπου ήταν και η συνηθισμένη του θέση. Η Μίρζα πήρε ένα σκαμπό από τη γωνία με την ανθοστήλη και το έβαλε δίπλα στο γραφείο του πατέρα της. «Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε μόλις κράτησε τη βεντάλια στα χέρια της. Εκείνος σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι αρνήθηκε αποκαλύπτοντας ένα μέρος του λαιμού του γεμάτο καρβουνόσκονη και ιδρώτα που είχε στεγνώσει πάνω του. Απέναντι του ο Αλπερέν μπέης δεν έδειχνε και πολύ καλύτερός του. Δε φορούσε γραβάτα ούτε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν ανοιχτό ως την αρχή της κοιλιάς. Απ' το στήθος ξεχώριζαν πυκνές άσπρες τρίχες και το λευκό μεταξωτό ύφασμα το στιγμάτιζαν λεκέδες από καφέ και τσάι. Η Μίρζα συνέχιζε να κουνάει νευρικά τη βεντάλια της. Ήταν αυτή που έσπασε τη σιωπή ανάμεσά τους: «Τέτοια ζέστη δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου! Η φωτιά κάτω στην πόλη έχει μετατρέψει σε φούρνο όλη τη συνοικία των Εξοχών!» «0 πραγματικός φούρνος είναι εκεί κάτω, δεσποινίς Μίρζα, στο Κονάκι, στη Βενιζέλου, στην Πλατεία Ελευθερίας, στον φραγκομαχαλά, στις εβραϊκές γειτονιές.» Έφτιαξε τα μαλλιά της με μια νευρική κίνηση και ξέσφιξε το κολάρο γύρω από τον λαιμό, που ήταν προέκταση του μαύρου της φορέματος. «Ακούμε», του είπε, «από χθες χιλιάδες ανθρώπους πάνω στη λεωφόρο, σειρήνες των συμμάχων, φορτηγά, αραμπάδες.» «Είμαι έτοιμος ν' ακούσω», τη διέκοψε ο μπέης, «τον απολογισμό της δικιάς μου καταστροφής». «Θα μου επιτρέψετε, αξιότιμε, να ξεκινήσω πρώτα από τη δική μου καταστροφή. Από χθες το βράδυ δεν έχω σπίτι, γιατί η κάμαρη που νοίκιαζα στη Χαλκέων κάηκε μαζί με όλα μου τα ρούχα, τα χρήματα και τη μοναδική φωτογραφία της μάνας μου. Δεν έχω πρακτορείο διανομής, καθώς καρβούνιασε όλο εκείνο το τετράγωνο, δεν έχω ούτε λεφτά γιατί η Εθνική Τράπεζα κάηκε κι αυτή, και παραλίγο να μην έχει κι ο πατέρας μου τάφο! Ευτυχώς η φωτιά δεν έφτασε ως τα μνήματα της Ευαγγελίστριας να γίνουν τα κυπαρίσσια της δαδιά και κάρβουνα». Έγινε σιωπή. Ακουγόταν μόνο η καρδερίνα τους κάτι να ψελλίζει μέσα απ' το κλουβί της, που κρεμόταν έξω απ' το σκιερό παράθυρο του γραφείου. «Λυπάμαι, Λευτέρη», του είπε ο Αλπερέν μπέης, «είμαστε συντετριμμένοι πραγματικά, πίστεψέ με.» «Το παρακλάδι της οικογένειας Ιπεκτσί, εσείς δηλαδή, απ' ό,τι μπόρεσα να δω μες στην κόλαση, έχασε τα τρία της καταστήματα στη Μιδάτ πασά, τις αποθήκες της πίσω απ' την Οθωμανική Τράπεζα και όλον τον όροφο με τα γραφεία πίσω απ' το Splendid. Αν πάρετε τώρα μια βάρκα και πάτε προς το Λιμάνι, μπορείτε να δείτε ολόκληρο το μεγαλοπρεπές ξενοδοχείο Splendid Palace να καίγεται σαν λαμπάδα, το ίδιο και τον κινηματογράφο Pathe δίπλα του». «Έχει νεκρούς;» ρώτησε η Μίρζα. «Μέχρι στιγμής, όπως ακούγεται, κάτι Γάλλους στρατιώτες, που θα τους έστειλε ο Σαράιγ σαν να ήταν οι φλόγες κανένα ύψωμα που το κρατούσαν οι Γερμανοί κι έπρεπε να το καταλάβουν». «Πώς ήρθες;» «Με τα πόδια, πώς αλλιώς; Τα πιο πολλά βαγόνια είναι καμένα, άμαξες και άλογα δεν μπορούν να πλησιάσουν γιατί θα πνιγούν απ' τους καπνούς. Τα φορτηγά των συμμάχων από σήμερα το πρωί κουβαλάνε κόσμο συνέχεια, οικογένειες ολόκληρες μόνο με τα νυχτικά τους και μια κουβέρτα στο χέρι. Τους αφήνουν στο Πεδίο του Άρεως κι επιστρέφουν για να ξαναφορτώσουν. Στους δρόμους όμως το οδήγημα, εξαιτίας του πλήθους και των ερειπίων, είναι δύσκολο. Όσοι είχαν βάρκες και καΐκια, ξανοίχτηκαν στη θάλασσα για να σωθούν και ν' αναπνεύσουν.» «Θεέ μου, γιατί μας καταράστηκες;» ψιθύρισε η Μίρζα αναπνέοντας δύσκολα, λες κι είχε φτάσει η φωτιά μες στο σπίτι τους κι είχε λιγοστέψει ο αέρας. «Ακούγονται και τέτοια, είναι η αλήθεια». «Δηλαδή;» τον ρώτησε η Μίρζα. «Ότι η φωτιά είναι η θεϊκή τιμωρία γι' αυτούς που έκαναν μαύρη αγορά και πλούτιζαν στην πλάτη του κοσμάκη. Ειλικρινά σάς το λέω, μέσ' απ' τα ερείπια βλέπεις χρηματοκιβώτια να έχουν λιώσει απ' τη λάβρα της πυρκαγιάς και να 'χουν πάρει αλλόκοτα σχήματα. Αυτά στράβωσαν και δεν ανοίγουν τώρα πια με τίποτα». «Έχω ανάγκη ν' αναπαυτώ», είπε ο μπέης κι έτριψε τα μάτια του. «Μίρζα, φώναξε τον Θόδωρο, σε παρακαλώ, να φτιάξει κάτω το σπιτάκι. Θα φιλοξενήσουμε τον Λεύτερη για όσο χρειαστεί. Πες και στην υπηρεσία να βγάλει σεντόνια, πετσέτες, δυο πουκάμισα δικά μου, ό,τι χρειάζεται τέλος πάντων.» «Κάτι τελευταίο», ξαναρώτησε η Μίρζα. «Έχει τελειώσει το κακό;» «Όχι εντελώς, αλλά φαίνεται να ελέγχεται. Το Ιπποδρόμιο, το Σιντριβάνι, η Χαμιδιέ, δε φαίνεται να κινδυνεύουν. Απ' την άλλη, μη νομίζεις, δεν έμειναν και πολλά για να καούν. Σώθηκαν πιο πολύ τα πέτρινα κτίρια, όπως τα Λουτρά, το Μπεζεστένι, η Αγια-Σοφιά.» «Ξεκουράσου. Αύριο το πρωί θα κατεβούμε με τον Θόδωρο». «Μπορεί, αξιότιμε, οι χωροφύλακες να μη μας αφήσουν να περάσουμε». «Αύριο, Λευτέρη, να ξημερώσει ο Θεός τη μέρα του και βλέπουμε.» Ένιωσε ότι ήθελε να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Θα πήγαινε κάτω στο σπιτάκι του θυρωρού, να πλυθεί πρώτα και κάτι να φάει γιατί ήταν θεονήστικος. Θα έριχνε και μια ματιά στα τριαντάφυλλά της πριν νυχτώσει. Ήξερε ότι ήταν πάλι ένας φτωχός κηπουρός. Ξύπνησε με το πρώτο φως από έναν ήχο σύμμεικτο - χουχούτισμα των περιστεριών με το απαλό ροχαλητό του αμαξά. Ανακάθισε στα στρωσίδια που ήταν ριγμένα στο πάτωμα κι έτριψε το πρόσωπό του με τις παλάμες. Ήταν στο πρώτο λεπτό της εξορίας του απ' τον ύπνο και προσπαθούσε να ξαναθυμηθεί πού βρισκόταν και τι είχε συμβεί την προηγούμενη μέρα. «Η φωτιά», σκέφτηκε αρχικά, «και η φτώχεια που έρχεται», συμπλήρωσε. Άκουσε τις σούστες απ' το ντιβάνι δίπλα του να τρίζουν. 0 Θόδωρος άλλαξε πλευρό και μια μύγα ήρθε και κάθισε στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Έξω απ' το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά της έπαυλης γιόρταζαν την καινούρια μέρα πάνω στα πεύκα. Στάθηκε μπροστά στο τραπέζι και γέμισε έναν μαστραπά νερό απ' το γκιούμι. Ήταν δροσερό αλλά μύριζε γαλατίλα. 0 Θόδωρος φαίνεται ότι με το γκιούμι του νερού έφερνε και το γάλα στο μαγειρείο της βίλας. Βγήκε έξω στον κήπο· τα πεύκα ασάλευτα, η πρωινή ώρα της άπνοιας. Στον ξύλινο περιστερώνα με την κόκκινη σκεπή τα περιστέρια της βίλας φούσκωναν και χουχούτιζαν. 0 αέρας μύριζε ρετσίνι και καμένο που ερχόταν από μακριά. Μια μέλισσα ζουζούνισε για λίγο ενοχλητικά στο αυτί του κι ύστερα τον παράτησε. Αφού πλύθηκε και χτενίστηκε, βάλθηκε να καρφώσει το βγαλμένο τακούνι που το κουβαλούσε από τα χτες στην τσέπη. Χτύπησε δυο καρφιά ακουμπώντας το παπούτσι στον νεροχύτη του χαλέ, που ήταν δίπλα στο σπιτάκι. Μαζί με το κάρφωμα, ακουγόταν ο ήχος της πρωινής κίνησης απ' τον δρόμο. Διέσχισε την αυλή, βγήκε στη λεωφόρο και στάθηκε για λίγο στην πόρτα μέχρι να συνηθίσει την παραζάλη της κυκλοφορίας. Παρότι ήταν ακόμη πολύ πρωί, η κίνηση ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τα συμμαχικά φορτηγά σε κομβόι κατευθύνονταν προς το Κέντρο. Απ' την αντίθετη πλευρά έρχονταν κάρα, μουλάρια κι άλογα φορτωμένα, χειράμαξες, ποδήλατα. Έβλεπες γυναικόπαιδα σκαρφαλωμένα πάνω σε μπόγους από ρούχα και κουβέρτες. Σ' ένα κάρο, στην κορυφή της στοίβας, μια κοπέλα έσφιγγε στην αγκαλιά τη ραπτομηχανή της. Άλλος είχε ξηλώσει ένα φύλλο της ντουλάπας του, αυτό με τον καθρέφτη? το 'χε κάτω απ' τη μασχάλη και το προστάτευε σαν να 'ταν πίνακας αξίας. Μια λεχώνα πάνω σ' ένα καρότσι που το 'σερνε ένας μεσόκοπος άντρας θήλαζε κοιτάζοντας γύρω της βουβά τους πύργους και τους εξώστες της πλούσιας συνοικίας. Όσοι πυροπαθείς είχαν κάποιον συγγενή στα ανατολικά, στις Εξοχές, στην Καλαμαριά, στους Καπουτζήδες, στο Σέδες, είχαν φύγει απ' το Πεδίο του Άρεως και είχαν πάρει τη μεγάλη λεωφόρο. Οι πιο πολλοί ήταν Εβραίοι, γιατί η φωτιά είχε προτιμήσει τις δικές τους γειτονιές. «Ο μπέης είπε ότι μπορούμε να ξεκινήσουμε», ακούστηκε πίσω του μια φωνή. Ήταν ο Θόδωρος, που αγουροξυπνημένος τού έκανε νόημα. Ο Λευτέρης αποφάσισε να σταθεί εκεί και να τους περιμένει, πρώτα όμως έπρεπε να ανοίξει διάπλατα την καγκελόπορτα για να περάσει η άμαξα. Σε λίγο το λαντό πέρασε την ανοιχτή καγκελόπορτα και στάθηκε στον δρόμο. Το ζεμένο άλογο κάθε τόσο φρούμαζε ανήσυχο. Ήταν μάλλον απ' τη μυρωδιά που ερχόταν από την καμένη πόλη που ενεργοποιούσε στον νου του έναν αρχέγονο συναγερμό, αυτόν που έχουν όλα τα ζωντανά πλάσματα μπροστά στον τρόμο της φωτιάς. «Ίσως θα χρειαστεί ν' αφήσουμε την άμαξα πολύ νωρίτερα, αξιότιμε», παρατήρησε ο Λευτέρης. «Όσο μας πάει, ύστερα θα συνεχίσουμε με τα πόδια. Θα καθίσει ο Θόδωρος να το φυλάει και να μας περιμένει». «Να πάρουμε μαζί μας βρεγμένα πανιά. Αν τυχόν υπάρχει ακόμα φωτιά και πλησιάσουμε, θα μας χρειαστούν». 0 μπέης διέταξε με τα μάτια τον Θόδωρο, κι εκείνος έφυγε προς το σπίτι για να τα φέρει. «Αξιότιμε, με όλο το θάρρος, ίσως είστε πολύ επίσημα ντυμένος για κει που πάμε». 0 Αλπερέν μπέης ήταν καθισμένος με όρθια την πλάτη στη ράχη του καθίσματος. Οι παλάμες του, η μια πάνω στην άλλη, σκέπαζαν την κοκάλινη λαβή του μπαστουνιού του, που το είχε όρθιο ανάμεσα στα πόδια. Φορούσε μπεζ κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και κόκκινη γραβάτα. Το κεφάλι του σκέπαζε ένα καινούριο καπέλο, γνήσιο παναμά, που του σκίαζε τα δασιά άσπρα φρύδια. Τα παπούτσια του ήταν δίχρωμα, καφέ με άσπρο, χειροποίητα, φτιαγμένα από έναν Αρμένη μάστορα γνωστό για την τέχνη του. «Ακόμη και σήμερα είμαι άρχοντας, Λευτέρη», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάζει. «Όταν και αν σταματήσω να είμαι, αυτό θα σημαίνει ότι θα έχω πεθάνει.» Πέρασε από μπροστά τους ένας γέρος κουρελής μ' ένα τρύπιο φέσι. Στην πλάτη του κουβαλούσε μια κομψή βιεννέζικη καρέκλα. Ήταν φανερό ότι στην πόλη είχαν ξεκινήσει οι λεηλασίες. «Ανέβα, γιε μου», του είπε ο μπέης εξακολουθώντας ακόμη να κοιτάζει αλλού. Έβλεπε μπροστά, στη μεγάλη λεωφόρο, καθώς εκείνη μυρμήγκιαζε απ' το πλήθος, που εξαντλημένο όδευε προς τη βίλα του Αλλατίνι και πιο πέρα, στα συμμαχικά στρατόπεδα. Από χθες ήταν κοινό μυστικό ότι όλοι οι πεινασμένοι της πόλης μπορούσαν να χορτάσουν την πείνα τους μόνο απ' τα χέρια των συμμάχων. 0 Θόδωρος, αφού άφησε στα πόδια τους ένα χοντροϋφασμένο ταγάρι γεμάτο καθαρά πανιά, όλα βουτηγμένα σε νερό με ροδέλαιο απ' τα χέρια της Μίρζας, πήρε τη θέση του οδηγού και το λαντό άρχισε να τσουλάει αργά στο λιθόστρωτο με προσοχή, γιατί το πλήθος που ερχόταν αντίθετα κάθε τόσο τους σταματούσε. «Διάολε!» φώναξε κάποια στιγμή ο Θόδωρος και τράβηξε τα γκέμια. «Την τύχη μου!» «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο μπέης. «Πρέπει να πηγαίνουμε σαν τις χελώνες, αφέντη, κοίτα τι έρχεται από κάτω!» Καθώς το τραμ δε λειτουργούσε, το πλήθος καταλάμβανε πια όλο το πλάτος της λεωφόρου. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι οι αλλόφρονες, οι ξενυχτισμένοι, οι κλαμένες μάνες, αλλά και ότι πίσω τους ακολουθούσαν ετερόκλητα υπολείμματα της παλιάς τους ζωής: ένα γαϊδούρι με καμένο τρίχωμα, σκύλοι, γάτες, κότες, πάπιες, αλλά και παιδιά ξυπόλυτα που έτρεχαν από δω κι από κει. «Πήγαινε σιγά και μη βρίζεις! Σεβάσου τη δυστυχία τους!» Ο Λευτέρης του 'ριξε μια πλάγια ματιά και προσπάθησε γι' άλλη μια φορά να τον χαρτογραφήσει. Ήταν ο πατέρας της, από πλούσια οικογένεια, μορφωμένος, πιο πολύ Γάλλος παρά Οθωμανός, ντονμές επιχειρηματίας, ανθρώπινος κι απόμακρος, κυνικός και φιλάνθρωπος. Πιο πολύ ήταν ο πατέρας της, ταγμένος να είναι η αρσενική γριά Μοίρα που θα καθόριζε τη ζωή της. Κοντά στο Γ' Σώμα Στρατού οι χωροφύλακες έκλειναν τον δρόμο και την πρόσβαση στο Κέντρο. 0 Θόδωρος τράβηξε στην άκρη την άμαξα και κατέβηκε να τους μιλήσει. 0 Αλπερέν μπέης ατένιζε σιωπηλός μακριά, έβλεπε τους πρώτους μαυρισμένους όγκους της πόλης. Από πολλές μεριές ξεχώριζαν ασθενικοί καπνοί να υψώνονται στον ουρανό, σαν να μαγείρευαν οι Μοίρες στις κουζίνες των ερειπίων το μέλλον χιλιάδων άστεγων και πεινασμένων. «Αφέντη, πρέπει να κατεβείτε. Μόνο με τα πόδια, μου είπανε, χωρίς αμάξι. Δε σηκώνουν και πολλά. τέτοια ώρα τέτοια λόγια! Καλύτερα να μην τους προκαλέσουμε». «Δεν έχει νόημα να μπούμε στα ερείπια με την άμαξα. Να σταθείς εδώ και να μας περιμένεις όσο χρειαστεί». 0 τόπος εδώ έβραζε, η μισή πόλη ήταν μια αχανής θράκα, πολλά κάρβουνά της ήταν ακόμη διάπυρα. «Κρατήστε αυτό, αξιότιμε», του είπε και του έχωσε στο χέρι ένα από τα βρεγμένα πανιά. «Να σκουπίζετε το πρόσωπό σας όταν το νιώθετε να φλογίζεται». Φόρεσαν τα καπέλα τους, παναμά και τραγιάσκα, και πήραν τον δρόμο για το καφενείο του Λευκού Πύργου. «Κοίτα τι τύχη περίμενε την καινούρια κυβέρνηση των Φιλελευθέρων!» του είπε ο μπέης ύστερα από λίγο. «Ακόμα δεν καλοορκίστηκαν οι υπουργοί του Βενιζέλου, κι έγινε το κακό. Ποιος είναι άραγε ο αρμόδιος υπουργός για να συντονίσει τον κρατικό μηχανισμό;» «Ο υπουργός Συγκοινωνίας, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αξιότιμε. Λένε ότι είναι καθ' οδόν με τον σιδηρόδρομο απ' τη Αθήνα». «Τι να κάνει ένας άνθρωπος μόνος του, μιας νέας κυβέρνησης, μιας χώρας φτωχής και τραυματισμένης;» «Είναι και οι σύμμαχοι εδώ». «Ξέρεις τι αισθήματα τρέφω γι' αυτούς. Πάνε δυο χρόνια τώρα που συμπεριφέρονται στον κόσμο σαν να είμαστε αποικία της Αντάντ. Αυτός ο Σαράιγ, που περπατάει φουσκωμένος σαν το παγόνι, νομίζει ότι διαφεντεύει κούληδες της Ινδοκίνας ή χαμάληδες του Μαρόκου. Άτυχε Αβδούλ Χαμίτ, αν ήσουν εσύ στον θρόνο, αυτοί δε θα 'ταν τώρα εδώ!» Στο άκουσμα του ονόματος του πατισάχ, κάτι ρίγησε μέσα του. Δεν ήταν χαρά ούτε φόβος ή νοσταλγία, έμοιαζε σαν μια επίκληση των νεκρών μες στο μεσογειακό φως, σαν μια φωτογραφία της παιδικής του ηλικίας που ήταν κάπου χαμένη και ξαναβρέθηκε. «Αυτές τις μέρες θα το διαπιστώσετε κι εσείς ότι η παρουσία των συμμάχων στην πόλη θα είναι για καλό. Το μόνο που τους καταλογίζουν προς το παρόν σε σχέση με την πυρκαγιά είναι ότι είχαν ρουφήξει σχεδόν όλο το νερό απ' το Κέντρο κι από προχθές, όταν η φωτιά πήρε να δυναμώνει, το νερό δεν ήταν αρκετό και γι' αυτό πρόλαβε να εξαπλωθεί. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δε στέκει, γιατί ο Βαρδάρης ήταν τόσο δυνατός, που καμιά τουλούμπα Πυροσβεστικής και καμιά μάνικα δε θα μπορούσε να σταματήσει την καταστροφή». «Θεέ μου, είναι δυνατόν;» Είχαν περάσει τον Λευκό Πύργο κι έμπαιναν στον παραλιακό δρόμο. Η φωνή του Αλπερέν μπέη ακούστηκε ραγισμένη, γεμάτη αγωνία. Παρά την ηλικία του, τάχυνε το βήμα του, με το μπαστούνι του χωρίς ν' ακουμπάει στη γη, γιατί η θέα της καταστροφής τον άρπαζε και τον έσερνε κοντά της σαν πελώριος μαγνήτης. Περπατούσαν τώρα στο λιθόστρωτο της παραλίας με κατεύθυνση το Λιμάνι. Το ένα μετά το άλλο τα λαμπρά κτίρια της πρωτεύουσας των Νεότουρκων, τεμαχισμένα, κάπνιζαν ακόμη. Τοίχοι ορφανοί έστεκαν μόνοι τους, μαύροι απ' την κόλαση της φωτιάς, τρούλοι μισοί σαν ξεδοντιασμένα κρανία, καπνισμένα μάρμαρα, γύψινα ξεκολλημένα, μπαλκόνια που κρέμονταν σαν τσαμπιά. Έξω απ' το Pathe σωροί από μπάζα, καθώς ένα μεγάλο μέρος από τους τοίχους του είχε καταρρεύσει. Μέσα στους σωρούς από χώμα, ένα πιάνο παρατημένο. Ένας Βρετανός στρατιώτης με την κρεμ κάσκα στο κεφάλι κάτι προσπαθούσε να παίξει πατώντας όρθιος τα πλήκτρα. Ήταν όλα μια τρέλα βουτηγμένη στους καπνούς δυο ημερών, στη μυρωδιά του κάρβουνου που είχε αρχίσει κιόλας να παλιώνει και του καμένου λίπους από κάτι αποθήκες στην πρώτη αποβάθρα. «Λαμπάδιασαν και τα καΐκια ακόμη», σχολίασε ο Αλπερέν μπέης και του έδειξε κάτι μισοβυθισμένα κουφάρια λίγα μέτρα πέρα απ' την προκυμαία. «Η ορμή του Βαρδάρη ήταν τέτοια, που οι φλόγες ταξίδεψαν και πάνω απ' το νερό. Σώθηκαν μόνο αυτά τα πλεούμενα που έλυσαν έγκαιρα τους κάβους κι ανοίχτηκαν προς τα αντιτορπιλικά των συμμάχων». «Τι κάνουν όλοι εκείνοι στην άκρη, αυτοί στις βάρκες και στις δέστρες;» Ο Λεύτερης κοίταξε δυο τρεις παρέες από χαμάληδες και μαουνιέρηδες. Κουρελήδες οι πιο πολλοί με μαντίλια δεμένα στο κεφάλι, έριχναν απ' την προκυμαία και απ' τις βάρκες σχοινιά και γάντζους μέσα στο νερό. «Ψαρεύουν έπιπλα, αξιότιμε. Κάποια στιγμή 0α τα πουλήσουν στα παζάρια, κι άντε εσύ ν' αποδείξεις ότι ήταν του σπιτιού σου, γιατί το καΐκι που νοίκιασες βούλιαξε πριν αφήσει τον μόλο». Το ισόγειο σ' ένα μέγαρο με ναυτιλιακά γραφεία είχε γίνει γιαπί. Είχαν καεί τα αρχεία, τα έπιπλα, οι πόρτες. Μέσα εκεί στα μπάζα είχε στήσει την καρέκλα του ένας κουρέας και ξύριζε στρατιώτες και πολίτες - όσους ήθελαν να κάνουν την καινούρια αρχή, το πρώτο βήμα και να ξεχάσουν την καταστροφή. Έστριψαν απ' την παραλία στην οδό Βενιζέλου - σκηνές Αποκάλυψης. Το καφενείο του Φλόκα κατεστραμμένο, η Νέα Λέσχη επίσης, τα ακριβά μαγαζιά, όσα ακόμα στέκονταν όρθια, είχαν τα κεπέγκια κατεβασμένα και λιωμένα, το πέρασμα της φωτιάς τα είχε παραμορφώσει. Σ' όλον τον δρόμο φαινόταν ότι μόνο το Μέγαρο Στάιν είχε σταθεί τυχερό, σαν ν' αδιαφόρησαν οι φλόγες και το προσπέρασαν. Βγήκαν στον φραγκομαχαλά· εκεί άλλη Γέεννα: τράπεζες κατεστραμμένες, το Γαλλικό Νοσοκομείο είχε εκκενωθεί, η Σχολή Καλογραιών καμένη, η Καθολική Εκκλησία βρομισμένη απ' το φούμο του διαβόλου. «Είναι ο άγιός σας αυτός εκεί πάνω;» ρώτησε ο μπέης και του έδειξε πάνω απ' την Εγνατία ένα μεγάλο κουφάρι φαγωμένο από πολλές μεριές. «Ναι, αξιότιμε, εκεί ήταν ο Αϊ-Δημήτρης». «Άλλη μια φορά μέσα στους αιώνες που δεν μπόρεσε να σας σώσει, μόνο που τώρα δεν μπόρεσε να σώσει ούτε τον εαυτό του. Ζούμε σε τέτοιες εποχές, Λευτέρη, που ο οικουμενικός νόμος είναι η φωτιά. Κοίτα τους μιναρέδες μας· μπορεί να στέκουν ακόμα λευκοί σαν λαμπάδες, αλλά οι μολυβένιες στέγες τους έχουν λιώσει. Αν ψάξεις κάτω στη βάση τους, θα βρεις καμένα τα λελέκια που είχαν στις στέγες τις φωλιές τους. Πού είναι οι άγιοι οι δικοί μας και οι δικοί σας; Φοβάμαι ότι γευματίζουν με τον στρατηγό Σαράιγ». Στις επόμενες μέρες όλες οι συνοικίες έξω απ' το καμένο Κέντρο γέμισαν πυροπαθείς. Η ίδια η συνοικία των Εξοχών λησμόνησε για λίγο καιρό την αριστοκρατική της γαλήνη, καθώς τα σπίτια, οι κήποι, οι αυλές γέμισαν με συγγενείς που μέσα σε μια νύχτα είχαν χάσει τα πάντα και βρήκαν φιλοξενία σε ξαδέρφους, θείους, κουμπάρους. Οι πιο φτωχοί όμως απ' τους πυροπαθείς δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν ένα κρεβάτι σ' έναν πύργο των Εξοχών, που θα θύμιζε τη Βόρεια Ευρώπη, ούτε καν να ονειρευτούν δυο μέτρα γη χωρίς πολυκοσμία σε μια πευκόφυτη αυλή, σ' ένα κιόσκι, σ' ένα σπίτι κηπουρού. Οι πιο πολλοί άστεγοι πάντως είχαν καταφύγει στα πρόχειρα στρατόπεδα που είχαν στήσει οι στρατιώτες της Αντάντ, αυτά με τα ίδια κι απαράλλαχτα αντίσκηνα στοιχημένα στη σειρά, με τα καζάνια γεμάτα βρασμένο γάλα και τα δελτία του ψωμιού. Υπήρχαν βέβαια κι αυτοί, οι πιο άτυχοι απ' τη φτωχολογιά, που δεν είχαν βρει μια θέση ούτε καν σε στρατόπεδο, αλλά κοιμόντουσαν στα πεζοδρόμια, στην αυλή της Αγίας Σοφίας και της Μητρόπολης ή κάτω απ' τη σκιά του μεσαιωνικού τείχους στην Άνω Πόλη. Μες στην καρδιά του εμπορικού κέντρου, απογοητευμένοι μαγαζάτορες συνέχιζαν ν' ανακατεύουν και να ψάχνουν μες στα ζεστά ερείπια οτιδήποτε θα μπορούσε να είχε σωθεί και θα είχε κάποια αξία. Η φωτιά πάνω απ' την Εγνατία είχε σταματήσει πριν απ' την Αχειροποίητο, ενώ κάτω απ' τον φαρδύ δρόμο πρόλαβε κι έκαψε λίγο απ' το Ιπποδρόμιο, τη γειτονιά πριν απ' τη Λεωφόρο Χαμιδιέ. Οι Αρχές ενθάρρυναν με κάθε τρόπο την κάθε λογής αναχώρηση, μόνιμη ή προσωρινή. Τα τρένα, γεμάτα, ξεκινούσαν κάθε πρωί για τη Θεσσαλία και την Αθήνα με οικογένειες ολόκληρες που έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα πάνω στα μαύρα χαλάσματα. Οι πιο πολλοί δε θα γυρίσουν ποτέ στη Σαλονίκη. Απ' αυτούς, οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι που θα κατέληγαν στην Παλαιστίνη. Αλλοι, πιο τολμηροί, νοίκιαζαν τρεχαντήρια και βάρκες κι έφευγαν απ' τη θάλασσα για να μυρίζουν μόνο την ευωδιά του αχινού μακριά απ' τα καρβουνιασμένα δοκάρια και τα σπασμένα κεραμίδια, που τώρα τα κατουρούσαν άστεγοι. Τα παιδιά τους έγερναν το κεφάλι ν' αποκοιμηθούν πάνω σε κουλούρες από αλατισμένα σχοινιά με το όνειρο της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, του Πειραιά, του Βόλου, της Χαλκίδας. Έμεινε η Σαλονίκη ν' αχνίζει μέρες και νύχτες και να σφίγγει ως στενό κολάρο τον λαιμό του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, που στις λίγες ώρες ύπνου που του αντιστοιχούσαν ονειρευόταν μια καινούρια πόλη με οικοδομικά τετράγωνα, χαραγμένους δρόμους, πεζοδρόμια, πάρκα. (.) Οι εκκρεμότητες των ασφαλιστικών συμβολαίων ήταν η δεύτερη φωτιά που ακολούθησε την πυρκαγιά της 5ης Αυγούστου. Πολλοί μιλούσαν για Αρμαγεδδώνα στην παγκόσμια ιστορία των ασφαλίσεων. Μόνο η βρετανική «North British & Mercantile Co» έπρεπε να αποζημιώσει τρεις χιλιάδες συμβόλαια. Η πόλη είχε γεμίσει εξ αυτού ασφαλιστικούς πράκτορες σταλμένους απ' τις εταιρείες για να συντάξουν εμπεριστατωμένες αναφορές. Συχνά έμοιαζαν με πρωτάρηδες δημοσιογράφους καθώς ανέκφραστοι έχωναν τη μύτη τους παντού, έβγαζαν φωτογραφίες και κρατούσαν σημειώσεις. Στον νομικό πόλεμο που είχε ξεσπάσει σχετικά με τις αποζημιώσεις, διακυβεύονταν ούτε λίγο ούτε πολύ τρία εκατομμύρια λίρες. Αν οι εταιρείες κατόρθωναν να αποδώσουν την πυρκαγιά σε εχθρική ενέργεια, δε θα καταβαλλόταν καμιά αποζημίωση. Το θέμα σύρθηκε ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, στο Φόρεϊν Όφις, στα προξενεία και στις εφημερίδες ως τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς. Advertisements Report this ad Report this ad Περαιτέρω: ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ Εναλλακτικό αρχείο: http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ _____________ Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ____________