https://sarantakos.wordpress.com/2019/04/18/rembetes/

Ρεμπέτες, μάγκες και κοινωνία
18 Απριλίου, 2019
Θα δημοσιεύσω σήμερα το πρώτο μέρος από ένα… νεανικό αμάρτημά μου, ένα άρθρο 
που είχα γράψει το 1984 και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πολιτιστική» του 
αείμνηστου Αντώνη Στεμνή, στο οποίο ήμουν τακτικός συνεργάτης και αργότερα 
μέλος της συντακτικής του επιτροπής. Το άρθρο αυτό το είχα δημοσιεύσει στον 
παλιό μου ιστότοπο πριν από πολλά χρόνια, και δεν πέρασε εντελώς απαρατήρητο 
αφού βλέπω πως έχει αναδημοσιευτεί κάμποσες φορές -ωστόσο, δεν το έχω περιέργως 
δημοσιεύσει στο ιστολόγιο.

Αποφάσισα σήμερα να δημοσιεύσω το πρώτο μέρος μια και είναι αρκετά εκτενές, και 
κάποια άλλη στιγμή θα βάλω και το δεύτερο μέρος. Θα το αναδημοσιεύσω εδώ χωρίς 
αλλαγές, με εξαίρεση τους τίτλους των τραγουδιών και μια επισήμανση λάθους, ενώ 
επίσης έχω προσθέσει λινκ προς τα τραγούδια που εξετάζονται (σκέτα λινκ, για να 
μη βαρύνει το κείμενο). Χωρίς αλλαγές, παρόλο που δεν υιοθετώ κατ΄ανάγκη σήμερα 
όσα έγραφα πριν από 35 χρόνια. Άλλαξα όμως τον τίτλο, που ήταν το βαρύγδουπο 
«Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου», συν τοις άλλοις κλεμμένο από τον 
Στάθη Δαμιανάκο. Όσο για το περιεχόμενο, ας πούμε πως οι νέοι έχουν άγνοια 
κινδύνου, γι’ αυτό και κάνουν πράγματα που ωριμότεροι δεν τα κάνουν -αλλά να 
ζητήσω προκαταβολικά συγγνώμη για την απολυτότητα με την οποία εκφράζονται οι 
απόψεις. Κρίμα που δεν σχολιάζει πια στο ιστολόγιο ο Spatholouro, θα είχαν 
ενδιαφέρον τα σχόλιά του.

Τη σημερινή δημοσίευση την αφιερώνω στη μνήμη του Κώστα Χατζηδουλή, πρωτοπόρου 
μελετητή του ρεμπέτικου, που πήγε προχτές να βρει τον Τσιτσάνη και τους άλλους 
ρεμπέτες.

Στοιχεία κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ, σε τρεις συνέχειες, το 1984. Το 
ξαναδημοσιεύω σήμερα χωρίς να αλλάξω το παραμικρό.)

Τα δυο τρία τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο τραγούδι γνωρίζει μια πρωτοφανή όσο 
και στρεβλή άνθηση. Εκδίδονται δεκάδες δίσκοι με παλιές ηχογραφήσεις, αλλά και 
άλλοι τόσοι με επανεκτελέσεις -συχνά κακές ή άσκοπές- ενώ τα μαγαζιά με 
κομπανίες και τα «ρεμπετομπάρ» έχουν αποκτήσει επιδημικές διαστάσεις. Πολλοί 
θησαυρίζουν, πολλοί απλώς κάνουν τη δουλειά τους, μερικοί προσφέρουν αληθινά. 
Μέσα σ’ όλον αυτό τον «οργασμό», έχει ατονήσει η τάση για σοβαρή έρευνα πάνω 
στο ρεμπέτικο –τάση που υπήρχε μέχρι και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια- και 
οι παλιοί ρεμπέτες συχνά πεθαίνουν μέσα στη γενική αδιαφορία και οπωσδήποτε 
χωρίς να έχουν δώσει όσες μαρτυρίες θα μπορούσαν. Μια γρήγορη επισκόπηση των 
όσων έχουν κατά καιρούς γραφτεί ή ειπωθεί για το ρεμπέτικο αρκεί για να πείσει 
ότι, αν μη τι άλλο, επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω απ’ το θέμα. Και ταυτόχρονα, 
πολλά δεν έχουν εξεταστεί καν, όπως ας πούμε  γλώσσα του ρεμπέτικου.

Εμείς θα προσπαθήσουμε παρακάτω να κάνουμε απλά μερικές εμπειρικές νύξεις γύρω 
απ’ το θέμα των αξιών και της κοινωνιολογίας του ρεμπέτικου.

Το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο είναι ενταγμένος ο ρεμπέτης της προπολεμικής 
περιόδου, είναι, κυρίως, το σινάφι, η ομάδα των ομοίων δηλαδή, ενώ ο χώρος στον 
οποίο κινείται είναι η πιάτσα. Εκεί μέσα, και μόνον εκεί, αισθάνεται οικεία ο 
ρεμπέτης.

Η ένταξη στο σινάφι σημαίνει αυτόχρημα την, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, 
απόρριψη των επίσημων θεσμών της κοινωνίας, ήδη απ’ την προεφηβική ηλικία.

Μ’ έστελνε η μανούλα μου – σχολειό για να πηγαίνω
και γω τραβούσα στο βουνό – με μάγκες να φουμέρνω

(« Ο Μάρκος μαθητής», Μάρκος, 1935)

Αντί σχολειό μου πάγαινα μες στου Καραϊσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά να μάθω μπουζουκάκι.
Οι συγγενείς μου λέγανε να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο, να μην τους ξεφτιλίσω

(«Εγώ μάγκας φαινόμουνα», Γενίτσαρης, 1937)

Μέσα στους κόλπους αυτού του σιναφιού επικρατεί βέβαια μια ιεραρχία, που όμως 
δεν ξεπερνά κάποιο ελάχιστο όριο, και περισσότερο στην «αρχαιότητα» βασίζεται:

Χρόνια μες στην Τρούμπα μαγκίτης κι αλανιάρης
φρόντισε να μάθεις κι ύστερα να με πάρεις

(«Χρόνια μες στην Τρούμπα», Μάρκος, 1936)

Στο παραπάνω τραγούδι του Μάρκου βρίσκουμε μια καλή σύνοψη των προσόντων του 
καλού μάγκα, που είναι «παιδάκι έξυπνο», παίζει μπουζουκάκι και «στην πιάτσα 
που μεγάλωσα όλοι μ’ έχουν θαμάξει, γιατί είμαι μάγκας κι έξυπνος και σ’ όλα 
μου εντάξει».

Όσο για το σαβουάρ βιβρ της πιάτσας, η τελευταία στροφή του ίδιου τραγουδιού 
μας λέει πως:

Οι μάγκες με προσέχουνε κι όλοι με λογαριάζουν
όταν με βλέπουν κι έρχομαι μαζί μου νταλκαδιάζουν.

Η καταξίωση του ρεμπέτη επομένως, δεν έρχεται με το χρήμα ή την κοινωνική 
άνοδο, αλλά όταν απολαμβάνει τη φιλία και την εμπιστοσύνη της παρέας:

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε
μόλις θα μ’ αντικρίσουνε θυσία θα γενούνε

ή:

Που πηγαίνω με κοιτούνε κι όπου κάτσω με κερνούνε

(«Μάρκος ο Συριανός», Μάρκος)

Χαρακτηριστικά είναι και τα επίθετα που χρησιμοποιούνται: μάγκας, μαγκίτης κι 
αλανιάρης, παιδάκι με ψυχή και ζηλεμένο (Τσιτσάνης), σερέτης, παιδί τζιμάνι 
(Μάθεσης), μαγκιόρος (Παπάζογλου), ζόρικος και ήσυχος (Μάρκος). «Κουτσαβάκης, 
μάγκας και ντερβίσης,· όλ’ αυτά είναι ένα. Αλλά ο ντερβίσης είναι ανώτερος απ’ 
όλους», λέει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, ενώ ο Κερομύτης μιλάει για τον 
«πρωτόμαγκα», δίνοντας έτσι και κάποια απόχρωση ιεραρχίας.

Αυτή η αφελώς ειδυλλιακή εικόνα κυριαρχεί στο ρεμπέτικο γύρω στο ’35, και όσο 
πιο πίσω στο παρελθόν πηγαίνουμε, τόσο πιο «ανέμελη» γίνεται. Πρέπει να πούμε 
ότι αυτό καθόλου δεν συνεπάγεται ταύτιση της πιάτσας με τον υπόκοσμο, πράγμα 
που γίνεται φανερό αν σκεφτούμε τις δεκάδες ρεμπέτικα που μιλούν για 
επαγγέλματα (κυρίως για χασάπηδες, μανάβηδες, ψαράδες, τσαγκάρηδες και 
ταβερνιάρηδες) και που δίνουν το περίγραμμα της πιάτσας.

Η μάγκικη ζωή, ωστόσο, ήδη από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια υφίσταται κάποια 
ρήγματα κι έχουμε τραγούδια που υπαινίσσονται πως «χάλασαν πια τα πράματα»:

Όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές…
Ψεύτικα σου γελάνε, μηχανικά μιλούν
κακό για να σου κάνουν μονάχα προσπαθούν

(«Η ψευτοφιλία», αποδίδεται στο Στελλάκη, 1936)

ενώ ο μάγκας αρχίζει να μετανιώνει σκεπτόμενος τις συνέπειες της ζωής που 
περνάει. Καμιά φορά γίνεται και ξέμαγκας:

γιατί όσο τη φουμάριζα κι έπαιζα και το ζάρι
μπροστά με λέγαν έξυπνο και πίσω παλαβιάρη

(«Ο ξέμαγκας» του Παπάζογλου)

Αυτά είναι τα πρώτα δείγματα του τι θα επακολουθήσει. Με καταλύτη την Κατοχή 
και τον Εμφύλιο, η μετά τον πόλεμο εικόνα έχει αλλάξει ριζικά. Το σινάφι και η 
πιάτσα έχουν εξαφανιστεί, ή τουλάχιστον έχουν μεταμορφωθεί, και περιορίζονται 
στα λαϊκά κέντρα, τα πέριξ και τους θαμώνες τους.

Ο «μάγκας» ακόμα και σαν λέξη σπάνια εμφανίζεται, και όταν αυτό συμβαίνει 
εννοεί τους μποέμηδες, που «γυρίζουνε ξενύχτηδες τα βράδια και ρομάντζες 
τραγουδάνε στα σκοτάδια» («Σερσέ λα φαμ», Τσιτσάνης, 1949) και «κάθε μας μεράκι 
γίνεται τραγούδι και το λέμε, και μες στα στραπάτσα μάθαμε ποτέ μας να μην 
κλαίμε» («Είμαστε αλάνια», Τσιτσάνης, 1953), αλλά μέχρι εκεί και μη παρέκει. 
Όπως λέει ένα τραγούδι που έχει περάσει στο όνομα της Νίνου («Τρεις μάγκες 
είμαστε«),

Τρεις μάγκες είμαστε κι οι τρεις αδέρφια

αλλά το πρωί

τη γλυκιά μανούλα μας στο στόμα τη φιλούμε
                και ξεκινούμε για τη δουλειά

Μ’ άλλα λόγια, όλα περιστρέφονται γύρω απ’ την ταβέρνα και μόνο, και οι δεσμοί 
είναι πολύ πιο χαλαροί. Συχνά μάλιστα ο μάγκας γίνεται αντικείμενο χλευασμού 
(«Μαχαλόμαγκα να ζήσεις, άσε τις παρεξηγήσεις», Τσιτσάνης, 1949), ενώ το χρήμα 
θεωρείται σπουδαία αρετή του γλεντζέ (θέλω… για δικό μου κέφι τα φράγκα να 
σκορπάς – Μητσάκης 1950, ή απόψε το μπουζούκι σου θα στο μαλαματώσω · Τσιτσάνης 
1951).

Είναι ευνόητο ότι έξω απ’ την ταβέρνα κυριαρχεί η δυσπιστία ακόμα και ανάμεσα 
στους φίλους (τάχα δεν φταίει ο εμφύλιος γι’ αυτό;) και από την ανέφελη εικόνα 
της προπολεμικής πιάτσας φτάνουμε στο λαϊκό του ‘ 50-’60 όπου:

υπάρχουν και καλά παιδιά στην κοινωνία μέσα

αποτελούν, δηλαδή, εξαίρεση.

Να προσέξουμε πολύ τη λέξη κοινωνία.

Στο προπολεμικό ρεμπέτικο είναι ζήτημα αν αναφέρεται πάνω από δυο φορές αυτή η 
λέξη. Ο μάγκας διαμαρτύρεται βέβαια για τα βάσανά του, όμως ο υπαίτιος γι’ 
αυτά, όταν δεν είναι η «κακούργα» γυναίκα, είναι η μοίρα –έτσι γενικά– η «ζωή» 
ή η «καταραμένη φτώχεια» (Χατζηχρήστος-Λελάκης).

Ο Μάρκος λέει: «Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς και ψεύτικη η ζωή μας» και απορεί για 
τα βάσανά του μη βρίσκοντας την αιτία:

Ρε παιδεμένη μου ζωή, πάψε πια για τα μένα
τι σου ‘κανα και μου ‘κανες τα μάτια βουρκωμένα

(«Ώρες με θρέφει ο λουλάς», 1936)

Μονάχα ο κατ’ εξοχήν «παραπονιάρης»Χατζηχρήστος θα πει κάπου «παλιοζωή, ψεύτη 
ντουνιά και παλιοκοινωνία». [Κι αυτό μεταπολεμικό είναι, οπότε δεν πιάνεται]

Αντίθετα, μετά τον πόλεμο, η σύνδεση του ρεμπέτικου με την πολιτική κατάσταση 
και με την εργατική τάξη έχει σαν αποτέλεσμα να αναδειχθεί η «κοινωνία» σε 
κεντρικό σημείο αναφοράς. Η διαμαρτυρία εντοπίζεται εκεί:

                Κοινωνία ένοχη που γυρεύεις θύματα
                μ’ έβαλες και μένα στο μαυροπίνακα

(«Μαυροπίνακας», Τσιτσάνης)

Έχουμε αμφισβήτηση (Ψεύτρα κοινωνία, πέτα τη μάσκα στη φωτιά –Λαύκας) που 
προχωράει στην κατανόηση:

                Ένιωσα ποια είν’ η κοινωνία
                ένιωσα του κόσμου την τόση αδικία

(«Η κοινωνία», Κολοκοτρώνης)

Ο ρεμπέτης διατυπώνει προτάσεις που κατονομάζουν τον ένοχο: «Η μαύρη φτώχεια κι 
η ανεργία έχουν θερίσει την κοινωνία» (Μπακάλης), για να φτάσουμε στο γνωστό — 
και απαγορευμένο — του Τσιτσάνη:

                Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε την κοινωνία τούτη
                και φέρνουν μαύρη συμφορά, η φτώχεια και τα πλούτη
                Της κοινωνίας η διαφορά – φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά

Βέβαια θα’ ταν υπερβολή να λέγαμε ότι «όλο» το μεταπολεμικό ρεμπέτικο κατάφερε 
να αποκτήσει εργατική ταξική συνείδηση. Τα δείγματα που πιο πάνω παραθέσαμε, 
μάλλον εξαιρέσεις του κανόνα αποτελούν· ωστόσο είναι ενδεικτικά του δρόμου 
μπορούσε να ακολουθήσει το ρεμπέτικο αν δεν μεσολαβούσε η εμπορικοποίηση και 
αλλοίωσή του. Πάντως, η σύγκριση με το προπολεμικό είναι αποκαλυπτική: Πριν 
έφταιγε η «μοίρα», τώρα η «κοινωνία». Άλλωστε, στο καθεστώς μετά τον Εμφύλιο 
λίγα μπορούσαν να ειπωθούν. Μην ξεχνάμε πως υπήρχε μια λογοκρισία αυστηρή και 
ηλίθια (από τραγούδι του Καλφόπουλου κόπηκε η λέξη «οδοιπόρος» γιατί θύμιζε το 
«συνοδοιπόρος») και πως συχνά οι ρεμπέτες αυτολογοκρίνονταν. Όπως θα δούμε 
παρακάτω, δεν είναι και λίγα αυτά που «τόλμησαν» να πουν.

Λένε πως τα ρεμπέτικα είναι τραγούδια θλιβερά, παραπονιάρικα. Και είναι. Όχι 
μόνο γιατί η ζωή που ζούσαν οι ρεμπέτες είχε πιότερες τις λύπες απ’ τις χαρές, 
αλλά και γιατί τις λυπητερές στιγμές τους προτιμούσαν να περιγράφουν. Αυτή η 
θλίψη όμως δεν είναι ακριβώς η ίδια στις δυο εποχές του ρεμπέτικου που 
εξετάζουμε. Προπολεμικά, η θλίψη είναι ευκολοεξήγητη, υπάρχει αίτιο και 
αιτιατό: η άπιστη γυναίκα, η αρρώστια, η φτώχεια, κάτι χειροπιαστό τέλος 
πάντων. Εκτός αυτού, τα παραπονιάρικα τραγούδια είναι σχετικά λίγα και συχνά 
έχουν μουσική μισοκεφάτη (παράδειγμα τα σχετικά του Μάρκου). Και πάντως, η 
θλίψη είναι κάπως επιφανειακή.

Μεταπολεμικά επικρατεί μαυρίλα. Τα τραγούδια αυτά αυξάνονται θεαματικά (σε 
μελέτη του Δαμιανάκου, το ποσοστό τους βρίσκεται διπλάσιο). Η θλίψη γίνεται 
απελπισία, συχνά ανεξήγητη, σα να τα ‘χει σκεπάσει όλα ένα γκρίζο πέπλο. Έτσι 
οι εικόνες είναι πιο υποβλητικές, και η λύπη «εφ’ όλης της ύλης»:

                Ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί
                με αίμα και ιδρώτα το τρώμε το ψωμί
                ακόμα και στον έρωτα η φτώχεια μάς πικραίνει
                όλα ο άνεμος, ο άνεμος τα παίρνει

(«Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες», Μητσάκης).

Συχνά μάλιστα φτάνουμε στην «κούραση», την παραίτηση, τους πεισιθάνατους 
στίχους:

                Έχω μια κούραση βαριά στο σώμα μου και στην καρδιά

                και δεν μου κάνει όρεξη ούτε να κουβεντιάσω
                όλα τα έχω βαρεθεί, θέλω να ξαποστάσω.

                Κουράστηκα, τσακίστηκα, δε θέλω πια να ζήσω…

(«Νιώθω μια κούραση βαριά«, 1964)

Εξάλλου τα τραγούδια που μιλούν γι’ αρρώστιες αυξάνονται κατακόρυφα, παρά την 
μετά τον πόλεμο καταπολέμηση ασθενειών όπως η φθίση.

Μήπως η συνολική ήττα και κατάπτωση της κοινωνίας μετά τον Εμφύλιο εξηγεί αυτή 
τη στάση; Ίσως. Πάντως σίγουρα, αν η προπολεμική θλίψη είναι μεράκι, η 
μεταπολεμική είναι καημός.

Ένα άλλο ερώτημα που λογικά μπαίνει, είναι η σχέση του ρεμπέτη με την έξω απ’ 
αυτόν κοινωνία: τη δικαιοσύνη, την πολιτική, τη θρησκεία κτλ. Είναι βέβαια 
ευνόητο ότι την πρώτη περίοδο ο ρεμπέτης του σιναφιού είναι λίγο-πολύ 
αποκλεισμένος απ’ την κοινωνία, και μόνο με αστυνόμους και δικαστήρια έχει πάρε 
– δώσε. Θα παραθέσουμε σχεδόν ολόκληρο ένα τραγούδι του Μάρκου, τον «Ισοβίτη» 
(1936), που πιστεύουμε πως δίνει με τρόπο απαράμιλλο τη νοοτροπία του παλιού 
ρεμπέτη:

Στη φυλακή με ρίξανε ισόβια για σένα
τέτοιο μεγάλονε καημό επότισες εμένα

………

Τώρα θα κάνω έφεση κι ίσως με βγάλουν όξω
κακούργα δολοφόνισσα για να σε πετσοκόψω

………

Εφτά φορές ισόβια τότε να με δικάσουν
και στην κρεμάλα τ’ Αναπλιού εκεί να με κρεμάσουν.
Όλους ενόρκους, δικαστές τους πλάνεψ’ η ομορφιά σου
και με δικάζουν ισόβια για να γενεί η καρδιά σου.

Με τη ραδιουργία σου μπουζούριασα το χύτη
δίχως να θέλω μ’ έκανες να γίνω ισοβίτης.
Τέτοια μεγάλη εκδίκηση αν τηνε ξεμπουκάρω
όπως τον Έκτορα ο Αχιλλεύς τον έσερνε στο κάρο.

Το θαυμάσιο αυτό δείγμα μας δίνει τις εξής πληροφορίες: α) ο φονιάς θεωρεί πως 
είναι περίπου αθώος, αφού για το φόνο (το μπουζούριασμα) φταίνει η «ραδιουργία» 
της «κακούργας» γυναίκας. Με τους δικούς του κώδικες δικαίου, ίσως έχει δίκιο, 
β) Γι’ αυτό και την καταδίκη του την θεωρεί πλάνη που οφείλεται στη δόλια 
επιρροή της όμορφης, γ) Μη έχοντας επίγνωση των νόμων, θεωρεί πολύ εύκολο να 
βγει έξω με έφεση, δ) Αφού εκδικηθεί, τότε χαλάλι. Ας τον κρεμάσουν. 
(Παρεμπιπτόντως επισημαίνουμε τον Έκτορα· ο Μάρκος αγαπούσε να βάζει στα 
τραγούδια του αρχαίους ή λόγιες λέξεις όπως τη ραδιουργία).

Η «αφέλεια» αυτή είναι χαρακτηριστική του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζαν το 
πλέγμα των νόμων. Βέβαια, σε θέματα πιο καθημερινά, π.χ. χασίσι, λαθρεμπόριο, 
έχει επίγνωση των συνεπειών της πράξης του ο ρεμπέτης, και μάλιστα δεν 
παραπονιέται. Ίσως διαμαρτύρεται όταν τον δικάζουν χωρίς να φταίει («θα ‘ρθουν 
μπάτσοι να ορκιστούνε – ψέματα πολλά να πούνε», Μπάτης) και βέβαια νιώθει 
ανίσχυρος μπροστά στην έδρα («Μπράβο σου κύριε πρόεδρε, καλά τα καταφέρνεις – 
με τους σαρανταπέντε σου στη φυλακή με στέλνεις», Δελιάς, 1935), αλλά γενικά 
την καταδίκη και τη φυλάκιση τις αντιμετωπίζει με τη νοοτροπία «αυτές οι 
δουλιές, αυτά έχουνε». Όπως λέει ο «Λαθρέμπορας» του Παπάζογλου:

                Για είκοσι γραμμάρια που μ’ έκαναν πιαστό
                ένα χρονάκι μ’ έστειλαν στην Αίγινα σκαστό.
                Και σαν να μην καλάρεσε στον Πρόεδρο το φίλο
                 μου ‘χει και παραθέρισμα (= εκτόπιση) εξάμηνο στην Πύλο.

 Πέραν από τους δικαστές και τους πολισμάνους (για τους οποίους υπάρχουν άφθονα 
τραγούδια που περιγράφουν καυγάδες, συλλήψεις, λαδώματα κτλ.) η υπόλοιπη 
«απέξω» κοινωνία σχεδόν απουσιάζει στο προπολεμικό ρεμπέτικο. Όπως είπαμε, τα 
επαγγέλματα που συναντιούνται στα τραγούδια είναι αυτά της αγοράς. Ο μόνος 
μορφωμένος είναι ο γιατρός. (Και όπως λέει ο Τσιφόρος, όταν στην πιάτσα 
εμφανιστεί διοπτροφόρος, σοβαρός και κουστουμαρισμένος, γιατρό τον βαφτίζουν).

Η πολιτική κατάσταση σχεδόν δεν απασχολεί το ρεμπέτη της εποχής. Τη θεωρεί κάτι 
το ολότελα ξένο και την αντιμετωπίζει με ανάμιχτη ειρωνεία και αφέλεια («Βάζω 
υποψηφιότητα πρωθυπουργός να γίνω, να κάθομαι τεμπέλικα να τρώω και να πίνω»). 
Το τραγούδι αυτό γράφτηκε απ’ τον Μάρκο, που ήταν ο πιο εναργής καταγραφέας 
γεγονότων της εποχής, όταν γύρω στο ‘ 35 συνέβηκαν αλλεπάλληλοι θάνατοι 
πρωθυπουργών. Πιο κάτω λέει:

                Όσοι γενούν πρωθυπουργοί, όλοι τους θα πεθάνουν
                τους κυνηγάει ο λαός για τα καλά που κάνουν.
                Πέθανε ο Κονδύλης μας, πάει κι ο Βενιζέλος
                την πούλεψε κι ο Δεμερτζής που θα ‘φέρνε το τέλος.

[Εδώ έχω κάνει λάθος. Το τραγούδι του Μάρκου γράφτηκε το 1935 και δεν είχε 
αναφορές στους διαδοχικούς θανάτους πρωθυπουργών, που συνέβησαν στις αρχές του 
1936. Τον επόμενο χρόνο, όταν συνέβηκαν οι θάνατοι, προστέθηκε στο πάλκο αλλά 
όχι σε δίσκο η στροφή με τα ονόματα. Το λάθος αυτό το βρίσκει κανείς ακόμα και 
σήμερα]

Στάση καθαρά ειρωνική δηλαδή, ενώ το πιο κάτω τετράστιχο του ίδιου τραγουδιού 
που δεν υπάρχει στο δίσκο αλλά τραγουδιόταν στα πάλκα, μπορεί να ερμηνευτεί σαν 
«άνοιγμα» προς την εργατική πελατεία των μαγαζιών, που αύξαινε:

Και για προσέξετε καλά Γιαννάκη και Σοφούλη
μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας και σας μασήσει ούλοι.

Ο Σκλάβαινας, βεβαίως, ήταν ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ. Αλλά εδώ σταματάει η 
ανάμειξη της πολιτικής στο προπολεμικό ρεμπέτικο. Προσθέτουμε μόνο την 
πληροφορία πως ο εξαίρετος τραγουδιστής αμανέδων Βαγγ· Σοφρωνίου ήταν γνωστός 
στην πιάτσα σαν ο «Βαγγελάκης ο κομμουνιστής».

Με τον πόλεμο, όμως, ο ρεμπέτης μπαίνει για τα καλά μέσα στα πράγματα. Οι 
περισσότεροι ρεμπέτες παίρνουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, κι αυτό 
αντανακλάται και στα τραγούδια τους, που φυσικά τα περισσότερα δεν έχουν 
χτυπηθεί σε δίσκο. Έχουν γραφτεί πάρα πολλά ρεμπέτικα «της κατοχής», που αρκούν 
για να γεμίσουν όχι έναν άλλα ίσως τρεις – τέσσερις μεγάλους δίσκους. Τραγούδια 
για την Αλβανία, τον Μουσολίνι, για πατριώτες θύματα του Αγώνα όπως ο Στέλιος ο 
Καλδάρας (απ’ τον Γενίτσαρη) ή ο Γαβαλάς (απ’ τον Μαρινάκη) αλλά και για τον 
Άρη (απ’ τον Χιώτη), για τη μεγάλη πείνα του σαρανταένα (Μαρινάκης) αλλά και 
για το βομβαρδισμό του Πειραιά ή την απελευθέρωση, όπως και μερικά για τους 
αντάρτες. Αυτό το εν πολλοίς άγνωστο υλικό είναι βέβαια δυσεύρετο και ίσως γι’ 
αυτό υπήρχε παλιότερα η εντύπωση ότι οι ρεμπέτες αδιαφόρησαν μπρος στον 
παλλαϊκό ξεσηκωμό και κοίταξαν απλά «να τη βολέψουν». Ο Μάρκος στην 
αυτοβιογραφία του λέει, βέβαια, πως ανάμεσα σε χίτες και ελασίτες κρατούσε μια 
στάση «ζούλα απ’ τον ένα, ζούλα κι απ’ τον άλλο»· φαίνεται όμως να είναι η 
εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας, τη στιγμή που δεκάδες ρεμπέτηδες, ειδικά οι 
νεότεροι, είχαν συμμετοχή στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ.

Και στα δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο, είτε μέσα στον Εμφύλιο είτε αμέσως 
μετά, οι ρεμπέτες έδωσαν άφθονα τραγούδια που συμπαραστέκονται στους 
δοκιμαζόμενους αγωνιστές. Κάτι που δεν έχει ίσως προσεχτεί είναι τα πολλά 
τραγούδια εκείνης της εποχής που μιλούν για άδικη φυλάκιση, όπως το πασίγνωστο 
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Καλδάρα («τι έκανε το παλικάρι και το κλείσαν 
φυλακή») ενώ πολύ πιο ανοιχτά το λέει το «Μες στα μπουντρούμια» του Μπακάλη:

Ένας λεβέντης ξαγρυπνά στο σκοτεινό κελί του
μες στα μπουντρούμια τα φριχτά τον ρίξαν οι εχθροί

του

ή ακόμα: «Ο μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ» (του ίδιου, 1952).

Άλλες φορές πάλι, βρίσκουμε εύγλωττες όσο και πρωτόφαντες μεταφορές και 
παρομοιώσεις:

Συρματοπλέγματα βαριά, ζώνουν τη δόλια μου καρδιά (Μπακάλης)

ή:

Σαν τον κατάδικο που περιμένει μπροστά στ’ απόσπασμα πριν την αυγή
έτσι και μένα δε θα μ’ έβρει άλλο πρωί, άλλο πρωί

(«Πριν την αυγή», Τσιτσάνης, 1959)

και:
Στα μαύρα ξένα που γυρνώ σαν τον εξόριστο περνώ

(Μπακάλης)

Είναι φανερό πως ο ρεμπέτης έχει πλήρη επίγνωση του τι γίνεται, συμπάσχει και 
καταγγέλλει, γι’ αυτό άλλωστε η φυλακή είναι κάτι τραγικό και κανείς δεν 
διανοείται να πει: «Στον Ωρωπό, καλέ, την περνάμε φίνα, πιο καλά κι απ’ την 
Αθήνα», όπως το 1933 ο Μπάτης.

Αλλά και σ’ εκείνα ακόμα τα μεταπολεμικά φυλακίστικα ρεμπέτικα όπου σαν αιτία 
της φυλάκισης κατονομάζεται κάτι «άσχετο με την πολιτική», συνήθως μια γυναίκα, 
συναντάμε υπαινιγμούς και ένα γενικό κλίμα που τα διαφοροποιούν τελείως απ’ το 
προπολεμικό,

Στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια
το βλάμη που γουστάριζες τον έκανα κομμάτια

(Μάρκος, 1934)

Αυτά τα δείγματα «αγωνιστικού» ρεμπέτικου, τα μεταπολεμικά, λύνουν μια 
παρεξήγηση, δεν πρέπει όμως να δημιουργήσουν μιαν άλλη, κάνοντάς μας να 
πιστέψουμε πως το ρεμπέτικο μπόρεσε να γίνει το μαχόμενο κοινωνικό τραγούδι. 
Όχι, δεν μπόρεσε. Και μάλιστα τα κοινωνικά τραγούδια σε ποσοστό ήταν λιγοστά. 
Μια δυνατότητα δείχνουν απλώς.
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση