Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
Και το βιβλίο φεύγει αέρας. Σπύρος 30 Ιουλ 2018, 01:12, ο χρήστης «Chrysella Lagaria » έγραψε: > Δεν ξέρω για το βιβλίο ολόκληρο, > το συγκεκριμένο απόσπασμα πάντως είναι καθηλωτικό, άκρως περιγραφικό και με > λεξιλόγιο και εκφράσεις άψογα τοποθετημένες στην εποχή για την οποία γράφει! > Χρυσέλλα > > Στάλθηκε από το iPhone μου > > 29 Ιουλ 2018, 12:49, ο χρήστης «skordilis-spyros » έγραψε: > >> ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το >> κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος >> >> -- >> From: "skordilis-spyros" >> Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM >> To: "οραση list" >> Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) >> >>> >>> Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) >>> 3 Votes >>> >>> >>> >>> Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την >>> πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας >>> Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και >>> για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της >>> πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο >>> Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«. >>> >>> Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός >>> πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που >>> σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον >>> βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ >>> ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό >>> και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η >>> πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. >>> >>> Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. >>> Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό. >>> >>> Γέεννα >>> >>> Κυριακή 7 Αυγούστου 1917 >>> >>> Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη >>> άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κόντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια >>> καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό >>> του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το >>> τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, >>> ούτε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα >>> ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα; >>> >>> «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα >>> απ' τους καπνούς και το ξενύχτι. >>> >>> «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;» >>> >>> Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβολία θα του είπαν >>> «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντάφυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα >>> χάδι του καθώς περνούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια >>> γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος >>> και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φωτιάς, που από χθες το μεσημέρι >>> κατάπινε έναν έναν τους δρόμους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις >>> αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον >>> περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύρο ήταν μόνο το >>> λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κάθε ενδεχόμενο, κι εκείνο το >>> κομμάτι του ουρανού που έβλεπε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη >>> μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά. >>> >>> Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και >>> χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορτας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η >>> υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική >>> εθιμοτυπία. >>> >>> «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χωρίς καν να τον >>> καλησπερίσει. >>> >>> «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο. >>> >>> «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του >>> πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησίασε στο κρεβάτι του από χθες». >>> >>> Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του. >>> >>> «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το >>> δικαίωμα.» >>> >>> Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό. >>> >>> «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση». >>> >>> Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρτα του γραφείου του. >>> Χτύπησε και του έκανε νόημα να περιμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' >>> αφήνει πίσω της την πόρτα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι >>> από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή >>> της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα >>> ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να >>> στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.) >>> >>> >>> >>> Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντ
Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
Δεν ξέρω για το βιβλίο ολόκληρο, το συγκεκριμένο απόσπασμα πάντως είναι καθηλωτικό, άκρως περιγραφικό και με λεξιλόγιο και εκφράσεις άψογα τοποθετημένες στην εποχή για την οποία γράφει! Χρυσέλλα Στάλθηκε από το iPhone μου 29 Ιουλ 2018, 12:49, ο χρήστης «skordilis-spyros » έγραψε: > ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το > κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος > > -- > From: "skordilis-spyros" > Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM > To: "οραση list" > Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) > >> >> Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) >> 3 Votes >> >> >> >> Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την >> πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, >> θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για >> σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της >> πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο >> Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«. >> >> Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός >> πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που >> σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον >> βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ >> ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και >> με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η >> Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. >> >> Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. >> Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό. >> >> Γέεννα >> >> Κυριακή 7 Αυγούστου 1917 >> >> Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη >> άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κόντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια >> καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του >> ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι >> κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ούτε καν >> να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. >> Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα; >> >> «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα >> απ' τους καπνούς και το ξενύχτι. >> >> «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;» >> >> Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβολία θα του είπαν >> «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντάφυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι >> του καθώς περνούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια >> γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος >> και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φωτιάς, που από χθες το μεσημέρι >> κατάπινε έναν έναν τους δρόμους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, >> τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον περίβολο >> της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύρο ήταν μόνο το λαντό, που το >> είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κάθε ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού >> που έβλεπε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη >> πυρκαγιά. >> >> Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και >> χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορτας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η >> υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική >> εθιμοτυπία. >> >> «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χωρίς καν να τον >> καλησπερίσει. >> >> «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο. >> >> «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του >> πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησίασε στο κρεβάτι του από χθες». >> >> Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του. >> >> «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το >> δικαίωμα.» >> >> Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό. >> >> «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση». >> >> Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρτα του γραφείου του. >> Χτύπησε και του έκανε νόημα να περιμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' αφήνει >> πίσω της την πόρτα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει >> είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της >> ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα >> με λαντίνο. Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται >> πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.) >> >> >> >> Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο. >> >> «Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβαλάω όλη την κάπνα της >> πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει από τις λέξεις του μια επίγευση >> ει
Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος -- From: "skordilis-spyros" Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM To: "οραση list" Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού) 3 Votes Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό. Γέεννα Κυριακή 7 Αυγούστου 1917 Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κόντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ούτε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα; «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα απ' τους καπνούς και το ξενύχτι. «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;» Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβολία θα του είπαν «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντάφυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι του καθώς περνούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φωτιάς, που από χθες το μεσημέρι κατάπινε έναν έναν τους δρόμους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύρο ήταν μόνο το λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κάθε ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού που έβλεπε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορτας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική εθιμοτυπία. «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χωρίς καν να τον καλησπερίσει. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο. «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησίασε στο κρεβάτι του από χθες». Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του. «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το δικαίωμα.» Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό. «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση». Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρτα του γραφείου του. Χτύπησε και του έκανε νόημα να περιμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' αφήνει πίσω της την πόρτα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σίγουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.) Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο. «Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβαλάω όλη την κάπνα της πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύψει από τις λέξεις του μια επίγευση ειρωνείας. Ο Αλπερέν μπέης τού έδειξε βουβά την πολυθρόνα απέναντι του, όπου ήταν και η συνηθισμένη του θέση. Η Μίρζα πήρε ένα σκαμπό από τη γωνία με την ανθοστήλη και το έβαλε δίπλα στο γραφείο του πατέρα της. «Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε μόλις κράτησε τη βεντάλια στα χέρια της. Εκείνος σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι αρνήθηκε αποκαλύπτοντας ένα μέρος του λαιμού του γεμάτο καρβουνόσκονη και ιδρώτα που είχε στεγνώσει πάνω του. Απέναντι του ο Αλπερέν μπέης δεν έδειχνε και πολύ καλύτερός του. Δε φορούσε γραβάτα ούτε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν