Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)

2018-07-29 ϑεμα Σκορδίλης Σπύρος
Και το βιβλίο φεύγει αέρας. Σπύρος

30 Ιουλ 2018, 01:12, ο χρήστης «Chrysella Lagaria » 
έγραψε:

> Δεν ξέρω για το βιβλίο ολόκληρο,
> το συγκεκριμένο απόσπασμα πάντως είναι καθηλωτικό, άκρως περιγραφικό και με 
> λεξιλόγιο και εκφράσεις άψογα τοποθετημένες στην εποχή για την οποία γράφει!
> Χρυσέλλα
> 
> Στάλθηκε από το iPhone μου
> 
> 29 Ιουλ 2018, 12:49, ο χρήστης «skordilis-spyros » έγραψε:
> 
>> ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το 
>> κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος
>> 
>> --
>> From: "skordilis-spyros" 
>> Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM
>> To: "οραση list" 
>> Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
>> 
>>> 
>>> Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
>>> 3 Votes
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την 
>>> πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας 
>>> Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και 
>>> για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της 
>>> πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο 
>>> Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«.
>>> 
>>> Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός 
>>> πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που 
>>> σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον 
>>> βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ 
>>> ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό 
>>> και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η 
>>> πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.
>>> 
>>> Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. 
>>> Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.
>>> 
>>> Γέεννα
>>> 
>>> Κυριακή 7 Αυγούστου 1917
>>> 
>>> Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη 
>>> άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια 
>>> καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό 
>>> του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το 
>>> τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, 
>>> ού­τε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα 
>>> ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;
>>> 
>>> «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα 
>>> απ' τους καπνούς και το ξενύχτι.
>>> 
>>> «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»
>>> 
>>> Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν 
>>> «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα 
>>> χάδι του καθώς περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια 
>>> γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος 
>>> και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι 
>>> κατάπινε έναν έναν τους δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις 
>>> αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον 
>>> περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το 
>>> λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε ενδεχόμενο, κι εκείνο το 
>>> κομμάτι του ουρανού που έβλε­πε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη 
>>> μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά.
>>> 
>>> Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και 
>>> χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η 
>>> υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική 
>>> εθιμο­τυπία.
>>> 
>>> «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον 
>>> καλησπερίσει.
>>> 
>>> «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο.
>>> 
>>> «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του 
>>> πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».
>>> 
>>> Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του.
>>> 
>>> «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το 
>>> δικαίωμα.»
>>> 
>>> Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.
>>> 
>>> «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση».
>>> 
>>> Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. 
>>> Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' 
>>> αφήνει πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι 
>>> από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή 
>>> της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα 
>>> ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να 
>>> στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.)
>>> 
>>> 
>>> 
>>> Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντ

Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)

2018-07-29 ϑεμα Chrysella Lagaria
Δεν ξέρω για το βιβλίο ολόκληρο,
το συγκεκριμένο απόσπασμα πάντως είναι καθηλωτικό, άκρως περιγραφικό και με 
λεξιλόγιο και εκφράσεις άψογα τοποθετημένες στην εποχή για την οποία γράφει!
Χρυσέλλα

Στάλθηκε από το iPhone μου

29 Ιουλ 2018, 12:49, ο χρήστης «skordilis-spyros » έγραψε:

> ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το 
> κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος
> 
> --
> From: "skordilis-spyros" 
> Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM
> To: "οραση list" 
> Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
> 
>> 
>> Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
>> 3 Votes
>> 
>> 
>> 
>> Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την 
>> πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας Κυριακή, 
>> θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή και για 
>> σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, της 
>> πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την αφηγείται ο 
>> Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και μία νύχτες«.
>> 
>> Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός 
>> πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που 
>> σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον 
>> βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ 
>> ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό και 
>> με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η πόλη, η 
>> Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.
>> 
>> Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. 
>> Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.
>> 
>> Γέεννα
>> 
>> Κυριακή 7 Αυγούστου 1917
>> 
>> Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη 
>> άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη σιδερένια 
>> καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το πουκάμισό του 
>> ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε φύγει το τακούνι 
>> κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει, ού­τε καν 
>> να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. 
>> Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;
>> 
>> «Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν κόκκινα 
>> απ' τους καπνούς και το ξενύχτι.
>> 
>> «Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»
>> 
>> Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν 
>> «Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα χάδι 
>> του καθώς περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια 
>> γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος 
>> και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι 
>> κατάπινε έναν έναν τους δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις αυλές, 
>> τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον περίβολο 
>> της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το λαντό, που το 
>> είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε ενδεχόμενο, κι εκείνο το κομμάτι του ουρανού 
>> που έβλε­πε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου ακόμη μαινόταν η μεγάλη 
>> πυρκαγιά.
>> 
>> Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και 
>> χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η 
>> υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η κοινωνική 
>> εθιμο­τυπία.
>> 
>> «Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον 
>> καλησπερίσει.
>> 
>> «Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον διάδρομο.
>> 
>> «Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του 
>> πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».
>> 
>> Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του.
>> 
>> «Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το 
>> δικαίωμα.»
>> 
>> Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.
>> 
>> «Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει αντίρρηση».
>> 
>> Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. 
>> Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' αφήνει 
>> πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι από κει 
>> είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή της 
>> ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα ανάκατα 
>> με λαντίνο. Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να στέκεται 
>> πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.)
>> 
>> 
>> 
>> Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο.
>> 
>> «Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβα­λάω όλη την κάπνα της 
>> πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύ­ψει από τις λέξεις του μια επίγευση 
>> ει

Re: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)

2018-07-29 ϑεμα skordilis-spyros
ενα βιβλίο μεστό σε ιστορία και δεμένο άριστα με το σχετικό στόρι που το 
κάνει να μήν το αποχωρίζεσε μέχρι το τέλος. σπύρος


--
From: "skordilis-spyros" 
Sent: Sunday, July 29, 2018 12:36 PM
To: "οραση list" 
Subject: [Orasi] Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)



Γέεννα (του Ισίδωρου Ζουργού)
3 Votes



Λογοτεχνικό θέμα ζητάει η ημέρα αλλά ακόμα μας κυνηγάει η κάπνα από την 
πυρκαγιά. Κάτι ανάλαφρο, που είχα διαλέξει από την περασμένη κιόλας 
Κυριακή, θα ήταν αταίριαστο -το μεταθέτω λοιπόν για την επόμενη Κυριακή 
και για σήμερα διαλέγω τη λογοτεχνική παρουσίαση μιας ιστορικής πυρκαγιάς, 
της πυρκαγιάς της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917, όπως μας την 
αφηγείται ο Ισίδωρος Ζουργός στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Λίγες και 
μία νύχτες«.


Στο μυθιστόρημα αυτό ο Ζουργός παρακολουθεί τη ζωή του Λευτέρη, ενός 
πανέξυπνου Θεσσαλονικιού, γεννημένου στα τέλη του 19ου αιώνα, που 
σημαδεύεται πολύ νέος από έναν αταίριαστο έρωτα. Η πυρκαγιά του 1917 τον 
βρίσκει να έχει μια υποτυπώδη επιχείρηση πρακτόρευσης εφημερίδων ενώ 
ταυτόχρονα είναι δεξί χέρι του ντονμέ Αλπερέν Μπέη αλλά κρυφά έχει δεσμό 
και με την κόρη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο βιβλίο παίζει φυσικά και η 
πόλη, η Θεσσαλονίκη, και ιδίως η οδός Εξοχών, η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας.


Ο Ζουργός αφιερώνει στην πυρκαγιά ένα κεφάλαιο που το τιτλοφορεί Γέεννα. 
Παραθέτω το μεγαλύτερο μέρος από το κεφάλαιο αυτό.


Γέεννα

Κυριακή 7 Αυγούστου 1917

Ο Θόδωρος, ο αμαξάς του Αλπερέν μπέη, δε θυμόταν να είχε δει τον Λευτέρη 
άλλη φορά σε τέτοιο χάλι. Κό­ντευε έξι το απόγευμα όταν πέρασε τη 
σιδερένια καγκελόπορτα και προχώρησε στον κήπο. Δε φορούσε σακάκι και το 
πουκάμισό του ήταν γεμάτο κάπνα και χώματα. Από το ένα του παπούτσι είχε 
φύγει το τακούνι κι αναγκαστικά στραβοπατούσε. 0 αμαξάς δεν τόλμησε να τον 
ρωτήσει, ού­τε καν να τον καλησπερίσει. Ήταν φανερό ότι είχε περάσει όλη 
τη νύχτα ξάγρυπνος. Άλλωστε ποιος είχε κοιμηθεί τέτοια νύχτα;


«Είναι μέσα ο μπέης;» τον ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του που ήταν 
κόκκινα απ' τους καπνούς και το ξενύχτι.


«Μέσα είναι, Λευτέρη. Τι θεομηνία είναι πάλι αυτή;»

Κούνησε μόνο το κεφάλι και προχώρησε. Χωρίς αμφιβο­λία θα του είπαν 
«Καλησπέρα» τα πεύκα και τα τριαντά­φυλλά του· σίγουρα θα περίμεναν ένα 
χάδι του καθώς περ­νούσε από μπροστά τους. Δεν τους μίλησε, παρά έριξε μια 
γρήγορη ματιά για να βεβαιωθεί ότι εκεί στη βίλα ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος 
και δεν τον είχε μαυρίσει η κόλαση της φω­τιάς, που από χθες το μεσημέρι 
κατάπινε έναν έναν τους δρό­μους της πόλης, τα ξύλινα φτωχόσπιτα, τις 
αυλές, τα δέντρα, τα μέγαρα με τους κίονες και τις μετόπες. Ευτυχώς στον 
περίβολο της έπαυλης νικούσε ακόμη το πράσινο. Εκεί μαύ­ρο ήταν μόνο το 
λαντό, που το είχε έτοιμο ο Θόδωρος για κά­θε ενδεχόμενο, κι εκείνο το 
κομμάτι του ουρανού που έβλε­πε προς τη Δύση και το Λιμάνι, εκεί όπου 
ακόμη μαινόταν η μεγάλη πυρκαγιά.


Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια χωρίς να σκουπίσει τα παπούτσια του και 
χτύπησε το ρόπτρο της λευκής εξώπορ­τας. Του άνοιξε η Μίρζα κι όχι η 
υπηρέτρια, γιατί ήταν οι ώρες τέτοιες που έμπαινε στο περιθώριο η 
κοινωνική εθιμο­τυπία.


«Είναι στο γραφείο και νομίζω σε περιμένει», του είπε χω­ρίς καν να τον 
καλησπερίσει.


«Ευχαριστώ», μουρμούρισε μέσ' απ' τα δόντια του και προχώρησε στον 
διάδρομο.


«Λευτέρη!» άκουσε πάλι τη φωνή της και κοντοστάθηκε. «Ό,τι έχεις να του 
πεις, με τρόπο σε παρακαλώ. Δεν πλησία­σε στο κρεβάτι του από χθες».


Άκουσε τα βήματά της πίσω απ' την πλάτη του.

«Θέλω να 'μαι κι εγώ μπροστά. Τι κι αν είμαι γυναίκα; Έχω νομίζω το 
δικαίωμα.»


Μια πνοή αέρα που κουβαλούσε η φωνή της του δρόσισε τον λαιμό.

«Κι εγώ σε θέλω εκεί μέσα», της είπε. «Ας ελπίσουμε να μην έχει 
αντίρρηση».


Η Μίρζα τον προσπέρασε αθόρυβα και στάθηκε στην πόρ­τα του γραφείου του. 
Χτύπησε και του έκανε νόημα να πε­ριμένει. Την είδε να μπαίνει και ν' 
αφήνει πίσω της την πόρ­τα μισάνοιχτη. Προχώρησε προς το άνοιγμά της, κι 
από κει είδε το μισό γραφείο κι ένα κομμάτι απ' τη βιβλιοθήκη του. Η φωνή 
της ακουγόταν καθαρά, αλλά δεν πολυκαταλάβαινε γιατί μιλούσαν τούρκικα 
ανάκατα με λαντίνο. Αυτό που σί­γουρα ήξερε ήταν πως τον ενοχλούσε πια να 
στέκεται πίσω από μισάνοιχτες πόρτες και να κρυφακούει. (.)




Έσπρωξε την πόρτα ανοίγοντάς την διάπλατα και πέρασε στο μεγάλο γραφείο.

«Πείτε μου πού να καθίσω για να μη σας λερώσω, κουβα­λάω όλη την κάπνα της 
πόλης», είπε χωρίς να μπορεί να κρύ­ψει από τις λέξεις του μια επίγευση 
ειρωνείας.


Ο Αλπερέν μπέης τού έδειξε βουβά την πολυθρόνα απέ­ναντι του, όπου ήταν 
και η συνηθισμένη του θέση. Η Μίρζα πήρε ένα σκαμπό από τη γωνία με την 
ανθοστήλη και το έβα­λε δίπλα στο γραφείο του πατέρα της.


«Θέλεις τσάι;» τον ρώτησε μόλις κράτησε τη βεντάλια στα χέρια της.

Εκείνος σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι αρνήθηκε αποκαλύ­πτοντας ένα μέρος του 
λαιμού του γεμάτο καρβουνόσκονη και ιδρώτα που είχε στεγνώσει πάνω του. 
Απέναντι του ο Αλπερέν μπέης δεν έδειχνε και πολύ καλύτερός του. Δε 
φο­ρούσε γραβάτα ούτε σακάκι και το πουκάμισό του ήταν