ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΧΑΡΙΔΗ «ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ: ΜΙΑ 
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΉ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ «ΟΡΑΣΗΣ» (μέρος 8ο)




Έκθεση στο χώρο και επιτελέσεις οπτικής αναπηρίας

Ξαφνικά, μία φωνή επιβάλλεται στη θορυβώδη κίνηση του αθηναϊκού κέντρου. 
Ακούγεται να δίνει οδηγίες προσανατολισμού: «δεξιά, αριστερά, ευθεία.». Ο τόνος 
είναι περιπαικτικός, ανήκει σε ένα βλέποντα άνδρα μέσης ηλικίας και απευθύνεται 
σε μία νεαρή, τυφλή γυναίκα που περπατά προσεκτικά στο πεζοδρόμιο κρατώντας το 
μπαστούνι ανοιχτό στο δεξί της χέρι. Τον έχει μόλις προσπεράσει, όταν εκείνος, 
παραμένοντας στη θέση του, αρχίζει να την «καθοδηγεί» από μακριά με ύφος 
κοροϊδευτικό και επιτηδευμένο. «Τα νεύρα μου», μουρμουρίζει εκείνη σφίγγοντας 
τα δόντια αγανακτισμένη και συνεχίζει την πορεία της, χωρίς να αλλάξει το ρυθμό 
του βήματός της ή να αφήσει κάποια άλλη υπόνοια ότι αντιλήφθηκε την πρόθεσή του 
να την προσβάλει δημοσίως. Μία ηρεμία επιφανειακή, με άλλα λόγια, που έδινε την 
εντύπωση ότι επρόκειτο για ένα περιστατικό που έχει αντιμετωπίσει 
επανειλημμένα. Μία συνηθισμένη εικόνα, επίσης, που συμπεριλαμβάνεται, με εκείνη 
ή την άλλη λεπτομέρεια να διαφέρει, στις αφηγήσεις των προσωπικών εμπειριών 
πολλών τυφλών ατόμων και που αιτιολογεί το δισταγμό κάποιων, το πείσμα άλλων, 
να κινούνται χωρίς συνοδεία και με τη βοήθεια του μπαστουνιού τους σε δημόσιους 
χώρους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, τέλος, της εξουσίας του βλέμματος των 
βλεπόντων που μπορεί να ενεργοποιήσει αυτόματα η έκθεση ενός τυφλού ατόμου.   
  
«Η ορατότητα είναι μία παγίδα» (1989: 265), μας λέει ο Foucault, εστιάζοντας 
μέρος της ιστορικής και πολιτικής του ανάλυσης για τα δυτικά συστήματα τιμωρίας 
και πειθάρχησης στην εξουσία που ασκείται μέσω του βλέμματος που επιτηρεί - όχι 
μόνο τον φυλακισμένο, αλλά και τον τρελό, τον άρρωστο, το μαθητή, τον εργάτη. 
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται στο Πανοπτικό, εκείνο το σύστημα εγκλεισμού και 
επιτήρησης που αρχίζει να διαδίδεται περί τα τέλη του 18ου αιώνα στο δυτικό 
κόσμο. Συμβάλλοντας στην κατασκευή της όρασης ως κυρίαρχης αίσθησης, η 
ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι εγκαθιδρύει την εξουσία και εξασφαλίζει την 
τήρηση της τάξης εντός των χωρικών του πλαισίων βασιζόμενο στη λογική της 
μονόδρομης ορατότητας: ο επιτηρούμενος, πλήρως ορατός ο ίδιος, αλλά ανήμπορος 
να δει εκείνον που τον επιτηρεί λόγω της διάταξης του χώρου, καταλήγει να 
ενσωματώνει το μηχανισμό της εξουσίας που του ασκείται, να ενσαρκώνει τις 
προϋπόθέσεις για τη λειτουργία του, καθώς οι στιγμές της επίβλεψής του 
ξεφεύγουν από τον έλεγχό του (όπ.π.: 266-8). Εν ολίγοις, καθώς ο επιτηρούμενος 
μπορεί να ιδωθεί, αλλά όχι να δει (τον επιτηρητή ή τους συγκρατούμενούς του), 
εσωτερικεύει το βλέμμα που υποθέτει ότι αδιάκοπα τον επιτηρεί, καταλήγοντας να 
ελέγχει ο ίδιος τον εαυτό του (2008: 132). Διαμορφώνεται, με αυτόν τον τρόπο, 
«μία πραγματική καθυπόταξη [.] από μία πλασματική σχέση» (1989: 268). 
Όπως και στην αναλυτική του στίγματος, το βλέμμα που παρατηρεί, αξιολογεί και 
τελικά επιβάλλεται, παίζει κι εδώ καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, ενώ στη λογική του 
Goffman ο αμφίδρομος χαρακτήρας του αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την 
οπτική επικοινωνία και τις σχέσεις στιγματισμού μεταξύ των προσώπων, ο Foucault 
επικεντρώνεται στην απο-προσωποποίηση της εξουσίας που επιτυγχάνεται μέσω του 
μονόδρομου βλέμματος, αυτού, δηλαδή που παρακολουθεί χωρίς να παρακολουθείται. 
Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματικότητα του πανοπτικού συστήματος συνίσταται 
στο ότι η εξουσία δεν ασκείται από κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ή καλύτερα, δεν 
έχει σημασία από ποιον θα ασκηθεί. Αντιθέτως, η λειτουργία της είναι αυτόματη 
και μηχανιστική και εξασφαλίζεται από την κατάσταση πλήρους ορατότητας του 
άλλου, καθώς και από τις ασυνέχειες της επιτήρησης που ασκεί το βλέμμα (όπ.π.: 
267). Ο επιτηρούμενος «είναι αντικείμενο μίας πληροφόρησης, ποτέ υποκείμενο 
μίας επικοινωνίας», γράφει ο Foucault (όπ.π.: 265), επισημαίνοντας τη διπλή 
ικανότητα του βλέμματος του Πανοπτικού να απο-προσωποποιεί την άσκηση εξουσίας 
την ίδια στιγμή που της επιτρέπει να επενεργεί στο κάθε άτομο ξεχωριστά, 
συμμορφώνοντας το σώμα και κανονικοποιώντας τις λεπτομέρειές του. Και καθώς η 
ασφυκτική αυτή επιτήρηση των σωμάτων που καθίστανται ορατά δεν περιορίζεται 
μόνο στις δομές σωφρονισμού της εποχής, ούτε σε εκείνες του νοσοκομείου, του 
εργοστασίου ή του σχολείου, όπου η λογική του πανοπτισμού αρχίζει να 
επεκτείνεται κατά το 19ου αιώνα (όπ.π.: 271-4), ο Foucault βλέπει ως σφαίρα 
δράσης της συγκεκριμένης μορφής εξουσίας την «κάτω περιοχή», εκείνη των 
αντικανονικών σωμάτων που θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στο σύνολο του 
κοινωνικού σώματος (όπ.π.: 275). 
Στην αμφίδρομη αυτή σχέση μεταξύ επιτήρησης - και επομένως γνώσης του σώματος 
και του ατόμου - και πειθάρχησης βρίσκουμε τον παραγωγικό χαρακτήρα που 
αναγνωρίζει ο Foucault στην έννοια της εξουσίας και στις σύγχρονες τεχνικές 
ελέγχου που υποστηρίζουν τη λειτουργία της (2008: 77). Σε αντίθεση με τον 
Goffman, που αναλύει το στιγματισμένο εαυτό και σώμα ως ήδη πάσχοντα όταν 
εισέρχονται στις διαπροσωπικές σχέσεις και προσεγγίζει την εξουσία που τους 
ασκείται με όρους αρνητικούς (όπως απόρριψη, απαγόρευση, απόκρυψη, επιβολή, 
κ.ο.κ.), ο Foucault εστιάζει στο πώς αυτό που νοείται ως αντικανονικό σώμα 
αποτελεί αδιάσπαστο μέρος των ίδιων των σχέσεων εξουσίας που κινητοποιούνται 
μέσω του βλέμματος που το επιτηρεί και το κάνει να πειθαρχεί, στο πώς, δηλαδή, 
το αντικανονικό σώμα αποτελεί την προϋπόθεση για τη λειτουργία τους και 
συγχρόνως το αποτέλεσμά τους (1991: 107). Με αυτή την έννοια, λαμβάνοντας 
υπόψιν ότι τα τυφλά άτομα μπορούν να ιδωθούν αλλά όχι να δουν, ότι το σώμα τους 
είναι εκτεθειμένο και, άρα, ευάλωτο στη  μονόδρομη και ιεραρχική λειτουργία του 
βλέμματος που αναλύει ο Foucault, το ζήτημα αφορά στο πώς συγκροτείται η 
υποκειμενικότητά τους ενόσω κινούνται στον χώρο και σε στιγμές που το σώμα τους 
εκτίθεται σε αξιολογήσεις που λαμβάνουν τις έννοιες του χώρου και του 
υποκειμένου με όρους οπτικής επάρκειας. Πώς επενεργεί, με άλλα λόγια, η εξουσία 
της οπτικής αρτιμέλειας στο σώμα των τυφλών ατόμων καθώς αυτό γίνεται ορατό στο 
δημόσιο και συνήθως οπτικοποιημένο χώρο, δομώντας συγχρόνως σημαντικό μέρος 
αυτού που νοείται ως οπτική βλάβη; 
Οι εξονυχιστικές ερωτήσεις που απευθύνθηκαν πριν λίγα χρόνια σε μία νεαρή 
δικηγόρο με πρόβλημα όρασης προσφέρουν ένα ενδεικτικό παράδειγμα για το πώς το 
βλέμμα του άλλου, εκείνου που παρακολουθεί και αξιολογεί, αποτελεί μία από τις 
συνθήκες που συγκροτούν το σώμα των τυφλών ατόμων γενικά και την οπτική τους 
βλάβη ειδικά. Παραθέτονται όπως δημοσιεύθηκαν σε άρθρο της Ελευθεροτυπίας της 
25ης Μαΐου 2009, με τίτλο: «Εξευτελισμός δικηγόρου, όταν κατήγγειλε ρατσιστική 
συμπεριφορά εναντίον της - Είστε. βέβαιη ότι είστε τυφλή;». Και στη συνέχεια: 

[.] Δε βλέπετε καθόλου ή βλέπετε σκιές; Χρησιμοποιείτε μπαστούνι; Διότι σας 
έχουν δει στις σκάλες του μετρό χωρίς μπαστούνι [...] Είπατε στην κατάθεσή σας 
ότι σας εξυπηρέτησε μία νεαρή κοπέλα. Εφόσον δε βλέπετε, πώς καταλάβατε ότι 
είναι νεαρή;

Τα παραπάνω ερωτήματα απευθύνθηκαν στη δικηγόρο από το Πειθαρχικό Συμβούλιο 
Διοικητικού Εφετείου Αθηνών κατά τη διάρκεια εξέτασης της μήνυσης που κατέθεσε 
εναντίον δικαστικού υπαλλήλου. Αφορμή στάθηκε η προσβλητική άρνησή του να την 
εξυπηρετήσει στην ανάγνωση κάποιων απαραίτητων για τις δικαστικές διαδικασίες 
εγγράφων, λέγοντάς της, μεταξύ άλλων, ότι δεν υποχρεούται να κάνει τη δουλειά 
της. Όπως τονίζει ο αρθογράφος, λαμβάνοντας σαφή θέση υπέρ της δικηγόρου, η 
ίδια η εξεταστική διαδικασία αποτέλεσε μία «απόπειρα αμφισβήτησης της 
αναπηρίας» της και μάλιστα «όταν τα έγγραφα των αρμοδίων του ΙΚΑ επιτροπών που 
είχε προσκομίσει ομιλούσαν από μόνα τους». Η τελική απόφαση βασίστηκε σε αυτήν 
ακριβώς την αμφισβήτηση, καθώς το αποτέλεσμα ήταν η απαλλαγή του υπαλλήλου από 
την κατηγορία για ρατσιστική συμπεριφορά εναντίον της ανάπηρης δικηγόρου.   
Εκφράζοντας την κατάπληξη και τη λύπη τους για την έκβαση της υπόθεσης, 
αντιπρόσωποι συνδικαλιστικών φορέων, όπως η Συντονιστική Επιτροπή Δικηγόρων και 
η ΕΣΑμεΑ, δήλωσαν επιπλέον ότι αναμένουν την επανεξέτασή της. Μία τέτοια 
πρωτοβουλία μπορεί να έλθει μόνο από την πλευρά του Υπουργείου Δικαιοσύνης, 
καταλήγει το άρθρο της εφημερίδας. 
Όπως έχει ήδη ειπωθεί, η πιστοποίηση της οπτικής βλάβης βασίζεται στη 
διαγνωστική απόφαση ιατρικών επιτροπών εξουσιοδοτημένων από το κράτος να 
εξετάζουν την αιτία και να εξακριβώνουν το ποσοστό τύφλωσης του κάθε ατόμου που 
αιτείται οπτικής αναπηρίας, να αποφασίζουν, δηλαδή, στην πραγματικότητα για την 
παροχή προνοιακών επιδομάτων και την αναγνώριση διαφόρων άλλων, σχετικών με την 
τύφλωση δικαιωμάτων. Με αυτή την έννοια, η αναγνώριση της τυφλότητας ως 
αναπηρίας κρίνεται βάσει ειδικά θεσπισμένων νόμων, όπως αυτοί διαμεσολαβούνται 
από το ιατρικό βλέμμα και λόγο. Αν, ωστόσο, τα επίσημα εγγραφα του ΙΚΑ στην 
περίπτωση της τυφλής δικηγόρου δε στάθηκαν επαρκή για την επιβεβαίωση της 
αναπηρίας της, ο προβληματισμός που προκύπτει αφορά στο τι μπορεί να σημαίνει 
μία εκ νέου προσφυγή στις ήδη ισχύουσες για τα τυφλά άτομα νομικές προβλέψεις 
προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα. Ενώπιον ποιου νόμου, αν όχι του κράτους και 
των θεσμών του, τίθεται το τυφλό άτομο; Ή, πιο συγκεκριμένα, όταν η 
«νομιμότητά» του ως ανάπηρου υποκειμένου μοιάζει να ισοδυναμεί με την 
εγκατάλειψή του στην αξιολόγηση του βλέποντα άλλου, ενώπιον ποιου «νόμου» 
τίθενται το σώμα και οι αισθήσεις της τυφλότητας; 
Ο νομικός ορισμός περί τυφλού ατόμου στην Ελλάδα διαμορφώνει με τις διατάξεις 
του το σώμα της τυφλότητας, ιατρικοποιώντας το και κατασκευάζοντας σημαντικό 
μέρος της οπτικής βλάβης ως ελλιπούς ή απούσας όρασης και σε σχέση πάντα με 
αυτό που νοείται ως οπτική αρτιμέλεια (βλ. προηγούμενο κεφάλαιο). Την ίδια 
στιγμή, ωστόσο, το θεσμικό βλέμμα (του εφετείου) που εξετάζει και αξιολογεί 
μοιάζει να υπερβαίνει τα ίδια τα νομικά πλαίσια εντός των οποίων επιχειρεί να 
εντάξει τις εκδηλώσεις της τυφλότητας προκειμένου να πιστοποιήσει την 
εγκυρότητά της: «Χρησιμοποιείτε μπαστούνι; Διότι σας έχουν δει στις σκάλες του 
μετρό χωρίς μπαστούνι». Εφόσον, όπως μπορεί να υποθέσει κανείς, δεν υπάρχει 
κάποια νομική πρόβλεψη που να καθιστά υποχρεωτική την χρήση του λευκού 
μπαστουνιού από τα τυφλά άτομα,   το νόημα μιας τέτοιας προσβλητικής και 
ανακριτικής ερώτησης - όπως και των υπολοίπων που κινούνται σε ανάλογο ύφος - 
σχετίζεται με το ότι η οπτική βλάβη και η ταυτότητα του τυφλού ατόμου ως 
αναπήρου δε συγκροτούνται μόνο εντός του πλαισίου που καθορίζεται από τα 
ποσοστά τύφλωσης και τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά και στις στιγμές 
εκείνες που η διαφορετικότητα της αισθητηριακής επιστημολογίας της τυφλότητας 
καθίσταται ορατή και, επομένως, διαθέσιμη στο αξιολογητικό βλέμμα του άλλου. 
Αντλώντας και πάλι από την ανάλυση του Foucault, το νόημα των παραπάνω 
ερωτήσεων μπορεί να τοποθετηθεί πλάι στην επισήμανσή του ότι «γινόμαστε μία 
κοινωνία που κατ' ουσίαν βασίζεται στον κανόνα» (2008: 109), εννοώντας ότι οι 
τεχνικές ελέγχου και επιτήρησης που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη δυτική κοινωνία 
στηρίζουν εκείνη τη διαδικασία πειθάρχησης κατά την οποία η εξουσία του νόμου 
έχει ενσωματωθεί στην ευρύτερη εξουσία του κανόνα. Όπως εξηγεί περαιτέρω, η 
συνεχόμενη ορατότητα στην οποία εκτίθενται τα άτομα αποτελεί τη συνθήκη βάσει 
της οποίας διαγιγνώσκονται και ταξινομούνται ως κανονικά ή παθολογικά, με 
τέτοιο τρόπο που «ο κανόνας μετατρέπεται σε κριτήριο διαχωρισμού των ατόμων» 
(όπ.π.: 108-9). Κατά συνέπεια, το πώς συγκροτείται η «κανονικότητα» - και όχι 
πλέον η νομιμότητα - του τυφλού ατόμου ως ανάπηρου υποκειμένου χρειάζεται να 
ιδωθεί σε ένα επίπεδο μικροφυσικής της εξουσίας, εκεί δηλαδή όπου η εξουσία 
«ενεργοποιείται από τα συστήματα και τους θεσμούς, αλλά που η εγκυρότητά της 
τοποθετείται, με κάποιον τρόπο, ανάμεσα στις τεράστιες αυτές λειτουργίες και 
στα ίδια τα σώματα με την υλικότητά τους και τις δυνάμεις τους» (Foucault 1989: 
39). Ή, διαφορετικά, η κοινωνική αναγνώριση ενός τυφλού υποκειμένου ως 
ανάπηρου, ως «πραγματικά» πάσχοντος σύμφωνα με τους όρους της «κανονικής» 
όρασης, και άρα ως υποκειμένου με δικαιώματα, χρειάζεται να ιδωθεί στο πλαίσιο 
ορατότητας εντός του οποίου η παρουσία του λευκού μπαστουνιού παγιδεύει συχνά 
το σώμα και τις αισθήσεις, σε εκείνο το πλαίσιο, με άλλα λόγια, όπου η 
τυφλότητα τοποθετείται στον αντίποδα της οπτικής αρτιμέλειας και κρίνεται σε 
σχέση με ό,τι αυτή ορίζει ως κανονικότητα.   
Η επικέντρωσή μου στην κανονικότητα της οπτικής αρτιμέλειας δε στοχεύει στο να 
περιοριστεί η ανάλυση στις σχέσεις εξουσίας μεταξύ τυφλών και βλεπόντων, 
υιοθετώντας τη λογική διαχωρισμού μεταξύ ανάπηρων και αρτιμελών. Αντιθέτως, 
προσεγγίζοντας τον παραπάνω προβληματισμό υπό το πρίσμα της Butler σχετικά με 
την αναπαραγωγή της ετεροσεξουαλικής νόρμας ως επιτέλεσης (2008), αυτό που θέλω 
να αναδείξω είναι ότι η οπτική βλάβη - ανάλογα με την προσέγγιση της Butler ως 
προς την έννοια του «βιολογικού φύλου» (sex) - συνιστά η ίδια μία κατηγορία 
κανονιστική και όχι μία ουδέτερη και αμετάβλητη σωματικότητα πάνω στην οποία η 
βλέπουσα κοινωνία εγγράφει τις επιταγές της. Με αυτή την έννοια, η χρήση του 
μπαστουνιού, η πιο άμεσα συνδεδεμένη με την τυφλότητα τεχνολογία πρόσβασης, 
μπορεί να ιδωθεί ως μία μορφή επιτέλεσης: «ως η πρακτική της επανάληψης και της 
παράθεσης με την οποία ο λόγος παράγει τα αποτελέσματα που ονομάζει», ως μία 
πρακτική κανονικοποίησης, δηλαδή, μέσω της οποίας διαμορφώνεται η υλικότητα του 
σώματος (Butler όπ.π.: 42) και συγκροτείται η κανονικότητα της οπτικής βλάβης. 
Το μπαστούνι, τότε, αποκτά ρόλο επιβεβαίωσης ή αμφισβήτησης της τυφλότητας, 
εκθέτει, δηλαδή, τις εκδηλώσεις του σώματος και των αισθήσεων σε ένα καθεστώς 
επιτήρησης και αξιολόγησης, όχι μόνο μεταξύ τυφλών και βλεπόντων, αλλά και 
εσωτερικά του χώρου των τυφλών. 
Υπό αυτό το πρίσμα, η ερώτηση σχετικά με το εάν αυτό ή εκείνο το άτομο 
χρησιμοποιεί μπαστούνι είναι συχνή και ρηματοποιεί την αμφιβολία, αν όχι για το 
γεγονός της ίδιας της τύφλωσης, τουλάχιστον για την ακρίβεια του ποσοστού της. 
Πρόκειται δε για μία αμφισβήτηση που εκφράζεται πιο έντονα σε συμφραζόμενα όπου 
ο βαθμός τύφλωσης είναι καθοριστικός. Ο επίσημα οργανωμένος αθλητισμός για ΑμεΑ 
προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς τα όρια πρόκρισης από το ένα 
πρωτάθλημα στο άλλο (π.χ. από το πανελλήνιο στο πανευρωπαϊκό και από αυτό στο 
παγκόσμιο και στους παραολυμπιακούς) δε διαφοροποιούνται μόνο μεταξύ των 
αγωνισμάτων, αλλά και εσωτερικά του καθενός, ανάλογα με το είδος και το βαθμό 
αναπηρίας των συμμετεχόντων. Στην περίπτωση της οπτικής αναπηρίας, η 
διαφοροποίηση αυτή μεταφράζεται στην ταξινόμηση και το διαγωνισμό των ατόμων σε 
τρεις κατηγορίες βάσει του ποσοστό τύφλωσης που τους έχει αναγνωριστεί 
(κατηγορίες 11, 12 και 13, με την 11 να συμπεριλαμβάνει τα ολικώς τυφλά άτομα). 
 Στόχος μιας τέτοιας πρακτικής είναι να διασφαλιστεί η ισοτιμία των όρων 
διεξαγωγής των αθλημάτων και των συνθηκών συμμετοχής των αθλητών/τριών στις 
επίσημες διοργανώσεις και να κατανεμηθούν αξιοκρατικά τα χρηματικά ποσά με τα 
οποία οι αθλητικοί σύλλογοι και τα σωματεία επιχορηγούνται κάθε χρόνο - από τη 
Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (Γ.Γ.Α) στην ελληνική περίπτωση και μέχρι πριν την 
εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας - ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα για τη 
συνέχεια της ύπαρξης και της σωστής λειτουργίας τους. Επιπλέον, δεδομένου ότι 
το μέγεθος της οικονομικής ενίσχυσης που αντιστοιχεί στο κάθε σωματείο 
καθορίζεται από τις επιδόσεις που επιτυγχάνουν τα μέλη του σε σχέση με τα 
προκαθορισμένα ορία πρόκρισης, η ακρίβεια του διαγνωσμένου βαθμού τύφλωσης 
γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής. 
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης ως προς τη διαφάνεια και την 
αξιοπιστία των ιατρικών και διαγνωστικών της οπτικής βλάβης διαδικασιών, η 
σύνδεση μεταξύ επιχορηγήσεων των αθλητικών σωματείων και βαθμού αναπηρίας των 
μελών τους συγκροτεί την τυφλότητα ως αντικείμενο αμφισβητήσεων και, άρα, 
διεκδικήσεων - όπως συμβαίνει και με τους «τυφλούς-μαϊμού» αναφορικά με τα 
οικονομικά και άλλα βοηθήματα που προβλέπονται από το κράτος για τα τυφλά 
άτομα. Υπό αυτό το πρίσμα, η ολική ή σχεδόν ολική απουσία όρασης (95-100% 
οπτική αναπηρία) - η πιο «αυθεντική» από τις αναπηρίες, όπως την χαρακτήρισε ο 
πρόεδρος ενός αθλητικού σωματείου τυφλών, υποστηρίζοντας εγγράφως το αίτημα 
μίας αθλήτριάς του προς τη Γ.Γ.Α. για παροχή εργασιακής άδειας λόγω προπονήσεων 
- έρχεται να εξαλείψει με την απολυτότητά της κάθε περιθώριο αμφισβήτησης του 
βαθμού τύφλωσης και να συγκροτήσει, έτσι, ένα ισχυρό επιχείρημα διεκδίκησης. 
Στο ίδιο πλαίσιο, η χρήση του μπαστουνιού από εκείνο το άτομο που κινείται 
αυτόνομα στον χώρο πιστοποιεί την αυθεντικότητα της τύφλωσής του, ενώ η απουσία 
του μοιάζει να τη θέτει υπό αμφισβήτηση. 
Η συνομωτική κατά μία έννοια ερώτηση που μου έθεσε η Φλώρα σχετικά με το εάν 
έχω δει την Κατερίνα (πρώην συναθλήτρια του σωματείου όπου ανήκε και η ίδια και 
νυν παίκτρια goalball)  να χρησιμοποιεί μπαστούνι αναδεικνύει έναν από τους 
ρόλους με τον οποίο επιφορτίζεται συχνά η εν λόγω τεχνολογία πρόσβασης: να 
επιβεβαιώνει, στα συμφραζόμενα του αθλητισμού και ειδικά του πρωταθλητισμού, το 
εάν οι τυφλοί/ές αθλητές/ήτριες ταξινομούνται βάσει του πραγματικού ποσοστού 
βλάβης τους. να κρίνει και να αποφασίζει, σε πιο γενικές γραμμές και όπως θα 
φανεί στη συνέχεια, για το κατά πόσο η τυφλότητα προσεγγίζει πράγματι την 
απόλυτη μορφή της, αυτήν της ολικής τύφλωσης. να μετατρέπεται, επιπλέον, σε 
κριτήριο σύγκρισης μεταξύ τυφλών ατόμων αναφορικά με έναν «πολιτικά ορθό» 
(politically correct) τρόπο διαχείρισης και αντιμετώπισης της αναπηρίας, 
εξομοιώνοντας, έτσι, την ιδιαιτερότητα των προσωπικών ιστοριών και 
παραβλέποντας τις συνθήκες που τις διαφοροποιούν, περισσότερο ή λιγότερο, τη 
μία από την άλλη. 
Η Κατερίνα έχασε το μεγαλύτερο μέρος της όρασής της πριν από μία εικοσαετία 
σχεδόν, περίπου στα τριάντα πέντε της δηλαδή, από κάποιο «οικογενειακό 
ατύχημα», όπως σχολίασε επιγραμματικά και επομένως αινιγματικά την αιτία της 
τύφλωσής της σε κάποια από τις συζητήσεις μας. Κατά την περίοδο της γνωριμίας 
μας στο Φάρο Τυφλών, όπου και παρακολουθούσε σχεδόν καθημερινά ορισμένες από 
τις δραστηριότητές του, διέθετα ακόμη κάποια ελάχιστη όραση (αίσθηση φωτός, 
αντίληψη όγκων και σκιών), όχι όμως αρκετή ώστε να κινείται χωρίς μπαστούνι, 
αλλά με την ταχύτητα, την άνεση και την ασφάλεια που επιθυμούσε σε χώρους 
εξωτερικούς. Το αποτέλεσμα ήταν να της συμβαίνουν ατυχήματα αρκετά επίπονα και 
με μεγαλύτερη συχνότητα συγκριτικά με άλλους. Και ενώ η Μαρία, μία από τις πιο 
στενά συνδεδεμένες με τα τυφλά άτομα εκπαιδεύτριες του Φάρου, επιστράτευε μία 
ψυχολογίζουσα ερμηνεία της κατάστασης για να υποστηρίξει ότι η Κατερίνα δεν 
είχε αποδεχτεί το πρόβλημα της όρασής της παρά το μεγάλο χρονικό διάστημα που 
είχε μεσολαβήσει από την εμφάνιση του, οι συζητήσεις μεταξύ των τυφλών ατόμων 
στο Φάρο εξέφραζαν τις υποψίες τους όχι μόνο για το πόσο και πώς, αλλά και για 
το εάν η συγκεκριμένη γυναίκα τελικά βλέπει ή όχι. 
Αφορμή για μία τέτοια κουβέντα στάθηκε ένα αρκετά σοβαρό ατύχημα που συνέβη 
στην Κατερίνα. Όπως μας πληροφόρησε η Μαρία, το τραύμα δημιουργήθηκε σε κάποιο 
σημείο του κεφαλιού της, όταν έχασε την ισορροπία της και έπεσε από τις 
κυλιόμενες σκάλες του μετρό. Ήταν τόσο άσχημο ώστε να μεταβεί στο νοσοκομείο, 
όπου τελικά χρειάστηκε να της κάνουν τρία ράμματα για να επουλωθεί. Μετά τις 
αντιδράσεις κατάπληξης και στενοχώριας των υπόλοιπων μαθητών και μαθητριών που 
παρευρίσκονταν στο εργαστήρι, ακολούθησαν σχόλια που αφορούσαν κυρίως στον 
τρόπο με τον οποίο η Κατερίνα συνηθίζει να κινείται. Δεν είναι προσεκτική, 
παρατήρησε η Μαρία, αντιπαραθέτοντας το Στέλιο ως ιδανικό παράδειγμα 
πειθαρχίας, προσοχής και μεθοδικότητας. Εκείνος από την πλευρά του έσπευσε να 
διαβεβαίωσει ότι - σε αντίθεση με την Κατερίνα - χρησιμοποιεί πάντα το 
μπαστούνι του, γιατί θέλει να περπατά γρήγορα και χωρίς καθυστερήσεις. Και 
πράγματι, ο σχολαστικός τρόπος που συνήθιζε να το τοποθετεί μόλις έμπαινε στην 
αίθουσα - πάντα ανοιχτό, σαν σε ετοιμότητα για αιφνίδια κίνηση ή αναχώρηση, και 
όρθιο πίσω από την πόρτα, ώστε να μην πέσει κανείς πάνω του και το ρίξει από 
λάθος - καθώς και η διαρκής και ενθουσιώδης παρουσίαση στην τάξη διαφόρων 
βοηθητικών μικρο-εξαρτημάτων που  είχε αποκτήσει (στυλό που ηχογραφεί και 
μιλάει, ρολόι-μπρελόκ που λέει την ώρα στα αγγλικά, κ.ά.), μαρτυρούσαν την 
προσπάθεια του για μία προσεκτική και κατά το γράμμα της τεχνολογίας διαχείριση 
των δυσκολιών πρόσβασης, η οποία όχι μόνο ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τη 
βιασύνη, την απροσεξία και την αδεξιότητα της Κατερίνας, αλλά τον οδηγούσε, 
τελικά, στο εξής συμπέρασμα: ότι η Κατερίνα βλέπει. 
Ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους η εν λόγω γυναίκα απέφευγε να 
χρησιμοποιεί το μπαστούνι, αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι η παρουσία ή/και η 
απουσία του, καθώς και ο βαθμός χρήσης του και εξοικείωσης με αυτήν, συγκροτούν 
σε σημαντικό βαθμό την οπτική/σωματική βλάβη του κάθε ατόμου και, επομένως, την 
ταυτότητά του ως ανάπηρου. Λόγω της πρόσληψής του ως άμεσα και φυσικά 
συνδεδεμένου με την τυφλότητα εργαλείου πρόσβασης, το λευκό μπαστούνι μοιάζει 
να επιβάλλεται στην υλική παρουσία του ίδιου του σώματος, σε τέτοιο βαθμό που η 
μη-χρήση του να ισοδυναμεί με την ομολογία μίας «απάτης». Είναι τότε που η 
αλήθεια της τυφλότητας ως αισθητηριακής κατάστασης τίθεται υπό αμφισβήτηση, 
τότε που δημιουργείται η δυνατότητα και διανοίγεται ο δρόμος για να 
παραβιαστούν τα όρια του σώματος και των αισθήσεων, με την έννοια ότι ερωτήσεις 
όπως εκείνες που απευθύνθηκαν στην τυφλή δικηγόρο, ή υποψίες παρόμοιες με αυτές 
της Φλώρας και του Στέλιο σχετικά με το πώς κινείται η Κατερίνα, ανακρίνουν τα 
διαφορετικά βιώματα και τους διαφορετικούς τρόπους διαχείρισης της τυφλότητας, 
για να τα συγκρίνουν και τελικά να τα συγκροτήσουν σε σχέση με αυτό που η νόρμα 
της οπτικής αρτιμέλειας ορίζει ως «αληθινή» τύφλωση: την οπτική βλάβη που 
ισοδυναμεί με την ολική απώλεια όρασης και συνεπώς το σκοτάδι. 
Υπό το καθεστώς μίας τέτοιας ταύτισης, η συγκρότηση της τυφλότητας 
συμπυκνώνεται σε εκείνες τις στιγμές που η απουσία όρασης γίνεται περισσότερο 
«ορατή» - με την έννοια ότι οι εκδηλώσεις της γίνονται αντικείμενο παρατήρησης, 
τόσο από εκείνους που βλέπουν, όσο και από αυτούς που δε βλεπουν. Διαχωρίζεται, 
έτσι, όχι μόνο από προσωπικές ιστορίες και προϋπάρχουσες αισθητηριακές 
εμπειρίες, αλλά και από τα εκάστοτε κοινωνικά, πολιτικά και χωρικά συμφραζόμενα 
στα οποία εντάσσεται. Διαχωρίζεται, επίσης, από την ίδια την πάθηση που 
αποτελεί αφορμή για την εκδήλωσή της κάθε φορά, παραβλέποντας, έτσι, τόσο τις 
διαφορετικές πορείες των ατόμων στον χώρο της οπτικής ασθένειας, όσο και τις 
διαφορές στην ποιότητα της όρασής τους. Ενώ, δηλαδή, για ορισμένα άτομα η 
απώλεια της όρασης συμβαίνει ξαφνικά κατά τη διάρκεια της ζωής τους, λόγω 
κάποιας συγκεκριμένης ασθένειας ή ατυχήματος, για άλλα, ίσως τα περισσότερα, 
αποτελεί μία ασταθή, σταδιακή, αρκετά μακροχρόνια και ψυχοφθόρα διαδικασία. 
Επίσης, κάποιος/α μπορεί να διακρίνει όγκους και σκιές μόνο στο φως του ηλίου, 
ενώ υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η εναπομείνασα όραση λειτουργεί μόνο 
περιφερειακά, ή αντιθέτως, μόνο κεντρικά.  Πρόκειται για διαφορές που 
διαμεσολαβούν έντονα και διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το τι σημαίνει να 
προσδιορίζεται κανείς ως τυφλός. 
Περιγράφοντας τις σταδιακές αλλαγές που βίωνε στην κίνηση του σώματός του και 
στη ζωή του γενικότερα, καθώς η όρασή του εξασθενούσε - για να φτάσει σήμερα, 
στα σαράντα πέντε του χρόνια περίπου, στην κατάσταση της ολικής σχεδόν απώλειάς 
της - ο Τάσος διηγείται τη δική του ιστορία για την τυφλότητα:

Από τα δεκαπέντε μου παραπονιόμουν ότι όταν νύχτωνε δεν μπορούσα να δω το ίδιο 
καλά. Όταν πήγαινα σε μπαρ με φίλους κατάλαβαινα ότι δεν μπορούσα να κινηθώ 
όπως οι άλλοι. Για να πάω στην τουαλέτα έκανα ολόκληρη ιστορία. Μου είχε βγει 
το όνομα του απρόσεκτου, του αφηρημένου, του καλομαθημένου. Για παράδειγμα, δεν 
έβλεπα την πετσέτα που έπεφτε για να τη σηκώσω. Κάποια στιγμή, γύρω στα είκοσι, 
πήγα σε γιατρό, ο οποίος μου πρότεινε να ρίξει μια ματιά στο βυθό μου. Τελικά, 
ο γιατρός δεν είπε τίποτα, παρά μόνο να τον επισκεφτώ ξανά το απόγευμα με τη 
μητέρα μου. Ήταν σοβαρό γι' αυτό [.] Τελικά αποφάσισα να το ξεχάσω για κάποιο 
καιρό. Πήρα και αυτοκίνητο, αλλά το απέφευγα το βράδυ ή οδηγούσα πολύ 
προσεκτικα. Μεγαλώνοντας, γύρω στα εικοσιοχτώ με τριάντα, το πρόβλημα 
χειροτέρεψε. Πλέον δεν μπορώ να δω καλά όταν έχει υπερβολικό ήλιο. Αυτό που 
βλέπω είναι μία άχλη, σα θολούρα δηλαδή. Βλέπω μόνο φως. Γι' αυτό και φοράω 
γυαλιά ηλίου, για να δημιουργείται σκιά, ένα κοντράστ, ώστε να μπορώ να 
διακρίνω κάποια πράγματα. 

Στην αρχή της γνωριμίας μας ο Τάσος αυτοπροσδιορίστηκε ως «μερικώς βλέπων», 
καθώς τότε είχε την αίσθηση του φωτός και επιπλέον μπορούσε να διακρίνει 
σχήματα, όγκους και κάποιες έντονες μεταξύ τους χρωματικές αντιθέσεις κατά τη 
διάρκεια της ημέρας (π.χ., η πρακτική που τον βοηθούσε να συνεχίζει την 
ανάγνωση στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή ήταν η μετατροπή των κειμένων 
σε μεγάλη και έντονα τονισμένη γραμματοσειρά). Ωστόσο, παρά το ότι η όρασή του 
λειτουργούσε ακόμη σε κάποιο βαθμό και στη μικρή απόσταση των είκοσι εκατοστών, 
δεν μπορούσε να κινηθεί όσο άνετα θα επιθυμούσε. Η δυσκολία αυτή έκανε την 
τυπική διάκριση μεταξύ μερικώς βλεπόντων και ολικά τυφλών ατόμων να μην έχει 
σημασία για τον ίδιο στην πράξη. Παράλληλα, όμως, καθώς ο ίδιος δεν αισθανόταν 
εντελώς τυφλός, όπως μου εξήγησε τότε, δε χρησιμοποιούσε το μπαστούνι του ως 
βοηθητικό για τις μετακινήσεις του, παρά μόνο επιλεκτικά και κυρίως για να 
δηλώσει το γεγονός της τυφλότητάς του όταν θεωρούσε ότι χρειαζόταν:

Χρησιμοποιώ το μπαστούνι κυρίως για να δώσω σήμα ότι είμαι τυφλός. Ας πούμε 
σήμερα το έβγαλα για να βρω ταξί. Συνήθως κρατάω διαρκώς το χέρι μου απλωμένο, 
μέχρι κάποιο να σταματήσει.  Δε γινόταν τίποτα και τελικά έβγαλα το μπαστούνι 
μου μπας και φιλοτιμηθεί κανείς να με βοηθήσει. Αν και πολλοί οδηγοί ταξί σε 
αποφεύγουν όταν σε δουν με μπαστούνι. Εντάξει, όμως. Κατά κύριο λόγο σε 
βοηθούν. 

Με άλλα λόγια, καθώς θεωρούσε ότι το πρόβλημα της όρασής του δεν είχε γίνει 
ακόμη έντονο, επιχειρούσε να βασιστεί στην εναπομείνασα όρασή του για να 
κινηθεί, θεωρώντας ότι μπορεί να εντοπίσει και να αποφύγει τα ενδεχόμενα 
εμπόδια χωρίς τη βοήθεια του μπαστουνιού. «Τα πόδια μου είναι γεμάτα μελανιές», 
μου αποκάλυψε ωστόσο κάποια στιγμή, με αφορμή ένα καθημερινό ατύχημά του, όπως 
αυτά που αντιμετωπίζουν συχνά τα τυφλά άτομα στο δρόμο, ακόμη κι αν συνηθίζουν 
να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη τεχνολογία πρόσβασης. Βρισκόταν στο Ζάππειο 
και, θεωρώντας ότι ο δρόμος μπροστά του ανοιγόταν χωρίς εμπόδια, αποφάσισε να 
συνεχίσει την πορεία του έχοντας το μπαστούνι του κλειστό. Το αποτέλεσμα ήταν 
να πέσει ξαφνικά και με δύναμη πάνω σε κάποιο τσιμεντένιο και στέρεο 
αντικείμενο. «Διαλύθηκαν τα καλάμια μου», συνέχισε να μου αφηγείται. «Τελικά 
γύρισα πίσω, εκεί που βρισκόταν ένα περίπτερο, για να πάρω τσιγάρα και να 
ηρεμήσω». Κάποια στιγμή ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα προσανατολισμού και 
κινητικότητας, αλλά τα εγκατέλειψε σύντομα, καθώς του ήταν ενοχλητικό να 
δέχεται υποδείξεις για το τι έπρεπε να κάνει και πώς να κινείται.  Μου εξέθεσε, 
έτσι, και την άποψη της εκπαιδεύτριάς του, εκφράζοντας συγχρόνως την έντονη 
δυσαρέσκειά του για τον πατερναλιστικό τρόπο με τον οποίο θέλησε να επιβάλει τη 
δική της ερμηνεία στη μεταβατική κατάσταση που ο ίδιος βίωνε εκείνη τη χρονική 
περίοδο. Εν ολίγοις και επαναλαμβάνοντας μία θεώρηση ανάλογη με αυτήν της 
Μαρίας για την περίπτωση της Κατερίνας, σύμφωνα με την εκπαιδεύτρια, η πρώιμη 
παραίτησή του Τάσου από τα μαθήματα οφειλόταν στο ότι «δεν είχε ακόμη αποδεχτεί 
το πρόβλημά του». 
Γύρω από μία παρόμοια λογική ψυχολογικής «διάγνωσης» της κατάστασης του άλλου - 
αυτής, δηλαδή, που δεν «εξαπατά» τους γύρω του ή τους θεσμούς, αλλά τον ίδιο 
του τον εαυτό - εξελίχθηκε και μία προσωπική κουβέντα ανάμεσα στην Φλώρα, την 
Τάνια και μία βλέπουσα φίλη τους, τη Λένα. Στο κέντρο της συζήτησής τους 
τοποθέτησαν τον Ανδρέα, έναν άνδρα που γνώριζαν αρκετά καλά και ο οποίος, παρά 
τη σταδιακή και τελικά σημαντική απώλεια της όρασής του, επέμενε να μη 
χρησιμοποιεί μπαστούνι. «Δεν έχει αποδεχτεί ότι είναι τυφλός», συμφώνησαν και 
οι τρεις, ενώ η Λένα ανέφερε σαν απόδειξη τον τρόπο που συνήθιζε να προσεγγίζει 
ερωτικά τις γυναίκες: 

Θα σου πει «τι ωραία τα μαλλιά σου που τα άλλαξες». Είναι κάτι που δεν υπάρχει 
περίπτωση να το αντιληφθεί. Σίγουρα, υπάρχουν διάφορες τυφλώσεις. Ο καθένας 
μπορεί να βλέπει με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την πάθησή του. Για 
παράδειγμα η Φλώρα, μπορεί να δει απίθανα πράγματα, που ένας βλέπων δεν μπορεί, 
όπως μικροσκοπικά γράμματα σε μια μεγάλη επιφάνεια. Αλλά ο Ανδρέας δεν υπάρχει 
περίπτωση να μπορεί να δει αν άλλαξες ή όχι τα μαλλιά σου. 
  
Παραπέμποντας σε μία «κυριολεξία των αισθήσεων» (κατά τη Σερεμετάκη όπ.π.), το 
παραπάνω συμπέρασμα, όπως και εκείνο των δύο εκπαιδευτριών, αποκλείει μία 
φαντασιακή και τοποθετημένη στον χώρο και το χρόνο εννοιολόγηση και βίωση των 
αισθήσεων και του σώματος (βλ. σε επόμενα κεφάλαια για το συσχετισμού μεταξύ 
μνήμης, σώματος και αισθήσεων). Ως εκ τούτου, κάνει τον αυτοπροσδιορισμό του 
Ανδρέα ως «οπτικού τύπου» - με την έννοια ότι εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τον 
κόσμο και τα πράγματα μέσω οπτικών ταξινομήσεων και «να πιάνεται από όση όραση 
του έχει απομείνει», όπως μου εξήγησε - να μην έχει νόημα, να ηχεί παράδοξα. Σε 
αυτά τα συμφραζόμενα, το λευκό μπαστούνι χάνει το συμβολικό του φορτίο ως 
δηλωτικό της τυφλότητας και ανάγεται ξανά στην εννοιολόγησή του αποκλειστικά ως 
εργαλείου πρόσβασης στην υλική διάσταση του χώρου και πιο συγκεκριμένα ως 
εκείνου του ουδέτερου διαμεσολαβητή που κρατά σε απόσταση το σώμα από το χώρο. 
Τη σημασία αυτή του μπαστουνιού ως μέσου για τον εντοπισμό και την αποφυγή 
εμποδίων υπογράμμισε και η Τάνια, καθώς επεσήμανε στις συνομιλήτριές της ότι «ο 
Ανδρέας χτυπάει και πέφτει συνέχεια πάνω σε αντικείμενα», εκφράζοντας επιπλέον 
την απορία της για την παράλογη στάση του: «ντρέπεται να χρησιμοποιεί 
μπαστούνι, αλλά όχι να σκοντάφτει διαρκώς;».
Ανάλογα με την αρχική αμφιθυμία της Φλώρας ως προς τη χρήση του μπαστουνιού, η 
απορία της Τάνιας συνδέει άμεσα την αξιοπρέπεια του τυφλού ατόμου με εκείνο το 
σώμα που δε συγκρούεται με άλλα σώματα ή αντικείμενα. Ωστόσο, ενώ σε 
διαφορετικά συμφραζόμενα, όπως αυτά του ποδοσφαίρου για τυφλά άτομα, οι 
συγκρούσεις και τα ατυχήματα (μεταξύ των παικτών ή με σημεία του γηπέδου, όπως 
τα δοκάρια του τέρματος) αξιολογούνται θετικά, καθώς θεωρούνται μέρος μίας 
αρρενωπότητας που επιτελείται με όρους σωματικής δύναμης και θάρρους (δε 
λογαριάζουν τον πόνο, δήλωναν ένθερμα οι παίκτες, καθώς η ένταση κατά τη 
διάρκεια του παιχνιδιού τους τροφοδοτεί με ισχυρές δόσεις αδρεναλίνης),  μία 
τέτοια γκροτέσκα εικόνα, ιδωμένη υπό το πρίσμα της προσβασιμότητας, παραπέμπει 
αλλού: σε εκείνη τη συμπεριφορά που εκθέτει απερίσκεπτα το σώμα όχι μόνο στον 
κίνδυνο ενδεχόμενων ατυχημάτων, αλλά και στο αξιολογητικό βλέμμα των άλλων, σε 
εκείνη τη διάσχιση του δημόσιου χώρου που απειλεί τόσο τη σωματική, όσο και την 
κοινωνική ακεραιότητα του τυφλού ατόμου. 
Στο σημείο αυτό, επαναφέρω την έννοια του γκροτέσκου σώματος για να  κάνω την 
επισήμανση αυτή πιο συγκεκριμένη. Καθώς θεωρείται σχεδόν δεδομένο και άρα 
αναμενόμενο ότι οι άνθρωποι προσλαμβάνουν το χώρο κυρίως μέσω των ματιών και 
του νου (και των διαθέσιμων οπτικών τεχνολογιών), η έκπληξη και η αμηχανία 
(εκείνων που βλέπουν, αλλά και αυτών που δε βλέπουν) που μπορεί να προκύψουν 
λόγω των προσπαθειών κάποιου να αντιληφθεί τον κόσμο με τα χέρια ή/και το σώμα 
συνολικά, ενέχουν χαρακτηριστικά που πολλοί μελετητές της τέχνης (π.χ. Thomson 
1984) αναγνωρίζουν στην αισθητική κατηγορία του γκροτέσκου: τη συνύπαρξη του 
στοιχείου της απώθησης ή της ενόχλησης, παράλληλα με αυτό της διακωμώδησης. Από 
την εικόνα των χεριών που περιορίζονται στο περιμετρικό ψιλάφισμα των 
αντικειμένων ώστε να συνθέσουν την ταυτότητά τους, ή του σώματος που κινείται 
αργά και ανιχνευτικά για να αναγνωρίσει λεπτομέρειες του χώρου μέσω των άλλων 
αισθήσεων, μέχρι τις πιο βίαιες, αιφνιδιαστικές και συχνά επίπονες συγκρούσεις 
μεταξύ σωμάτων ή σώματος και αντικειμένων, η αίσθηση της αφής μοιάζει να 
εκτείνεται υπερβολικά προς ό,τι υπάρχει εκτός του εαυτού και των σωματικών του 
ορίων. Η ερμηνεία, ωστόσο, του τυφλού σώματος που κινείται στον χώρο ως 
γκροτέσκου δεν πηγάζει μόνο από την «υπερβολική» έκταση της αφής προς τον κόσμο 
και από το ότι απειλεί, έτσι, να υπερβεί τα όρια της σωματικής επιφάνειας. 
Συνδέεται, επίσης, με την κατάδειξη της δυτικής εννοιολόγησης που την τοποθετεί 
στη χαμηλότερη θέση της καθιερωμένης αισθητηριακής ιεραρχίας: η αφή - εν γένει 
και παράλληλα με τη γεύση - συγκαταλέγεται στην κατηγορία των «ζωικών» 
αισθήσεων, όχι μόνο λόγω του ότι τη διαθέτουν όλα τα είδη ζώων, αλλά και γιατί 
θεωρείται ότι η λειτουργία της εδράζεται στην «άμεση» επαφή (Synnott 1991: 63), 
ή, διαφορετικά, στην έλλειψη «απόστασης» από το προς αντίληψη αντικείμενο. 
Η αφή τότε αποκτά κάτι το ανοίκειο, κάτι που δεν μπορεί να αναχθεί απλά στο ότι 
ανασύρεται για να αντικαταστήσει τη χαμένη όραση των τυφλών ατόμων. Αντιθέτως, 
καθώς πιστεύεται ότι έρχεται σε άμεση επαφή με τα πράγματα ώστε να τα 
αντιληφθεί, μοιάζει να απομακρύνει τα τυφλά άτομα από την κατηγορία του 
ανθρώπινου και να τα μεταφέρει σε αυτή του ζωικού, παραπέμποντας, έτσι, σε ένα 
άλλο βασικό συστατικό του γκροτέσκου: την προβολή εκείνου που νοείται ως 
μη-κανονική σωματικότητα σε τόσο έντονο βαθμό, ώστε οι διαστάσεις της να 
φτάνουν συχνά αυτές του «σωματικά ανώμαλου» (Thomson 1984: 20). Μία τέτοια 
γκροτέσκα αναπαράσταση του τυφλού σώματος βρίσκουμε στο λογοτεχνικό έργο του 
Ernesto Sabato περί Ηρώων και Τάφων (1986) και πιο συγκεκριμένα στην «Έκθεση 
για τους Τυφλούς» (όπ.π.: 289-484) που παρεμβάλλει στη ροή της αφήγησής του. 
Εκεί, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος και συντάκτης της 
έκθεσης αναφέρει μεταξύ άλλων:

Πολλές φορές με είχε απασχολήσει η ύπαρξη εκείνου του υπόγειου δικτύου [του 
αποχετευτικού συστήματος του Μπουένος Άιρες], αναμφίβολα εξαιτίας της τάσης μου 
να σκέφτομαι υπόγεια, πηγάδια, σπήλαια, καταγώγια, τούνελ και κάθε τι που έχει 
σχέση μ' αυτή την αινιγματική υπόγεια πραγματικότητα: σαύρες, φίδια, ποντίκια, 
κατσαρίδες, σαρκοβόρα και τυφλούς (όπ.π.: 453, έμφαση δική μου).

Η φαντασιακή αυτή τοποθέτηση των τυφλών στο σκοτεινό και υπόγειο ζωικό βασίλειο 
αντανακλά την εμμονή του ήρωα ως προς την ύπαρξη της Ιερής Σέκτας των Τυφλών. 
Πρόκειται για μία οργάνωση που, κατά τη βαθιά ριζωμένη πεποίθησή του, 
αντιπροσωπεύει τον Πρίγκιπα του Σκότους και κυβερνά για λογαριασμό του τον 
κόσμο με τρόπο ύπουλο και καταχθόνιο. Τα ανάμεικτα συναισθήματα φόβου και 
περιέργειας που του προκαλεί η μυστική της δράση ενσαρκώνονται σε εκείνη την 
απροσδιόριστη μορφή που δεν ανήκει ούτε στο είδος των ανθρώπων, αλλά ούτε και 
σε εκείνο των ζώων. Οι τυφλοί παραμένουν άνθρωποι, θα μεταμορφωθούν, όμως, αργά 
η γρήγορα σε ένα είδος φιδιού ή νυχτερίδας. Η έλλειψη όρασης τους μετατρέπει σε 
τερατόμορφα πλάσματα: έχουν υγρές παλάμες, παγερό αίμα και γλειώδες δέρμα, 
οξυμένες, σε σημείο υπερφυσικό, τις αισθήσεις της ακοής και του 
προσανατολισμού, αφηρημένο και κενό πρόσωπο που παρατηρεί με σκληρότητα, ενώ 
παράλληλα διακρίνονται από μία έντονη καχυποψία και μοχθηρία για όσους δεν 
ανήκουν στη δική τους συνομοταξία. Το αποκορύφωμα της ρητορικής αυτής περί 
σωματικής και πνευματικής τερατομορφίας των τυφλών εκφράζεται εν τέλει στο 
πρόσωπο μίας λάγνας και διεστραμμένης τυφλής, η οποία επιδίδεται σε σεξουαλικά 
όργια με αμέτρητους εραστές μπροστά στον επίσης τυφλό και επιπλέον παράλυτο 
σύζυγό της, με σκοπό να τον εκδικηθεί για την καταπίεση και τη βία που της είχε 
ασκήσει όταν όταν δεν ήταν ανάπηρος. Έχοντας επιδιώξει και τελικά 
πραγματοποιήσει μία σειρά σεξουαλικών επαφών μαζί της, ο ήρωας γράφει σχετικά: 

Το μόνο που θα πω είναι ότι ακόμα και πέντε χιλιάδες χρόνια να ζούσα, θα μου 
ήταν αδύνατο να ξεχάσω μέχρι το θάνατό μου εκείνα τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια 
μ' εκείνο το ανώνυμο θηλυκό, πολλαπλό σαν το χταπόδι, αργό και λεπτοφυές σαν 
γυμνοσάλιαγκας, ευκίνητο και διεστραμμένο σαν γιγάντια οχιά, ηλεκτροφόρο και 
παραληρηματικό σαν μια γάτα τη νύχτα (όπ.π.: 440).

Η ζωικότητα των τυφλών ανδρών και γυναικών που κυριαρχεί στην αφήγηση του 
Sabato φαίνεται να ξεπηδά από μία μη-κανονική σωματικότητα, αυτή που της λείπει 
η λειτουργία της όρασης. Ενσωματώνει, έτσι, την απουσία όλων εκείνων των 
ιδιοτήτων που έχουν δομήσει την αίσθηση της όρασης στο δυτικό οπτικοκεντρισμό: 
την πρόσβαση στην αληθινή γνώση, τη θρησκευτικότητα, το πνευματικό φως, την 
επιστημονική αντικειμενικότητα. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, προερχόμενα από 
την αρχαία ελληνική σκέψη, την πρώιμη χριστιανική παράδοση, τον ευρωπαϊκό 
Μεσαίωνα και τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, έχουν συγκροτήσει την εγκυρότητά τους, 
μεταξύ άλλων, και μέσα από την αντίθεσή τους με την αφή και τη φυσικοποίησή της 
ως κατώτερης αίσθησης. Έχοντας ως αφετηρία τους στοχασμούς του Πλάτωνα και του 
Αριστοτέλη που την κατατάσσουν στο επίπεδο του ζωικού, η αφή συνδέθηκε αργότερα 
με τη σάρκα και εννοιολογήθηκε ως πηγή σκοταδισμού, ηδονής, λαγνείας και 
αμαρτίας, για να ταυτιστεί τελικά, στα λιγότερο ηθικά και περισσότερο πρακτικά 
πλαίσια της επιστημονικής γνώσης και της ορθολογικότητας, με την κατάσταση του 
μη-έλλογου (Synnott 1991: 61-71).
Με άλλα λόγια, αντανακλώντας μία σειρά βαθιά ριζωμένων πολιτισμικών αντιθέσεων 
(λόγος/αισθήσεις, νους/σώμα, αντικειμενικό/υποκειμενικό), η ιεραρχική διαφορά 
μεταξύ όρασης και αφής - ή μεταξύ βλεπόντων και τυφλών στην γκροτέσκα περιγραφή 
του Sabato - φέρνει στην επιφάνεια τη θετική σημασία με την οποία έχει 
επενδυθεί η αποστασιοποίηση του υποκειμένου από τον κόσμο και τα πράγματα, ώστε 
να εξασφαλίσει την καθαρότητα και την αντικειμενικότητα της αντίληψής του. Ο 
ιδανικός παρατηρητής, μας λέει ο Jonathan Crary, αναλύοντας την καθοριστική 
συμβολή του «σκοτεινού θαλάμου» (camera obscura) στη συγκρότηση του οπτικού 
υποκειμένου και της όρασης ως κυρίαρχης αίσθησης, είναι εκείνο το απομονωμένο 
και αυτόνομο άτομο που «έχει αποσυρθεί από τον κόσμο, ώστε να ορίσει και να 
αποκαθάρει τη σχέση του με τα πολύπλευρα περιεχόμενα του παρόντος 'εξωτερικού' 
κόσμου» (1998: 245). Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένου ότι σαν απαραίτητη 
προϋπόθεση για μία τέτοια συνθήκη τίθεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στην πράξη του 
βλέπειν από τη μία, τη φυσική και αισθητηριακή εμπειρία του παρατηρητή από την 
άλλη (όπ.π.), η σωματικότητα των τυφλών ατόμων που προβάλλει έντονα κατά τη 
διάρκεια των προσπαθειών τους να αντιληφθούν μέσω της αφής και του σώματος αυτό 
που νοείται ως εξωτερικός κόσμος καταλήγει να τα απομακρύνει από το ιδανικό του 
«απο-σωματοποιημένου» (disembodied), σκεπτόμενου και έλλογου υποκειμένου. Έτσι, 
ενώ το λευκό μπαστούνι θεωρείται ότι εξακολουθεί να μετ-αγγίζει μέρος της 
σωματικότητας των τυφλών ατόμων σε ό,τι βρίσκεται εκτός τους, η χρήση του 
μοιάζει να διασφαλίζει τελικά κάτι, έστω σε μικρό βαθμό, από εκείνη την 
απόσταση ανάμεσα στο σώμα και τον κόσμο που ο Descartes θεώρησε αναγκαία 
συνθήκη για τον εσωτερικό αναστοχασμό του δυτικού ανθρώπου και, συνεπώς, την 
εξάσκηση της αυτοπειθαρχίας στη σκέψη του (όπ.π. 247).  
Η ανάγκη για εξασφάλιση και τήρηση της σωματικής απόστασης, την οποία 
ενστερνίζονται και τα ίδια τα τυφλά άτομα, γίνεται ακόμη πιο εμφανής αν λάβουμε 
υπόψιν τη σταδιακή και σχετικά πρόσφατη εισαγωγή στα ελληνικά δεδομένα της 
εκπαίδευσης και χρήσης σκύλων-οδηγών για τυφλά και άτομα με προβλήματα όρασης. 
Αποτελώντας μία ακόμη τεχνολογία πρόσβασης στο φυσικό ή/και δομημένο χώρο, η 
συγκεκριμένη πρακτική θεωρείται κατάλληλη μόνο για όσους και όσες έχουν ήδη 
λάβει τα απαραίτητα μαθήματα κινητικότητας και προσανατολισμού και έχουν 
αποκτήσει μία σημαντική αυτονομία κίνησης. Στοχεύει, με αυτόν τον τρόπο, να 
συμπληρώσει τη λειτουργία του λευκού μπαστουνιού. Πιο συγκεκριμένα, ο 
σκύλος-οδηγός εκπαιδεύεται για να εντοπίζει και να αποφεύγει απρόσμενα εμπόδια, 
όπως αυτά που παρεμβάλλονται στους οδηγούς όδευσης τυφλών ή στα πεζοδρόμια, να 
διευκολύνει την αναγνώριση σημείων πρόσβασης (π.χ. σκάλες, ανελκυστήρες) σε 
κτίρια ή μέσα μαζικής μεταφοράς και να κάνει σε γενικές γραμμές πιο ασφαλή τη 
διάσχιση των δρόμων για τους χρήστες/ριές του. Ενισχύεται, έτσι, η ασφάλεια, η 
ανεξαρτησία και η άνεση της κίνησης τους, τα τρία «Α» της εκπαίδευσης στην 
κινητικότητα και τον προσανατολισμό, κατά πώς ονομάζονται τα στοιχεία αυτά στο 
πλαίσιο του ευρύτερου συστήματος προσβασιμότητας. Παράλληλα αποφεύγεται η 
ανεπιθύμητη πρακτική του αγγίγματος. Όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στο διεθνές 
συνέδριο «Άτομα με Αναπηρία και ΜΜΕ 2009», όπου και παρουσιάστηκε η 
αναγκαιότητα να εγκολπωθεί, έστω καθυστερημένα, και στην ελληνική κοινωνία η 
χρήση και εκπαίδευση των σκύλων-οδηγών: 
Ο σκύλος-οδηγός [.] βοηθάει έναν άνθρωπο τυφλό να κινείται με μεγαλύτερη 
ασφάλεια και μεγαλύτερη άνεση στους δρόμους, [.] να αντιμετωπίζει τα εμπόδια 
πολύ πιο εύκολα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τα αγγίζει, [.] να διατηρεί την 
ευθεία πορεία του στα πεζοδρόμια, να διασχίζει δρόμους με ασφάλεια και να 
μπορεί να εντοπίζει διάφορα σημεία ενδιαφέροντος με μεγαλύτερη άνεση (2009: 
254, έμφαση δική μου).

Οπωσδήποτε ένας σκύλος-οδηγός, εκτός από την αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας 
που δημιουργεί στα τυφλά άτομα με την διαρκή παρουσία και αφιέρωσή του στην 
παροχή βοήθειας και φροντίδας,  εξασφαλίζει και την προστασία τους από 
ατυχήματα που μπορεί να προκύψουν, είτε από δική τους στιγμαία απροσεξία, είτε 
από δομικές λεπτομέρειες που είναι δύσκολο να εντοπιστούν από το μπαστούνι 
(π.χ. αλλαγές στον χώρο, όπως δημόσια έργα, για τις οποίες δεν υπάρχει κάποια 
περίφραξη ή σημάδι προειδοποίησης, αλλά και σχέσεις μεταξύ αντικειμένων και 
χώρου που δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αντιληπτές μέσω του μπαστουνιού, όπως 
συμβαίνει με τις μεγάλες αποστάσεις μεταξύ ψηλών οχημάτων και πεζοδρομίου, όπου 
δίνεται η λανθασμένη εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στην κίνηση). 
Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψιν και την αποφυγή του υποχρεωτικού αγγίγματος που 
επιτρέπει, το ερώτημα που προκύπτει αφορά στο ποια άλλη αναγκαιότητα, πέραν 
αυτής των τριών «Α», έρχεται να καλύψει η χρήση των σκύλων-οδηγών;   
Αναλύοντας την έννοια του συστήματος (apparatus), ο Georgio Agamben γράφει: 
παρά το ότι στην ακραία φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διανύουμε δεν 
υπάρχει καμία σχεδόν έκφανση της ζωής των ατόμων που να μην πλαισιώνεται από 
κάποιο σύστημα,  το δίλημμα που τίθεται δεν αφορά στον εάν θα πρέπει να 
καταστραφεί ή να τεθεί σε μία πιο σωστή χρήση, όπως έχει συχνά προταθεί, ώστε 
τα υποκείμενα να απελευθερωθούν από την εξουσία που τους ασκούν (2009: 15). Τα 
συστήματα δεν αποτελούν μία παγίδα στην οποία οι άνθρωποι έχουν πιαστεί κατά 
λάθος, διευκρινίζει περαιτέρω, «αλλά μάλλον είναι ριζωμένα στην ίδια τη 
διαδικασία του 'εξανθρωπισμού' που διέκρινε τους 'ανθρώπους' από τα ζώα» 
(όπ.π.: 16). Εάν, λοιπόν, η έννοια του συστήματος είναι εσωτερική στη 
συγκρότηση του δυτικού υποκειμένου (όπ.π.: 19), το ζητούμενο δεν είναι να 
απορριφθούν οι τεχνολογίες  προσβασιμότητας ως ένα σύνολο  που εξ ορισμού 
περιορίζουν και κανονικοποιούν το σώμα και τις αισθήσεις στην τυφλότητα, αλλά 
να ιδωθούν ως αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας «εξανθρωπισμού» των τυφλών 
ατόμων. Με αυτή την έννοια, η ανάγκη για μεταβίβαση του αγγίγματος και της 
άμεσης επαφής με την υλικότητα του εξωτερικού κόσμου από το σώμα του τυφλού 
ατόμου σε αυτό του σκύλου-οδηγού δεν μπορεί να περιοριστεί στο πρόβλημα της 
ασφαλούς πρόσβασης. Χρειάζεται, επιπλέον, να ιδωθεί σε συνδυασμό με αυτό που ο 
Agamben εντοπίζει ως ρίζα ύπαρξης και λειτουργίας του συστήματος: «την καθ' όλα 
ανθρώπινη επιθυμία για ευτυχία», εννοώντας την προσπάθεια του ανθρώπου «να 
εκμηδενίσει τις ζωικές συμπεριφορές που έχουν πλέον διαχωριστεί από αυτόν» 
(όπ.π.: 17). 
Υπό αυτό το πρίσμα, εάν η παρουσία του λευκού μπαστουνιού θεωρείται ότι 
εξομαλύνει μέχρι ενός σημείου την γκροτέσκα αίσθηση εκείνης της σωματικότητας 
που προεκτείνεται απειλητικά στον χώρο προκειμένου να τον αντιληφθεί, η χρήση 
του σκύλου-οδηγού έρχεται να την εξαφανίσει. Λειτουργώντας ως διαμεσολαβητής 
μεταξύ του ανθρώπινου σώματος και του κόσμου,  μοιάζει να απορροφά μέρος των 
κραδασμών από το πολιτισμικό φορτίο που έχει επωμιστεί η έννοια της οπτικής 
βλάβης: την εντύπωση της ζωικότητας που συνοδεύει την αίσθηση της αφής και το 
στοιχείο του άλλογου που εμπεριέχεται στην έννοια της εγγύτητας.  Η χρήση των 
σκύλων-οδηγών μπορεί να ερμηνευθεί, τότε, ως πράξη επιτελεστική, με την έννοια 
ότι, επαναλαμβάνοντας κάποιες από τις νόρμες που στηρίζουν την εξουσία του 
δυτικού οπτικοκεντρισμού, τείνει να επαναφέρει το τυφλό άτομο στο πλαίσιο του 
αποστασιοποιημένου και σκεπτόμενου υποκειμένου προκειμένου να το συγκροτήσει ως 
τέτοιο. Αποκτά, επομένως, και για να χρησιμοποιήσω κάποια από τα λόγια της 
Butler, «ένα σώμα [που] έχει τα προσόντα να ζήσει μέσα στην επικράτεια του 
πολιτισμικά διανοητού» (2008: 43). Η ερμηνεία του Τάσου για τη συμβολή του 
μπαστουνιού στο να επιτελέσει αποτελεσματικά και όταν χρειάζεται το ρόλο του ως 
τυφλού κάνει την επισήμανση περί κατασκευής του «πολιτισμικά διανοητού σώματος» 
πιο κατανοητή και συνοψίζει όσα έχουν ειπωθεί στο παρόν κεφάλαιο. 
Εν όψει των διαδικασιών αξιολόγησης της οπτικής του αναπηρίας για να 
αναγνωριστεί ως δικαιούχος του σχετικού οικονομικού βοηθήματος και γνωρίζοντας 
ότι λόγω της μεταβατικής κατάστασης της πάθησής του «δεν έπειθε σαν τυφλός», ο 
Τάσος έκρινε αυτονόητο να παρουσιαστεί στις αρμόδιες εξεταστικές επιτροπές 
κρατώντας το μπαστούνι του ανοιχτό. Ακολουθώντας συμπληρωματικά τη συμβουλή του 
οφθαλμίατρού του να αποκρύψει το γεγονός ότι ακόμη διέθετε την αίσθηση του 
φωτός και να δηλώσει, επομένως, ότι πάσχει από ολική τύφλωση, κατόρθωσε να 
πιστοποιηθεί ως νόμιμα τυφλός και να εξασφαλίσει το δικαίωμά του στο επίδομα 
οπτικής αναπηρίας. Όπως μου εξήγησε, η σημασία ενός τέτοιου τεχνάσματος δε 
βρισκόταν μόνο στην απόκτηση του επιδόματος, αλλά και στο να αποφύγει την 
ψυχοφθόρα εκείνη κατάσταση που «θέτει τη ζωή σου σε εκκρεμότητα». «Η συνέχεια 
της βλάβης εξαρτάται από τις συνέχειες και τις ασυνέχειες της γραφειοκρατίας», 
σχολίασε συμπερασματικά, αιτιολογώντας, έτσι, το αδιέξοδο πολλών τυφλών ατόμων 
που καταφεύγουν σε παρόμοιες πρακτικές, προκειμένου να ενταχθούν στα πλαίσια 
των σχετικών νόμων, και θυμίζοντας ότι η οπτική βλάβη δεν προηγείται της 
εξουσίας που ασκεί στο σώμα και τις αισθήσεις της τυφλότητας το 
γραφειοκρατικοποιημένο και ιατρικοποιημένο βλέμμα, αλλά ότι προκύπτει μέσω 
αυτής την ίδια στιγμή που κάνει εφικτή την ύπαρξή της.    
Στα κατεξοχήν πλαίσια αμφισβήτησης της οπτικής αναπηρίας, λοιπόν, εκεί, δηλαδή, 
όπου οι διαφορετικές εκφάνσεις της οπτικής βλάβης τίθενται υπό το ιατρικό 
βλέμμα και λόγο του κράτους πρόνοιας - «το νομικό-ιατρικό πλέγμα, που συνιστά 
την ουσιώδη μορφή της εξουσίας», όπως θα έλεγε ο Foucault (2008: 110) - ώστε το 
τυφλό άτομο να συγκροτηθεί ως ανάπηρο υποκείμενο και άρα ως υποκείμενο με 
δικαιώματα, η χρήση του λευκού μπαστουνιού εξασφαλίζει στην τυφλότητα τη 
«νομιμότητά» της: την πιστοποιεί ως ολική απουσία όρασης και την ίδια στιγμή τη 
συμπεριλαμβάνει στα πλαίσια του κοινωνικού. Ή, διαφορετικά, η αναγκαιότητα που 
επιβάλλει τη χρήση του μπαστουνιού ξεπερνά τη λειτουργία του ως μέσου για την 
ασφαλή, αυτόνομη και άνετη πρόσβαση στην υλικότητα του χώρου, αποτελώντας μία 
κανονιστική πρακτική που επαναλαμβάνει αυτό που η νόρμα της οπτικής αρτιμέλειας 
ορίζει ως οπτική βλάβη: εκείνη τη «φυσική» κατάσταση που κάνει το υποκείμενο να 
βυθίζεται στην ακινησία του σκοταδιού και να απομακρύνεται από την έννοια του 
ανθρώπινου. 










 
















 Κοινοποιήστε το στο Facebook  twitter  



Εκτύπωση   
 
 
Αποστολή με e-mail   
 
 
Αποθήκευση   
 
 




Προηγούμενη σελίδα    Αρχή Σελίδας    



Υποκατηγορίες  
  
Από την ιστορία τής τυφλότητας και της αναπηρίας 
 
Πολιτιστικά δρώμενα 

Άλλες προσεγγίσεις της τυφλότητας και της αναπηρίας 
 
Διάσημοι τυφλοί 
 
Έργα συναδέλφων 
 
Έργα καλλιτεχνών συναδέλφων 
 
Δείτε εδώ 
 
Ψυχαγωγία-Ενημέρωση 



Μενού  



Αρχική  / 
  
Ε.Ο.Τ. /  
 
Επικαιρότητα  /  
 
Νομοθεσία /  
 
Θέματα τυφλότητας /  

Πολιτισμός /  
 
Αθλητισμός  /  
 
Επικοινωνία /  




Valid HTML 4.01 Transitional Valid CSS!   Το www.eoty.gr λειτουργεί μέσα απο 
την προσβάσιμη πλατφόρμα του  
 Συλλόγου Τεχνολογικής Ανάπτυξης Τυφλών    Di-net 1,56 
created by Thanasis Ilias 
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση