Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία - Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020 - 09:40

Ο Κονδυλάκης και οι μαλλιαροί (Μια επιστολή του 1905)


Ανεπίκαιρο θεμα για σήμερα, αλλά δεν είμαστε υποχρεωμενοι να ακολουθούμε 
διαρκώς κατά πόδας την επικαιρότητα -αλλιώς, θα γράφαμε μονάχα ατάκες στο 
Τουίτερ.

Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατο του Ιωάννη Κονδυλάκη, μόλις στα 
59 του χρόνια. Μένει στην ιστορία των γραμμάτων μας με τον Πατούχα, τη συλλογή 
διηγημάτων «Όταν ήμουν δάσκαλος» και το στερνό του έργο «Πρώτη αγάπη» αλλά και 
με τους Αθλίους των Αθηνών. Όμως ο Κονδυλάκης ήταν και δημοσιογράφος, μάστορας 
του χρονογραφήματος, με το ψευδώνυμο Διαβάτης, και πρώτος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ.

Από πολλούς θεωρείται ο πατέρας του όρου «μαλλιαροί» για τους δημοτικιστές. 
Λέγεται ότι τους χαρακτήρισε έτσι επειδή οι αδελφοί Πασαγιάννη, που έγραφαν στο 
πρωτοποριακό περιοδικό Τέχνη του Κ. Χατζόπουλου, το 1898, έτρεφαν πλούσια κόμη. 
Ο Τ. Μωραϊτίνης, σε μεταγενέστερες αναμνήσεις του, διεκδικεί για τον εαυτό του 
την πατρότητα, πιστώνοντας στον Κονδυλάκη τη διάδοση και καθιέρωση του όρου 
-ίσως βάλω κάποτε το κειμενάκι αυτό. Από την άλλη, ο Ευάγγ. Πετρούνιας θεωρεί 
ότι πρόκειται για δάνειο από το ιταλικό κίνημα της scapigliatura (της 
μαλλούρας, ας πούμε).

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου σήμερα -άλλωστε νομίζω πως έχουμε συζητήσει 
ξανά στο ιστολόγιο για τη γέννηση του όρου.

Ο Κονδυλάκης λοιπόν κατά πάσα πιθανότητα ήταν αυτός που έπλασε ή που διέδωσε 
έναν καταρχήν (αν και όχι πάντοτε) μειωτικό όρο για τους δημοτικιστές (και 
γενικά για τους νεωτεριστές στην τέχνη και τα γράμματα), ενώ στα χρονογραφήματά 
του έγραφε σε απλή καθαρεύουσα. Θα περίμενε κανείς να είναι αντίπαλος της 
δημοτικής -όχι όμως.

Ο Κονδυλάκης είναι περίπτωση Ροΐδη, κατά κάποιο τρόπο. Παρόλο που και στα 
λογοτεχνικά του έργα χρησιμοποίησε γλώσσα από απλή καθαρεύουσα έως μικτή, με 
εξαίρεση βέβαια τους διαλόγους, ο ίδιος υποστήριζε τη δημοτική και θεωρούσε 
τεχνητή γλώσσα την καθαρεύουσα. Όταν παράτησε την Αθήνα, τσακισμένος από το 
δημοσιογραφικό μαγκανοπήγαδο (και τις νυχτερινές χαρτοπαιξίες) και γύρισε στην 
Κρήτη, πρόλαβε να δώσει ένα αριστούργημα, την Πρώτη αγάπη, σε υποδειγματική 
κρουστή δημοτική με πολλά διαλεκτικά στοιχεία. Δυστυχώς, λίγο μετά πέθανε.

Θα δημοσιεύσω σήμερα μια επιστολή του, υπέρ της δημοτικής, αλλά γραμμένη σε 
καθαρεύουσα. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθήναι του Γ. Πωπ, στις 14 Φεβρουαρίου 
1905 -πριν από 115 χρόνια. Ο Πωπ είχε ξεκινήσει εκείνον τον καιρό συνεντεύξεις 
με λογίους για το γλωσσικό ζήτημα, και ως τότε είχε φιλοξενήσει τις γνώμες 
διάφορων αντιπάλων της δημοτικής. Στο φύλλο της 10ης  Φεβρουαρίου είχε 
συνέντευξη του Καλαποθάκη, διευθυντή του Εμπρός, και στο τέλος ανάγγελλε ότι 
στο επόμενο φύλλο θα ακολουθούσε συνέντευξη του Κονδυλάκη. Όμως ο Κονδυλάκης 
αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη και έστειλε επιστολή που δημοσιεύτηκε στο φ. της 
14.2.1905.

Προηγήθηκε σύντομη εισαγωγή, στην οποία ο Γ. Πωπ ειρωνεύεται φιλικά τον 
Κονδυλάκη ότι μοιάζει με εκείνους τους γιατρούς που γράφουν συνταγές για άλλους 
αλλά δεν τις παίρνουν ποτέ οι ίδιοι. Βλέπετε σε εικόνα αριστερά τι έγραψε.

Ο Κονδυλάκης στην επιστολή του επίσης χρησιμοποιεί αριστοτεχνικά την ειρωνεία 
-εγκωμιάζει την καθαρεύουσα παρουσιάζοντας τα μειονεκτήματά της για 
πλεονεκτήματα, κυριολεκτικά σφάζει με το μπαμπάκι.

Ακολουθεί η επιστολή του Κονδυλάκη. Κρατάω την ορθογραφία πλην μονοτονικού. Στο 
τέλος λέω δυο λόγια.

Φίλτατε,

Ό,τι έχω να είπω διά το ζήτημα της γλώσσης δεν μου φαίνεται να είνε απαραίτητον 
να το είπω ανακρινόμενος. Προτιμώ να το γράψω εις μίαν επιστολήν δια να είμεθα 
συντομώτεροι και σαφέστεροι.

Λοιπόν θέλετε την γνώμην μου; Η ωραία μας καθαρεύουσα είνε θαύμα θαυμάτων, το 
οποίον δυνάμεθα να επιδεικνύωμεν με υπερηφάνειαν, αφʼ ου μάλιστα δεν έχομεν 
τίποτε άλλο να επιδείξωμεν οι νεώτεροι Έλληνες. Είνε νεκρός, όστις αν δεν ζη, 
φαίνεται τουλάχιστον ότι ζη, αφʼ ου πιστεύομεν ότι ζη. Τον κρατεί εις αυτήν την 
ζωήν η πίστις μας, και η πίστις, ως γνωστόν, θαυματουργεί. Είνε ζωντανός 
νεκρός. Είδε ποτέ ο κόσμος τοιούτον τέρας από τον καιρόν του τριημέρου Λαζάρου; 
Λέγουν ότι και οι Άραβες και δεν ενθυμούμαι τίνες άλλοι λαοί της Ασίας, επίσης 
πολιτισμένοι, έχουν κατορθώσει ανάλογον γλωσσικόν θαύμα. Αμφιβάλλω όμως αν ο 
γλωσσικός βρυκόλαξ εκείνων έχει τας θαυμασίας αρετάς του ημετέρου. Να είνε η 
αρχαία και συγχρόνως η νέα γλώσσα, και πάλιν ούτε το εν ούτε το άλλο να είνε. 
Να μη είνε μάλιστα καθόλου γλώσσα, και όμως να έχη όλας τας αξιώσεις γλώσσης 
και την υπερηφάνειαν ευγενούς γλώσσης.

Διότι επί τέλους τι είνε αυτή η γλώσσα; Αν είνε η αρχαία, διατί δεν γράφομεν 
και δεν ομιλούμεν ως έγραφε και δεν ωμίλει ο Φίλιππος Ιωάννου; Αν είνε νέα, 
τότε διατί δεν έχει αυτοτέλειαν και αυθυπαρξίαν; Πού είνε το λεξικόν, πού η 
γραμματική και το συντακτικόν της; Πού υπάρχει τέλος πάντων; Ή υπάρχει παντού 
και δεν υπάρχει πουθενά, όπως το άμορφον χάος;

Αλλά τα θαύματα δεν υπάγονται εις κανόνας, δεν έχουν αναλογίας προς τα κατά 
φύσιν υπάρχοντα και γινόμενα. Φυσικόν και λογικόν είνε δια να μάθη κανείς μίαν 
γλώσσαν να διδαχθή αυτήν την γλώσσαν· αλλά δια να μάθη την θαυμαστήν μας 
καθαρεύουσαν πρέπει να διδαχθή, όχι αυτήν, αλλά μίαν άλλην γλώσσαν. Και το 
επίσης θαυμαστόν είνε ότι δεν μανθάνετε την γλώσσαν που διδάσκεσθε, αλλʼ 
εκείνην που δεν διδάσκεσθε.

Είνε λοιπόν ή δεν είνε φαινόμενον μοναδικόν και απαράμιλλον η γλωσσική μας 
κατάστασις; Και όταν αυτό είνε το μόνον μοναδικόν πράγμα το οποίον έχομεν, δεν 
είνε αληθώς για δέσιμον, δεν είνε προδόται και άξιοι αγχόνης εκείνοι που 
συμβουλεύουν νʼ αφήσωμεν αυτό το μεγαλούργημα και να πέσωμεν εις τα χαμηλά και 
χυδαία;

* * *

Αλλά μας λέγουν ότι η καθαρεύουσα έχει ψευδή την βάσιν και πηγαίνει εναντίον 
των φυσικών νόμων. Και τί με τούτο; Τί νεοελληνική γλώσσα θα είνε αφού θα 
σέβεται νόμους και θα υποτάσσεται εις νόμους; Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν 
υποφέρει και η γλώσσα του δεν δύναται να είνε διαφορετική. Ο φόβος του 
αμφιβόλου φαντάσματος, το οποίον ονομάζεται φύσις, θα μας δεσμεύση να μη 
κάμωμεν τα κέφια μας; Ένας λόγος επί πλέον δια να πεισμώσωμεν και να πάμε 
εναντίον και αυτής της κοινής λογικής, η οποία εννοεί την γλώσσαν όργανον 
συνεννοήσεως.

Αλλά γλώσσα τεχνητή και ψεύτικη, χωρίς οργανικήν συνάφειαν προς την ζωήν, δεν 
δύναται να εξυπηρετήση την πνευματικήν πρόοδον και την καλλιτεχνικήν 
δημιουργίαν. Είνε ψυχρά και άγονος, όπως είνε όλα τα πτώματα και όλα τα ψεύδη. 
Ας λέγουν ό,τι θέλουν. Διʼ ημάς είνε αρκετόν ότι η γλώσσα αυτή είνε ευγενής, 
αφού λαλεί διαφορετικά από ημάς και λέγει την χυδαίαν μύτην ρίνα και το χυδαίον 
πόδι πους. Με αυτά και με αυτά φαινόμεθα ότι συγγενεύομεν προς τους αρχαίους. 
Αν δεν είχαμεν και αυτήν, ποιος θα μας ελογάριαζε; Ποιος θα εσκοτίζετο εις τας 
Ευρώπας διʼ ανθρώπους χυδαίους, γράφοντας το ους των αυτί; Το βέβαιον είνε ότι 
αυτά τα ευγενή ράκη μας πλησιάζουν προς τον αρχαίον κόσμον όσο προσεγγίζουν τον 
κ. Δόγκαν προς τον Έφηβον τον Αντικυθήρων τα σινδόνια με τα οποία 
περιτυλίσσεται. Αλλά κάνομεν το κατά δύναμιν, δια να ενθαρρύνωμεν τας 
συμπαθείας των φιλελλήνων και νʼ αποθαρρύνωμεν την κακοβουλίαν των μισελλήνων. 
Δεν έχομεν καμμίαν όρεξιν να παρουσιασθή νέος Φαλμεράγερ και να κηρύξη εις τον 
κόσμον: “Αυτοί εκεί κάτω δεν είνε αρχαίοι Έλληνες· σας γελούν· είναι 
αποκρηάτικοι Μακεδόνες. Γράφουν “φυσέκι” ενώ είνε πασίγνωστον ότι οι αρχαίοι 
Έλληνες έλεγον τας πυριτιδοβολάς “φυσίγγια”.

* * *

Μας φλυαρούν και περί διγλωσσίας, ως περί μεγάλου τάχα ελαττώματος. Αλλʼ εδώ δα 
είνε που δεν ξέρουν τι λέγουν. Τί άλλο είνε η λεγομένη διγλωσσία παρά πλούτος 
της γλώσσης; Και τριγλωσσίαν και τετραγλωσσίαν αν είχαμεν, κέρδος μας θα ήτο. 
Αλλά προσθέτει περιττάς δυσκολίας είς την γλώσσαν; Τόσω το καλλίτερον. Όσον 
δυσκολωτέρα και ανωμαλωτέρα είνε μια γλώσσα, τόσον ευγενεστέρα. Οι Κινέζοι, οι 
οποίοι έχουν τας αυτάς περίπου με ημάς ιδέας περί ευγενείας της γλώσσης, 
καταγίνονται καθʼ όλην αυτών την ζωήν δια να μάθουν την γλώσσαν των.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αι δυσκολίαι και αι ανωμαλίαι της γραφομένης γλώσσης 
μας την καθιστώσιν ανεπιτηδειότατον όργανον προπαγάνδας. Ούτω δʼ εξηγείται και 
πώς δεν κατωρθώθη να εξελληνισθούν κατά την γλώσσαν λαοί Έλληνες το φρόνημα, 
και άλλοι επί των οποίων εξησκήσαμεν μακράν πνευματικήν επίδρασιν και οίτινες 
άλλο δεν επόθουν παρά να γίνουν και κατά την γλώσσαν Έλληνες. Αλλά μεταδιδομένη 
εις αλλοφώνους η ωραία και αθάνατος γλώσσα μας δεν θα εβεβηλούτο; Είνε τόσον 
ευαίσθητα τα κειμήλιά μας, ώστε με την παραμικράν επαφήν βεβηλούνται. Λοιπόν 
εάν οι αλλόφωνοι εκείνοι δεν εστάθησαν ικανοί, παρʼ όλην την καλήν των θέλησιν 
να προσοικειωθούν την ευγενή μας καθαρεύουσαν, τόσον το χειρότερον διʼ αυτούς, 
τόσω το καλλίτερον διʼ ημάς. Εσώθη η γλώσσα μας από την βεβήλωσιν. Θα 
συνεβούλευα μάλιστα να την τυλίξωμεν και να την κλείσωμεν εις την κασέλλα δια 
να μη μας την ματιάσουν.

* * *

Βλεπετε ότι η καθαρεύουσα δεν έχει θαυμαστήν ενθουσιωδέστερον και απολογητήν 
πλέον καλόβουλον από εμέ. Και όμως έως χθες, ίσως και μέχρι αυτής της στιγμής, 
εφρόνουν ότι η γραπτή μας γλώσσα πρέπει να επανέλθη εις την αλήθειαν και την 
ζωήν και ότι εφʼ όσον δεν προσαρμοσθή εις τον ζωντανόν κορμόν της νέας γλώσσης 
δεν θα είνε γλώσσα, αλλά μούμια. Εφρόνουν ότι όσοι εργάζονται προς τον σκοπόν 
τούτον, και όταν ακόμη ως ο Πάλλης και ο Ψυχάρης, εξ υπερμέτρου και σχολαστικού 
ζήλου, δια περιττών και πολλάκις απειροκάλων υπερβολών βλάπτουν τον αγώνα της 
αληθείας, είνε άξιοι τιμής. Επίστευα ότι εκχυδαϊσμός και νοσηρά παραφθορά είνε 
όχι η φυσιολογικώς προελθούσα εκ της αρχαίας δημοτικής γλώσσα, αλλʼ η τεχνητή 
καθαρεύουσα, η σχηματισθείσα δια πραγματικών βιασμών και στρεβλώσεων της 
αρχαίας.

Αλλʼ όπως έγραφα πέρυσι, όταν τα “Παναθήναια” εζήτησαν την γνώμην μου, ήμουν 
της ιδέας ότι αφού το Έθνος κατά δυστυχίαν ετράπη προς την σφαλεράν αυτήν 
διεύθυνσιν και έχασε τόσον την αντίληψιν και το αίσθημα του πραγματικού και 
αληθινού, ώστε να περιφρονή την γλώσσαν την οποίαν λαλεί και να νομίζη χυδαίας 
λέξεις τας οποίας έχει καθημερινώς εις το στόμα, δεν είνε δυνατόν να γυρίση δια 
μιας εις τον αληθινόν δρόμον. Πρέπει πρώτον να εισέλθη εις την εθνικήν 
συνείδησιν η ανάγκη της μεταβολής δια να έλθη αφʼ εαυτής.

* * *

Τοιαύτας πεποιθήσεις είχα, αλλά σήμερον δεν τολμώ πλέον να τας έχω. Το μεν 
διότι με μετέπεισαν τα τόσα πολιτικά και ρητορικά επιχειρήματα τα οποία 
ανέγνωσα αυτάς τας ημέρας εναντίον της αληθείας, το δε διότι μʼ επτόηταν αι 
απειλαί του κ. Παπαλεξανδρή, όστις φοβερίζει να σφάξη, ως λαγιαρνιά, τους 
Μαλλιαρούς “δια σκωριώντος σιδήρου” (ίσως με κανένα μέσον αόριστον), 
επανέρχομαι εις τον θαυμασμόν και την λατρείαν της ωραίας και πλουσίας μας 
Καθαρευούσης, που να μας ζήση, και τάσσομαι εις τον αγώνα εναντίον των προδοτών 
και βεβηλωτών.

Ως οπλίτης δε και εταίρος του ευγενούς τούτου αγώνος, έχω να δώσω μιαν 
συμβουλήν προς τους συναγωνιστάς. Να μη επιμείνουν εις το επιχείρημα των 
ρουβλίων και των λιρών. Το χρήμα είνε κακός πειρασμός και είνε ενδεχόμενον να 
πυκνώση τας τάξεις των δια νέων προσηλύτων αντί να τας αραιώση. Φοβούμαι και 
δια τον εαυτόν μου ακόμη. Το χρήμα, επαναλαμβάνω, είνε κακός πειρασμός. Και 
όταν εις το καφενείον ακούω ένα φλογερόν πατριώτην και υπέρμαχον της ωραίας μας 
γλώσσης νʼ αναφωνή: “Μα πού το βρίσκουν το χρήμα;” μου φαίνεται ότι ζητεί να 
μάθη δια να μπαλωθή και αυτός.

Ότι οι δημοτικισταί έχουν αδήλους πόρους είνε αναμφίβολον, όπως είνε βέβαιον 
ότι έχουν και άδηλον διαπνοήν όσοι εξ αυτών κάνουν λουτρόν. Δεν ήτο δυνατόν 
παρά να επιχειρήσουν οι εχθροί του Ελληνισμού να καταστρέψουν τόσον μοναδικόν 
αγαθόν οποία είνε η Καθαρεύουσά μας, το καύχημα και η δόξα μας.

Αλλʼ έχω και αποδείξεις ηλίου φαεινοτέρας. Προχθές είδα ένα Μαλλιαρόν να τρώγη. 
Χθες δε είδα ένα άλλον κατηφή και στενοχωρημένον. Τον ηρώτησα τί είχε κʼ 
επροφασίσθη πονόδοντον, αλλʼ εγώ εσχημάτησα πεποίθησιν ότι ήτο λυπημένος δια 
τον φόνον του Σεργίου και την ασθένειαν του Πομπιεδονόστσεφ.

Έρρωσθε!

Ι. Κονδυλάκης

Καναδυό πραγματολογικά.

Ο Φίλιππος Ιωάννου, που έγραφε σε γλώσσα που δεν μιλούσε, ήταν καθηγητής 
πανεπιστημίου που πρέπει να έγραφε σε αρχαΐζουσα ή και σε αρχαία. Ο Δόγκας που 
τυλιγόταν με σεντόνια δεν ξέρω ποιος ήταν. Με το επώνυμο αυτό υπήρχε βουλευτής 
Ηλείας, ο Δημοσθένης Δόγκας. Ο Σέργιος είναι ο αρχιδούκας Σέργιος Αλεξάντροβιτς 
της Ρωσίας, θείος του Τσάρου, που λίγες μέρες νωρίτερα είχε βρει τον θάνατο από 
βόμβα επαναστατών. Ο Κονσταντίν Πομπιεδονόστσεφ με το ανοικονόμητο όνομα ήταν η 
φαιά εξοχότης του τσαρικού καθεστώτος.

https://sarantakos.wordpress.com/2020/01/16/kondylakis/
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση