https://sarantakos.wordpress.com/2020/10/30/lapathiotis-17/#more-33576

Τα σπίτια της παιδικής μου ηλικίας (από την αυτοβιογραφία του Ν. Λαπαθιώτη)
30 Οκτωβρίου, 2020
Συμπληρώνονται αύριο 132 χρόνια από τη γέννηση του αγαπημένου μου ποιητή 
Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Κάθε χρόνο, είτε ανήμερα στις 31 Οκτωβρίου είτε εκεί κοντά, ας πούμε την πιο 
κοντινή Κυριακή, το ιστολόγιο έχει καθιερώσει την παράδοση να αφιερώνει ένα 
άρθρο στον Λαπαθιώτη -και αυτό θα κάνουμε και φέτος, με το άρθρο που 
δημοσιεύεται σήμερα, κατ’ εξαίρεση μια μέρα νωρίτερα. Αν το έβαζα ανήμερα της 
γέννησης, αύριο, θα εκτόπιζα τα μεζεδάκια, τα οποία θα πήγαιναν Κυριακή και θα 
εκτόπιζαν το Μηνολόγιο. Οπότε, βάζω σήμερα το λαπαθιωτικό άρθρο, αποφεύγοντας 
έτσι τις άλλες μετατοπίσεις

Στο σημερινό άρθρο θα παρουσιάσω περίπου το μισό δεύτερο κεφάλαιο από την 
αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη «Η ζωή μου», που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1940 
στο Μπουκέτο (και μάλιστα διακόπηκε απότομα με την κήρυξη του πολέμου στις 28 
Οκτωβρίου). Το πρώτο κεφάλαιο υπάρχει ήδη στο Διαδίκτυο (π.χ. εδώ), οπότε 
προτίμησα να μην το επαναλάβω.


Παιδική φωτογραφία παρμένη από τεύχος του Μπουκέτου
Στο απόσπασμα που θα διαβάσετε, ο Λαπαθιώτης αφηγείται τα σπίτια όπου έζησε 
μικρός και κάποιες αναμνήσεις που έχει συγκρατήσει από το καθένα τους (πολλές 
βασισμένες σε διηγήσεις της μητέρας του). Όπως θα δείτε, μετακόμιζαν σχεδόν 
κάθε χρόνο, αλλά πάντοτε μέσα σε μια πολύ μικρή ακτίνα από το κέντρο της 
Αθήνας. Με την ευκαιρία, να πούμε ότι η λεγόμενη «οικία Λαπαθιώτη» υπάρχει 
ακόμα και ρημάζει στην οδό Οικονόμου, στον λόφο του Στρέφη, αλλά ο ποιητής 
γεννήθηκε στους Αγίους Θεοδώρους, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, όπως μας λέει 
στο πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας του.

Θα άξιζε ίσως να προσπαθήσει κάποιος να εντοπίσει αν υπάρχουν ακόμη τα σπίτια 
αυτά, αλλά δεν δίνει και πολλές πληροφορίες ο Λαπαθιώτης, αν και για κάποια 
αναφέρει οδό και αριθμό (αν βέβαια δεν έχει αλλάξει η αρίθμηση). Πάντως, το 
1940 -όταν γράφεται το κείμενο- τα σπίτια αυτά υπήρχαν ακόμα.

Θα μπορούσαν επίσης να σχολιαστούν κάποιες αναφορές του κειμένου, αλλά ας πούμε 
ότι βαρέθηκα να το κάνω. Πάντως, το συλλαλητήριο στο πεδίο του Άρεως που 
οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Τρικούπη εξαιτίας της επέμβασης του διαδόχου 
έγινε τον Ιανουάριο του 1895 -άρα ο Λαπαθιώτης τότε ήταν 6 χρονών και τριών 
μηνών. Σε εφημερίδες της εποχής έχουμε αναφορές στον πατέρα του.

Ο πατέρας του, ο Λεωνίδας Λαπαθιώτης, ήταν στρατιωτικός και οι στρατιωτικοί 
είχαν περίοπτη κοινωνική θέση στην Ελλάδα του 1890 -o ποιητής πέρασε άνετη και 
χαϊδεμένη παιδική ηλικία, έχοντας πάντα γύρω του πολλούς ανθρώπους να τον 
προσέχουν, μέχρι και την ορντινάντζα του πατέρα του -αλλά ας τον αφήσουμε να τα 
πει ο ίδιος.

Μεταφέρω τις σελ. 22-29 από το βιβλίο Η ζωή μου (Κέδρος 2009, επιμ. Γιάννη 
Παπακώστα), την αρχή του 2ου κεφαλαίου που έχει τίτλο «Προϊστορία και τ’ 
ανέκδοτά της…»

Κεφάλαιο 2

Πυκνό σκοτάδι, φοβερό σκοτάδι, σαν το σκοτάδι της ανυπαρξίας.

Εδώ κι εκεί κάποιες ασύνδετες εικόνες: Να ’ταν αλήθεια, να ’ταν στ’ όνειρό μου;

Βρίσκομαι σε μια κάμαρη, νύχτα, σκοτεινά, θαρρώ πώς είμαι ξαπλωμένος στο 
κρεβάτι. Στο ταβάνι, κόκ­κινες σαν αίμα, περνούν μεγάλες έντονες ανταύγειες από 
μακρινά βεγγαλικά! Ο πατέρας μου κι η μητέρα, σαν ίσκιοι, στο παράθυρο. Και 
τίποτ’ άλλο.

Ίσως αυτά να ’ταν στο πρώτο σπίτι, σ’ ένα σπίτι της οδού Κολοκοτρώνη (αριθ. 59 
τώρα), το σπίτι «του Σκύρα», καθώς τ’ ανάφερνε κατόπιν η μητέρα μου, και στο 
οποίο πήγαμε έπειτ’ απ’ των Αγίων Θεοδώρων.

Κι έπειτα σ’ ένα σπίτι της οδού Αθηνάς (αριθ. 27 τώρα), που ’βλεπε στο παλιό 
σχολειό του Καραμάνου, το σπίτι του «κυρ-Θανάση»: Ένας μακρύς και σκοτει­νός 
διάδρομος, μ’ ένα χαλί σ’ όλο το μάκρος του, που τελειώνει σ’ έναν τοίχο. Σ’ 
αυτό τον τοίχο, ένα κανονι­κότατο βαθούλωμα και μέσα του μια διακόσμηση, κάτι 
σαν πελώρια αρχαϊκή υδρία…

Κι εκεί το πρώτο αίσθημα του φόβου: Είχε, λέει, μόλις βασιλέψει κι ήταν 
μισοσκότεινα. Στεκόμουν σέ μια πόρτα, την πόρτα του γραφείου του πατέρα μου. 
Μέσα στην τραπεζαρία, ο στρατιώτης, στρώνοντας τραπέζι, τοποθετούσε τα 
μαχαιροπήρουνα, που βροντούσαν μες στη σιωπή. Είχα σταθεί ακίνητος, αμίλη­τος, 
σαν να μην τολμούσα να σαλέψω. Η μητέρα μου με ρώτησε γιατί. Και της αποκρίθηκα:

– Βοβείται! (Φοβάμαι!)

Κάτω απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού ήταν και είναι μια μεγάλη λαμαρίνα, η λαμαρίνα 
των αποκάτω μα­γαζιών: Και σ’ αυτήν κατρακυλούσαν, ταχτικά, πότε τα παιγνιδάκια 
και τα τόπια, και πότε το καπέλο του πατέρα μου, η άλλων μας επισκεπτών, 
οικείων… Αλλά και τα νομίσματα πού μου ’διναν να παίζω, με βρήκαν, λέει, να τα 
ρίχνω αντί στον κουμπαρά σε κάποια χαραμάδα του πατώματος! Όταν γκρεμίσουν 
κάποτε το σπίτι, ας κοιτάξουν να ’βρουν οι αρμόδιοι τον μικρό εκείνο θησαυρό!

Άλλοτε, πάλι, που καθόμουν στο παράθυρο μαζί με τη μητέρα μου, είδα κάποιο γέρο 
που περνούσε, κουτσαίνοντας, στο δρόμο. Το θέαμά του θλιβερό και κω­μικό μαζί. 
Πήρα ύφος συμπόνιας, λυπημένος.

«Κακομοίλη γέλο! Πονεί πόδι σου, πονεί χέλι σου!»

Αλλ’ αμέσως, βλέποντας με μάτι ευθυμότερο το ρυθμικό του κούτσαμα, που θύμιζε 
χορό, συμπλήρωσα, χτυπώντας παλαμάκια:

«Τάλα-λάλα-λάλα-λά!».

Όλ’ αυτά τα ’κουσα και τα ’μαθα αργότερα πολύ, ιστορημένα απ’ τη μητέρα μου, 
χωρίς κανένα αμυδρό τους ίχνος μες στο σκοτεινό μνημονικό μου.

Κι έπειτα, σ’ ένα σπίτι της πλατείας Ομονοίας, ιδιοκτησία Καυτατζόγλου (οδός 
Δώρου, αριθ. 4, τώρα ξενοδοχείο «Νέον Αθήναιον», από πάνω από τ’ ομώ­νυμό του 
καφενείο): Αναμνήσεις πιο συγκεκριμένες, αν και, κι αυτές κομματιαστές κι 
ασύνδετες ακόμα.

Γυρίζω από τον περίπατο πρωί. Με συνοδεύει, πιάνοντάς με άπ’ το χέρι, ο 
στρατιώτης του πατέρα μου. Καθώς περνάει δίπλα, πολύ-πολύ αργά, ένα μεγάλο κάρο 
αδειανό, για να μην κουράζομαι, με στήνει όρθιο, στην πίσω του μεριά. Πολλές 
κατσάδες ύστερα στο σπίτι, μόλις το είπα της μητέρας μου αυτό, στο στρα­τιώτη, 
για το άτοπο που έκανε.

Στο ίδιο σπίτι: Κάνω γύρους στη μέση της πλατείας, στο πεζοδρόμιο, σ’ ένα 
ποδηλατάκι με τρεις ρόδες (που υπάρχει και σ’ αρκετά καλή κατάσταση ακόμα!), με 
τη συνοδεία της υπηρετρίας μας. Κάποια στιγμή, μια βίδα φεύγει απ’ τον τροχό 
του και βρίσκομαι πεσμένος με τα μούτρα στο πλακόστρωτο.

Στο ίδιο σπίτι πάντα: Ένα καλό πρωί με χάνουν! Απόγνωση, τρομάρα της μητέρας 
μου, τρεχάλες, φα­σαρία… με βρίσκει ο στρατιώτης στην οδό Πατησίων, αντίκρυ απ’ 
το Μουσείο, με τα φουστανάκια, καθώς ήμουν, φορώντας το καπέλο του πατέρα μου, 
καπέλο λοχαγού, και με το σπαθί του στρατιώτη στη μέση μου ζωσμένο! Κι ενώ με 
κουβαλάει πίσω, θριαμβευτικά, αγκαλιά του, μου πέφτει το ένα παπουτσάκι και 
γυρνάμε και το βρίσκουμε στο δρόμο… Κι από τότε, για την περίπτωση που θα 
χανόμουν πάλι, μια και ήμουν επιδεκτικός τέτοιων επικίνδυνων αποδράσεων, για να 
μπορώ να δώσω τα στοιχεία μου, μου μαθαί­νουνε να λέω τ’ όνομά μου: «Ναπολέων 
Λαπαθιώτης, ρόδον εύοσμον!». Και το λέω, κάθε τόσο, με καμάρι: «Ναπολέων 
Λαπασώτης, λόδον εύοσμον!».

Κι οι εικόνες όσο πάνε πληθαίνουν: Πολλές αρρώ­στιες (ένας τύφος σοβαρός, όχι 
όμως εγκεφαλικός), αναρρώσεις, και πολλά-πολλά παιγνίδια, στρατιωτάκια 
μολυβένια, μια κουζίνα με όλα της τα σύνεργα, ένα μεγάλο πρόβατο με άσπρο το 
μαλλί του! Μάχες ολόκληρες απάνω στο κρεβάτι και με τη «θείτσα» την καημένη 
(πού μ’ αγαπούσε τόσο, και που είχα γεννηθεί στα χέρια της και που 
συγκατοικούσαμε, χρόνια πολλά, κατόπιν), που την ξυπνούσα τα μεσάνυχτα να 
«παίξουμε».

Θυμάμαι κι έναν δυνατό σεισμό, που μας έσπασε τ’ αρχαία, μες στη σάλα (κάτι 
θαυμάσιες ληκύθους και κρατήρες που υπάρχουν ακόμα μέχρι σήμερα).

Και μια φορά —Πρωτοχρονιά— που ήρθε σπίτι κι έπαιζε η μπάντα της φρουράς, μου 
’κανε τόσο πολλή εντύπωση εκείνος που φυσούσε, δεν ξέρω ποιο πνευστό, ώστε με 
βρήκαν, ύστερα σαν έφυγε η μουσική, κάτω στο πλακόστρωτο χαγιάτι να φυσάω και 
να ξεφυσάω, κόκκινος σαν αστακός, μέσα σε μια χάρτινη τρουμπέτα, κι είδαν κι 
έπαθαν να με ξεκολλήσουν απ’ τη θέση μου.

Κι ένα ταξίδι μας οικογενειακό στας Πάτρας, στα Βραχνέικα (όπου είν’ ένα κτήμα 
της μητέρας μου), που θυμάμαι πλήθος λεπτομέρειες, και του ξενοδοχείου που 
καθίσαμε και του χωρίου και του σιδηροδρόμου.

Κι ένα θεατρικό με σκιές, με χαρτονένια πρόσωπα, σαν του καραγκιόζη — «Ombres 
Chinoises» — κι έπαιζα κωμωδίες μοναχός μου.

Πολύ συχνά ερχόταν τότε σπίτι κι ένας καθηγητής των Μαθηματικών, κοντούλης και 
καμπούρης, που ο πατέ­ρας μου πολύ τον υποστήριζε (ο πατέρας μου ήταν τό­τε 
καθηγητής των Ανωτέρων Μαθηματικών, στο στρατιωτικό σχολείο των Ευελπίδων, στη 
σχολή των Υπαξιωματικών και στο Πολυτεχνείο, και είχε κάνει και για κάμποσο 
διάστημα και διευθυντής του Πρακτικού Λυκείου, όταν αυτό είχε στρατιωτικούς 
διευθυντές), και που μόλις πρόβαλλε στο σπίτι, η μητέρα μου πολύ ανησυχούσε 
μήπως εμένα μου ξεφύγει καμιά κουβέντα σχετική με την καμπούρα του. Κι ένα 
μεσημέρι, που είχε έρθει και με βρήκε που ’παιζα μονάχος μου στη σκάλα, του 
μίλησα καλά, για πολλήν ώρα (η μητέρα μου από πάνω μ’ άκουγε και καθότανε στ’ 
αγκάθια, όσο που να φύγει!), κι ως το τέλος τα κατάφερα ωραία! Αλλά την ώρα που 
με χαιρετούσε, στη φράση του «Αντίο, Ναπολέων μου!», του αποκρίθηκα, πολύ 
ευγενικά: «Χαίλεται, κύλιε καμπούλη!…».

Κι έπειτα σ’ έν’ άλλο σπίτι, το σπίτι «του Στάικου», στην αρχή της οδού 3ης 
Σεπτεμβρίου (αριθ. 10, τώρα ξενοδοχείο «Το Πατραϊκόν»), κοντά στον παλιό σταθμό 
του Λαυρίου: Απ’ αυτό διατηρώ κάπως σκοτεινές, πνιγηρές, μολυβένιες αναμνήσεις. 
Θυμάμαι στα παιγνίδια μου συντρόφισσα μια κοπέλα μεγαλύτερή μου, κόρη του 
σπιτονοικοκύρη μας (τώρα κυρία Ζ.). Παίζαμε με τα στρατιωτάκια μου, δίπλα στο 
παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή, κι απ’ όπου παρακολουθούσα το χτίσιμο 
κάποιου σπιτιού αμέσως διπλανού, που διαρκώς ανέβαινε, ανέβαινε κάθε μέρα όλο 
πιο πο­λύ, κι όλο και μας έκρυβε τη θέα. Κι αυτό μου ’δινε μια μελαγχολία 
απερίγραπτη.

Τότε με πρωτοπήγαν και σ’ ένα ιπποδρόμιο, που ήταν λίγο παραπέρα, στον ίδιο 
δρόμο, μετά την πλατεία, δεξιά. Κι απ’ όλες τις μεγάλες συγκινήσεις, που μου 
άφησε αυτό το Ιπποδρόμιο, με τ’ άλογά του, τις ιππεύτριές του, και τους Ιταλούς 
του τους παλιάτσους, μια «βάλς» απόμεινε βαθύτερα στη μνήμη μου, οι γνωστές 
«Σειρήνες» του Βαλνττώυφελ! Κι όλο την ελεγα, την ελεγα, την ελεγα…

Απ’ αυτό το σπίτι με τις μολυβένιες αναμνήσεις (όπου για πρώτη και μοναδική 
φορά ο πατέρας μου με χτύπη­σε στο χέρι με μαστίγιο, επειδή του χάλασα την 
κλει­δαριά ενός κουτιού μ’ εργαλεία γεωμετρικά, και το χέ­ρι μου μου πρήστηκε 
κι έφεραν γιατρό να το κοιτάξει κι αυτός μου ’βανε κομπρέσες κι αλοιφές!), 
ξαναγυρίσαμε στο προηγούμενο, το της πλατείας Ομονοίας. Εκεί θυμάμαι αμυδρά, 
απ’ το παράθυρο, πολιτικές διαδηλώ­σεις του Τρικούπη, με το περίφημο το σύνθημα 
της «Άγκυρας», που εγώ το φώναζα κουνώντας μια μικρή μου σημαιούλα — καθώς 
επίσης και τα σπαραχτικά, της εποχής εκείνης, επεισόδια του συλλαλητηρίου της 
πλατείας του Άρεως, με την επέμβαση του τότε διαδό­χου Κωνσταντίνου, που είχαν 
για συνέπεια την ιστορική εκείνη πτώση της κυβερνήσεως Τρικούπη, και που ο 
πατέρας μου είχε πολύ αναμιχθεί, σαν προσωπάρχης τότε του υπουργείου των 
Στρατιωτικών.

Κι απ’ αυτό το σπίτι πάλι, της πλατείας Ομονοίας, που καθίσαμε δυο φορές, μου 
μένει η ανάμνηση από πολλές-πολλές μικροαρρώστιες, εκτός απ’ τή βαρύτερη, που 
είπα παραπάνω, κι από ένα κομψότατο album (που και διατηρώ), με κορδελίτσες, 
ζωγραφιές, χαλκομανίες, κι από ένα νόστιμο κουτάκι με είδη ζωγρα­φικής, κι από 
πολλά κουτιά με καραμέλες, που μου ’στελνε  με τον πατέρα μου, ο πρίγκιψ 
Νικόλαος, με τον οποίο, τότε, σχετιζόταν. Κι όλ’ αυτά τα φύλαγαν να μου τα 
δώσουν κάθε φορά που δυστροπούσα να πάρω κάποιο γιατρικό.

Εκεί, σαν όνειρο, και τα πρώτα-πρώτα γράμματα σ’ ένα μικρό αλφαβητάριό μου.

Σ’ όλ’ αυτά τα σπίτια (μετακομίζαμε με τόσην ευκο­λία, για το παραμικρό!), 
συγκατοικούσαμε και με τη «θείτσα», την Παπαζαφείρη, αδελφή της μητέρας της 
μητέρας μου, κόρη του Γιάννη Ραζηκότσικα, ενός απ’ τους Μεσολογγίτες ήρωες της 
«Εξόδου», και πρωτοξαδέλφης του Σπυρίδωνος Τρικούπη, και την αγαπούσα σαν 
κυρούλα και που είχα γεννηθεί στα χέρια της, καθώς και με τον ανιψιό της, θειο 
μου και νουνό μου, Γιάννη Ραζηκότσικα, ναύαρχο σε αποστρατεία τώρα. Κι έτσι 
αυτά τα δύο πρόσωπα, μαζί με τη μητέρα και με τον πατέρα μου, βρίσκονται 
ανακατωμένα, μ’ ένα πλήθος τρόπους, σ’ όλες τις αναμνήσεις μου της εποχής 
εκείνης.
 ________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθόνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή που ανεβαίνουν στις βιβλιοπροτάσεις 
προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ενώ Για 
να κατεβάσετε τον σχετικό κατάλογο επισκεφθείτε το 
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.zip
____________

Απαντηση