Συγγραφέας: Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ φιλολόγου, δημοσιογράφου


ΕΚΤΕΛΕΣΕΙΣ ΚΑΙ «ΛΟΧΟΣ ΚΥΠΡΙΩΝ»
Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΥΠΡΟΣ ΤΟΥ 1821

Η Κύπρος δεν μπόρεσε να ξεσηκωθεί κατά την Επανάσταση του 1821. Αυτό όμως ποσώς 
δεν μείωσε τη σημασία της συμβολής της στον πανελλήνιο αγώνα για απελευθέρωση 
του γένους. Εκατοντάδες Κύπριοι πύκνωσαν τις τάξεις της Επανάστασης στην 
Πελοπόννησο, στη Στερεά και τα νησιά, ενώ η προσφορά υλικής βοήθειας προς τους 
επαναστατημένους Ελλαδίτες αδελφούς ήταν συνεχής και απλόχερη.

Μετά τη σφαγή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και 470 προκρίτων στις 9 Ιουλίου από 
τους Τούρκους στη Λευκωσία, μια ομάδα Κυπρίων εμπόρων και στρατιωτικών, με βάση 
πότε το Ναύπλιο πότε τη Μασσαλία και πότε το Λονδίνο, σχηματίζουν ένα είδος 
κυπριακού λόμπι. Στόχος, η σύναψη δανείου με ελλαδικές εγγυήσεις και η μεταφορά 
της επανάστασης στην Κύπρο. Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν εύκολα. Παρά το ότι η 
Κύπρος παρέμεινε υπό οθωμανική κατοχή, η Ελληνική Επανάσταση και λίγο αργότερα 
η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους έδωσαν στην Κύπρο ένα σταθερό 
προσανατολισμό. Κάπου εδώ μπορεί κανείς να αναζητήσει και να βρει τις ρίζες του 
ενωτικού κινήματος στην Κύπρο.

Κύπρος - Ρήγας και Φιλική Εταιρεία

Η ανάμιξη της Κύπρου στις προσπάθειες για ανάσταση του γένους χρονολογείται 
αρκετά πριν από την έκρηξη της επανάστασης στο Μοριά. Ηδη από το 1790 ο εκ 
Λευκωσίας λόγιος Ιωάννης Καρατζάς συνεργάζεται στενά με τον Ρήγα Φεραίο, τόσο 
στο διαφωτιστικό όσο και στο επαναστατικό του έργο. Ο Καρατζάς, που κατοικούσε 
στη Βουδαπέστη, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές μαζί με τον Ρήγα και άλλους 
δεκαεφτά συντρόφους του κατηγορούμενος για συνωμοσία και για διάδοση 
επαναστατικού υλικού. Μαζί με εφτά από αυτούς, του Ρήγα συμπεριλαμβανομένου, 
λόγω του ότι είχαν τουρκική υπηκοότητα, παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές του 
Βελιγραδίου. Υστερα από διαταγή της υψηλής Πύλης, ο Ρήγας και οι Αντώνιος 
Κορωνιός και Ευστράτιος Αργέντης από τη Χίο, ο Δημήτριος Νικολίδης από την 
Ηπειρο, ο Θεοχάρης Τουρούντζιας και οι αδελφοί Εμμανουήλ από τη Μακεδονία και ο 
Ιωάννης Καρατζάς από την Κύπρο στραγγαλίστηκαν τη νύχτα της 24-6-1798. Τα 
σώματά τους ρίφθηκαν στο Δούναβη.

Στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια το επαναστατικό μήνυμα είχε διαδοθεί πλατιά, παρά 
το ότι ουδείς είχε αυταπάτες ότι θα μπορούσε να εκδηλωθεί εύκολα στρατιωτικό 
κίνημα κατά των Τούρκων. Οι λόγοι είχαν εντοπιστεί πολύ γρήγορα από τους 
προκρίτους του νησιού: Πρώτον, η Κύπρος βρισκόταν πολύ κοντά στα τουρκικά και 
συριακά παράλια και σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από την Ελλάδα. Αυτό επέτρεπε 
στην Πύλη σε χρόνο μηδέν να μεταφέρει στρατεύματα και να πνίξει την επανάσταση 
στο αίμα. Δεύτερον, το νησί δεν διέθετε ναυτικό, ούτε οι κάτοικοί του ήταν 
ετοιμοπόλεμοι. Γι' αυτούς τους λόγους, σε συνδυασμό με το πνεύμα ραγιαδισμού 
που υπήρχε στο νησί, οι πρόκριτοι με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό δεν 
αποδέχτηκαν τις προτροπές για εξέγερση, υποσχέθηκαν όμως στους Φιλικούς κάθε 
υλική βοήθεια.

Οπως αναφέρεται στο 15ο άρθρο του σχεδίου δράσης της Φιλικής Εταιρείας, ο 
αρχιεπίσκοπος Κύπρου υποσχέθηκε «να προσφέρει χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθεί». 
Τις απόψεις του Κυπριανού δέχτηκε το συνέδριο των Φιλικών που έγινε στο 
Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας υπό την προεδρία του Υψηλάντη. Εκεί αποφασίστηκε η 
συνεισφορά της Κύπρου στην Επανάσταση να περιοριστεί μόνο σε οικονομική βοήθεια.

Οι πρώτες επαφές της Φιλικής Εταιρείας με την Κύπρο έγιναν μέσω του Δημητρίου 
Ιπατρου από το Μέτσοβο. Ο Ιπατρος είχε μυστικές επαφές με τον αρχιεπίσκοπο 
Κυπριανό και άλλους προκρίτους και στη συνέχεια ενημέρωσε τον Υψηλάντη. Αυτός, 
λίγους μήνες αργότερα, εξουσιοδότησε το δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα να 
επισκεφθεί ξανά το νησί για να θυμίσει στον Κυπριανό τα υπεσχηθέντα, 
παραδίνοντας μάλιστα σε αυτόν και προσωπική του επιστολή. Για καθαρά λόγους 
ασφαλείας δεν γινόταν λόγος για επανάσταση, αλλά για «ανοικοδόμηση Σχολείου». 
Το περιεχόμενο της επιστολής Υψηλάντη προς τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό 
έχει ως εξής:

Μακαριότατε και φιλογενέστατε Δέσποτα

Ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος Ιπατρος με εβεβαίωσεν περί της γενναίας 
συνεισφοράς, την οποία η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόν διά το Σχολείον 
της Πελοποννήσου. Οθεν ως γενικός έφορος του σχολείου τούτου, κρίνω χρέος μου 
απαραίτητον να ευχαριστήσω την υμετέραν Μακαριότητα και να την ειδοποιήσω ότι η 
έναρξις του Σχολείου εγγίζει. Διά τούτο στέλλω εξεπίτηδες τον κύριον Αντώνιον 
Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή και πάσης πίστεως άξιον, διά να βεβαιώσει 
και διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν του ιερού τούτου καταστήματος. Ας 
ταχύνει λοιπόν η υμετέρα Μακαριότης να εμβάσει τόσον της υμετέρας Μακαριότητος 
τας συνεισφοράς, όσον και των λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς, είτε 
ζωοτροφίας προς τον εν Παλαιά Πάτρα της Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παπά 
Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή με άνθρωπόν της επίτηδες ή με τον 
κομιστήν του παρόντος μου.

Ων δε εύελπις ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθεί να δείξει την 
συνεισφοράν αξίαν του μεγάλου ζήλου και πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της του 
ποιμνίου, εξικετεύω τας μακαρίους Αυτής ευχάς και μένω με βαθύ σέβας.

Της Υμετέρας Μακαριότητος

τέκνον ευπειθές

Αλέξανδρος Υψηλάντης

Ισμαήλ την 8ην Οκτωβρίου 1820

Προγραφές των προκρίτων

Μετά την έκρηξη της επανάστασης στη Μολδοβλαχία και αργότερα στην κυρίως Ελλάδα 
οι Τούρκοι ενέτειναν την προσοχή τους στην Κύπρο, φοβούμενοι μεταφορά της 
επανάστασης και στο νησί. (Βέβαια είχε προηγηθεί ο αφοπλισμός των Κυπρίων κατά 
διαταγή του σουλτάνου, στο πλαίσιο μέτρων που είχαν ληφθεί σε ολόκληρη την 
οθωμανική επικράτεια). Οι φόβοι των Τούρκων ενισχύθηκαν όταν έπεσαν στα χέρια 
τους επαναστατικές προκηρύξεις που έφερε στην Κύπρο ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος 
Θησέας, συγγενής του αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Τότε, ο Τούρκος διοικητής 
Κουτσιούκ Μεχμέτ ζήτησε από το σουλτάνο την αποστολή στρατευμάτων για ενίσχυση 
των δυνάμεών του, ενώ υπέβαλε κατάλογο από 486 άτομα, τα οποία ήθελε να 
εκτελέσει.

Ο εκτεταμένος κατάλογος προγραφών που υπέβαλε ο Κουτσιούκ σύμφωνα με αρκετούς 
μελετητές δεν είχε τόσο σχέση με την επαναστατική δράση των προγραφέντων όσο με 
το οικονομικό τους εκτόπισμα. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, μετά τη θανάτωσή 
τους ακολουθούσε δήμευση των περιουσιών τους, τις οποίες ο άπληστος κυβερνήτης 
ήθελε να καρπωθεί.

Ο σουλτάνος απέστειλε 4.000 γενίτσαρους στο νησί, ωστόσο αρνήθηκε να εγκρίνει 
τον κατάλογο προγραφών. Στη συνέχεια όμως και μετά τις πρώτες επιτυχίες της 
επανάστασης στην κυρίως Ελλάδα συγκατάνευσε. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ με διάφορες 
προφάσεις κάλεσε τους προκρίτους στη Λευκωσία, όπου μαζεύτηκαν τελικά οι 
περισσότεροι. Ενας μικρός αριθμός κρύφτηκε σε προξενεία στη Λάρνακα από όπου 
φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό. Ευκαιρία διαφυγής είχε και ο αρχιεπίσκοπος 
Κυπριανός, ο οποίος, είτε γιατί δεν πίστευε ότι ο Κουτσιούκ Μεχμέτ θα έφτανε 
στα άκρα είτε γιατί δεν ήθελε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, έμεινε στη 
Λευκωσία. Η μεγάλη σφαγή των προκρίτων άρχισε στις 9 Ιουλίου 1821. Σύμφωνα με 
τον Γεώργιο Κηπιάδη, την ημέρα αυτή απαγχονίστηκαν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός 
και ο αρχιδιάκονος Μελέτιος και καρατομήθηκαν οι τρεις μητροπολίτες Πάφου 
Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο προύχοντας Γεώργιος 
Μασούρας και ο βοσκός Δημήτριος από τον Αγιο Ιωάννη Μαλούντας. Την επομένη 10 
Ιουλίου, εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο ιεροδιάκονος 
Μόρφου Χριστόφορος και ο ανεψιός του αρχιεπισκόπου, Χατζη-Σάββας, ενώ δεκάδες 
άλλοι καρατομήθηκαν. Οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες, 
ανεβάζοντας τον αριθμό τους στους 470.

Οι Κύπριοι κληρικοί και λαϊκοί που κατάφεραν να διαφύγουν της σφαγής 
συγκεντρώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα στη Ρώμη, απ' όπου στις 6 Δεκεμβρίου 
1821 εξέδωσαν προκήρυξη με την οποία καταδίκαζαν τις τουρκικές βιαιότητες στην 
Κύπρο και διακήρυσσαν την απόφασή τους να αγωνιστούν για την ελευθερία της.

Κύπριοι εθελοντές στο 1821

Οπως αναφέρουν αρκετοί μελετητές της εποχής (Σπ. Τρικούπης, Γ. Κηπιάδης, J. 
Carne) μετά τις σφαγές της 9ης Ιουλίου αρκετές χιλιάδες Κύπριοι εγκατέλειψαν το 
νησί και εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο σε περιοχές της Ελεύθερης Ελληνικής 
Επικράτειας, αλλά και στην Ευρώπη. Οι Κύπριοι αυτοί, όπως και αρκετοί που 
στρατολογούνταν απ' ευθείας από το νησί, πρόσφεραν ποικιλόμορφες υπηρεσίες στον 
Αγώνα αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές, είτε στα πεδία των μαχών είτε σε πόστα 
διοικητικά και διπλωματικά. Ενας αριθμός από αυτούς δημιούργησε το λεγόμενο 
«Λόχο Κυπρίων», ο οποίος μάλιστα διέθετε και ξεχωριστή πολεμική σημαία, η οποία 
φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό και Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα.

Σημαντικές μαρτυρίες για τη συμμετοχή των Κυπρίων στους Εθνικούς Αγώνες 
περιλαμβάνονται σε ιστορικές πηγές της Επανάστασης, όπως σε έγγραφα, στα 
απομνημονεύματα αγωνιστών, στον Τύπο της εποχής και στην ιστοριογραφία.

Στα απομνημονεύματά του ο Μακρυγιάννης κάνει αναφορά στον Μιχαήλ Κυπραίο, ο 
οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος, ενώ λαμπρή καριέρα στην Επανάσταση είχε και ο 
Ιωάννης Γεωργίου Κύπριος. Ο Ιωάννης Γεωργίου υπηρέτησε από την αρχή του Αγώνα 
ως ναυτικός και αργότερα ως στρατιώτης όπου και προβιβάστηκε μέχρι το βαθμό του 
υποχιλίαρχου. Πληγώθηκε στο Φάληρο (όπου σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης) και πολέμησε 
στα Δερβενάκια υπό τον Κολοκοτρώνη κατά της εκστρατείας του Δράμαλη. 
Πιστοποιητικό του Γενναίου Κολοκοτρώνη βεβαιώνει ότι ο καπετάν Γ. Κύπριος 
υπηρέτησε υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μεταξύ 1822-1824. Επίσης ο Γιάννης 
Κυπριώτης, αφού κατέλαβε τουρκοαιγυπτιακό πλοίο στο οποίο εργαζόταν, το οδήγησε 
στην Υδρα. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε αρκετές μάχες με τον Νικηταρά, ενώ επίσης 
πολέμησε και στο Μεσολόγγι. Αξιος αναφοράς είναι ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο 
οποίος πήγε στην Ελλάδα το 1821 και υπηρέτησε ως αξιωματικός υπό τις διαταγές 
του Δημητρίου Υψηλάντη και του Κολοκοτρώνη. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε σε 
πολιτικά αξιώματα, όπως νομάρχης.

Οι μαρτυρίες για τη συμμετοχή των Κυπρίων είναι εκατοντάδες, πολλοί δε απ' 
αυτούς τιμήθηκαν από το ελληνικό κράτος για την προσφορά τους. Πρόσφατη έρευνα 
του μελετητή Θουκυδίδη Π. Ιωάννου στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Ελλάδα, 
και συγκεκριμένα στο Οθωνικό Αρχείο, έφερε στο φως τα ονόματα 31 Κυπρίων στους 
οποίους απονεμήθηκε το αργυρούν αριστείο για τη δράση τους στον αγώνα.

Εκστρατεία στην Κύπρο

Η δράση των Κυπρίων δεν περιορίστηκε μόνο στη μητροπολιτική Ελλάδα. Πρόσφατες 
μελέτες αναφέρουν ότι οι Κύπριοι του εξωτερικού, με τους Νικόλαο και Θεόφιλο 
Θησέα να προεξάρχουν, προσπαθούσαν να χρηματοδοτήσουν την αποστολή 
εκστρατευτικού σώματος στην Κύπρο. Στο Λονδίνο Κύπριοι πρόκριτοι ήρθαν σε επαφή 
με το στρατηγό Ντε Βινζ που καταγόταν από το Μαυροβούνιο και είχε πολεμήσει στο 
πλευρό του Ναπολέοντα. Ο στρατηγός είχε αποδεχθεί να ηγηθεί εκστρατευτικού 
σώματος 2.000 ανδρών, το οποίο θα πολεμούσε αρχικά στην κυρίως Ελλάδα και στη 
συνέχεια θα κατερχόταν στην Κύπρο. Οι Κύπριοι πρόκριτοι επεδίωκαν προς αυτή την 
κατεύθυνση και τη σύναψη δανείου ύψους 800.000 λιρών με ελλαδικές εγγυήσεις, το 
οποίο, ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό να πραγματοποιηθεί λόγω του ότι η Ελλάδα 
διαπραγματευόταν την ίδια περίοδο δικά της δάνεια υπό βαρύτατους όρους.

Μια δεύτερη προσπάθεια μεταφοράς της επανάστασης στην Κύπρο έγινε από τους 
Κυπρίους που πολεμούσαν στην Ελλάδα. Η ομάδα αυτή (Κυπριανός Θησέας, Χαράλαμπος 
Μαλής, Κυπρίδημος Γεωργιάδης κ.ά.) πίεζε την κυβέρνηση του Ναυπλίου να 
οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της Κύπρου. Παρ' ότι η ελληνική κυβέρνηση 
απέρριψε το σχέδιο, η προσπάθεια τελικά αναλήφθηκε με τη συμμετοχή 14 πλοίων 
και 2.000 ανδρών το Μάρτιο του 1826 από τους οπλαρχηγούς Βάσσο Μαυροβουνιώτη, 
Χατζημιχάλη Ταηλάνο και Νικόλαο Κριεζιώτη σε συνδυασμό με μια επιχείρηση 
αντιπερισπασμού στο Λίβανο. Η αποστολή όχι μόνο απέτυχε να ελευθερώσει την 
Κύπρο, αλλά τα σώματα που αποβιβάστηκαν στο νησί προέβησαν σε ληστείες και 
εκτεταμένες λεηλασίες, προκαλώντας την οργή του ντόπιου πληθυσμού. Η εμμονή των 
Κυπρίων να ακολουθήσουν την πορεία της μητροπολιτικής Ελλάδας παρέμεινε έντονη 
και καταγράφεται και σε δυο επιστολές ημερομηνίας 19-8-1828 που στάλθηκαν προς 
τον Καποδίστρια. Η πρώτη υπογραμμένη από τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Πανάρετο και η 
δεύτερη από τον προύχοντα Ανδρέα Σολομωνίδη. Με τις επιστολές αυτές ζητούσαν 
από τον Κυβερνήτη της Ελλάδας (υποστηρίζεται ότι από την πλευρά της μητέρας του 
Αδαμαντίνης, το γένος Γονέμη, έχει ρίζες κυπριακές) να συμπεριλάβει την Κύπρο 
στα όρια του υπό ίδρυση ελληνικού κράτους. Οι επιστολές αυτές, 
συμπεριλαμβανομένης και μιας τρίτης που αποστάλθηκε στο 1830 από τον Παύλο 
Βοντιτσιάνο, σηματοδοτούν την έναρξη του Ενωτικού Κινήματος στην Κύπρο. Μετά 
την ανεξαρτησία της Ελλάδας η ηγεσία της Κύπρου προβλέπει σταθερά προς Δυσμάς 
«αξιώνοντας ένωση μετά της μητρός πατρίδος».

Τα κινήματα του 1833

Τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στην Κύπρο το 1833, παρά τις 
κοινωνικές τους παραμέτρους δεν μπορούν να αποσυνδεθούν από το αλυτρωτικό 
πνεύμα που άρχισε να αναπτύσσεται στην Κύπρο αμέσως μετά τη δημιουργία 
ελληνικού κράτους. Το πρώτο κίνημα με ηγέτη τον Νικόλαο Θησέα ξέσπασε στην 
περιοχή Λάρνακας-Σταυροβουνίου με αφορμή την επιβολή βαριάς φορολογίας. Η 
οικογένεια Θησέα είχε μεγάλο εμπορικό οίκο στη Μασσαλία, ο οποίος στα χρόνια 
της Επανάστασης στρατολογούσε εθελοντές και απέστελλε τεράστιες ποσότητες 
υλικής βοήθειας στην Ελλάδα.

Το δεύτερο κίνημα, με επικεφαλής το λινοβάμβακο Γκιαούρ Ιμάμη, είχε επίκεντρο 
την περιοχή της Πόλεως Χρυσοχούς στην επαρχία Πάφου. Ο Ιμάμης καταδιωκόταν από 
τις τουρκικές αρχές για σειρά κλοπών, ωστόσο κατάφερε να πάρει μαζί του μεγάλο 
μέρος Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, προσδίδοντας στο κίνημά του διαστάσεις 
εξέγερσης διαμαρτυρίας κατά της τουρκικής κακοδιοίκησης.

Το τρίτο κίνημα με ηγέτη τον καλόγερο Ιωαννίκιο είχε επίκεντρο τη χερσόνησο της 
Καρπασίας. Ιστορικές μαρτυρίες αναφέρονται σε προσπάθειες συνεργασίας Θησέα και 
Ιωαννίκιου σε πρώτη φάση και στη συνέχεια σε απόπειρα συνεννόησης και με τον 
Γκιαούρ Ιμάμη. Η άμεση ωστόσο δράση του τουρκικού στρατού κατέπνιξε τις 
εξεγέρσεις στο αίμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι 5-6-7, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσία.

2. Γεωργίου Ι. Κηπιάδου, Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη Κύπρω τραγικών 
σκηνών, Αλεξάνδρεια 1888.

3. Σπυρίδωνος Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο 1860.

4. Ιωάννη Φιλήμωνος, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα 
1860.

5. Φίλιου Ζαννέτου, Ιστορία της Νήσου Κύπρου, Λάρνακα 1910.

6. Ιστορία της Κύπρου-Μεσαιωνική Νεότερη Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, 
Λευκωσία 1999.

7. Κωστή Κοκκινόφτα, «Ο Πάφου Χρύσανθος 1805-1821», Κέντρο Επιστημονικών 
Ερευνών, Επετηρίδα ΧΧΙΙΙ Λευκωσία 1997.

8. Θουκυδίδη Π. Ιωάννου, «Χορηγούμεν το Αργυρούν Αριστείον», Κέντρο 
Επιστημονικών Ερευνών, Επετηρίδα ΧΧΙΙΙ, Λευκωσία 1997.
Ελευθεροτυπία ένθετο ιστορικά
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
__________
Για καλή Ελληνική και ξένη μουσική, Θεατρικά έργα από το ελληνικό και παγκόσμιο 
ρεπερτόριο επισκεφθείτε το
http://www.isobitis.com

______________

Απαντηση