Ευχαριστούμε πολύ συνονόματε. Ομολογώ πως δεν γνώριζα καθόλου τον συγκεκριμένο ερμηνευτή. Πολύ ενδιαφέρουσα η βιογραφία του καθώς και η έμμετρη παρουσίαση σου. Νίκος
2017-03-03 12:08 GMT+02:00 skordilis-spyros <spyri...@otenet.gr>: > φίλε νίκο ομολογώ πως δεν θα διάβαζα την ζωή αυτού τουσπουδέου ανθρώπου αν > δεν την είχες τόσο όμορφα εμετροποιήση. πολλά συνχαριτείρεια. σπύρος > > -------------------------------------------------- > From: "Νίκος Χαρίτος" <nxari...@hol.gr> > Sent: Friday, March 03, 2017 10:20 AM > To: "orasi mailing list" <orasi@hostvis.net> > Subject: [Orasi] το νέο μου βιβλίο > > > ΧΑΡΙΤΟΣ ΝΙΚΟΣ >> >> ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΙΣ >> >> ΤΟ ΑΪΔΟΝΙ ΤΗΣ ΕΙΠΗΡΟΥ >> >> ΕΜΜΕΤΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ >> >> Φίλες μου αναγνώστριες, φίλοι μου αναγνώστες, >> >> Θέλω σ’ ετούτες τις γραμμές, να καταστήσω γνώστες, >> >> Μόνο εσάς για τη ζωή, ενός σπουδαίου άνδρα, >> >> Που έμελε να γεννηθεί, στα μέσα του τριάντα. >> >> Η Ήπειρος η ξακουστή, ήταν γενέτειρα του, >> >> ως τη στερνή του την πνοή, αφέντρα και κυρά του! >> >> Την τραγουδάει, την υμνεί, στα αλήθεια τη λατρεύει, >> >> με μια στεντόρεια φωνή και πάθος την παινεύει. >> >> Δεν ξέρουμε αν ήτανε, απόγονος του Πείρου, >> >> Το όνομα του έμεινε, αηδόνι της Ηπείρου! >> >> Ούτε αν ήταν συγγενείς, με τον Καραϊσκάκη, >> >> ένα γνωρίζουμε εμείς, τον έλεγαν Κιτσάκη. >> >> μία τεράστια φωνή, που είχε γίνει μύθος, >> >> δεκαετίες θα φανεί, το γνήσιό του ήθος. >> >> Τραγουδιστής δημοτικός, ταλέντα προικισμένος. >> >> Και επικοινωνιακός, στον κόσμο αγαπημένος. >> >> Μα για να καταλάβουμε, ποιος ήταν πάνω κάτω, >> >> Υπόψη μας ας λάβουμε, λοιπόν το παρακάτω. >> >> Ένα τραγούδι έγραψε, που τον χαρακτηρίζει >> >> Για τη ζωή που έζησε, όλους εμάς φωτίζει. >> >> Εμείς το παραθέτουμε, για να αντιληφτείτε, >> >> Αυτούσιο το θέτουμε, τι πέρασε να δείτε. >> >> Απ’ το μηδέν ξεκίνησα, να φτιάξω τη ζωή μου, >> >> Τι τράβηξα ο δυστυχής, το ξέρει η ψυχή μου. >> >> Κανένας δε μου έδωσε, ούτε ένα βελόνι, >> >> Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι. >> >> Με το Θεό προστάτη μου και τη σκληρή δουλειά μου, >> >> Περιουσία απόκτησα, να ζήσουν τα παιδιά μου. >> >> Αυτό το αριστούργημα, που έχαιρε λατρείας, >> >> Ας γίνει το στιχούργημα, αρχής της ιστορίας. >> >> Το χρόνο θα γυρίσουμε, στο παρελθόν λιγάκι, >> >> Εμείς για να γνωρίσουμε, τον άνθρωπο Κιτσάκη. >> >> Πάμε ν’ ανακαλύψουμε, πτυχές απ’ τη ζωή του >> >> Και να αποκαλύψουμε, την άδολη ψυχή του. >> >> Από μωρό ορφάνεψε, σχεδόν στα δυο του χρόνια, >> >> νωρίς η μοίρα του ‘δειξε, τη μαύρη καταφρόνια. >> >> Έτσι λοιπόν συμβούλιο, κάνουν οι συγγενείς του, >> >> Ποιος θ’ αναλάβει το ορφανό, που ‘χασε τους γονείς του. >> >> Σε κάποιο θείο έλαχε, Γιώργο τον λεν Γιαννάκη, >> >> Εκείνος θα κατέληγε, να πάρει τον Κιτσάκη. >> >> Ο θείος τέσσερα παιδιά, είχε να αναστήσει, >> >> Μα δεν του πήγαινε η καρδιά, το ορφανό ν’ αφήσει. >> >> Ανέχεια τα χρόνια αυτά, την Ήπειρο μαστίζει, >> >> Ξεχνούσαν τι θα πει λεφτά κι η πίνα να θερίζει! >> >> Οι άνθρωποι δουλεύανε, πολύ σκληρά σα δούλοι! >> >> Πρόβατα γη παλεύανε, να βγει το μεροδούλι. >> >> Ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, στα όριά τους φτάνουν, >> >> μα σ’ ένα πράγμα απόλυτοι, πολλά παιδιά να κάνουν. >> >> Τότε δεν αγχωνόντουσαν, αν θα επιβιώσουν, >> >> Καθόλου δε σκεφτόντουσαν, πώς θα τα μεγαλώσουν. >> >> Πρόβατα γίδια συνεπώς, το ορφανό φιλάει, >> >> Μα αυτό που κάνει συνεχώς, είναι να τραγουδάει. >> >> Τραγούδια ηπειρώτικα, δημοτικά ερμηνεύει, >> >> Τα δύσκολα τα κλέφτικα! Και όλους τους μαγεύει. >> >> Να τραγουδά τον έβαζαν, γείτονες χωριανοί του, >> >> Γοητευμένοι θαύμαζαν, τη σπάνια φωνή του. >> >> Για ένα λουκούμι τραγουδά, για ένα πορτοκάλι >> >> Και μ’ ανοιχτά τα στόματα, μένουν μικροί μεγάλοι! >> >> Να ένα περιστατικό, που μας το περιγράφει, >> >> Είναι χαρακτηριστικό, της φτώχιας που υπάρχει. >> >> Γάμος γινόταν μια βραδιά, με γλέντι σ’ ένα σπίτι >> >> Και των ψητών η μυρωδιά, του έσπαγε τη μύτη. >> >> Αφού αμφιταλαντεύτηκε, λέει, ας δοκιμάσω! >> >> Στο κάτω κάτω σκέφτηκε, τι έχω για να χάσω; >> >> Κάμποσα μέτρα μακριά, να τραγουδάει πιάνει! >> >> Και της φωνής του η χροιά, στους καλεσμένους φτάνει. >> >> Ποιο είναι ετούτο το παιδί! Με θαυμασμό ρωτούσαν! >> >> Άκουγαν δεν τον είχαν δει, μα όλοι απορούσαν. >> >> -είναι ο Αλέκος ο Μικρός. Ο ορφανός Κιτσάκης, >> >> Τον μεγαλώνει ο χωριανός, ο Γιώργος ο Γιαννάκης. >> >> -δεν τον φωνάζεις να ‘ρθει εδώ, για να μας τραγουδήσει; >> >> Άλλο δεν ήθελα εγώ, μας λέει, είχα νικήσει. >> >> Πήγα και τους τραγούδησα, ήξερα τη δουλειά μου, >> >> Μ’ αυτό τον τρόπο γέμισα, την άδεια την κοιλιά μου. >> >> Όπως πιο πάνω είπαμε, σκληρά τα χρόνια εκείνα! >> >> Μικρό παιδάκι ήτανε, πώς ν’ άντεχε την πίνα; >> >> Ξυπόλυτος στην παγωνιά, να περπατά ο καημένος! >> >> Μα πού να βρει παρηγοριά, φτωχός κι ορφανεμένος; >> >> Να φύγει προσευχότανε, μας λέει, να πάει στον Κύριο! >> >> -Ας πέθαινα ευχότανε, να λήξει το μαρτύριο. >> >> Μα δεν του φτάνει η συμφορά κι όσα δεινά περνάει, >> >> Η μοίρα για άλλη μια φορά, τον ξανακοπανάει. >> >> Κοιτάξτε τι του σκάρωσε, αυτή η καταραμένη, >> >> Η θειά που τον μεγάλωσε, κάποια βραδιά πεθαίνει! >> >> Η θεία που τον θήλασε, που τη φωνάζει μάνα, >> >> Έτσι μοιραία χτύπησε, γι’ αυτή η στερνή καμπάνα. >> >> Το πλήγμα είναι ισχυρό και πώς να το αντέξει; >> >> Τι έφταιξε το καψερό, να ξαναορφανέψει; >> >> Ο θείος του αδύνατον, άλλο να τον κρατήσει, >> >> Τι θ’ απογίνει; Ήμαρτον! Πώς στο εξής θα ζήσει; >> >> Ένα τραγούδι που ‘γραψε κι ο ίδιος θα ερμηνεύσει, >> >> Δείχνει πώς τον σημάδεψε, που έχει ορφανέψει. >> >> Είναι χαρακτηριστικό, αυτό που του συμβαίνει, >> >> Κομμάτι συγκλονιστικό, που απ’ την ψυχή του βγαίνει. >> >> Εγώ μικρός ορφάνεψα, δε γέλασα μια μέρα >> >> Κι ο δόλιος δεν εγνώρισα, μανούλα και πατέρα. >> >> Βλέπω μανούλες με παιδιά και καίγεται η καρδιά μου >> >> Κι από τα δόλια μάτια μου, τρέχουν τα δάκρυά μου. >> >> Όποιος ορφάνεψε μικρός, είναι του κόσμου θύμα >> >> Σα βάρκα στον ωκεανό, που τη χτυπάει το κύμα. >> >> Κι εδώ αρχινά για τον μικρό, μεγάλη περιπέτεια, >> >> Αντιληφτήκατε θαρρώ, ποια ήτανε τα αίτια. >> >> Μπαίνει σε ένα φορτηγό, που μεταφέρει ζώα >> >> Κι Ανήκει σ’ ένα χωριανό, τα δυο του μάτια αθώα, >> >> Κοιτούν τριγύρω το χωριό, που θα εγκαταλείψει, >> >> Κλείνει ένας κόμπος το λαιμό, απέραντη είναι η θλίψη. >> >> Στης Πρέβεζας κατέβηκαν, οι δυο τους στο λιμάνι, >> >> Το πλοίο Γλάρος θα ‘παιρναν, όπου στην Πάτρα φτάνει. >> >> Επάνω στο κατάστρωμα, που ταξιδεύουν τώρα, >> >> Κατάχαμα στο πάτωμα, μα δεν περνά η ώρα. >> >> Ο πονηρός ο χωριανός, του λέει να τραγουδήσει, >> >> Έχει ποντάρει προφανώς, πως κάτι θα κερδίσει. >> >> Τότε αμέσως ο μικρός, τραγούδι θ’ αρχινίσει, >> >> Κόσμος στριμώχνεται άφωνος, τριγύρω σα μελίσσι. >> >> ποιός τραγουδά ρωτούσανε, ο ένας με τον άλλο >> >> Και τον μικρό κοιτούσανε, με θαυμασμό μεγάλο. >> >> Ο καπετάνιος που άκουσε, γι’ αυτό το νταβαντούρι, >> >> Τον θέλω εδώ, διέταξε και μόλις τον ακούει, >> >> Του προκαλεί συγκίνηση κι ευθείς θ’ αποφασίσει, >> >> Το νέο κάνει κίνηση, γαρίδες να ταΐσει. >> >> Δε μένει όμως για πολύ, το ορφανό στην Πάτρα, >> >> Όχι δεν είναι υπερβολή, αν πούμε τσάτρα πάτρα, >> >> Ότι δε βρέθηκε κανείς, για να τον αναλάβει, >> >> Εκεί δεν έχει συγγενείς, ποιος να τον καταλάβει; >> >> Με τη βοήθεια χωριανού, έφτασε στην Αθήνα! >> >> Φόβος τρυπάει ψυχή και νου, μα το στομάχι η πίνα. >> >> Μονάχα δώδεκα χρονών, πολύ καρδιοχτυπάει! >> >> Πώς να μη φοβηθεί λοιπόν, εκεί μακριά που πάει; >> >> Είναι εντελώς ξεκρέμαστος, ανίδεος τι του τρέχει, >> >> μπορεί να είναι ξέγνοιαστος; και άγχος να μην έχει; >> >> Γι’ αυτόν η Αθήνα ξενιτιά και πώς να το πιστέψει; >> >> Καινούριοι θόρυβοι στ’ αυτιά, μπλοκαρισμένη η σκέψη. >> >> Ένα παιδί απ’ το χωριό, πρώτη φορά στην πόλη! >> >> Μέσα του όλα ρημαδιό, πώς το κοιτάζουν όλοι; >> >> Κοιτά κι αυτός καλά καλά, με γουρλωμένα μάτια, >> >> Τα σπίτια εδώ είναι ψηλά, του φαίνονται παλάτια. >> >> Όταν περνώ μας έλεγε, κάτω από μπαλκόνι, >> >> Θαρρώ ότι γκρεμίζεται και με καταπλακώνει. >> >> Σε ασανσέρ πως έκανα, σαν είχα πρωτομπει, >> >> νόμιζα πως θα πέθαινα, το αίμα είχε κοπεί. >> >> Φώναξα τότε δυνατά, ετούτο που μας πάει; >> >> Κι ο κόσμος δίπλα που κοιτά, στα γέλια να ξεσπάει. >> >> Σε χοιροστάσιο στο Γουδί, ο χωριανός που έχει, >> >> Θα βάλει ετούτο το παιδί, γουρούνια να προσέχει. >> >> Αυτός διαμαρτύρεται, γιατί δεν του αρέσει, >> >> Πάρα πολύ εξάπτεται, ο νους πώς να χωρέσει, >> >> -απ‘ το χωριό μου έφυγα και στην Αθήνα πάω, >> >> Τι είναι αυτό που πέτυχα; Γουρούνια να φιλάω; >> >> Ξένα αυτά τα χώματα, πώς ξεστρατίζει ο νους μου, >> >> Χίλιες φορές στα πρόβατα, μα με τους χωριανούς μου. >> >> -Εδώ δεν έχει προκοπή, σκεφτόμουνα θυμάμαι, >> >> Με βάζανε σ’ ένα γιαπί, τις νύχτες να κοιμάμαι. >> >> Δύο τρεις μήνες πέρασε, το ορφανό εκεί >> >> Και μέρα νύχτα έβριζε, την τύχη την κακή. >> >> Μέχρι που αποφάσισε, η μοίρα η ριμάδα >> >> Και στη ζωή του άνοιξε, μια τόση χαραμάδα. >> >> -Ας κάνω κάτι και γι’ αυτό, λέει το ορφανεμένο! >> >> Αξίζει και του το χρωστώ, του το ‘χω είδη γραμμένο. >> >> Έτσι ένα πρωί λοιπόν, βρέθηκε στα γραφεία, >> >> Που ήταν των ηπειρωτών, η συνομοσπονδία. >> >> Ένιωσα πολύ άνετα, μας λέει με ηπειρώτες, >> >> Λες κι ήμουνα στην ξενιτιά και βρήκα πατριώτες! >> >> Εκείνοι του ζητήσανε, κάτι να τραγουδήσει >> >> Και όταν τον ακούσανε, όλους θα τους κερδίσει. >> >> Μα τη φωνάρα είναι αυτή; Με μιας θα συμφωνήσουν! >> >> Είναι αμαρτία να χαθεί, πρέπει να τον βοηθήσουν. >> >> Πίτα πρωτοχρονιάτικη, σε λίγο θα κοβόταν, >> >> Πρώτη μεταπολεμική, εκδήλωση γινόταν. >> >> Να τραγουδήσει είπανε, στο θέατρο Αλίκη, >> >> Κοινή εντύπωση έμεινε, η δόξα του ανήκει. >> >> Μα όταν στα καθίσματα, αντίκρισε τον κόσμο, >> >> Του κόπηκαν τα γόνατα, μας λέει απ’ τον τρόμο. >> >> Στο καφενείο του χωριού, άλλο να τραγουδάει >> >> εδώ η ψυχούλα του παιδιού, στην κούλουρη θα πάει. >> >> Τσαρούχια του φορέσανε, μαζί με φουστανέλα, >> >> τη λέξη Σούλι γράψανε, επάνω σε κορδέλα. >> >> Ξεχύνεται σαν ποταμός, αυτή η φωνή η σπάνια! >> >> Επικρατεί ενθουσιασμός, ο κόσμος στα ουράνια. >> >> Λυγμοί, χειροκροτήματα, έντονες συγκινήσεις, >> >> μακρόσυρτα σφυρίγματα! Και η ευχή, να ζήσεις! >> >> -βγήκε ο πρόεδρος εκεί, μια δήλωση να κάνει, >> >> Πως η πανηπειρωτική, πλέον μ’ αναλαμβάνει. >> >> Στα μαγαζιά με πήγανε, ρούχα να μου ψωνίσουν, >> >> Ότι μπορούσαν κάνανε, για να με βοηθήσουν. >> >> Κοντό τραγίσιο φόραγα, ως τότε παντελόνι, >> >> Το άτιμο τα γόνατα, μου τρώει και τα ματώνει. >> >> Και τότε λέω παιδάκι μου, να ένα βήμα εμπρός, >> >> Στο νέο κουστουμάκι μου, ένιωθα σα γαμπρός. >> >> Ξέχασα το πιο κύριο, αυτός θα συνεχίσει, >> >> Μέσα στ’ ακροατήριο, θα με χειροκροτήσει, >> >> Η ξακουστήηθοποιός, Μαρίκα Κοτοπούλη, >> >> Που τη συγκίνησε ο μικρός, Αλέκος απ’ το Σούλι. >> >> -μεγάλο ρόλο έπαιξε, για το δικό μου μέλλον, >> >> Ένα αστέρι έδηξε, για μένα ενδιαφέρον. >> >> Ήτανε ηπειρώτισσα, απ’ τα Ζαγοροχώρια, >> >> Μου λέει για σένα ρώτησα Κι ένιωσα στενοχώρια. >> >> Τη στενοχώρια της αυτή, έμπρακτα θα τη δήξει, >> >> Αφού ετούτο το παιδί κι εκείνη θα στηρίξει! >> >> Μια φιλανθρωπική γιορτή, στο ρεξ είχε οργανώσει >> >> Και του ζητά να πάει εκεί και να την πλαισιώσει. >> >> Πάει λοιπόν στο θέατρο κι όταν θα τραγουδήσει, >> >> Το πολυάνθρωπο κοινό και πάλι θα κερδίσει! >> >> Παρούσα κι η βασίλισσα, ήταν η Φρειδερίκη! >> >> -Πήρα όταν τραγούδησα, ακόμα μία νίκη. >> >> Η Φρειδερίκη ρώτησε, για το παιδί ετούτο >> >> Κι εκείνη τη συγκλόνισε, αυτή η φωνή με πλούτο! >> >> -Είναι παιδάκι ορφανό, αχ μεγαλειοτάτη, >> >> Να το στηρίξουμε φρονώ, ας κάνουμε όλοι κάτι. >> >> Σ’ αυτή την πόλη το άμοιρο, δεν έχει συγγενείς, >> >> Μας ήρθε απ’ την Ήπειρο, πέθαναν κι οι γονείς. >> >> Η Κοτοπούλη τα ‘πε αυτά, προσβλέποντας βοήθεια >> >> Και μάλλον στόχευσε σωστά, λέγοντας την αλήθεια! >> >> -θέλω να μου το φέρετε, να το ‘χω στο παλάτι! >> >> Η Φρειδερίκη πρόσταξε και δεν αλλάζει κάτι. >> >> Αλλάζει όμως η ζωή, του ορφανού απ’ το Σούλη, >> >> Ήταν ιδέα φαεινή, αυτή της Κοτοπούλη. >> >> -Πως έρχονται τα πράγματα, μόνο ένα σκαλοπάτι, >> >> Απ’ του χωριού τα πρόβατα, ν’ απέχει το παλάτι; >> >> Σα χθες του φαίνονται τα’ αρνιά, που οδηγεί στο στάβλο >> >> Και σήμερα στο βασιλιά, να τραγουδά τον Παύλο! >> >> Τα θερινά ανάκτορα, την εποχή εκείνη, >> >> Βρισκόντουσαν στην Κέρκυρα, εκεί θα πάει να μείνει. >> >> Μες’ στο παλάτι το ορφανό, θα τους κερδίσει όλους, >> >> Μαζί με το διάδοχο, παρέα παίζουν βόλους. >> >> Αυτή κι αν είναι μοιρασιά, παρατηρεί στους ρόλους, >> >> Εγώ με πρόβατα κι αρνιά κι ο Κωνσταντίνος βόλους. >> >> Είναι απ’ αυτόν μικρότερος, μας λέει, ο Κωνσταντίνος, >> >> Όμως είναι ψηλότερος κι όλο νικάει εκείνος. >> >> Του φεύγει τότε μια βρισιά, πώς να τη συγκρατήσει; >> >> Συνήθεια ήτανε παλιά, που είχε αποχτήσει. >> >> Γαμώ τη μάνα σου ήτανε, που είχε ξεστομίσει >> >> Κι όσους τον επιβλέπανε, πολύ θα σκανδαλίσει. >> >> Κι η Φρειδερίκη το ‘χε δει, αυτό μα δεν τη μέλει, >> >> Αφήστε είπε το παιδί, να λέει ότι θέλει. >> >> -εφόσον ευνοούμενος, γίνεις της βασιλίσσης, >> >> είσαι καλοδεχούμενος, όπως και να μιλήσεις. >> >> Στο εφεξής ότι κι αν πει, μαζί του θα γελάνε, >> >> δεν έχουνε αντιληφτεί, μ’ αυτό πως τον χαλάνε. >> >> Γίνεται στους παλατιανούς, ο παραχαϊδεμένος, >> >> Έτσι αναγαλλιάζει ο νους, νιώθει ευτυχισμένος. >> >> Τον γράφουν σε ιδιωτικό, σχολείο στη Φιλοθέη, >> >> Να βγάλει το δημοτικό, η Φρειδερίκη λέει. >> >> Μα ένα επεισόδιο, που’ χε δημιουργήσει, >> >> Απέβη απαγορευτικό, εκεί να συνεχίσει. >> >> Πως τα μαλλιά του πέταγαν,μας λέει απ’ τον αέρα >> >> Και μπριγιαντίνη του ‘βαζαν, να στρώνουν, κάθε μέρα. >> >> Μα εκείνα δε στεκόντουσαν, ξαναπετούσαν πάλι, >> >> Εδώ κι εκεί κρεμόντουσαν, γύρω απ’ το κεφάλι. >> >> -Μια μέρα ένας θα μου πει, ρε ‘συ πώς είσαι έτσι; >> >> Εγώ οξύθυμος πολύ, χωρίς δεύτερη σκέψη, >> >> Γαμώ τη μάνα σου ξανά, μου είχε γίνει χούι >> >> Και στο διευθυντή μπροστά, με πάει σαν μ’ ακούει. >> >> Γιατί παιδί μου ρώτησε, αφού μου ‘ψαλε τόσα, >> >> Του λέω δε φταίω κύριε, μου έφυγε η γλώσσα. >> >> Μετά απ’ αυτό το γεγονός, που στο σχολειό συμβαίνει, >> >> Η Φρειδερίκη προφανώς, πολύ θορυβημένη, >> >> Διαπιστώνει το ορφανό, ότι κακομαθαίνει, >> >> Για το δικό του το καλό, μέτρα καινούρια παίρνει. >> >> Κρίνει της Κέρκυρας σωστό, το ορφανοτροφείο, >> >> Που διαθέτει φαγητό, μα και οικοτροφείο, >> >> Εκεί να πάει ο μικρός, δημοτικό να βγάλει >> >> Κι ύστερα έχει ο Θεός, θα ξαναδούμε πάλι. >> >> Εκτός απ’ τα μαθήματα, που έχει να διαβάζει, >> >> Στις εκδηλώσεις τραγουδά και πάλι ενθουσιάζει. >> >> Μα το τραγούδι εμμονή, έντονη του ‘χει γίνει, >> >> Όπου κι αν πάει αυτή η φωνή, το στίγμα της αφήνει. >> >> Τελειώνει το δημοτικό, στης Κέρκυρας το Αχίλλειο >> >> Και μπαίνει εσωτερικό, μετά στο Σκαγιοπούλειο >> >> Τη μέση γεωπονική, στην Πάτρα να τελειώσει, >> >> Καινούρια μετακόμιση και πάλι θα βιώσει. >> >> Μα και στην Πάτρα η φωνή, πάλι θα κάνει θαύμα, >> >> Όσους ακούν τους συγκινεί, τι είναι αυτό το πράγμα; >> >> Εκεί θα πρέπει οι μαθητές, να σπείρουνε, να σκάψουν, >> >> Μα εκείνον οι καθηγητές, πάντα τον απαλλάσσουν. >> >> Του λεν να μην κουράζεται, μόνο να τραγουδάει, >> >> Άλλο δεν του χρειάζεται, πολύ καλοπερνάει. >> >> Τις Κυριακές τον βάζουνε, στην εκκλησιά να ψέλνει, >> >> Οι πάντες τον θαυμάζουνε, η φήμη του ανεβαίνει. >> >> Δεν τον αφήνουνε αυτόν, απλώς να τεμπελιάζει, >> >> Μα στο ωδείο των Πατρών, τον γράφουν να σπουδάζει. >> >> Συχνά στο ραδιόφωνο, βγαίνει να τραγουδήσει >> >> Και το Αχαϊκό κοινό, όμως θα το κερδίσει. >> >> Στο Σκαγιοπούλλιο ίδρυμα, μια τριετία μένει >> >> Εκεί δεν πέρασε άσχημα, άνθρωποι αγαπημένοι, >> >> Στοργή κι αγάπη του ‘δειξαν, ένα όμως του μένει, >> >> πως τον αποχαιρέτησαν, πολύ συγκινημένοι. >> >> Από την Πάτρα θα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα, >> >> Μα τώρα δε θα φοβηθεί, όπως τα χρόνια εκείνα. >> >> μεγάλη αυτοπεποίθηση, πλέον τον διακρίνει, >> >> ακλόνητη πεποίθηση, τραγουδιστής να γίνει. >> >> Μες’ στο γραφείο ενός γκαράζ, προσωρινά κουρνιάζει, >> >> Λεφτά δεν έχει ο φουκαράς, σπίτι για να νοικιάζει. >> >> Μια κουρελού στο δάπεδο και μια κουβέρτα βάζει, >> >> Εκεί το άμοιρο ορφανό, τις νύχτες ησυχάζει. >> >> Να μπαίνουν τα βροχόνερα, να το τρυπάει τα’ αγιάζι, >> >> Ο ύπνος δίχως όνειρα! Κι όλο να ξεπαγιάζει. >> >> Ένα πουκάμισο φορά, το πλένει, το απλώνει, >> >> Όμως με τέτοια παγωνιά, εκείνο δε στεγνώνει. >> >> Τις περισσότερες φορές, το έβαζε βρεγμένο >> >> Πόσες ακόμα συμφορές, θα βρούνε το καημένο; >> >> Σ’ έκθεση μ’ αυτοκίνητα, δουλειά λοιπόν θα πιάσει, >> >> Παιδί για τα θελήματα, δέκα δραχμές να βγάζει. >> >> Αυτά τα λίγα χρήματα, μια είναι η αλήθεια, >> >> Μοιάζουν φιλοδωρήματα, όχι ημερομίσθια. >> >> Με μελιτζάνες τρέφεται, μόνο και μακαρόνια, >> >> Στην Παναγία στρέφεται, όλα αυτά τα χρόνια. >> >> Μας λέει δεν ήμουνα παιδί, της εκκλησίας θρήσκιο, >> >> Όμως αυτό που είχα δει, ήταν πως έχω ίσκιο. >> >> Παρ’ όλα ετούτα που περνά, αυτός δεν παραιτείται >> >> Τί κι αν κρυώνει και πεινά, καθόλου δεν πτοείται. >> >> Καμιά αντιξοότητα, δεν θα τον καταβάλει, >> >> Πείσμα και αθωότητα, στο στόχο που ‘χει βάλει. >> >> Σ’ εκδήλωση στο Παρνασσός, θέατρο συμμετέχει, >> >> Εκεί υψηλά ιστάμενος, ακούει και τον προσέχει. >> >> Ένας αμείλικτος κριτής, λαθών, παραφωνίας, >> >> Ο γενικός διευθυντής, της ραδιοφωνίας. >> >> Όμως σ’ ετούτη τη φωνή, λάθος δε θα προσέξει, >> >> Στο πρόσωπό του θα φανεί, τον έχει γοητεύσει. >> >> Τον έχει κάνει οπαδό! κι αυτό έχει σημασία, >> >> Όταν του λέει έλα ‘δω, για μια συνεργασία. >> >> Δύο ημίωρες εκπομπές, για κάθε εβδομάδα, >> >> Μ’ ένα κοινό ακροατές, απ’ όλη την Ελλάδα, >> >> Να τραγουδά δημοτικά, τραγούδια του προτείνει, >> >> Την ευκαιρία φυσικά, ετούτη δεν αφήνει. >> >> Φτερά φυτρώνουν στο ορφανό, το δώρο επουράνιο! >> >> Αφού το πανελλήνιο, θα το ακούει στο ράδιο. >> >> Ένθερμη ακροάτρια, μια δημοσιογράφος, >> >> Που τον θαυμάζει φανερά και τον ακούει με πάθος, >> >> Φίρμα στο ραδιόφωνο, με γνώσεις στο τραγούδι, >> >> Το όνομα είναι γνωστό, η Αθηνά Σπανούδι. >> >> Να τον βοηθήσει θέλησε, γι’ αυτόν να κάνει κάτι, >> >> νιώθει πως ανακάλυψε, μία φωνή διαμάντι! >> >> Πολύ γλυκόηχη στ’ αυτί, αισθήσεις διεγείρει, >> >> παίρνει ετούτο το παιδί και πάει στον Καλομοίρη. >> >> Για του ωδείου του εθνικού, τον ιδρυτή μιλάμε, >> >> το λάτρη του δημοτικού, με δέος συναντάμε! >> >> Λέει λοιπόν η Αθηνά, σου έφερα Μανώλη, >> >> Ένα παιδί που θα μιλά, γι’ αυτό η χώρα όλη. >> >> Ταλέντο εκ του φυσικού, με του Θεού τη χάρη! >> >> Προβλέπω να ‘ναι του εθνικού, ωδείου το καμάρι. >> >> Ο νεαρός μας ντρέπεται και ψιλοκοκκινίζει! >> >> Απίστευτό του φαίνεται! Μπροστά του αντικρίζει, >> >> Τον πιο μεγάλο μουσουργό! Κι είναι πολύ αγχωμένος >> >> Πού να σταθώ εκεί εγώ; Μας λέει συγκλονισμένος. >> >> -εντάξει το ‘ξερα καλός, πως είμαι στο τραγούδι, >> >> Μα να ακούει ο δάσκαλος, για μένα απ’ τη Σπανούδη; >> >> Τα πόδια μου είχαν κοπεί! Κι έτρεμα ο κακομοίρης! >> >> Έλα παιδί μου θα μου πει, τότε ο Καλομοίρης! >> >> Στην αίθουσα διοικητικού, θα συνεχίσει μπαίνω, >> >> Το δέλτα σίγμα του εθνικού, ήτανε μαζεμένο. >> >> Ξεκίνησε να τραγουδά και όλους τους μαγεύει! >> >> Θερμά χειροκροτήματα, ενθουσιώδη κλέβει. >> >> Φωνή με αρτιότητα, όλοι θα εκθειάσουν, >> >> ηχόχρωμα ποιότητα και πάθος θα θαυμάσουν! >> >> τότε μια καθηγήτρια, που ‘κανε ορθοφωνία, >> >> Κάτι καινούριο του ζητά, στα ύψη η αγωνία. >> >> Αυτή κοντά της τον καλεί και κάθεται στο πιάνο, >> >> Θέλει εκτός απ’ τη φωνή και κάτι παραπάνω. >> >> Ότι κι αν παίζει του ζητά, να επαναλαμβάνει, >> >> Είναι Πρωτόγνωρα αυτά και προς στιγμήν τα χάνει. >> >> Με μιας αντιλαμβάνεται, το άγχος του εκείνη, >> >> Του λέει να μην αγχώνεται και τη ζητά του δείχνει. >> >> Του παίζει νότες στην αρχή, που επαναλαμβάνει, >> >> Βγαίνει η φωνή ολόσωστη και λάθος δε θα κάνει. >> >> Την άσκηση όμως αυτή, σε λίγο δυσκολεύει, >> >> Μ’ αυτόν τον τρόπο το αυτί, το μουσικό ανιχνεύει. >> >> Όλοι οι παραβρισκόμενοι, με ανοιχτό το στόμα! >> >> Την άσκηση πιο δύσκολη, εκείνη κάνει ακόμα. >> >> του παίζει φράσεις μουσικές, που κάποιος ν’ αποδώσει, >> >> αιτών χρειάζεται σπουδές, τεράστια να ‘χει γνώση. >> >> Φαινόμενο μοναδικό! όλοι θα συμφωνήσουν, >> >> Αυτί να έχει μουσικό, φωνάρα! θα τονίσουν. >> >> Θα γίνει μέγας τραγωδός! Στ’ αυτιά του η φράση φτάνει, >> >> Ο Καλομοίρης είναι αυτός, την πρόβλεψη που κάνει. >> >> Και κάτι άλλο πρόβλεψε, ακόμα πιο σπουδαίο, >> >> Που ο νεαρός εισέπραξε, σα δώρο κορυφαίο. >> >> Θα πρέπει να περάσουνε, διακόσια χρόνια πάλι, >> >> Να ξανααπολαύσουμε, τέτοια φωνή μεγάλη! >> >> Αυτά τα λόγια βγήκανε, αυθόρμητα, πηγαία! >> >> Τα χείλη που τα είπανε, δεν ήτανε τυχαία. >> >> Έτσι αποφασίζουνε, λοιπόν μ’ ομοφωνία, >> >> Στο νεαρό χαρίζουνε, του ωδείου υποτροφία. >> >> Αξίζει ετούτο το παιδί, πολύ ψηλά θα φτάσει! >> >> Δεν αμφιβάλουν, το ‘χουν δει! Και δωρεάν σπουδάζει. >> >> Ο Καλομοίρης μάλιστα, σ’ όλες τις εξετάσεις, >> >> Για να σου βάλω άριστα, του λέει και να περάσεις, >> >> Ένα τραγούδι κλέφτικο, άμα μου τραγουδήσεις, >> >> Δεκάρι εσύ λεβέντικο, επάξια θα κερδίσεις. >> >> Τραγούδια κλέφτικα αντηχούν, που τρίζουν τα ντουβάρια! >> >> Τον Καλομοίρη συγκινούν! Και να σου τα δεκάρια. >> >> Εκτός απ’ την ποιότητα, φωνής που συναντάμε, >> >> Τη σπάνια εντιμότητα, ευθείς να δούμε πάμε. >> >> Μια μέρα στο διάλειμμα, όπως ψιλοχαζεύει, >> >> Πολλά λεφτά στο πάτωμα, βλέπει και τα μαζεύει. >> >> Φωνάζει τον υπεύθυνο, πολύ αναστατωμένος, >> >> Αυτά τα βρήκα κάτω εδώ, του λέει αγχωμένος. >> >> Μπράβο παιδί μου του ‘πε αυτός, εσύ θα προοδεύσεις! >> >> Είσαι σε όλα σου σωστός, πολλούς καρπούς θα δρέψεις. >> >> Μα και στο δρόμο χρήματα, βρίσκει που τον ζαλίζουν, >> >> Τα ίδια συναισθήματα, τον ξαναπλημυρίζουν. >> >> Στο αφεντικό του έτρεξε, ορμήνια να ζητήσει, >> >> Απ’ το μυαλό δεν πέρασε, στιγμή να τα κρατήσει. >> >> Ας θυμηθούμε έπαιρνε, δέκα δραχμές μονάχα >> >> αυτή η στάση που ‘δειχνε, δε μας διδάσκει τάχα; >> >> Μες’ στο μυαλό αναπάντητες, μένουν οι απορίες >> >> Από πού πήρε τις αρχές κι ετούτες τις αξίες; >> >> Έντιμος νέος και ευθύς! Πολλοί θα τον ζηλέψουν! >> >> Σκεφτείτε το, ούτε γονείς, για να τον συμβουλέψουν. >> >> Το ταβερνάκι που ‘τρωγε, εκείνα ‘κει τα χρόνια, >> >> Πάντα στο ίδιο πήγαινε, το λέγαν τα τρυγόνια. >> >> Του μαγαζιού αφεντικό, ήτανε Ηπειρώτης, >> >> Γι’ αυτόν πολύ σημαντικό, που το’ χε πατριώτης. >> >> Μια μέρα εκεί σαν κάθεται, παλιό γνωστό ανταμώνει, >> >> Βασίλης Στράτος λέγεται, δουλεύει εκεί γκαρσόνι. >> >> Είναι από την Πρέβεζα, τα δυο πατριωτάκια, >> >> Στην άχαρη πρωτεύουσα, θα γίνουν φιλαράκια. >> >> Βλέπει ο φίλος στο λεπτό, πως τρώει μα δε χορταίνει >> >> Το χρήμα είναι λιγοστό και πεινασμένος μένει. >> >> Έτσι μια μέρα θα του πει, συγνώμη ρε Αλέκο, >> >> Δεν ξέρω αν είναι ντροπή, που στα δικά σου μπλέκω, >> >> σε βλέπω μισονηστικό, να μένεις κάθε μέρα, >> >> Σαν φεύγει θες το αφεντικό, να τρώμε εδώ πέρα; >> >> Τα λόγια αυτά σπαράζουνε, του νέου την καρδούλα, >> >> Έτσι οι δυο φίλοι αράζουνε και τρώνε παρεούλα. >> >> -έμεινε αυτή η βοήθεια, για πάντα στο μυαλό μου, >> >> Νιώθω μα την αλήθεια, το φίλο αυτό αδερφό μου. >> >> Χρόνια μετά στον Καναδά, που πάει περιοδεία, >> >> Στην ομογένεια τραγουδά, εισπράττοντας λατρεία, >> >> Ο φίλος ήρθε να τον δει, να τον ακούσει πάλι, >> >> Μία ευαίσθητη χορδή, απ’ τα παλιά θα πάλλει. >> >> Αγκαλιαστήκαν, έκλαψαν και ξαναθυμηθήκαν, >> >> Όλα αυτά που πέρασαν, στο νου εμφανιστήκαν. >> >> Ρε Βασιλάκη θα του πει, ποτέ δε θα ξεχάσω, >> >> Όταν μου έδινες εσύ, να φάω και να χορτάσω. >> >> Προτού βρεθούμε ένιωθα, μονίμως πεινασμένος, >> >> Όμως μετά την τύλωσα, λέει συγκινημένος. >> >> Στον Καναδά όσο έμεινε, οι φίλοι δε χωρίσαν, >> >> Μα και μετά που έφυγε, την επαφή κρατήσαν. >> >> Ας δούμε ετούτη η φωνή, τον κόσμο πώς κερδίζει, >> >> Πόσο πολύ τον συγκινεί, τον κάνει να δακρύζει. >> >> Να ένα περιστατικό, από περιοδεία, >> >> Συνέβη στο εξωτερικό, λοιπόν στην Αυστραλία. >> >> Πηγαίνει τον ελληνισμό, για να διασκεδάσει >> >> Κι ευθείς του πλήθους τον παλμό, κατόρθωσε να πιάσει. >> >> Όλη η ομογένεια, Χριστούγεννα θα ζήσει >> >> Κι εκείνος με ευγένεια, αφού καλωσορίσει, >> >> τραγούδι επίκαιρο τους λέει, που απ’ την ψυχή του βγαίνει, >> >> Ο κόσμος τον ακούει και κλαίει, πόσο τον συνεπαίρνει! >> >> Χριστούγεννα στην ξενιτιά, χτυπάνε οι καμπάνες, >> >> Κλαίνε στα ξένα τα παιδιά και στην Ελλάδα η μάνες. >> >> Ανάθεμάσαι ξενιτιά, εσύ και τα φλουριά σου, >> >> Μας πήρες τα Ελληνόπουλα και τα κρατάς κοντά σου. >> >> Μπορεί στο ραδιόφωνο, πολύ να συγκινούσε, >> >> Είχε όμως παράπονο, που δε γραμμοφωνούσε. >> >> Αφού το αποφάσισε, ένα πρωί λοιπόν, >> >> Μονάχος του ξεκίνησε, να πάει στην οντεόν. >> >> Εκεί που πήγε γνώρισε, το Σπύρο Περιστέρη >> >> Κι αυτός τον παρομοίασε, με τον Παπασιδέρη. >> >> Μέγας μαέστρος τρομερός, ο Σπύρος Περιστέρης, >> >> Ερμηνευτής δημοτικός, είναι ο Παπασιδέρης. >> >> -κύριε Σπύρο θα ’θελα, να μη με κατσαδιάσεις, >> >> Ξέρω πως τραγουδώ καλά, άκου με, δε θα χάσεις. >> >> Έλα παιδί μου θα του πει και δε σε κατσαδιάζω, >> >> Τους νέους που ‘χουνε πυγμή, να ξέρεις πως θαυμάζω. >> >> Μια ντο ματζόρε εισαγωγή, ο νέος του ζητάει >> >> Καλά το ντο ματζόρε εσύ, πώς ξέρεις; Τον ρωτάει. >> >> -υποτροφία στο εθνικό, του Καλομοίρη έχω, >> >> Μα και στο ραδιόφωνο, σε δυο εκπομπές μετέχω. >> >> Τι λες μωρέ; Του φώναξε, τον είχε κατακτήσει >> >> Και ντο ματζόρε του ‘παιξε, ώστε να ξεκινήσει. >> >> Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν, να παν στο Μεσολόγγι >> >> Ήρθε ο Μακρής απ’ το Ζυγό κι ο Ίσκος απ’ το Βάλτο, >> >> Ήρθε κι ο Μάρκο-Μπότσαρης, από τη Λάκα Σούλι, >> >> Απόφαση να πάρουνε. >> >> Αέρας τα φυσάει, τα πλατανόφυλλα, >> >> Θεός να τα φιλάει, τα Ελληνόπουλα. >> >> Να τραγουδά σαν τέλειωσε, περίμενε του είπε, >> >> Σηκώθηκε και έτρεξε, στο Μίνο Μάτσα πήγε. >> >> -κύριε Μάτσα βρήκαμε, νέο Παπασιδέρη! >> >> Σας λέω ανακαλύψαμε, το πιο λαμπρό αστέρι! >> >> Αυτός που εμπιστευότανε, τυφλά τον Περιστέρη, >> >> Πάρα πολύ βιαζότανε, ν’ ακούσει το αστέρι. >> >> Ξανατραγούδα του ‘πανε κι όταν αυτός το κάνει, >> >> Τους δυο που τον ακούγανε, μία βιασύνη πιάνει. >> >> Συμβόλαιο τον βάλανε, αμέσως να υπογράψει, >> >> Μην τύχει και τον χάνανε, άλλος τους τον αρπάξει. >> >> Τριάντα πήρε τάλιρα, για την υπογραφή του >> >> Και μια απερίγραπτη χαρά, ένιωσε στην ψυχή του. >> >> Πώς να μη νιώσει το άμοιρο, τέτοια χαρά μεγάλη, >> >> Θέλει δεκαπενθήμερο, τόσα λεφτά να βγάλει. >> >> Στο στούντιο σύντομα θα μπει, για να γραμμοφωνήσει, >> >> Τρία τραγούδια έχει να πει, έτσι θα ξεκινήσει. >> >> Ενώ το ωδείο έβγαζε, λοιπόν το εθνικό, >> >> Ξάφνου μπροστά του πρόβαλε, το στρατιωτικό. >> >> Ο Καλομοίρης πρότεινε, να πάρει αναβολή, >> >> Διότι τον προόριζε, για κάτι πιο πολύ. >> >> Τενόρο τον ετοίμαζε, στη σκάλα του Μιλάνο, >> >> Όμως δεν καρποφόρησε, ετούτο του το πλάνο. >> >> Το εθνικό του έδινε, σπουδών υποτροφία, >> >> Μα έξοδα δεν κάλυπτε, να πάει στην Ιταλία. >> >> Εξάλλου το δημοτικό, το νεαρό κερδίζει, >> >> Έτσι αυτό το σχέδιο, δε θα τελεσφορήσει. >> >> Οι δίσκοι πέφτουνε βροχή κι εκείνος ανεβαίνει, >> >> Ξενιτεμένοι και φτωχοί, πολύ συγκινημένοι, >> >> αυτούς θα έχει για κοινό, σ’ όλη του την πορεία, >> >> Με το όνειρό του ζωντανό, θα γράψει ιστορία. >> >> Τρελό ρεκόρ πωλήσεων, σε δίσκους έχει κάνει, >> >> Μισό εκατομμύριο, αυτόν απολαμβάνει. >> >> Τραγούδησε την ξενιτιά, τη φτώχια, την ορφάνια, >> >> Τη δοξασμένη κλεφτουριά, πάντα με περηφάνια. >> >> Τη λατρευτή πατρίδα του, αυτοί κι αν έχει υμνήσει! >> >> Παντού σε κάθε βήμα του, της εύχεται να ζήσει. >> >> Πηγαίνει όπου τον καλούν, για να τους τραγουδάει, >> >> Τους αγαπά, τον αγαπούν, χατίρια δε χαλάει. >> >> Αυτός ο άρρηκτος δεσμός, γερά θεμέλια χτίζει >> >> Κι η έννοια βεντετισμός, ούτε που τον αγγίζει. >> >> Η ζηλευτή του ευγένεια, τα σύνορα διαβαίνει, >> >> Φτάνει στην ομογένεια, όπου τον περιμένει. >> >> Σαν ήρωα τον δέχεται, απ’ την πατρίδα πρέσβη >> >> Κι Αυτός ανταποκρίνεται, να τραγουδήσει σπεύδει. >> >> Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία πάει >> >> Και του ελληνισμού η καρδιά, δημοτικά χτυπάει. >> >> αμέτρητες που έκανε, ήταν οι εμφανίσεις >> >> Και πρόσφερε όπου πήγαινε, έντονες συγκινήσεις. >> >> Χρόνος για να ξεκουραστεί,δεν ξέρουμε αν υπήρχε, >> >> Μιας κι όπου είχε προσκληθεί, πάντοτε συμμετείχε. >> >> Τα καλοκαίρια του κλειστά, με γάμους, πανηγύρια, >> >> ]Χειμώνεςμες’ στα μαγαζιά και γεια μας τα ποτήρια! >> >> όποιοι γλεντούσατε εκεί, τι έλεγε; θυμάστε; >> >> Λέξη χαρακτηριστική, κραύγαζε πάντα άάάάιντέέέέ! >> >> Κι αν το κλαρίνο έπαιζε ταξίμι, αυτός στην πίστα, >> >> Μερακλωμένος φώναζε, μεγάλε κλαρινίστα. >> >> Πολύ του άρεσε επαφή, να ‘χει με το κοινό του >> >> Και καταθέτοντας ψυχή, να δίνει τον εαυτό του. >> >> Πόσα τραγούδια έχει πει; Όταν εμείς ρωτάμε, >> >> Αφού για λίγο το σκεφτεί, μας λέει δε θυμάμαι. >> >> -στους δίσκους μου καταμετρούν, κάποιες εκατοντάδες, >> >> Μα όσα είπα ξεπερνούν, τις δυόμισι χιλιάδες. >> >> Ποια η πηγή εμπνεύσεως, στίχων σας; τον ρωτάμε, >> >> Διότι και ως στιχουργό, συχνά τον συναντάμε. >> >> -Μπορεί να είναι κάτι απλό, που θα μου βγει τραγούδι. >> >> Ας πούμε, ένα χαμόγελο, ένα όμορφο λουλούδι. >> >> -πιο από τα τραγούδια σας. Σας αντιπροσωπεύει; >> >> -απ’ το μηδέν ξεκίνησα! Αυτό με σημαδεύει. >> >> Λέω πως δε μου έδωσε, κανείς ένα βελόνι, >> >> Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι. >> >> Μεγάλωσα σαν ορφανό, με πίκρες στη ζωή μου, >> >> Ετούτο το παράπονο, δε φεύγει απ’ την ψυχή μου. >> >> Άλλοι τα βρίσκουν έτοιμα και γίνονται ότι είναι, >> >> Εγώ με μέσα έντιμα, πέτυχα αυτό που είμαι. >> >> Κι αν είναι εγωιστικές, αυτές εδώ οι σκέψεις, >> >> Συνάμα αντικειμενικές, θέλω να με πιστέψεις. >> >> Έχω πεινάσει, κρύωσα, ξιπόλητος στις στράτες, >> >> Ποτέ όμως δεν προσκύνησα, μεταξωτές γραβάτες. >> >> Ο Μάτσας μες στην οντεόν, για ‘κείνον στάζει μέλι, >> >> Του δίνει το ελεύθερο, να τραγουδά ότι θέλει. >> >> Μοναδικό προνόμιο, δυο μόνο το αποκτήσαν, >> >> Κι οι δύο στο πεντάγραμμο, από έναν μύθο κτίσαν. >> >> Το δεύτερο το πρόσωπο, μες’ στο μυαλό σας ήδη, >> >> Άλλο ένα φαινόμενο, τον λένε Καζαντζίδη. >> >> Εκπρόσωπος στο λαϊκό, με θαυμαστή πορεία, >> >> Όμως και στο δημοτικό, θα δήξει τη λατρεία. >> >> Είναι κι αυτός κιτσακικός, μεγάλη αγάπη του ‘χει >> >> Και τον ακούει διαρκώς, στο μαγαζί Βελούχι. >> >> Τον κόσμο αφήνει άφωνο, που άκουγε από κάτω, >> >> Σαν παίρνει το μικρόφωνο και λέει τα παρακάτω. >> >> -φίλοι μου σαν τα μάτια σας, προσέξτε τον Αλέκο, >> >> Ανήκει στα διαμάντια σας! Εγκώμιο του πλέκω, >> >> Γιατί όσο περισσότερο, ζήσει και τραγουδήσει, >> >> επάξια το δημοτικό, αυτός θα εκπροσωπήσει. >> >> Τεράστια κουβέντα αυτή, απ’ τον μεγάλο Στέλιο! >> >> Που στου Κιτσάκη το αυτί, ηχεί σαν ευαγγέλιο. >> >> Πάμε να καταρρίψουμε, μια φήμη λαθεμένη, >> >> Άπλετο φως θα ρίξουμε, μεότι αυτό σημαίνει. >> >> Χούντα των συνταγματαρχών, τη χώρα μας πιέζει >> >> Κι όλο το ραδιόφωνο, δημοτικά να παίζει. >> >> Είναι απολύτως λογικό, Κιτσάκη να προβάλει, >> >> Όμως του έκανε κακό, η προβολή απ’ την άλλη. >> >> Κάποιοι που αναδείκνυαν, ψευδέστατη ιστορία, >> >> Εκείνον αναμίγνυαν, με τη δικτατορία. >> >> Σ’ ετούτο το γραπτό εμείς, βρίσκουμε ευκαιρία, >> >> Να παραθέσουμε ευθείς, δική του μαρτυρία. >> >> -κάποιοι για μένα έπλασαν, μια βρόμικη ιστορία, >> >> Πως ήμουν υποστήριζαν, με τη δικτατορία. >> >> Μοναδικό επιχείρημα, στο ράδιο πως με βάζουν, >> >> έτσι στο πραξικόπημα, εμένα κατατάσσουν. >> >> Δεν το χωρά αυτό ο νους και πώς να το χωρέσει; >> >> Αφού με απριλιανούς, ουδέ ποτέ είχα σχέση. >> >> Το παρακάτω που θα πω, ο κόσμος ας το κρίνει, >> >> Που μ’ αγαπά, τον αγαπώ και μου ‘χει εμπιστοσύνη. >> >> Το Πάσχα του 68, ακούστε τι συνέβη, >> >> Χτυπάει το τηλέφωνο, άγχος με κυριεύει. >> >> Ποιος δε θα αγχωνότανε, σκεφτείτε το λιγάκι, >> >> Φωνή αυστηρή ακουγότανε, τον κύριο Κιτσάκη. >> >> Είμαι ο ίδιος απαντώ και η φωνή μου τρέμει, >> >> Λες κι έκανα κάτι κακό, άραγε τι συμβαίνει; >> >> Ιωαννίδης στρατηγός, ακούω να κομπάζει, >> >> Ένιωσα τότε σα λαγός, στα πόδια που το βάζει. >> >> Δεν κρύβει τίποτα καλό, αυτή η φωνή σκεφτόμουν, >> >> Συνέχισα να του μιλώ, όσο και αν φοβόμουν. >> >> Κάτι νομίζω ψέλλισα, τι να ‘ταν; δε θυμάμαι, >> >> Όπως σας είπα τα ‘χασα, ασήμαντο όμως θα ‘ναι. >> >> Θέλω για την κυβέρνηση, μου λέει να τραγουδήσεις, >> >> Μιας και κατάφερες εσύ, όλους να μας κερδίσεις. >> >> Δε θα μπορέσω απαντώ, τι είπες; Μου φωνάζει, >> >> Πως μ’ είχαν βγάλει χουντικό, το ξέρω και με νοιάζει. >> >> Να τραγουδήσω αν πήγαινα, θα ‘ταν μα την αλήθεια, >> >> Σαν να επιβεβαίωνα, αυτά τα παραμύθια. >> >> Δικαιολογία πειστική, προέβαλα ωστόσο >> >> Και δεν τραγούδησα εκεί, φτηνά θα τη γλιτώσω. >> >> Στη χούντα αντιστασιακός, ποτέ δεν το ‘χα παίξει, >> >> όχι να βγω και χουντικός, με θλίβει αυτή η λέξη. >> >> Για το οικογενειακό, να πούμε περιβάλλον, >> >> Που μας μιλάει και γι’ αυτό, ακόμα εκτός των άλλων. >> >> Ο πρώτος γάμος σύντομος, δυο χρόνια θα κρατήσει, >> >> Όπως τονίζει ευτυχώς, παιδιά δε θα αφήσει. >> >> Δε λέει περισσότερα, γι’ αυτή την ιστορία, >> >> Μόνο εκείνης το όνομα, πως ήταν Αγλαΐα. >> >> Η σύζυγος η δεύτερη, που την καρδιά του κλέβει, >> >> Γυναίκα ιδιαίτερη, μας λέει και την παινεύει. >> >> Είναι κι αυτή Ηπειρώτισσα, τη λένε Κατερίνα, >> >> Μια όμορφη Γιαννιώτισσα, που βρήκε στην Αθήνα. >> >> Πολλά τραγούδια έγραψε, όπου μιλούν για ‘κείνη, >> >> Στο πλάι της εισέπραξε, στοργή κι εμπιστοσύνη. >> >> Ένα θα επιλέξουμε, εμείς απ’ όλα εκείνα, >> >> Εικόνες να συλλέξουμε, ποια είναι η Κατερίνα. >> >> Με Μαγιού λουλούδια, έπλεξε φωλιά, >> >> Μέσα στην καρδιά μου, μια λεβεντονιά. >> >> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά >> >> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ. >> >> Σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο το ντουνιά, >> >> Δεν πιστεύω να ‘ναι, άλλη τέτοια νια. >> >> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά. >> >> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, Την Κατερίνα αγαπώ. >> >> Με την Κατερίνα, παντρευόμαστε >> >> Και σ’ όλη τη ζωή μας, θ’ αγαπιόμαστε. >> >> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά. >> >> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ. >> >> Προφητικά τα λόγια αυτά, μιας κι ότι λέει κάνει, >> >> Το Μάιο του ογδόντα εφτά, θα βάλουνε στεφάνι. >> >> Γάμο εντυπωσιακό, κάνουν στην εκκλησία, >> >> Εκεί στο Νέο Ψυχικό, μες’ στην Αγία Σοφία. >> >> Το πλήθος ασυγκράτητο, σαν θα βρεθεί κοντά του, >> >> Ζητά μερίδιο κι αυτό, να πάρει απ’ τη χαρά του. >> >> Είναι με τη γυναίκα αυτή, πολύ ερωτευμένος, >> >> Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δηλώνει ευτυχισμένος. >> >> Τραγούδι αυτής της εποχής, μπορέσαμε να βρούμε, >> >> Πόσο δηλώνει ευτυχής, αμέσως θα το δούμε. >> >> Αγάπη όποιος δεν ένιωσε, μες’τη ζωή ετούτη, >> >> Να ξέρει από μένανε, είναι άχρηστα τα πλούτη. >> >> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος >> >> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος. >> >> Η αγάπη είναι θησαυρός και φως μες’ στο σκοτάδι, >> >> Είναι απ’ το μέλι πιο γλυκιά και απαλή σα χάδι. >> >> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος >> >> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος. >> >> Αφήστε την καρδούλα σας, μ’ αγάπη να γεμίσει >> >> Και μες’ στα φυλλοκάρδια σας, ζεστή φωλιά να κτίσει. >> >> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος >> >> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος. >> >> Άλλο μεγάλο γεγονός, μας περιγράφει εκείνος, >> >> Την ώρα που ‘ρχεται ο γιος, ο μέγας Κωνσταντίνος. >> >> Δείχνει αυτή η προσφώνηση, όπου ο ίδιος κάνει, >> >> μια ψυχική ανάταση, που στα ουράνια φτάνει. >> >> Ένα τραγούδι ευχαριστώ, γράφει στη σύζυγό του, >> >> μιας κι έκανε ανεκτίμητο, δώρο σ’ αυτόν το γιο του. >> >> Της δείχνει αγάπη, ζεστασιά, μεγάλη καλοσύνη, >> >> Παντοτινά πως της χρωστά, αιώνια ευγνωμοσύνη. >> >> Μα και το γιο απ’ την αρχή, μ’ αγάπη συμβουλεύει, >> >> Δείγμα η κάθε διδαχή, είναι πως τον λατρεύει. >> >> Κατερινάκι σ’ αγαπώ και τη ζωή μου δίνω, >> >> Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο. >> >> Σαν μεγαλώσεις γιόκα μου και γίνεις παλληκάρι, >> >> Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι το καμάρι. >> >> Θέλω στα χνάρια μου κι εσύ, γιε μου να περπατήσεις >> >> Και όπως ο πατέρας σου, τη δόξα να γνωρίσεις. >> >> Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι πάντα ιππότης >> >> Και να ‘σαι υπερήφανος, που είσαι Ηπειρώτης. >> >> Κωνσταντίνε γιόκα μου, άγγελέ μου Κωνσταντίνε, >> >> Όπως ο πατέρας σου, στην ιστορία μείνε. >> >> Κατερινάκι σ’ αγαπώ και την ψυχή μου δίνω >> >> Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο. >> >> Οι νουθεσίες του πολλές, που σαν πατέρας δίνει, >> >> Να πάρει ο γιόκας του καλές, αρχές θα επιμείνει. >> >> Τις παραδώσεις να τιμά, παντού όπου κι αν πάει, >> >> Την Ήπειρο να εκτιμά και να την αγαπάει. >> >> Να ‘ναι σεμνός και ταπεινός, με ωραίο χαραχτήρα, >> >> Ανθρώπινος, αληθινός, με σύνεση και πείρα. >> >> Πάρα πολύ ν’ αγαπηθεί, μα και να αγαπήσει, >> >> Ποτέ του να μη λυπηθεί, ούτε και να λυπήσει. >> >> Πώς λέμε κάτω απ’ τη μηλιά, το μήλο πως θα πέσει; >> >> Ο Κωνσταντίνος τα γυαλιά, στους νέους θα φορέσει >> >> Μόλις επτάμισι χρονών, πριν τη ζωή γνωρίσει, >> >> Όσο κι αν μοιάζει αδύνατον, θα βγει να τραγουδήσει. >> >> Ταλέντο κληρονόμησε, του ένδοξου Κιτσάκη, >> >> Στο στούντιο ξεχώρισε κι ας ήτανε παιδάκι. >> >> Δημοτικό ερμήνευσε και το ‘φερε εις πέρας, >> >> Νωρίς γι’ αυτόν καμάρωσε, ο τυχερός πατέρας. >> >> Εκεί ψηλά στο αγέρωχο και τιμημένο Σούλι, >> >> Πολέμησαν Σουλιώτισσες, για να μη γίνουν δούλοι. >> >> Ήθελα να ‘μουν κάποτε κι εγώ εκεί κοντά τους, >> >> Να μ’ έχουν οι Σουλιώτισσες, για βόλι στην ποδιά τους. >> >> Να ‘βλεπα την παλληκαριά που σέρνει κάθε μια τους >> >> Κι απ’ το γκρεμό να πέφτουνε, μαζί με τα παιδιά τους. >> >> Θα πήγαινα και θα ‘πεφτα κι εγώ εκεί μαζί τους, >> >> Για τη σκλαβιά οι Σουλιώτισσες, δε θέλουν τη ζωή τους. >> >> Σουλιωτοπούλες όμορφες, στον κόσμο ξακουσμένες, >> >> Αρχοντοπούλες λυγερές, με δόξα φορτωμένες. >> >> Η δόξα σας φτερούγησε, στα πέρατα του κόσμου, >> >> Που πέσατε χορεύοντας, στα βράχια του Ζαλόγγου. >> >> Μπορεί μεγάλος τραγωδός, να ήταν της Ελλάδας, >> >> Όμως υπήρξε οπαδός, μίας μικρής ομάδας. >> >> Μικρή μας φαίνεται εμάς, γι’ αυτόν ήταν μεγάλη, >> >> Ο των Ιωαννίνων πας, γλυκιά του φέρνει ζάλη. >> >> Πάει στο γήπεδο συχνά, να τον υποστηρίξει, >> >> Ότι απ’ το χέρι του περνά, κάνει να τον στηρίξει. >> >> Κάποια στιγμή θα εμπνευστεί και ύμνο θα του γράψει, >> >> Σ’ όλη τη χώρα θ’ ακουστεί, ύδατα θα ταράξει. >> >> Όπου βρεθεί του τον ζητούν, να τους τον τραγουδήσει, >> >> Ένθερμα τον χειροκροτούν, όλους θα τους κερδίσει. >> >> Λαρισινοί, Τρικαλινοί, Βολιώτες και Λαμιώτες, >> >> Αυτός ο ύμνος δε δονεί, μονάχα τους Γιαννιώτες. >> >> Μ’ ετούτο το ντελίριο, ξαφνιάζεται κι εκείνος, >> >> Αφού το πανελλήνιο, θα συγκινήσει ο ύμνος. >> >> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου, >> >> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου, >> >> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας, >> >> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική. >> >> Απόγονοι των Σουλιωτών, Γιαννιώτες λεοντάρια, >> >> Δήξτε και στο ποδόσφαιρο, πως είστε παλληκάρια. >> >> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου, >> >> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου, >> >> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας, >> >> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρηλική. >> >> Νικήστε μες’ στα γήπεδα, τον κάθε αντίπαλό σας >> >> Κι εμείς τα Ηπειροτόπουλα, είμαστε στο πλευρό σας. >> >> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου, >> >> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου, >> >> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας, >> >> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική. >> >> Προχώρησε Πας Γιάννινα, συνέχισε τους άθλους, >> >> Γιατί έχεις πάντα στο πλευρό, τους θρυλικούς φιλάθλους. >> >> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου, >> >> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου, >> >> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας, >> >> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική. >> >> Έτσι τα χρόνια πέρασαν, δεκαετίες γίναν, >> >> Τραγούδια του μας γλέντησαν, μες’ στην ψυχή μας μείναν. >> >> Το πέντε αντιμετώπισε, πρόβλημα στην υγεία, >> >> Λέει πως τον βοήθησε, τότε η Παναγία. >> >> Τα κάλαντα στον πρόεδρο, Παπούλια πάει και ψέλνει, >> >> Γυρνώντας εγκεφαλικό και έμφραγμα παθαίνει. >> >> Είναι μεγάλος μαχητής, ξέρει να πολεμάει >> >> Και γεννημένος νικητής, τα πάντα ξεπερνάει. >> >> Μα τον Ιούλη του εφτά, θα ξανααρρωστήσει >> >> Κι επέμβαση για μπαϊπάς, γιατρός θα του συστήσει. >> >> Ετούτος ο τραγουδιστής, που όμοιος δεν υπάρχει, >> >> Βγαίνει ξανά θριαμβευτής, από άλλη μία μάχη. >> >> Τι κι αν προκύπτουν θέματα, υγείας που περνάει, >> >> Τα ψυχικά αποθέματα, βρίσκει να τραγουδάει. >> >> Δε θέλει να αποσυρθεί, όχι δεν παραιτείται, >> >> Διότι έχει αγαπηθεί και διαρκώς ζητείται. >> >> Δέχεται μία βράβευση, που γράφει ιστορία, >> >> Είναι η επιβράβευση, για όλη την πορεία. >> >> Κι αν σαν παιδάκι ορφανό, να μεγαλώσει εκλήθη, >> >> Ένα χρυσό μικρόφωνο, σ’ αυτόν απενεμήθη. >> >> Πρώτη φορά αυτό λοιπόν, στα χρονικά συμβαίνει, >> >> Τραγουδιστής δημοτικών, τέτοιο βραβείο παίρνει. >> >> Εκείνος είναι φανερά, πολύ συγκινημένος, >> >> Δεν κρύβεται τέτοια χαρά, νιώθει ευτυχισμένος. >> >> Δημόσια ευχαριστεί κι αυτό έχει σημασία, >> >> Την Μίνος Μάτσας και υιοί, για τη συνεργασία. >> >> Σαράντα χρόνια ηχογραφεί, σ’ αυτή την εταιρία, >> >> Μαζί της πιάνει κορυφή, γράφοντας ιστορία. >> >> Όνομα ο Μάτσας του ‘δωσε, αηδόνι της Ηπείρου, >> >> Στο μονοπάτι που ώδευσε, του όμορφου ονείρου. >> >> Το δεκαπέντε ήτανε, στις δύο του Φλεβάρη, >> >> Που την Ελλάδα διάβαινε, το άσχημο χαμπάρι. >> >> Την τελευταία του πνοή, άφησε το αηδόνι, >> >> Εκείνο το μουντό πρωί, η θλίψη μας πλακώνει. >> >> Δυσαναπλήρωτο καινό, ο θάνατος του αφήνει >> >> Και το δημοτικό φτωχό, δίχως αυτόν θα μείνει. >> >> Όλη η Ήπειρος πενθεί κι οι Έλληνες μαζί της, >> >> Μάνα απαρηγόρητη, που χάνει το παιδί της. >> >> Το έργο του κληρονομιά, σ’ όλους εμάς θ’ αφήσει >> >> Και χρέος μας κάθε γενιά, σ’ αυτό να εντρυφήσει. >> >> Να το διαφυλάξουμε, στου μέλλοντος τα χρόνια, >> >> Μα και να το διδάξουμε, σε τέκνα και εγγόνια. >> >> Κάπου εδώ θα κλείσουμε, αυτή την ιστορία, >> >> Δύσκολο ν’ αναλύσουμε, τέτοια λαμπρή πορεία. >> >> Στόχος, να γίνει έρεισμα, το έργο του να βρείτε, >> >> Σ’ όλους εσάς ερέθισμα, μ’ αυτό ν’ ασχοληθείτε. >> >> Με το στερνό θα κλείσουμε, τραγούδι που ‘χε γράψει, >> >> Το μήνυμα θα δήξουμε, που ‘θελε να περάσει, >> >> Πως είναι ευθύνη όλων μας και εθνικό μας χρέος, >> >> Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος. >> >> Αυτή τη θεία εντολή, το αηδόνι απ’ το Σούλι, >> >> Εμφύσησε στον Παντελή, το φίλο του το Σούλη. >> >> Με τσίπουρο ηπειρώτικο, ποτήρια αφού τσουγκρίσουν, >> >> Ντουέτο καταπληκτικό, μαζί θα τραγουδήσουν. >> >> Σούλης: -Πάντα το είχα μέσα μου, όνειρο και μεράκι, >> >> Να τραγουδήσω δίπλα σου, αθάνατε Κιτσάκη. >> >> Κιτσάκης: -αγαπημένε φίλε μου, δεκτό το κάλεσμά σου, >> >> Πολύ με κολακεύουνε, τα λόγια τα καλά σου. >> >> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι, >> >> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι. >> >> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη, >> >> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι. >> >> Σούλης: -άνθρωποι σαν κι εσένανε, παράδοση κρατήσαν, >> >> Προσφέρανε στον τόπο μας, όπως σε τραγουδήσαν. >> >> Κιτσάκης: -τα πλούτη δεν τα ζήλεψα κι απ’ το Θεό ζητάω, >> >> Να έχω την υγεία μου, για να σας τραγουδάω. >> >> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι, >> >> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι. >> >> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη, >> >> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι. >> >> Σούλης: -έχεις διδάξει σ’ όλους μας, τα χρόνια που περνάνε, >> >> Ήθος αγάπη ανθρωπιά! Και πώς να τραγουδάμε. >> >> Κιτσάκης: -για μένα είναι ζήτημα, εθνικό μας χρέος, >> >> Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος. >> >> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι, >> >> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι. >> >> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη, >> >> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι. >> >> Σούλης: -γι’ αυτό θα ήθελα κι εγώ, συνέχεια να δώσω, >> >> Αυτά που μας εδίδαξες, στους νέους να διαδώσω. >> >> Κιτσάκης: -καλά θα πράξεις φίλε μου κι είναι δουλειά μεγάλη, >> >> Ετούτο το παράδειγμα, ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι. >> >> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι, >> >> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι. >> >> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη, >> >> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι. >> >> Σούλης: -σαν το παλιό καλό κρασί, που φτιάχνει όσο μένει, >> >> Είναι η δική σου η φωνή, γιατί είναι ευλογημένη. >> >> Κιτσάκης: δεν είμαι μόνο φίλε εγώ, καλά που τραγουδάω, >> >> Υπάρχουνε κι άλλοι πολλοί και τους χειροκροτάω. >> >> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι, >> >> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι. >> >> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη, >> >> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι. >> >> ΜΑΡΤΙΟΣ 2017 >> >> ΤΕΛΟΣ >> >> ________ >> >> Orasi mailing list >> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση >> orasi-requ...@hostvis.net >> και στο θέμα γράψτε unsubscribe >> >> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της >> λίστας στείλτε email στην διεύθυνση >> Orasi@hostvis.net >> >> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα >> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net >> >> Για το αρχείο της λίστας >> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ >> Εναλλακτικό αρχείο: >> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ >> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) >> http://www.freelists.org/archives/orasi >> __________ >> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού >> http://www.nvda-project.org/ >> _____________ >> Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση >> http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls >> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες >> που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών >> ____________ >> > > > > ________ > > Orasi mailing list > για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση > orasi-requ...@hostvis.net > και στο θέμα γράψτε unsubscribe > > Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της > λίστας στείλτε email στην διεύθυνση > Orasi@hostvis.net > > διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα > http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net > > Για το αρχείο της λίστας > http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ > Εναλλακτικό αρχείο: > http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ > παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) > http://www.freelists.org/archives/orasi > __________ > NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού > http://www.nvda-project.org/ > _____________ > Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση > http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls > Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που > λειτουργούν οι φορείς των τυφλών > ____________ > ________ Orasi mailing list για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση orasi-requ...@hostvis.net και στο θέμα γράψτε unsubscribe Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση Orasi@hostvis.net διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net Για το αρχείο της λίστας http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/ Εναλλακτικό αρχείο: http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/ παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011) http://www.freelists.org/archives/orasi __________ NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού http://www.nvda-project.org/ _____________ Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών ____________