Ευχαριστούμε πολύ συνονόματε.
Ομολογώ πως δεν γνώριζα καθόλου τον συγκεκριμένο ερμηνευτή.
Πολύ ενδιαφέρουσα η βιογραφία του καθώς και η έμμετρη παρουσίαση σου.
Νίκος

2017-03-03 12:08 GMT+02:00 skordilis-spyros <spyri...@otenet.gr>:

> φίλε νίκο ομολογώ πως δεν θα διάβαζα την ζωή αυτού τουσπουδέου ανθρώπου αν
> δεν την είχες τόσο όμορφα εμετροποιήση. πολλά συνχαριτείρεια. σπύρος
>
> --------------------------------------------------
> From: "Νίκος Χαρίτος" <nxari...@hol.gr>
> Sent: Friday, March 03, 2017 10:20 AM
> To: "orasi mailing list" <orasi@hostvis.net>
> Subject: [Orasi] το νέο μου βιβλίο
>
>
> ΧΑΡΙΤΟΣ ΝΙΚΟΣ
>>
>> ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΙΣ
>>
>> ΤΟ ΑΪΔΟΝΙ ΤΗΣ ΕΙΠΗΡΟΥ
>>
>> ΕΜΜΕΤΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
>>
>> Φίλες μου αναγνώστριες, φίλοι μου αναγνώστες,
>>
>> Θέλω σ’ ετούτες τις γραμμές, να καταστήσω γνώστες,
>>
>> Μόνο εσάς για τη ζωή, ενός σπουδαίου άνδρα,
>>
>> Που έμελε να γεννηθεί, στα μέσα του τριάντα.
>>
>> Η Ήπειρος η ξακουστή, ήταν γενέτειρα του,
>>
>> ως τη στερνή του την πνοή, αφέντρα και κυρά του!
>>
>> Την τραγουδάει, την υμνεί, στα αλήθεια τη λατρεύει,
>>
>> με μια στεντόρεια φωνή και πάθος την παινεύει.
>>
>> Δεν ξέρουμε αν ήτανε, απόγονος του Πείρου,
>>
>> Το όνομα του έμεινε, αηδόνι της Ηπείρου!
>>
>> Ούτε αν ήταν συγγενείς, με τον Καραϊσκάκη,
>>
>> ένα γνωρίζουμε εμείς, τον έλεγαν Κιτσάκη.
>>
>> μία τεράστια φωνή, που είχε γίνει μύθος,
>>
>> δεκαετίες θα φανεί, το γνήσιό του ήθος.
>>
>> Τραγουδιστής δημοτικός, ταλέντα προικισμένος.
>>
>> Και επικοινωνιακός, στον κόσμο αγαπημένος.
>>
>> Μα για να καταλάβουμε, ποιος ήταν πάνω κάτω,
>>
>> Υπόψη μας ας λάβουμε, λοιπόν το παρακάτω.
>>
>> Ένα τραγούδι έγραψε, που τον χαρακτηρίζει
>>
>> Για τη ζωή που έζησε, όλους εμάς φωτίζει.
>>
>> Εμείς το παραθέτουμε, για να αντιληφτείτε,
>>
>> Αυτούσιο το θέτουμε, τι πέρασε να δείτε.
>>
>> Απ’ το μηδέν ξεκίνησα, να φτιάξω τη ζωή μου,
>>
>> Τι τράβηξα ο δυστυχής, το ξέρει η ψυχή μου.
>>
>> Κανένας δε μου έδωσε, ούτε ένα βελόνι,
>>
>> Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι.
>>
>> Με το Θεό προστάτη μου και τη σκληρή δουλειά μου,
>>
>> Περιουσία απόκτησα, να ζήσουν τα παιδιά μου.
>>
>> Αυτό το αριστούργημα, που έχαιρε λατρείας,
>>
>> Ας γίνει το στιχούργημα, αρχής της ιστορίας.
>>
>> Το χρόνο θα γυρίσουμε, στο παρελθόν λιγάκι,
>>
>> Εμείς για να γνωρίσουμε, τον άνθρωπο Κιτσάκη.
>>
>> Πάμε ν’ ανακαλύψουμε, πτυχές απ’ τη ζωή του
>>
>> Και να αποκαλύψουμε, την άδολη ψυχή του.
>>
>> Από μωρό ορφάνεψε, σχεδόν στα δυο του χρόνια,
>>
>> νωρίς η μοίρα του ‘δειξε, τη μαύρη καταφρόνια.
>>
>> Έτσι λοιπόν συμβούλιο, κάνουν οι συγγενείς του,
>>
>> Ποιος θ’ αναλάβει το ορφανό, που ‘χασε τους γονείς του.
>>
>> Σε κάποιο θείο έλαχε, Γιώργο τον λεν Γιαννάκη,
>>
>> Εκείνος θα κατέληγε, να πάρει τον Κιτσάκη.
>>
>> Ο θείος τέσσερα παιδιά, είχε να αναστήσει,
>>
>> Μα δεν του πήγαινε η καρδιά, το ορφανό ν’ αφήσει.
>>
>> Ανέχεια τα χρόνια αυτά, την Ήπειρο μαστίζει,
>>
>> Ξεχνούσαν τι θα πει λεφτά κι η πίνα να θερίζει!
>>
>> Οι άνθρωποι δουλεύανε, πολύ σκληρά σα δούλοι!
>>
>> Πρόβατα γη παλεύανε, να βγει το μεροδούλι.
>>
>> Ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, στα όριά τους φτάνουν,
>>
>> μα σ’ ένα πράγμα απόλυτοι, πολλά παιδιά να κάνουν.
>>
>> Τότε δεν αγχωνόντουσαν, αν θα επιβιώσουν,
>>
>> Καθόλου δε σκεφτόντουσαν, πώς θα τα μεγαλώσουν.
>>
>> Πρόβατα γίδια συνεπώς, το ορφανό φιλάει,
>>
>> Μα αυτό που κάνει συνεχώς, είναι να τραγουδάει.
>>
>> Τραγούδια ηπειρώτικα, δημοτικά ερμηνεύει,
>>
>> Τα δύσκολα τα κλέφτικα! Και όλους τους μαγεύει.
>>
>> Να τραγουδά τον έβαζαν, γείτονες χωριανοί του,
>>
>> Γοητευμένοι θαύμαζαν, τη σπάνια φωνή του.
>>
>> Για ένα λουκούμι τραγουδά, για ένα πορτοκάλι
>>
>> Και μ’ ανοιχτά τα στόματα, μένουν μικροί μεγάλοι!
>>
>> Να ένα περιστατικό, που μας το περιγράφει,
>>
>> Είναι χαρακτηριστικό, της φτώχιας που υπάρχει.
>>
>> Γάμος γινόταν μια βραδιά, με γλέντι σ’ ένα σπίτι
>>
>> Και των ψητών η μυρωδιά, του έσπαγε τη μύτη.
>>
>> Αφού αμφιταλαντεύτηκε, λέει, ας δοκιμάσω!
>>
>> Στο κάτω κάτω σκέφτηκε, τι έχω για να χάσω;
>>
>> Κάμποσα μέτρα μακριά, να τραγουδάει πιάνει!
>>
>> Και της φωνής του η χροιά, στους καλεσμένους φτάνει.
>>
>> Ποιο είναι ετούτο το παιδί! Με θαυμασμό ρωτούσαν!
>>
>> Άκουγαν δεν τον είχαν δει, μα όλοι απορούσαν.
>>
>> -είναι ο Αλέκος ο Μικρός. Ο ορφανός Κιτσάκης,
>>
>> Τον μεγαλώνει ο χωριανός, ο Γιώργος ο Γιαννάκης.
>>
>> -δεν τον φωνάζεις να ‘ρθει εδώ, για να μας τραγουδήσει;
>>
>> Άλλο δεν ήθελα εγώ, μας λέει, είχα νικήσει.
>>
>> Πήγα και τους τραγούδησα, ήξερα τη δουλειά μου,
>>
>> Μ’ αυτό τον τρόπο γέμισα, την άδεια την κοιλιά μου.
>>
>> Όπως πιο πάνω είπαμε, σκληρά τα χρόνια εκείνα!
>>
>> Μικρό παιδάκι ήτανε, πώς ν’ άντεχε την πίνα;
>>
>> Ξυπόλυτος στην παγωνιά, να περπατά ο καημένος!
>>
>> Μα πού να βρει παρηγοριά, φτωχός κι ορφανεμένος;
>>
>> Να φύγει προσευχότανε, μας λέει, να πάει στον Κύριο!
>>
>> -Ας πέθαινα ευχότανε, να λήξει το μαρτύριο.
>>
>> Μα δεν του φτάνει η συμφορά κι όσα δεινά περνάει,
>>
>> Η μοίρα για άλλη μια φορά, τον ξανακοπανάει.
>>
>> Κοιτάξτε τι του σκάρωσε, αυτή η καταραμένη,
>>
>> Η θειά που τον μεγάλωσε, κάποια βραδιά πεθαίνει!
>>
>> Η θεία που τον θήλασε, που τη φωνάζει μάνα,
>>
>> Έτσι μοιραία χτύπησε, γι’ αυτή η στερνή καμπάνα.
>>
>> Το πλήγμα είναι ισχυρό και πώς να το αντέξει;
>>
>> Τι έφταιξε το καψερό, να ξαναορφανέψει;
>>
>> Ο θείος του αδύνατον, άλλο να τον κρατήσει,
>>
>> Τι θ’ απογίνει; Ήμαρτον! Πώς στο εξής θα ζήσει;
>>
>> Ένα τραγούδι που ‘γραψε κι ο ίδιος θα ερμηνεύσει,
>>
>> Δείχνει πώς τον σημάδεψε, που έχει ορφανέψει.
>>
>> Είναι χαρακτηριστικό, αυτό που του συμβαίνει,
>>
>> Κομμάτι συγκλονιστικό, που απ’ την ψυχή του βγαίνει.
>>
>> Εγώ μικρός ορφάνεψα, δε γέλασα μια μέρα
>>
>> Κι ο δόλιος δεν εγνώρισα, μανούλα και πατέρα.
>>
>> Βλέπω μανούλες με παιδιά και καίγεται η καρδιά μου
>>
>> Κι από τα δόλια μάτια μου, τρέχουν τα δάκρυά μου.
>>
>> Όποιος ορφάνεψε μικρός, είναι του κόσμου θύμα
>>
>> Σα βάρκα στον ωκεανό, που τη χτυπάει το κύμα.
>>
>> Κι εδώ αρχινά για τον μικρό, μεγάλη περιπέτεια,
>>
>> Αντιληφτήκατε θαρρώ, ποια ήτανε τα αίτια.
>>
>> Μπαίνει σε ένα φορτηγό, που μεταφέρει ζώα
>>
>> Κι Ανήκει σ’ ένα χωριανό, τα δυο του μάτια αθώα,
>>
>> Κοιτούν τριγύρω το χωριό, που θα εγκαταλείψει,
>>
>> Κλείνει ένας κόμπος το λαιμό, απέραντη είναι η θλίψη.
>>
>> Στης Πρέβεζας κατέβηκαν, οι δυο τους στο λιμάνι,
>>
>> Το πλοίο Γλάρος θα ‘παιρναν, όπου στην Πάτρα φτάνει.
>>
>> Επάνω στο κατάστρωμα, που ταξιδεύουν τώρα,
>>
>> Κατάχαμα στο πάτωμα, μα δεν περνά η ώρα.
>>
>> Ο πονηρός ο χωριανός, του λέει να τραγουδήσει,
>>
>> Έχει ποντάρει προφανώς, πως κάτι θα κερδίσει.
>>
>> Τότε αμέσως ο μικρός, τραγούδι θ’ αρχινίσει,
>>
>> Κόσμος στριμώχνεται άφωνος, τριγύρω σα μελίσσι.
>>
>> ποιός τραγουδά ρωτούσανε, ο ένας με τον άλλο
>>
>> Και τον μικρό κοιτούσανε, με θαυμασμό μεγάλο.
>>
>> Ο καπετάνιος που άκουσε, γι’ αυτό το νταβαντούρι,
>>
>> Τον θέλω εδώ, διέταξε και μόλις τον ακούει,
>>
>> Του προκαλεί συγκίνηση κι ευθείς θ’ αποφασίσει,
>>
>> Το νέο κάνει κίνηση, γαρίδες να ταΐσει.
>>
>> Δε μένει όμως για πολύ, το ορφανό στην Πάτρα,
>>
>> Όχι δεν είναι υπερβολή, αν πούμε τσάτρα πάτρα,
>>
>> Ότι δε βρέθηκε κανείς, για να τον αναλάβει,
>>
>> Εκεί δεν έχει συγγενείς, ποιος να τον καταλάβει;
>>
>> Με τη βοήθεια χωριανού, έφτασε στην Αθήνα!
>>
>> Φόβος τρυπάει ψυχή και νου, μα το στομάχι η πίνα.
>>
>> Μονάχα δώδεκα χρονών, πολύ καρδιοχτυπάει!
>>
>> Πώς να μη φοβηθεί λοιπόν, εκεί μακριά που πάει;
>>
>> Είναι εντελώς ξεκρέμαστος, ανίδεος τι του τρέχει,
>>
>> μπορεί να είναι ξέγνοιαστος; και άγχος να μην έχει;
>>
>> Γι’ αυτόν η Αθήνα ξενιτιά και πώς να το πιστέψει;
>>
>> Καινούριοι θόρυβοι στ’ αυτιά, μπλοκαρισμένη η σκέψη.
>>
>> Ένα παιδί απ’ το χωριό, πρώτη φορά στην πόλη!
>>
>> Μέσα του όλα ρημαδιό, πώς το κοιτάζουν όλοι;
>>
>> Κοιτά κι αυτός καλά καλά, με γουρλωμένα μάτια,
>>
>> Τα σπίτια εδώ είναι ψηλά, του φαίνονται παλάτια.
>>
>> Όταν περνώ μας έλεγε, κάτω από μπαλκόνι,
>>
>> Θαρρώ ότι γκρεμίζεται και με καταπλακώνει.
>>
>> Σε ασανσέρ πως έκανα, σαν είχα πρωτομπει,
>>
>> νόμιζα πως θα πέθαινα, το αίμα είχε κοπεί.
>>
>> Φώναξα τότε δυνατά, ετούτο που μας πάει;
>>
>> Κι ο κόσμος δίπλα που κοιτά, στα γέλια να ξεσπάει.
>>
>> Σε χοιροστάσιο στο Γουδί, ο χωριανός που έχει,
>>
>> Θα βάλει ετούτο το παιδί, γουρούνια να προσέχει.
>>
>> Αυτός διαμαρτύρεται, γιατί δεν του αρέσει,
>>
>> Πάρα πολύ εξάπτεται, ο νους πώς να χωρέσει,
>>
>> -απ‘ το χωριό μου έφυγα και στην Αθήνα πάω,
>>
>> Τι είναι αυτό που πέτυχα; Γουρούνια να φιλάω;
>>
>> Ξένα αυτά τα χώματα, πώς ξεστρατίζει ο νους μου,
>>
>> Χίλιες φορές στα πρόβατα, μα με τους χωριανούς μου.
>>
>> -Εδώ δεν έχει προκοπή, σκεφτόμουνα θυμάμαι,
>>
>> Με βάζανε σ’ ένα γιαπί, τις νύχτες να κοιμάμαι.
>>
>> Δύο τρεις μήνες πέρασε, το ορφανό εκεί
>>
>> Και μέρα νύχτα έβριζε, την τύχη την κακή.
>>
>> Μέχρι που αποφάσισε, η μοίρα η ριμάδα
>>
>> Και στη ζωή του άνοιξε, μια τόση χαραμάδα.
>>
>> -Ας κάνω κάτι και γι’ αυτό, λέει το ορφανεμένο!
>>
>> Αξίζει και του το χρωστώ, του το ‘χω είδη γραμμένο.
>>
>> Έτσι ένα πρωί λοιπόν, βρέθηκε στα γραφεία,
>>
>> Που ήταν των ηπειρωτών, η συνομοσπονδία.
>>
>> Ένιωσα πολύ άνετα, μας λέει με ηπειρώτες,
>>
>> Λες κι ήμουνα στην ξενιτιά και βρήκα πατριώτες!
>>
>> Εκείνοι του ζητήσανε, κάτι να τραγουδήσει
>>
>> Και όταν τον ακούσανε, όλους θα τους κερδίσει.
>>
>> Μα τη φωνάρα είναι αυτή; Με μιας θα συμφωνήσουν!
>>
>> Είναι αμαρτία να χαθεί, πρέπει να τον βοηθήσουν.
>>
>> Πίτα πρωτοχρονιάτικη, σε λίγο θα κοβόταν,
>>
>> Πρώτη μεταπολεμική, εκδήλωση γινόταν.
>>
>> Να τραγουδήσει είπανε, στο θέατρο Αλίκη,
>>
>> Κοινή εντύπωση έμεινε, η δόξα του ανήκει.
>>
>> Μα όταν στα καθίσματα, αντίκρισε τον κόσμο,
>>
>> Του κόπηκαν τα γόνατα, μας λέει απ’ τον τρόμο.
>>
>> Στο καφενείο του χωριού, άλλο να τραγουδάει
>>
>> εδώ η ψυχούλα του παιδιού, στην κούλουρη θα πάει.
>>
>> Τσαρούχια του φορέσανε, μαζί με φουστανέλα,
>>
>> τη λέξη Σούλι γράψανε, επάνω σε κορδέλα.
>>
>> Ξεχύνεται σαν ποταμός, αυτή η φωνή η σπάνια!
>>
>> Επικρατεί ενθουσιασμός, ο κόσμος στα ουράνια.
>>
>> Λυγμοί, χειροκροτήματα, έντονες συγκινήσεις,
>>
>> μακρόσυρτα σφυρίγματα! Και η ευχή, να ζήσεις!
>>
>> -βγήκε ο πρόεδρος εκεί, μια δήλωση να κάνει,
>>
>> Πως η πανηπειρωτική, πλέον μ’ αναλαμβάνει.
>>
>> Στα μαγαζιά με πήγανε, ρούχα να μου ψωνίσουν,
>>
>> Ότι μπορούσαν κάνανε, για να με βοηθήσουν.
>>
>> Κοντό τραγίσιο φόραγα, ως τότε παντελόνι,
>>
>> Το άτιμο τα γόνατα, μου τρώει και τα ματώνει.
>>
>> Και τότε λέω παιδάκι μου, να ένα βήμα εμπρός,
>>
>> Στο νέο κουστουμάκι μου, ένιωθα σα γαμπρός.
>>
>> Ξέχασα το πιο κύριο, αυτός θα συνεχίσει,
>>
>> Μέσα στ’ ακροατήριο, θα με χειροκροτήσει,
>>
>> Η ξακουστήηθοποιός, Μαρίκα Κοτοπούλη,
>>
>> Που τη συγκίνησε ο μικρός, Αλέκος απ’ το Σούλι.
>>
>> -μεγάλο ρόλο έπαιξε, για το δικό μου μέλλον,
>>
>> Ένα αστέρι έδηξε, για μένα ενδιαφέρον.
>>
>> Ήτανε ηπειρώτισσα, απ’ τα Ζαγοροχώρια,
>>
>> Μου λέει για σένα ρώτησα Κι ένιωσα στενοχώρια.
>>
>> Τη στενοχώρια της αυτή, έμπρακτα θα τη δήξει,
>>
>> Αφού ετούτο το παιδί κι εκείνη θα στηρίξει!
>>
>> Μια φιλανθρωπική γιορτή, στο ρεξ είχε οργανώσει
>>
>> Και του ζητά να πάει εκεί και να την πλαισιώσει.
>>
>> Πάει λοιπόν στο θέατρο κι όταν θα τραγουδήσει,
>>
>> Το πολυάνθρωπο κοινό και πάλι θα κερδίσει!
>>
>> Παρούσα κι η βασίλισσα, ήταν η Φρειδερίκη!
>>
>> -Πήρα όταν τραγούδησα, ακόμα μία νίκη.
>>
>> Η Φρειδερίκη ρώτησε, για το παιδί ετούτο
>>
>> Κι εκείνη τη συγκλόνισε, αυτή η φωνή με πλούτο!
>>
>> -Είναι παιδάκι ορφανό, αχ μεγαλειοτάτη,
>>
>> Να το στηρίξουμε φρονώ, ας κάνουμε όλοι κάτι.
>>
>> Σ’ αυτή την πόλη το άμοιρο, δεν έχει συγγενείς,
>>
>> Μας ήρθε απ’ την Ήπειρο, πέθαναν κι οι γονείς.
>>
>> Η Κοτοπούλη τα ‘πε αυτά, προσβλέποντας βοήθεια
>>
>> Και μάλλον στόχευσε σωστά, λέγοντας την αλήθεια!
>>
>> -θέλω να μου το φέρετε, να το ‘χω στο παλάτι!
>>
>> Η Φρειδερίκη πρόσταξε και δεν αλλάζει κάτι.
>>
>> Αλλάζει όμως η ζωή, του ορφανού απ’ το Σούλη,
>>
>> Ήταν ιδέα φαεινή, αυτή της Κοτοπούλη.
>>
>> -Πως έρχονται τα πράγματα, μόνο ένα σκαλοπάτι,
>>
>> Απ’ του χωριού τα πρόβατα, ν’ απέχει το παλάτι;
>>
>> Σα χθες του φαίνονται τα’ αρνιά, που οδηγεί στο στάβλο
>>
>> Και σήμερα στο βασιλιά, να τραγουδά τον Παύλο!
>>
>> Τα θερινά ανάκτορα, την εποχή εκείνη,
>>
>> Βρισκόντουσαν στην Κέρκυρα, εκεί θα πάει να μείνει.
>>
>> Μες’ στο παλάτι το ορφανό, θα τους κερδίσει όλους,
>>
>> Μαζί με το διάδοχο, παρέα παίζουν βόλους.
>>
>> Αυτή κι αν είναι μοιρασιά, παρατηρεί στους ρόλους,
>>
>> Εγώ με πρόβατα κι αρνιά κι ο Κωνσταντίνος βόλους.
>>
>> Είναι απ’ αυτόν μικρότερος, μας λέει, ο Κωνσταντίνος,
>>
>> Όμως είναι ψηλότερος κι όλο νικάει εκείνος.
>>
>> Του φεύγει τότε μια βρισιά, πώς να τη συγκρατήσει;
>>
>> Συνήθεια ήτανε παλιά, που είχε αποχτήσει.
>>
>> Γαμώ τη μάνα σου ήτανε, που είχε ξεστομίσει
>>
>> Κι όσους τον επιβλέπανε, πολύ θα σκανδαλίσει.
>>
>> Κι η Φρειδερίκη το ‘χε δει, αυτό μα δεν τη μέλει,
>>
>> Αφήστε είπε το παιδί, να λέει ότι θέλει.
>>
>> -εφόσον ευνοούμενος, γίνεις της βασιλίσσης,
>>
>> είσαι καλοδεχούμενος, όπως και να μιλήσεις.
>>
>> Στο εφεξής ότι κι αν πει, μαζί του θα γελάνε,
>>
>> δεν έχουνε αντιληφτεί, μ’ αυτό πως τον χαλάνε.
>>
>> Γίνεται στους παλατιανούς, ο παραχαϊδεμένος,
>>
>> Έτσι αναγαλλιάζει ο νους, νιώθει ευτυχισμένος.
>>
>> Τον γράφουν σε ιδιωτικό, σχολείο στη Φιλοθέη,
>>
>> Να βγάλει το δημοτικό, η Φρειδερίκη λέει.
>>
>> Μα ένα επεισόδιο, που’ χε δημιουργήσει,
>>
>> Απέβη απαγορευτικό, εκεί να συνεχίσει.
>>
>> Πως τα μαλλιά του πέταγαν,μας λέει απ’ τον αέρα
>>
>> Και μπριγιαντίνη του ‘βαζαν, να στρώνουν, κάθε μέρα.
>>
>> Μα εκείνα δε στεκόντουσαν, ξαναπετούσαν πάλι,
>>
>> Εδώ κι εκεί κρεμόντουσαν, γύρω απ’ το κεφάλι.
>>
>> -Μια μέρα ένας θα μου πει, ρε ‘συ πώς είσαι έτσι;
>>
>> Εγώ οξύθυμος πολύ, χωρίς δεύτερη σκέψη,
>>
>> Γαμώ τη μάνα σου ξανά, μου είχε γίνει χούι
>>
>> Και στο διευθυντή μπροστά, με πάει σαν μ’ ακούει.
>>
>> Γιατί παιδί μου ρώτησε, αφού μου ‘ψαλε τόσα,
>>
>> Του λέω δε φταίω κύριε, μου έφυγε η γλώσσα.
>>
>> Μετά απ’ αυτό το γεγονός, που στο σχολειό συμβαίνει,
>>
>> Η Φρειδερίκη προφανώς, πολύ θορυβημένη,
>>
>> Διαπιστώνει το ορφανό, ότι κακομαθαίνει,
>>
>> Για το δικό του το καλό, μέτρα καινούρια παίρνει.
>>
>> Κρίνει της Κέρκυρας σωστό, το ορφανοτροφείο,
>>
>> Που διαθέτει φαγητό, μα και οικοτροφείο,
>>
>> Εκεί να πάει ο μικρός, δημοτικό να βγάλει
>>
>> Κι ύστερα έχει ο Θεός, θα ξαναδούμε πάλι.
>>
>> Εκτός απ’ τα μαθήματα, που έχει να διαβάζει,
>>
>> Στις εκδηλώσεις τραγουδά και πάλι ενθουσιάζει.
>>
>> Μα το τραγούδι εμμονή, έντονη του ‘χει γίνει,
>>
>> Όπου κι αν πάει αυτή η φωνή, το στίγμα της αφήνει.
>>
>> Τελειώνει το δημοτικό, στης Κέρκυρας το Αχίλλειο
>>
>> Και μπαίνει εσωτερικό, μετά στο Σκαγιοπούλειο
>>
>> Τη μέση γεωπονική, στην Πάτρα να τελειώσει,
>>
>> Καινούρια μετακόμιση και πάλι θα βιώσει.
>>
>> Μα και στην Πάτρα η φωνή, πάλι θα κάνει θαύμα,
>>
>> Όσους ακούν τους συγκινεί, τι είναι αυτό το πράγμα;
>>
>> Εκεί θα πρέπει οι μαθητές, να σπείρουνε, να σκάψουν,
>>
>> Μα εκείνον οι καθηγητές, πάντα τον απαλλάσσουν.
>>
>> Του λεν να μην κουράζεται, μόνο να τραγουδάει,
>>
>> Άλλο δεν του χρειάζεται, πολύ καλοπερνάει.
>>
>> Τις Κυριακές τον βάζουνε, στην εκκλησιά να ψέλνει,
>>
>> Οι πάντες τον θαυμάζουνε, η φήμη του ανεβαίνει.
>>
>> Δεν τον αφήνουνε αυτόν, απλώς να τεμπελιάζει,
>>
>> Μα στο ωδείο των Πατρών, τον γράφουν να σπουδάζει.
>>
>> Συχνά στο ραδιόφωνο, βγαίνει να τραγουδήσει
>>
>> Και το Αχαϊκό κοινό, όμως θα το κερδίσει.
>>
>> Στο Σκαγιοπούλλιο ίδρυμα, μια τριετία μένει
>>
>> Εκεί δεν πέρασε άσχημα, άνθρωποι αγαπημένοι,
>>
>> Στοργή κι αγάπη του ‘δειξαν, ένα όμως του μένει,
>>
>> πως τον αποχαιρέτησαν, πολύ συγκινημένοι.
>>
>> Από την Πάτρα θα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα,
>>
>> Μα τώρα δε θα φοβηθεί, όπως τα χρόνια εκείνα.
>>
>> μεγάλη αυτοπεποίθηση, πλέον τον διακρίνει,
>>
>> ακλόνητη πεποίθηση, τραγουδιστής να γίνει.
>>
>> Μες’ στο γραφείο ενός γκαράζ, προσωρινά κουρνιάζει,
>>
>> Λεφτά δεν έχει ο φουκαράς, σπίτι για να νοικιάζει.
>>
>> Μια κουρελού στο δάπεδο και μια κουβέρτα βάζει,
>>
>> Εκεί το άμοιρο ορφανό, τις νύχτες ησυχάζει.
>>
>> Να μπαίνουν τα βροχόνερα, να το τρυπάει τα’ αγιάζι,
>>
>> Ο ύπνος δίχως όνειρα! Κι όλο να ξεπαγιάζει.
>>
>> Ένα πουκάμισο φορά, το πλένει, το απλώνει,
>>
>> Όμως με τέτοια παγωνιά, εκείνο δε στεγνώνει.
>>
>> Τις περισσότερες φορές, το έβαζε βρεγμένο
>>
>> Πόσες ακόμα συμφορές, θα βρούνε το καημένο;
>>
>> Σ’ έκθεση μ’ αυτοκίνητα, δουλειά λοιπόν θα πιάσει,
>>
>> Παιδί για τα θελήματα, δέκα δραχμές να βγάζει.
>>
>> Αυτά τα λίγα χρήματα, μια είναι η αλήθεια,
>>
>> Μοιάζουν φιλοδωρήματα, όχι ημερομίσθια.
>>
>> Με μελιτζάνες τρέφεται, μόνο και μακαρόνια,
>>
>> Στην Παναγία στρέφεται, όλα αυτά τα χρόνια.
>>
>> Μας λέει δεν ήμουνα παιδί, της εκκλησίας θρήσκιο,
>>
>> Όμως αυτό που είχα δει, ήταν πως έχω ίσκιο.
>>
>> Παρ’ όλα ετούτα που περνά, αυτός δεν παραιτείται
>>
>> Τί κι αν κρυώνει και πεινά, καθόλου δεν πτοείται.
>>
>> Καμιά αντιξοότητα, δεν θα τον καταβάλει,
>>
>> Πείσμα και αθωότητα, στο στόχο που ‘χει βάλει.
>>
>> Σ’ εκδήλωση στο Παρνασσός, θέατρο συμμετέχει,
>>
>> Εκεί υψηλά ιστάμενος, ακούει και τον προσέχει.
>>
>> Ένας αμείλικτος κριτής, λαθών, παραφωνίας,
>>
>> Ο γενικός διευθυντής, της ραδιοφωνίας.
>>
>> Όμως σ’ ετούτη τη φωνή, λάθος δε θα προσέξει,
>>
>> Στο πρόσωπό του θα φανεί, τον έχει γοητεύσει.
>>
>> Τον έχει κάνει οπαδό! κι αυτό έχει σημασία,
>>
>> Όταν του λέει έλα ‘δω, για μια συνεργασία.
>>
>> Δύο ημίωρες εκπομπές, για κάθε εβδομάδα,
>>
>> Μ’ ένα κοινό ακροατές, απ’ όλη την Ελλάδα,
>>
>> Να τραγουδά δημοτικά, τραγούδια του προτείνει,
>>
>> Την ευκαιρία φυσικά, ετούτη δεν αφήνει.
>>
>> Φτερά φυτρώνουν στο ορφανό, το δώρο επουράνιο!
>>
>> Αφού το πανελλήνιο, θα το ακούει στο ράδιο.
>>
>> Ένθερμη ακροάτρια, μια δημοσιογράφος,
>>
>> Που τον θαυμάζει φανερά και τον ακούει με πάθος,
>>
>> Φίρμα στο ραδιόφωνο, με γνώσεις στο τραγούδι,
>>
>> Το όνομα είναι γνωστό, η Αθηνά Σπανούδι.
>>
>> Να τον βοηθήσει θέλησε, γι’ αυτόν να κάνει κάτι,
>>
>> νιώθει πως ανακάλυψε, μία φωνή διαμάντι!
>>
>> Πολύ γλυκόηχη στ’ αυτί, αισθήσεις διεγείρει,
>>
>> παίρνει ετούτο το παιδί και πάει στον Καλομοίρη.
>>
>> Για του ωδείου του εθνικού, τον ιδρυτή μιλάμε,
>>
>> το λάτρη του δημοτικού, με δέος συναντάμε!
>>
>> Λέει λοιπόν η Αθηνά, σου έφερα Μανώλη,
>>
>> Ένα παιδί που θα μιλά, γι’ αυτό η χώρα όλη.
>>
>> Ταλέντο εκ του φυσικού, με του Θεού τη χάρη!
>>
>> Προβλέπω να ‘ναι του εθνικού, ωδείου το καμάρι.
>>
>> Ο νεαρός μας ντρέπεται και ψιλοκοκκινίζει!
>>
>> Απίστευτό του φαίνεται! Μπροστά του αντικρίζει,
>>
>> Τον πιο μεγάλο μουσουργό! Κι είναι πολύ αγχωμένος
>>
>> Πού να σταθώ εκεί εγώ; Μας λέει συγκλονισμένος.
>>
>> -εντάξει το ‘ξερα καλός, πως είμαι στο τραγούδι,
>>
>> Μα να ακούει ο δάσκαλος, για μένα απ’ τη Σπανούδη;
>>
>> Τα πόδια μου είχαν κοπεί! Κι έτρεμα ο κακομοίρης!
>>
>> Έλα παιδί μου θα μου πει, τότε ο Καλομοίρης!
>>
>> Στην αίθουσα διοικητικού, θα συνεχίσει μπαίνω,
>>
>> Το δέλτα σίγμα του εθνικού, ήτανε μαζεμένο.
>>
>> Ξεκίνησε να τραγουδά και όλους τους μαγεύει!
>>
>> Θερμά χειροκροτήματα, ενθουσιώδη κλέβει.
>>
>> Φωνή με αρτιότητα, όλοι θα εκθειάσουν,
>>
>> ηχόχρωμα ποιότητα και πάθος θα θαυμάσουν!
>>
>> τότε μια καθηγήτρια, που ‘κανε ορθοφωνία,
>>
>> Κάτι καινούριο του ζητά, στα ύψη η αγωνία.
>>
>> Αυτή κοντά της τον καλεί και κάθεται στο πιάνο,
>>
>> Θέλει εκτός απ’ τη φωνή και κάτι παραπάνω.
>>
>> Ότι κι αν παίζει του ζητά, να επαναλαμβάνει,
>>
>> Είναι Πρωτόγνωρα αυτά και προς στιγμήν τα χάνει.
>>
>> Με μιας αντιλαμβάνεται, το άγχος του εκείνη,
>>
>> Του λέει να μην αγχώνεται και τη ζητά του δείχνει.
>>
>> Του παίζει νότες στην αρχή, που επαναλαμβάνει,
>>
>> Βγαίνει η φωνή ολόσωστη και λάθος δε θα κάνει.
>>
>> Την άσκηση όμως αυτή, σε λίγο δυσκολεύει,
>>
>> Μ’ αυτόν τον τρόπο το αυτί, το μουσικό ανιχνεύει.
>>
>> Όλοι οι παραβρισκόμενοι, με ανοιχτό το στόμα!
>>
>> Την άσκηση πιο δύσκολη, εκείνη κάνει ακόμα.
>>
>> του παίζει φράσεις μουσικές, που κάποιος ν’ αποδώσει,
>>
>> αιτών χρειάζεται σπουδές, τεράστια να ‘χει γνώση.
>>
>> Φαινόμενο μοναδικό! όλοι θα συμφωνήσουν,
>>
>> Αυτί να έχει μουσικό, φωνάρα! θα τονίσουν.
>>
>> Θα γίνει μέγας τραγωδός! Στ’ αυτιά του η φράση φτάνει,
>>
>> Ο Καλομοίρης είναι αυτός, την πρόβλεψη που κάνει.
>>
>> Και κάτι άλλο πρόβλεψε, ακόμα πιο σπουδαίο,
>>
>> Που ο νεαρός εισέπραξε, σα δώρο κορυφαίο.
>>
>> Θα πρέπει να περάσουνε, διακόσια χρόνια πάλι,
>>
>> Να ξανααπολαύσουμε, τέτοια φωνή μεγάλη!
>>
>> Αυτά τα λόγια βγήκανε, αυθόρμητα, πηγαία!
>>
>> Τα χείλη που τα είπανε, δεν ήτανε τυχαία.
>>
>> Έτσι αποφασίζουνε, λοιπόν μ’ ομοφωνία,
>>
>> Στο νεαρό χαρίζουνε, του ωδείου υποτροφία.
>>
>> Αξίζει ετούτο το παιδί, πολύ ψηλά θα φτάσει!
>>
>> Δεν αμφιβάλουν, το ‘χουν δει! Και δωρεάν σπουδάζει.
>>
>> Ο Καλομοίρης μάλιστα, σ’ όλες τις εξετάσεις,
>>
>> Για να σου βάλω άριστα, του λέει και να περάσεις,
>>
>> Ένα τραγούδι κλέφτικο, άμα μου τραγουδήσεις,
>>
>> Δεκάρι εσύ λεβέντικο, επάξια θα κερδίσεις.
>>
>> Τραγούδια κλέφτικα αντηχούν, που τρίζουν τα ντουβάρια!
>>
>> Τον Καλομοίρη συγκινούν! Και να σου τα δεκάρια.
>>
>> Εκτός απ’ την ποιότητα, φωνής που συναντάμε,
>>
>> Τη σπάνια εντιμότητα, ευθείς να δούμε πάμε.
>>
>> Μια μέρα στο διάλειμμα, όπως ψιλοχαζεύει,
>>
>> Πολλά λεφτά στο πάτωμα, βλέπει και τα μαζεύει.
>>
>> Φωνάζει τον υπεύθυνο, πολύ αναστατωμένος,
>>
>> Αυτά τα βρήκα κάτω εδώ, του λέει αγχωμένος.
>>
>> Μπράβο παιδί μου του ‘πε αυτός, εσύ θα προοδεύσεις!
>>
>> Είσαι σε όλα σου σωστός, πολλούς καρπούς θα δρέψεις.
>>
>> Μα και στο δρόμο χρήματα, βρίσκει που τον ζαλίζουν,
>>
>> Τα ίδια συναισθήματα, τον ξαναπλημυρίζουν.
>>
>> Στο αφεντικό του έτρεξε, ορμήνια να ζητήσει,
>>
>> Απ’ το μυαλό δεν πέρασε, στιγμή να τα κρατήσει.
>>
>> Ας θυμηθούμε έπαιρνε, δέκα δραχμές μονάχα
>>
>> αυτή η στάση που ‘δειχνε, δε μας διδάσκει τάχα;
>>
>> Μες’ στο μυαλό αναπάντητες, μένουν οι απορίες
>>
>> Από πού πήρε τις αρχές κι ετούτες τις αξίες;
>>
>> Έντιμος νέος και ευθύς! Πολλοί θα τον ζηλέψουν!
>>
>> Σκεφτείτε το, ούτε γονείς, για να τον συμβουλέψουν.
>>
>> Το ταβερνάκι που ‘τρωγε, εκείνα ‘κει τα χρόνια,
>>
>> Πάντα στο ίδιο πήγαινε, το λέγαν τα τρυγόνια.
>>
>> Του μαγαζιού αφεντικό, ήτανε Ηπειρώτης,
>>
>> Γι’ αυτόν πολύ σημαντικό, που το’ χε πατριώτης.
>>
>> Μια μέρα εκεί σαν κάθεται, παλιό γνωστό ανταμώνει,
>>
>> Βασίλης Στράτος λέγεται, δουλεύει εκεί γκαρσόνι.
>>
>> Είναι από την Πρέβεζα, τα δυο πατριωτάκια,
>>
>> Στην άχαρη πρωτεύουσα, θα γίνουν φιλαράκια.
>>
>> Βλέπει ο φίλος στο λεπτό, πως τρώει μα δε χορταίνει
>>
>> Το χρήμα είναι λιγοστό και πεινασμένος μένει.
>>
>> Έτσι μια μέρα θα του πει, συγνώμη ρε Αλέκο,
>>
>> Δεν ξέρω αν είναι ντροπή, που στα δικά σου μπλέκω,
>>
>> σε βλέπω μισονηστικό, να μένεις κάθε μέρα,
>>
>> Σαν φεύγει θες το αφεντικό, να τρώμε εδώ πέρα;
>>
>> Τα λόγια αυτά σπαράζουνε, του νέου την καρδούλα,
>>
>> Έτσι οι δυο φίλοι αράζουνε και τρώνε παρεούλα.
>>
>> -έμεινε αυτή η βοήθεια, για πάντα στο μυαλό μου,
>>
>> Νιώθω μα την αλήθεια, το φίλο αυτό αδερφό μου.
>>
>> Χρόνια μετά στον Καναδά, που πάει περιοδεία,
>>
>> Στην ομογένεια τραγουδά, εισπράττοντας λατρεία,
>>
>> Ο φίλος ήρθε να τον δει, να τον ακούσει πάλι,
>>
>> Μία ευαίσθητη χορδή, απ’ τα παλιά θα πάλλει.
>>
>> Αγκαλιαστήκαν, έκλαψαν και ξαναθυμηθήκαν,
>>
>> Όλα αυτά που πέρασαν, στο νου εμφανιστήκαν.
>>
>> Ρε Βασιλάκη θα του πει, ποτέ δε θα ξεχάσω,
>>
>> Όταν μου έδινες εσύ, να φάω και να χορτάσω.
>>
>> Προτού βρεθούμε ένιωθα, μονίμως πεινασμένος,
>>
>> Όμως μετά την τύλωσα, λέει συγκινημένος.
>>
>> Στον Καναδά όσο έμεινε, οι φίλοι δε χωρίσαν,
>>
>> Μα και μετά που έφυγε, την επαφή κρατήσαν.
>>
>> Ας δούμε ετούτη η φωνή, τον κόσμο πώς κερδίζει,
>>
>> Πόσο πολύ τον συγκινεί, τον κάνει να δακρύζει.
>>
>> Να ένα περιστατικό, από περιοδεία,
>>
>> Συνέβη στο εξωτερικό, λοιπόν στην Αυστραλία.
>>
>> Πηγαίνει τον ελληνισμό, για να διασκεδάσει
>>
>> Κι ευθείς του πλήθους τον παλμό, κατόρθωσε να πιάσει.
>>
>> Όλη η ομογένεια, Χριστούγεννα θα ζήσει
>>
>> Κι εκείνος με ευγένεια, αφού καλωσορίσει,
>>
>> τραγούδι επίκαιρο τους λέει, που απ’ την ψυχή του βγαίνει,
>>
>> Ο κόσμος τον ακούει και κλαίει, πόσο τον συνεπαίρνει!
>>
>> Χριστούγεννα στην ξενιτιά, χτυπάνε οι καμπάνες,
>>
>> Κλαίνε στα ξένα τα παιδιά και στην Ελλάδα η μάνες.
>>
>> Ανάθεμάσαι ξενιτιά, εσύ και τα φλουριά σου,
>>
>> Μας πήρες τα Ελληνόπουλα και τα κρατάς κοντά σου.
>>
>> Μπορεί στο ραδιόφωνο, πολύ να συγκινούσε,
>>
>> Είχε όμως παράπονο, που δε γραμμοφωνούσε.
>>
>> Αφού το αποφάσισε, ένα πρωί λοιπόν,
>>
>> Μονάχος του ξεκίνησε, να πάει στην οντεόν.
>>
>> Εκεί που πήγε γνώρισε, το Σπύρο Περιστέρη
>>
>> Κι αυτός τον παρομοίασε, με τον Παπασιδέρη.
>>
>> Μέγας μαέστρος τρομερός, ο Σπύρος Περιστέρης,
>>
>> Ερμηνευτής δημοτικός, είναι ο Παπασιδέρης.
>>
>> -κύριε Σπύρο θα ’θελα, να μη με κατσαδιάσεις,
>>
>> Ξέρω πως τραγουδώ καλά, άκου με, δε θα χάσεις.
>>
>> Έλα παιδί μου θα του πει και δε σε κατσαδιάζω,
>>
>> Τους νέους που ‘χουνε πυγμή, να ξέρεις πως θαυμάζω.
>>
>> Μια ντο ματζόρε εισαγωγή, ο νέος του ζητάει
>>
>> Καλά το ντο ματζόρε εσύ, πώς ξέρεις; Τον ρωτάει.
>>
>> -υποτροφία στο εθνικό, του Καλομοίρη έχω,
>>
>> Μα και στο ραδιόφωνο, σε δυο εκπομπές μετέχω.
>>
>> Τι λες μωρέ; Του φώναξε, τον είχε κατακτήσει
>>
>> Και ντο ματζόρε του ‘παιξε, ώστε να ξεκινήσει.
>>
>> Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν, να παν στο Μεσολόγγι
>>
>> Ήρθε ο Μακρής απ’ το Ζυγό κι ο Ίσκος απ’ το Βάλτο,
>>
>> Ήρθε κι ο Μάρκο-Μπότσαρης, από τη Λάκα Σούλι,
>>
>> Απόφαση να πάρουνε.
>>
>> Αέρας τα φυσάει, τα πλατανόφυλλα,
>>
>> Θεός να τα φιλάει, τα Ελληνόπουλα.
>>
>> Να τραγουδά σαν τέλειωσε, περίμενε του είπε,
>>
>> Σηκώθηκε και έτρεξε, στο Μίνο Μάτσα πήγε.
>>
>> -κύριε Μάτσα βρήκαμε, νέο Παπασιδέρη!
>>
>> Σας λέω ανακαλύψαμε, το πιο λαμπρό αστέρι!
>>
>> Αυτός που εμπιστευότανε, τυφλά τον Περιστέρη,
>>
>> Πάρα πολύ βιαζότανε, ν’ ακούσει το αστέρι.
>>
>> Ξανατραγούδα του ‘πανε κι όταν αυτός το κάνει,
>>
>> Τους δυο που τον ακούγανε, μία βιασύνη πιάνει.
>>
>> Συμβόλαιο τον βάλανε, αμέσως να υπογράψει,
>>
>> Μην τύχει και τον χάνανε, άλλος τους τον αρπάξει.
>>
>> Τριάντα πήρε τάλιρα, για την υπογραφή του
>>
>> Και μια απερίγραπτη χαρά, ένιωσε στην ψυχή του.
>>
>> Πώς να μη νιώσει το άμοιρο, τέτοια χαρά μεγάλη,
>>
>> Θέλει δεκαπενθήμερο, τόσα λεφτά να βγάλει.
>>
>> Στο στούντιο σύντομα θα μπει, για να γραμμοφωνήσει,
>>
>> Τρία τραγούδια έχει να πει, έτσι θα ξεκινήσει.
>>
>> Ενώ το ωδείο έβγαζε, λοιπόν το εθνικό,
>>
>> Ξάφνου μπροστά του πρόβαλε, το στρατιωτικό.
>>
>> Ο Καλομοίρης πρότεινε, να πάρει αναβολή,
>>
>> Διότι τον προόριζε, για κάτι πιο πολύ.
>>
>> Τενόρο τον ετοίμαζε, στη σκάλα του Μιλάνο,
>>
>> Όμως δεν καρποφόρησε, ετούτο του το πλάνο.
>>
>> Το εθνικό του έδινε, σπουδών υποτροφία,
>>
>> Μα έξοδα δεν κάλυπτε, να πάει στην Ιταλία.
>>
>> Εξάλλου το δημοτικό, το νεαρό κερδίζει,
>>
>> Έτσι αυτό το σχέδιο, δε θα τελεσφορήσει.
>>
>> Οι δίσκοι πέφτουνε βροχή κι εκείνος ανεβαίνει,
>>
>> Ξενιτεμένοι και φτωχοί, πολύ συγκινημένοι,
>>
>> αυτούς θα έχει για κοινό, σ’ όλη του την πορεία,
>>
>> Με το όνειρό του ζωντανό, θα γράψει ιστορία.
>>
>> Τρελό ρεκόρ πωλήσεων, σε δίσκους έχει κάνει,
>>
>> Μισό εκατομμύριο, αυτόν απολαμβάνει.
>>
>> Τραγούδησε την ξενιτιά, τη φτώχια, την ορφάνια,
>>
>> Τη δοξασμένη κλεφτουριά, πάντα με περηφάνια.
>>
>> Τη λατρευτή πατρίδα του, αυτοί κι αν έχει υμνήσει!
>>
>> Παντού σε κάθε βήμα του, της εύχεται να ζήσει.
>>
>> Πηγαίνει όπου τον καλούν, για να τους τραγουδάει,
>>
>> Τους αγαπά, τον αγαπούν, χατίρια δε χαλάει.
>>
>> Αυτός ο άρρηκτος δεσμός, γερά θεμέλια χτίζει
>>
>> Κι η έννοια βεντετισμός, ούτε που τον αγγίζει.
>>
>> Η ζηλευτή του ευγένεια, τα σύνορα διαβαίνει,
>>
>> Φτάνει στην ομογένεια, όπου τον περιμένει.
>>
>> Σαν ήρωα τον δέχεται, απ’ την πατρίδα πρέσβη
>>
>> Κι Αυτός ανταποκρίνεται, να τραγουδήσει σπεύδει.
>>
>> Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία πάει
>>
>> Και του ελληνισμού η καρδιά, δημοτικά χτυπάει.
>>
>> αμέτρητες που έκανε, ήταν οι εμφανίσεις
>>
>> Και πρόσφερε όπου πήγαινε, έντονες συγκινήσεις.
>>
>> Χρόνος για να ξεκουραστεί,δεν ξέρουμε αν υπήρχε,
>>
>> Μιας κι όπου είχε προσκληθεί, πάντοτε συμμετείχε.
>>
>> Τα καλοκαίρια του κλειστά, με γάμους, πανηγύρια,
>>
>> ]Χειμώνεςμες’ στα μαγαζιά και γεια μας τα ποτήρια!
>>
>> όποιοι γλεντούσατε εκεί, τι έλεγε; θυμάστε;
>>
>> Λέξη χαρακτηριστική, κραύγαζε πάντα άάάάιντέέέέ!
>>
>> Κι αν το κλαρίνο έπαιζε ταξίμι, αυτός στην πίστα,
>>
>> Μερακλωμένος φώναζε, μεγάλε κλαρινίστα.
>>
>> Πολύ του άρεσε επαφή, να ‘χει με το κοινό του
>>
>> Και καταθέτοντας ψυχή, να δίνει τον εαυτό του.
>>
>> Πόσα τραγούδια έχει πει; Όταν εμείς ρωτάμε,
>>
>> Αφού για λίγο το σκεφτεί, μας λέει δε θυμάμαι.
>>
>> -στους δίσκους μου καταμετρούν, κάποιες εκατοντάδες,
>>
>> Μα όσα είπα ξεπερνούν, τις δυόμισι χιλιάδες.
>>
>> Ποια η πηγή εμπνεύσεως, στίχων σας; τον ρωτάμε,
>>
>> Διότι και ως στιχουργό, συχνά τον συναντάμε.
>>
>> -Μπορεί να είναι κάτι απλό, που θα μου βγει τραγούδι.
>>
>> Ας πούμε, ένα χαμόγελο, ένα όμορφο λουλούδι.
>>
>> -πιο από τα τραγούδια σας. Σας αντιπροσωπεύει;
>>
>> -απ’ το μηδέν ξεκίνησα! Αυτό με σημαδεύει.
>>
>> Λέω πως δε μου έδωσε, κανείς ένα βελόνι,
>>
>> Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι.
>>
>> Μεγάλωσα σαν ορφανό, με πίκρες στη ζωή μου,
>>
>> Ετούτο το παράπονο, δε φεύγει απ’ την ψυχή μου.
>>
>> Άλλοι τα βρίσκουν έτοιμα και γίνονται ότι είναι,
>>
>> Εγώ με μέσα έντιμα, πέτυχα αυτό που είμαι.
>>
>> Κι αν είναι εγωιστικές, αυτές εδώ οι σκέψεις,
>>
>> Συνάμα αντικειμενικές, θέλω να με πιστέψεις.
>>
>> Έχω πεινάσει, κρύωσα, ξιπόλητος στις στράτες,
>>
>> Ποτέ όμως δεν προσκύνησα, μεταξωτές γραβάτες.
>>
>> Ο Μάτσας μες στην οντεόν, για ‘κείνον στάζει μέλι,
>>
>> Του δίνει το ελεύθερο, να τραγουδά ότι θέλει.
>>
>> Μοναδικό προνόμιο, δυο μόνο το αποκτήσαν,
>>
>> Κι οι δύο στο πεντάγραμμο, από έναν μύθο κτίσαν.
>>
>> Το δεύτερο το πρόσωπο, μες’ στο μυαλό σας ήδη,
>>
>> Άλλο ένα φαινόμενο, τον λένε Καζαντζίδη.
>>
>> Εκπρόσωπος στο λαϊκό, με θαυμαστή πορεία,
>>
>> Όμως και στο δημοτικό, θα δήξει τη λατρεία.
>>
>> Είναι κι αυτός κιτσακικός, μεγάλη αγάπη του ‘χει
>>
>> Και τον ακούει διαρκώς, στο μαγαζί Βελούχι.
>>
>> Τον κόσμο αφήνει άφωνο, που άκουγε από κάτω,
>>
>> Σαν παίρνει το μικρόφωνο και λέει τα παρακάτω.
>>
>> -φίλοι μου σαν τα μάτια σας, προσέξτε τον Αλέκο,
>>
>> Ανήκει στα διαμάντια σας! Εγκώμιο του πλέκω,
>>
>> Γιατί όσο περισσότερο, ζήσει και τραγουδήσει,
>>
>> επάξια το δημοτικό, αυτός θα εκπροσωπήσει.
>>
>> Τεράστια κουβέντα αυτή, απ’ τον μεγάλο Στέλιο!
>>
>> Που στου Κιτσάκη το αυτί, ηχεί σαν ευαγγέλιο.
>>
>> Πάμε να καταρρίψουμε, μια φήμη λαθεμένη,
>>
>> Άπλετο φως θα ρίξουμε, μεότι αυτό σημαίνει.
>>
>> Χούντα των συνταγματαρχών, τη χώρα μας πιέζει
>>
>> Κι όλο το ραδιόφωνο, δημοτικά να παίζει.
>>
>> Είναι απολύτως λογικό, Κιτσάκη να προβάλει,
>>
>> Όμως του έκανε κακό, η προβολή απ’ την άλλη.
>>
>> Κάποιοι που αναδείκνυαν, ψευδέστατη ιστορία,
>>
>> Εκείνον αναμίγνυαν, με τη δικτατορία.
>>
>> Σ’ ετούτο το γραπτό εμείς, βρίσκουμε ευκαιρία,
>>
>> Να παραθέσουμε ευθείς, δική του μαρτυρία.
>>
>> -κάποιοι για μένα έπλασαν, μια βρόμικη ιστορία,
>>
>> Πως ήμουν υποστήριζαν, με τη δικτατορία.
>>
>> Μοναδικό επιχείρημα, στο ράδιο πως με βάζουν,
>>
>> έτσι στο πραξικόπημα, εμένα κατατάσσουν.
>>
>> Δεν το χωρά αυτό ο νους και πώς να το χωρέσει;
>>
>> Αφού με απριλιανούς, ουδέ ποτέ είχα σχέση.
>>
>> Το παρακάτω που θα πω, ο κόσμος ας το κρίνει,
>>
>> Που μ’ αγαπά, τον αγαπώ και μου ‘χει εμπιστοσύνη.
>>
>> Το Πάσχα του 68, ακούστε τι συνέβη,
>>
>> Χτυπάει το τηλέφωνο, άγχος με κυριεύει.
>>
>> Ποιος δε θα αγχωνότανε, σκεφτείτε το λιγάκι,
>>
>> Φωνή αυστηρή ακουγότανε, τον κύριο Κιτσάκη.
>>
>> Είμαι ο ίδιος απαντώ και η φωνή μου τρέμει,
>>
>> Λες κι έκανα κάτι κακό, άραγε τι συμβαίνει;
>>
>> Ιωαννίδης στρατηγός, ακούω να κομπάζει,
>>
>> Ένιωσα τότε σα λαγός, στα πόδια που το βάζει.
>>
>> Δεν κρύβει τίποτα καλό, αυτή η φωνή σκεφτόμουν,
>>
>> Συνέχισα να του μιλώ, όσο και αν φοβόμουν.
>>
>> Κάτι νομίζω ψέλλισα, τι να ‘ταν; δε θυμάμαι,
>>
>> Όπως σας είπα τα ‘χασα, ασήμαντο όμως θα ‘ναι.
>>
>> Θέλω για την κυβέρνηση, μου λέει να τραγουδήσεις,
>>
>> Μιας και κατάφερες εσύ, όλους να μας κερδίσεις.
>>
>> Δε θα μπορέσω απαντώ, τι είπες; Μου φωνάζει,
>>
>> Πως μ’ είχαν βγάλει χουντικό, το ξέρω και με νοιάζει.
>>
>> Να τραγουδήσω αν πήγαινα, θα ‘ταν μα την αλήθεια,
>>
>> Σαν να επιβεβαίωνα, αυτά τα παραμύθια.
>>
>> Δικαιολογία πειστική, προέβαλα ωστόσο
>>
>> Και δεν τραγούδησα εκεί, φτηνά θα τη γλιτώσω.
>>
>> Στη χούντα αντιστασιακός, ποτέ δεν το ‘χα παίξει,
>>
>> όχι να βγω και χουντικός, με θλίβει αυτή η λέξη.
>>
>> Για το οικογενειακό, να πούμε περιβάλλον,
>>
>> Που μας μιλάει και γι’ αυτό, ακόμα εκτός των άλλων.
>>
>> Ο πρώτος γάμος σύντομος, δυο χρόνια θα κρατήσει,
>>
>> Όπως τονίζει ευτυχώς, παιδιά δε θα αφήσει.
>>
>> Δε λέει περισσότερα, γι’ αυτή την ιστορία,
>>
>> Μόνο εκείνης το όνομα, πως ήταν Αγλαΐα.
>>
>> Η σύζυγος η δεύτερη, που την καρδιά του κλέβει,
>>
>> Γυναίκα ιδιαίτερη, μας λέει και την παινεύει.
>>
>> Είναι κι αυτή Ηπειρώτισσα, τη λένε Κατερίνα,
>>
>> Μια όμορφη Γιαννιώτισσα, που βρήκε στην Αθήνα.
>>
>> Πολλά τραγούδια έγραψε, όπου μιλούν για ‘κείνη,
>>
>> Στο πλάι της εισέπραξε, στοργή κι εμπιστοσύνη.
>>
>> Ένα θα επιλέξουμε, εμείς απ’ όλα εκείνα,
>>
>> Εικόνες να συλλέξουμε, ποια είναι η Κατερίνα.
>>
>> Με Μαγιού λουλούδια, έπλεξε φωλιά,
>>
>> Μέσα στην καρδιά μου, μια λεβεντονιά.
>>
>> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά
>>
>> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ.
>>
>> Σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο το ντουνιά,
>>
>> Δεν πιστεύω να ‘ναι, άλλη τέτοια νια.
>>
>> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά.
>>
>> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, Την Κατερίνα αγαπώ.
>>
>> Με την Κατερίνα, παντρευόμαστε
>>
>> Και σ’ όλη τη ζωή μας, θ’ αγαπιόμαστε.
>>
>> Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά.
>>
>> Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ.
>>
>> Προφητικά τα λόγια αυτά, μιας κι ότι λέει κάνει,
>>
>> Το Μάιο του ογδόντα εφτά, θα βάλουνε στεφάνι.
>>
>> Γάμο εντυπωσιακό, κάνουν στην εκκλησία,
>>
>> Εκεί στο Νέο Ψυχικό, μες’ στην Αγία Σοφία.
>>
>> Το πλήθος ασυγκράτητο, σαν θα βρεθεί κοντά του,
>>
>> Ζητά μερίδιο κι αυτό, να πάρει απ’ τη χαρά του.
>>
>> Είναι με τη γυναίκα αυτή, πολύ ερωτευμένος,
>>
>> Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δηλώνει ευτυχισμένος.
>>
>> Τραγούδι αυτής της εποχής, μπορέσαμε να βρούμε,
>>
>> Πόσο δηλώνει ευτυχής, αμέσως θα το δούμε.
>>
>> Αγάπη όποιος δεν ένιωσε, μες’τη ζωή ετούτη,
>>
>> Να ξέρει από μένανε, είναι άχρηστα τα πλούτη.
>>
>> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος
>>
>> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.
>>
>> Η αγάπη είναι θησαυρός και φως μες’ στο σκοτάδι,
>>
>> Είναι απ’ το μέλι πιο γλυκιά και απαλή σα χάδι.
>>
>> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος
>>
>> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.
>>
>> Αφήστε την καρδούλα σας, μ’ αγάπη να γεμίσει
>>
>> Και μες’ στα φυλλοκάρδια σας, ζεστή φωλιά να κτίσει.
>>
>> Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος
>>
>> Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.
>>
>> Άλλο μεγάλο γεγονός, μας περιγράφει εκείνος,
>>
>> Την ώρα που ‘ρχεται ο γιος, ο μέγας Κωνσταντίνος.
>>
>> Δείχνει αυτή η προσφώνηση, όπου ο ίδιος κάνει,
>>
>> μια ψυχική ανάταση, που στα ουράνια φτάνει.
>>
>> Ένα τραγούδι ευχαριστώ, γράφει στη σύζυγό του,
>>
>> μιας κι έκανε ανεκτίμητο, δώρο σ’ αυτόν το γιο του.
>>
>> Της δείχνει αγάπη, ζεστασιά, μεγάλη καλοσύνη,
>>
>> Παντοτινά πως της χρωστά, αιώνια ευγνωμοσύνη.
>>
>> Μα και το γιο απ’ την αρχή, μ’ αγάπη συμβουλεύει,
>>
>> Δείγμα η κάθε διδαχή, είναι πως τον λατρεύει.
>>
>> Κατερινάκι σ’ αγαπώ και τη ζωή μου δίνω,
>>
>> Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο.
>>
>> Σαν μεγαλώσεις γιόκα μου και γίνεις παλληκάρι,
>>
>> Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι το καμάρι.
>>
>> Θέλω στα χνάρια μου κι εσύ, γιε μου να περπατήσεις
>>
>> Και όπως ο πατέρας σου, τη δόξα να γνωρίσεις.
>>
>> Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι πάντα ιππότης
>>
>> Και να ‘σαι υπερήφανος, που είσαι Ηπειρώτης.
>>
>> Κωνσταντίνε γιόκα μου, άγγελέ μου Κωνσταντίνε,
>>
>> Όπως ο πατέρας σου, στην ιστορία μείνε.
>>
>> Κατερινάκι σ’ αγαπώ και την ψυχή μου δίνω
>>
>> Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο.
>>
>> Οι νουθεσίες του πολλές, που σαν πατέρας δίνει,
>>
>> Να πάρει ο γιόκας του καλές, αρχές θα επιμείνει.
>>
>> Τις παραδώσεις να τιμά, παντού όπου κι αν πάει,
>>
>> Την Ήπειρο να εκτιμά και να την αγαπάει.
>>
>> Να ‘ναι σεμνός και ταπεινός, με ωραίο χαραχτήρα,
>>
>> Ανθρώπινος, αληθινός, με σύνεση και πείρα.
>>
>> Πάρα πολύ ν’ αγαπηθεί, μα και να αγαπήσει,
>>
>> Ποτέ του να μη λυπηθεί, ούτε και να λυπήσει.
>>
>> Πώς λέμε κάτω απ’ τη μηλιά, το μήλο πως θα πέσει;
>>
>> Ο Κωνσταντίνος τα γυαλιά, στους νέους θα φορέσει
>>
>> Μόλις επτάμισι χρονών, πριν τη ζωή γνωρίσει,
>>
>> Όσο κι αν μοιάζει αδύνατον, θα βγει να τραγουδήσει.
>>
>> Ταλέντο κληρονόμησε, του ένδοξου Κιτσάκη,
>>
>> Στο στούντιο ξεχώρισε κι ας ήτανε παιδάκι.
>>
>> Δημοτικό ερμήνευσε και το ‘φερε εις πέρας,
>>
>> Νωρίς γι’ αυτόν καμάρωσε, ο τυχερός πατέρας.
>>
>> Εκεί ψηλά στο αγέρωχο και τιμημένο Σούλι,
>>
>> Πολέμησαν Σουλιώτισσες, για να μη γίνουν δούλοι.
>>
>> Ήθελα να ‘μουν κάποτε κι εγώ εκεί κοντά τους,
>>
>> Να μ’ έχουν οι Σουλιώτισσες, για βόλι στην ποδιά τους.
>>
>> Να ‘βλεπα την παλληκαριά που σέρνει κάθε μια τους
>>
>> Κι απ’ το γκρεμό να πέφτουνε, μαζί με τα παιδιά τους.
>>
>> Θα πήγαινα και θα ‘πεφτα κι εγώ εκεί μαζί τους,
>>
>> Για τη σκλαβιά οι Σουλιώτισσες, δε θέλουν τη ζωή τους.
>>
>> Σουλιωτοπούλες όμορφες, στον κόσμο ξακουσμένες,
>>
>> Αρχοντοπούλες λυγερές, με δόξα φορτωμένες.
>>
>> Η δόξα σας φτερούγησε, στα πέρατα του κόσμου,
>>
>> Που πέσατε χορεύοντας, στα βράχια του Ζαλόγγου.
>>
>> Μπορεί μεγάλος τραγωδός, να ήταν της Ελλάδας,
>>
>> Όμως υπήρξε οπαδός, μίας μικρής ομάδας.
>>
>> Μικρή μας φαίνεται εμάς, γι’ αυτόν ήταν μεγάλη,
>>
>> Ο των Ιωαννίνων πας, γλυκιά του φέρνει ζάλη.
>>
>> Πάει στο γήπεδο συχνά, να τον υποστηρίξει,
>>
>> Ότι απ’ το χέρι του περνά, κάνει να τον στηρίξει.
>>
>> Κάποια στιγμή θα εμπνευστεί και ύμνο θα του γράψει,
>>
>> Σ’ όλη τη χώρα θ’ ακουστεί, ύδατα θα ταράξει.
>>
>> Όπου βρεθεί του τον ζητούν, να τους τον τραγουδήσει,
>>
>> Ένθερμα τον χειροκροτούν, όλους θα τους κερδίσει.
>>
>> Λαρισινοί, Τρικαλινοί, Βολιώτες και Λαμιώτες,
>>
>> Αυτός ο ύμνος δε δονεί, μονάχα τους Γιαννιώτες.
>>
>> Μ’ ετούτο το ντελίριο, ξαφνιάζεται κι εκείνος,
>>
>> Αφού το πανελλήνιο, θα συγκινήσει ο ύμνος.
>>
>> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,
>>
>> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,
>>
>> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,
>>
>> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.
>>
>> Απόγονοι των Σουλιωτών, Γιαννιώτες λεοντάρια,
>>
>> Δήξτε και στο ποδόσφαιρο, πως είστε παλληκάρια.
>>
>> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,
>>
>> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,
>>
>> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,
>>
>> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρηλική.
>>
>> Νικήστε μες’ στα γήπεδα, τον κάθε αντίπαλό σας
>>
>> Κι εμείς τα Ηπειροτόπουλα, είμαστε στο πλευρό σας.
>>
>> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,
>>
>> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,
>>
>> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,
>>
>> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.
>>
>> Προχώρησε Πας Γιάννινα, συνέχισε τους άθλους,
>>
>> Γιατί έχεις πάντα στο πλευρό, τους θρυλικούς φιλάθλους.
>>
>> Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,
>>
>> Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,
>>
>> Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,
>>
>> Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.
>>
>> Έτσι τα χρόνια πέρασαν, δεκαετίες γίναν,
>>
>> Τραγούδια του μας γλέντησαν, μες’ στην ψυχή μας μείναν.
>>
>> Το πέντε αντιμετώπισε, πρόβλημα στην υγεία,
>>
>> Λέει πως τον βοήθησε, τότε η Παναγία.
>>
>> Τα κάλαντα στον πρόεδρο, Παπούλια πάει και ψέλνει,
>>
>> Γυρνώντας εγκεφαλικό και έμφραγμα παθαίνει.
>>
>> Είναι μεγάλος μαχητής, ξέρει να πολεμάει
>>
>> Και γεννημένος νικητής, τα πάντα ξεπερνάει.
>>
>> Μα τον Ιούλη του εφτά, θα ξανααρρωστήσει
>>
>> Κι επέμβαση για μπαϊπάς, γιατρός θα του συστήσει.
>>
>> Ετούτος ο τραγουδιστής, που όμοιος δεν υπάρχει,
>>
>> Βγαίνει ξανά θριαμβευτής, από άλλη μία μάχη.
>>
>> Τι κι αν προκύπτουν θέματα, υγείας που περνάει,
>>
>> Τα ψυχικά αποθέματα, βρίσκει να τραγουδάει.
>>
>> Δε θέλει να αποσυρθεί, όχι δεν παραιτείται,
>>
>> Διότι έχει αγαπηθεί και διαρκώς ζητείται.
>>
>> Δέχεται μία βράβευση, που γράφει ιστορία,
>>
>> Είναι η επιβράβευση, για όλη την πορεία.
>>
>> Κι αν σαν παιδάκι ορφανό, να μεγαλώσει εκλήθη,
>>
>> Ένα χρυσό μικρόφωνο, σ’ αυτόν απενεμήθη.
>>
>> Πρώτη φορά αυτό λοιπόν, στα χρονικά συμβαίνει,
>>
>> Τραγουδιστής δημοτικών, τέτοιο βραβείο παίρνει.
>>
>> Εκείνος είναι φανερά, πολύ συγκινημένος,
>>
>> Δεν κρύβεται τέτοια χαρά, νιώθει ευτυχισμένος.
>>
>> Δημόσια ευχαριστεί κι αυτό έχει σημασία,
>>
>> Την Μίνος Μάτσας και υιοί, για τη συνεργασία.
>>
>> Σαράντα χρόνια ηχογραφεί, σ’ αυτή την εταιρία,
>>
>> Μαζί της πιάνει κορυφή, γράφοντας ιστορία.
>>
>> Όνομα ο Μάτσας του ‘δωσε, αηδόνι της Ηπείρου,
>>
>> Στο μονοπάτι που ώδευσε, του όμορφου ονείρου.
>>
>> Το δεκαπέντε ήτανε, στις δύο του Φλεβάρη,
>>
>> Που την Ελλάδα διάβαινε, το άσχημο χαμπάρι.
>>
>> Την τελευταία του πνοή, άφησε το αηδόνι,
>>
>> Εκείνο το μουντό πρωί, η θλίψη μας πλακώνει.
>>
>> Δυσαναπλήρωτο καινό, ο θάνατος του αφήνει
>>
>> Και το δημοτικό φτωχό, δίχως αυτόν θα μείνει.
>>
>> Όλη η Ήπειρος πενθεί κι οι Έλληνες μαζί της,
>>
>> Μάνα απαρηγόρητη, που χάνει το παιδί της.
>>
>> Το έργο του κληρονομιά, σ’ όλους εμάς θ’ αφήσει
>>
>> Και χρέος μας κάθε γενιά, σ’ αυτό να εντρυφήσει.
>>
>> Να το διαφυλάξουμε, στου μέλλοντος τα χρόνια,
>>
>> Μα και να το διδάξουμε, σε τέκνα και εγγόνια.
>>
>> Κάπου εδώ θα κλείσουμε, αυτή την ιστορία,
>>
>> Δύσκολο ν’ αναλύσουμε, τέτοια λαμπρή πορεία.
>>
>> Στόχος, να γίνει έρεισμα, το έργο του να βρείτε,
>>
>> Σ’ όλους εσάς ερέθισμα, μ’ αυτό ν’ ασχοληθείτε.
>>
>> Με το στερνό θα κλείσουμε, τραγούδι που ‘χε γράψει,
>>
>> Το μήνυμα θα δήξουμε, που ‘θελε να περάσει,
>>
>> Πως είναι ευθύνη όλων μας και εθνικό μας χρέος,
>>
>> Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος.
>>
>> Αυτή τη θεία εντολή, το αηδόνι απ’ το Σούλι,
>>
>> Εμφύσησε στον Παντελή, το φίλο του το Σούλη.
>>
>> Με τσίπουρο ηπειρώτικο, ποτήρια αφού τσουγκρίσουν,
>>
>> Ντουέτο καταπληκτικό, μαζί θα τραγουδήσουν.
>>
>> Σούλης: -Πάντα το είχα μέσα μου, όνειρο και μεράκι,
>>
>> Να τραγουδήσω δίπλα σου, αθάνατε Κιτσάκη.
>>
>> Κιτσάκης: -αγαπημένε φίλε μου, δεκτό το κάλεσμά σου,
>>
>> Πολύ με κολακεύουνε, τα λόγια τα καλά σου.
>>
>> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,
>>
>> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.
>>
>> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,
>>
>> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.
>>
>> Σούλης: -άνθρωποι σαν κι εσένανε, παράδοση κρατήσαν,
>>
>> Προσφέρανε στον τόπο μας, όπως σε τραγουδήσαν.
>>
>> Κιτσάκης: -τα πλούτη δεν τα ζήλεψα κι απ’ το Θεό ζητάω,
>>
>> Να έχω την υγεία μου, για να σας τραγουδάω.
>>
>> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,
>>
>> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.
>>
>> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,
>>
>> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.
>>
>> Σούλης: -έχεις διδάξει σ’ όλους μας, τα χρόνια που περνάνε,
>>
>> Ήθος αγάπη ανθρωπιά! Και πώς να τραγουδάμε.
>>
>> Κιτσάκης: -για μένα είναι ζήτημα, εθνικό μας χρέος,
>>
>> Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος.
>>
>> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,
>>
>> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.
>>
>> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,
>>
>> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.
>>
>> Σούλης: -γι’ αυτό θα ήθελα κι εγώ, συνέχεια να δώσω,
>>
>> Αυτά που μας εδίδαξες, στους νέους να διαδώσω.
>>
>> Κιτσάκης: -καλά θα πράξεις φίλε μου κι είναι δουλειά μεγάλη,
>>
>> Ετούτο το παράδειγμα, ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι.
>>
>> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,
>>
>> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.
>>
>> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,
>>
>> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.
>>
>> Σούλης: -σαν το παλιό καλό κρασί, που φτιάχνει όσο μένει,
>>
>> Είναι η δική σου η φωνή, γιατί είναι ευλογημένη.
>>
>> Κιτσάκης: δεν είμαι μόνο φίλε εγώ, καλά που τραγουδάω,
>>
>> Υπάρχουνε κι άλλοι πολλοί και τους χειροκροτάω.
>>
>> Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,
>>
>> Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.
>>
>> Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,
>>
>> Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.
>>
>> ΜΑΡΤΙΟΣ 2017
>>
>> ΤΕΛΟΣ
>>
>> ________
>>
>> Orasi mailing list
>> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
>> orasi-requ...@hostvis.net
>> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
>>
>> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της
>> λίστας στείλτε email στην διεύθυνση
>> Orasi@hostvis.net
>>
>> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
>> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
>>
>> Για το αρχείο της λίστας
>> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
>> Εναλλακτικό αρχείο:
>> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
>> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
>> http://www.freelists.org/archives/orasi
>> __________
>> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
>> http://www.nvda-project.org/
>> _____________
>> Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
>> http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
>> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες
>> που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
>> ____________
>>
>
>
>
> ________
>
> Orasi mailing list
> για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
> orasi-requ...@hostvis.net
> και στο θέμα γράψτε unsubscribe
>
> Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της
> λίστας στείλτε email στην διεύθυνση
> Orasi@hostvis.net
>
> διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
> http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net
>
> Για το αρχείο της λίστας
> http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
> Εναλλακτικό αρχείο:
> http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
> παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
> http://www.freelists.org/archives/orasi
> __________
> NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
> http://www.nvda-project.org/
> _____________
> Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
> http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
> Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που
> λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
> ____________
>
________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση