Νίκο Συγχαρητήρια. δουλιά Εξαιρετική έκανες κι έτσι κι εμείς μάθαμε για την ζωή του Κιτσάκη. Εχεις ταλέντο τελικά! Γιώργος

--------------------------------------------------
From: "Νίκος Χαρίτος" <nxari...@hol.gr>
Sent: Friday, March 03, 2017 9:25 AM
To: "orasi mailing list" <orasi@hostvis.net>
Subject: [Orasi] το νέο μου βιβλίο

ΧΑΡΙΤΟΣ ΝΙΚΟΣ

ΑΛΕΚΟΣ ΚΙΤΣΑΚΙΣ

ΤΟ ΑΪΔΟΝΙ ΤΗΣ ΕΙΠΗΡΟΥ

ΕΜΜΕΤΡΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Φίλες μου αναγνώστριες, φίλοι μου αναγνώστες,

Θέλω σ’ ετούτες τις γραμμές, να καταστήσω γνώστες,

Μόνο εσάς για τη ζωή, ενός σπουδαίου άνδρα,

Που έμελε να γεννηθεί, στα μέσα του τριάντα.

Η Ήπειρος η ξακουστή, ήταν γενέτειρα του,

ως τη στερνή του την πνοή, αφέντρα και κυρά του!

Την τραγουδάει, την υμνεί, στα αλήθεια τη λατρεύει,

με μια στεντόρεια φωνή και πάθος την παινεύει.

Δεν ξέρουμε αν ήτανε, απόγονος του Πείρου,

Το όνομα του έμεινε, αηδόνι της Ηπείρου!

Ούτε αν ήταν συγγενείς, με τον Καραϊσκάκη,

ένα γνωρίζουμε εμείς, τον έλεγαν Κιτσάκη.

μία τεράστια φωνή, που είχε γίνει μύθος,

δεκαετίες θα φανεί, το γνήσιό του ήθος.

Τραγουδιστής δημοτικός, ταλέντα προικισμένος.

Και επικοινωνιακός, στον κόσμο αγαπημένος.

Μα για να καταλάβουμε, ποιος ήταν πάνω κάτω,

Υπόψη μας ας λάβουμε, λοιπόν το παρακάτω.

Ένα τραγούδι έγραψε, που τον χαρακτηρίζει

Για τη ζωή που έζησε, όλους εμάς φωτίζει.

Εμείς το παραθέτουμε, για να αντιληφτείτε,

Αυτούσιο το θέτουμε, τι πέρασε να δείτε.

Απ’ το μηδέν ξεκίνησα, να φτιάξω τη ζωή μου,

Τι τράβηξα ο δυστυχής, το ξέρει η ψυχή μου.

Κανένας δε μου έδωσε, ούτε ένα βελόνι,

Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι.

Με το Θεό προστάτη μου και τη σκληρή δουλειά μου,

Περιουσία απόκτησα, να ζήσουν τα παιδιά μου.

Αυτό το αριστούργημα, που έχαιρε λατρείας,

Ας γίνει το στιχούργημα, αρχής της ιστορίας.

Το χρόνο θα γυρίσουμε, στο παρελθόν λιγάκι,

Εμείς για να γνωρίσουμε, τον άνθρωπο Κιτσάκη.

Πάμε ν’ ανακαλύψουμε, πτυχές απ’ τη ζωή του

Και να αποκαλύψουμε, την άδολη ψυχή του.

Από μωρό ορφάνεψε, σχεδόν στα δυο του χρόνια,

νωρίς η μοίρα του ‘δειξε, τη μαύρη καταφρόνια.

Έτσι λοιπόν συμβούλιο, κάνουν οι συγγενείς του,

Ποιος θ’ αναλάβει το ορφανό, που ‘χασε τους γονείς του.

Σε κάποιο θείο έλαχε, Γιώργο τον λεν Γιαννάκη,

Εκείνος θα κατέληγε, να πάρει τον Κιτσάκη.

Ο θείος τέσσερα παιδιά, είχε να αναστήσει,

Μα δεν του πήγαινε η καρδιά, το ορφανό ν’ αφήσει.

Ανέχεια τα χρόνια αυτά, την Ήπειρο μαστίζει,

Ξεχνούσαν τι θα πει λεφτά κι η πίνα να θερίζει!

Οι άνθρωποι δουλεύανε, πολύ σκληρά σα δούλοι!

Πρόβατα γη παλεύανε, να βγει το μεροδούλι.

Ρακένδυτοι, ξυπόλυτοι, στα όριά τους φτάνουν,

μα σ’ ένα πράγμα απόλυτοι, πολλά παιδιά να κάνουν.

Τότε δεν αγχωνόντουσαν, αν θα επιβιώσουν,

Καθόλου δε σκεφτόντουσαν, πώς θα τα μεγαλώσουν.

Πρόβατα γίδια συνεπώς, το ορφανό φιλάει,

Μα αυτό που κάνει συνεχώς, είναι να τραγουδάει.

Τραγούδια ηπειρώτικα, δημοτικά ερμηνεύει,

Τα δύσκολα τα κλέφτικα! Και όλους τους μαγεύει.

Να τραγουδά τον έβαζαν, γείτονες χωριανοί του,

Γοητευμένοι θαύμαζαν, τη σπάνια φωνή του.

Για ένα λουκούμι τραγουδά, για ένα πορτοκάλι

Και μ’ ανοιχτά τα στόματα, μένουν μικροί μεγάλοι!

Να ένα περιστατικό, που μας το περιγράφει,

Είναι χαρακτηριστικό, της φτώχιας που υπάρχει.

Γάμος γινόταν μια βραδιά, με γλέντι σ’ ένα σπίτι

Και των ψητών η μυρωδιά, του έσπαγε τη μύτη.

Αφού αμφιταλαντεύτηκε, λέει, ας δοκιμάσω!

Στο κάτω κάτω σκέφτηκε, τι έχω για να χάσω;

Κάμποσα μέτρα μακριά, να τραγουδάει πιάνει!

Και της φωνής του η χροιά, στους καλεσμένους φτάνει.

Ποιο είναι ετούτο το παιδί! Με θαυμασμό ρωτούσαν!

Άκουγαν δεν τον είχαν δει, μα όλοι απορούσαν.

-είναι ο Αλέκος ο Μικρός. Ο ορφανός Κιτσάκης,

Τον μεγαλώνει ο χωριανός, ο Γιώργος ο Γιαννάκης.

-δεν τον φωνάζεις να ‘ρθει εδώ, για να μας τραγουδήσει;

Άλλο δεν ήθελα εγώ, μας λέει, είχα νικήσει.

Πήγα και τους τραγούδησα, ήξερα τη δουλειά μου,

Μ’ αυτό τον τρόπο γέμισα, την άδεια την κοιλιά μου.

Όπως πιο πάνω είπαμε, σκληρά τα χρόνια εκείνα!

Μικρό παιδάκι ήτανε, πώς ν’ άντεχε την πίνα;

Ξυπόλυτος στην παγωνιά, να περπατά ο καημένος!

Μα πού να βρει παρηγοριά, φτωχός κι ορφανεμένος;

Να φύγει προσευχότανε, μας λέει, να πάει στον Κύριο!

-Ας πέθαινα ευχότανε, να λήξει το μαρτύριο.

Μα δεν του φτάνει η συμφορά κι όσα δεινά περνάει,

Η μοίρα για άλλη μια φορά, τον ξανακοπανάει.

Κοιτάξτε τι του σκάρωσε, αυτή η καταραμένη,

Η θειά που τον μεγάλωσε, κάποια βραδιά πεθαίνει!

Η θεία που τον θήλασε, που τη φωνάζει μάνα,

Έτσι μοιραία χτύπησε, γι’ αυτή η στερνή καμπάνα.

Το πλήγμα είναι ισχυρό και πώς να το αντέξει;

Τι έφταιξε το καψερό, να ξαναορφανέψει;

Ο θείος του αδύνατον, άλλο να τον κρατήσει,

Τι θ’ απογίνει; Ήμαρτον! Πώς στο εξής θα ζήσει;

Ένα τραγούδι που ‘γραψε κι ο ίδιος θα ερμηνεύσει,

Δείχνει πώς τον σημάδεψε, που έχει ορφανέψει.

Είναι χαρακτηριστικό, αυτό που του συμβαίνει,

Κομμάτι συγκλονιστικό, που απ’ την ψυχή του βγαίνει.

Εγώ μικρός ορφάνεψα, δε γέλασα μια μέρα

Κι ο δόλιος δεν εγνώρισα, μανούλα και πατέρα.

Βλέπω μανούλες με παιδιά και καίγεται η καρδιά μου

Κι από τα δόλια μάτια μου, τρέχουν τα δάκρυά μου.

Όποιος ορφάνεψε μικρός, είναι του κόσμου θύμα

Σα βάρκα στον ωκεανό, που τη χτυπάει το κύμα.

Κι εδώ αρχινά για τον μικρό, μεγάλη περιπέτεια,

Αντιληφτήκατε θαρρώ, ποια ήτανε τα αίτια.

Μπαίνει σε ένα φορτηγό, που μεταφέρει ζώα

Κι Ανήκει σ’ ένα χωριανό, τα δυο του μάτια αθώα,

Κοιτούν τριγύρω το χωριό, που θα εγκαταλείψει,

Κλείνει ένας κόμπος το λαιμό, απέραντη είναι η θλίψη.

Στης Πρέβεζας κατέβηκαν, οι δυο τους στο λιμάνι,

Το πλοίο Γλάρος θα ‘παιρναν, όπου στην Πάτρα φτάνει.

Επάνω στο κατάστρωμα, που ταξιδεύουν τώρα,

Κατάχαμα στο πάτωμα, μα δεν περνά η ώρα.

Ο πονηρός ο χωριανός, του λέει να τραγουδήσει,

Έχει ποντάρει προφανώς, πως κάτι θα κερδίσει.

Τότε αμέσως ο μικρός, τραγούδι θ’ αρχινίσει,

Κόσμος στριμώχνεται άφωνος, τριγύρω σα μελίσσι.

ποιός τραγουδά ρωτούσανε, ο ένας με τον άλλο

Και τον μικρό κοιτούσανε, με θαυμασμό μεγάλο.

Ο καπετάνιος που άκουσε, γι’ αυτό το νταβαντούρι,

Τον θέλω εδώ, διέταξε και μόλις τον ακούει,

Του προκαλεί συγκίνηση κι ευθείς θ’ αποφασίσει,

Το νέο κάνει κίνηση, γαρίδες να ταΐσει.

Δε μένει όμως για πολύ, το ορφανό στην Πάτρα,

Όχι δεν είναι υπερβολή, αν πούμε τσάτρα πάτρα,

Ότι δε βρέθηκε κανείς, για να τον αναλάβει,

Εκεί δεν έχει συγγενείς, ποιος να τον καταλάβει;

Με τη βοήθεια χωριανού, έφτασε στην Αθήνα!

Φόβος τρυπάει ψυχή και νου, μα το στομάχι η πίνα.

Μονάχα δώδεκα χρονών, πολύ καρδιοχτυπάει!

Πώς να μη φοβηθεί λοιπόν, εκεί μακριά που πάει;

Είναι εντελώς ξεκρέμαστος, ανίδεος τι του τρέχει,

μπορεί να είναι ξέγνοιαστος; και άγχος να μην έχει;

Γι’ αυτόν η Αθήνα ξενιτιά και πώς να το πιστέψει;

Καινούριοι θόρυβοι στ’ αυτιά, μπλοκαρισμένη η σκέψη.

Ένα παιδί απ’ το χωριό, πρώτη φορά στην πόλη!

Μέσα του όλα ρημαδιό, πώς το κοιτάζουν όλοι;

Κοιτά κι αυτός καλά καλά, με γουρλωμένα μάτια,

Τα σπίτια εδώ είναι ψηλά, του φαίνονται παλάτια.

Όταν περνώ μας έλεγε, κάτω από μπαλκόνι,

Θαρρώ ότι γκρεμίζεται και με καταπλακώνει.

Σε ασανσέρ πως έκανα, σαν είχα πρωτομπει,

νόμιζα πως θα πέθαινα, το αίμα είχε κοπεί.

Φώναξα τότε δυνατά, ετούτο που μας πάει;

Κι ο κόσμος δίπλα που κοιτά, στα γέλια να ξεσπάει.

Σε χοιροστάσιο στο Γουδί, ο χωριανός που έχει,

Θα βάλει ετούτο το παιδί, γουρούνια να προσέχει.

Αυτός διαμαρτύρεται, γιατί δεν του αρέσει,

Πάρα πολύ εξάπτεται, ο νους πώς να χωρέσει,

-απ‘ το χωριό μου έφυγα και στην Αθήνα πάω,

Τι είναι αυτό που πέτυχα; Γουρούνια να φιλάω;

Ξένα αυτά τα χώματα, πώς ξεστρατίζει ο νους μου,

Χίλιες φορές στα πρόβατα, μα με τους χωριανούς μου.

-Εδώ δεν έχει προκοπή, σκεφτόμουνα θυμάμαι,

Με βάζανε σ’ ένα γιαπί, τις νύχτες να κοιμάμαι.

Δύο τρεις μήνες πέρασε, το ορφανό εκεί

Και μέρα νύχτα έβριζε, την τύχη την κακή.

Μέχρι που αποφάσισε, η μοίρα η ριμάδα

Και στη ζωή του άνοιξε, μια τόση χαραμάδα.

-Ας κάνω κάτι και γι’ αυτό, λέει το ορφανεμένο!

Αξίζει και του το χρωστώ, του το ‘χω είδη γραμμένο.

Έτσι ένα πρωί λοιπόν, βρέθηκε στα γραφεία,

Που ήταν των ηπειρωτών, η συνομοσπονδία.

Ένιωσα πολύ άνετα, μας λέει με ηπειρώτες,

Λες κι ήμουνα στην ξενιτιά και βρήκα πατριώτες!

Εκείνοι του ζητήσανε, κάτι να τραγουδήσει

Και όταν τον ακούσανε, όλους θα τους κερδίσει.

Μα τη φωνάρα είναι αυτή; Με μιας θα συμφωνήσουν!

Είναι αμαρτία να χαθεί, πρέπει να τον βοηθήσουν.

Πίτα πρωτοχρονιάτικη, σε λίγο θα κοβόταν,

Πρώτη μεταπολεμική, εκδήλωση γινόταν.

Να τραγουδήσει είπανε, στο θέατρο Αλίκη,

Κοινή εντύπωση έμεινε, η δόξα του ανήκει.

Μα όταν στα καθίσματα, αντίκρισε τον κόσμο,

Του κόπηκαν τα γόνατα, μας λέει απ’ τον τρόμο.

Στο καφενείο του χωριού, άλλο να τραγουδάει

εδώ η ψυχούλα του παιδιού, στην κούλουρη θα πάει.

Τσαρούχια του φορέσανε, μαζί με φουστανέλα,

τη λέξη Σούλι γράψανε, επάνω σε κορδέλα.

Ξεχύνεται σαν ποταμός, αυτή η φωνή η σπάνια!

Επικρατεί ενθουσιασμός, ο κόσμος στα ουράνια.

Λυγμοί, χειροκροτήματα, έντονες συγκινήσεις,

μακρόσυρτα σφυρίγματα! Και η ευχή, να ζήσεις!

-βγήκε ο πρόεδρος εκεί, μια δήλωση να κάνει,

Πως η πανηπειρωτική, πλέον μ’ αναλαμβάνει.

Στα μαγαζιά με πήγανε, ρούχα να μου ψωνίσουν,

Ότι μπορούσαν κάνανε, για να με βοηθήσουν.

Κοντό τραγίσιο φόραγα, ως τότε παντελόνι,

Το άτιμο τα γόνατα, μου τρώει και τα ματώνει.

Και τότε λέω παιδάκι μου, να ένα βήμα εμπρός,

Στο νέο κουστουμάκι μου, ένιωθα σα γαμπρός.

Ξέχασα το πιο κύριο, αυτός θα συνεχίσει,

Μέσα στ’ ακροατήριο, θα με χειροκροτήσει,

Η ξακουστήηθοποιός, Μαρίκα Κοτοπούλη,

Που τη συγκίνησε ο μικρός, Αλέκος απ’ το Σούλι.

-μεγάλο ρόλο έπαιξε, για το δικό μου μέλλον,

Ένα αστέρι έδηξε, για μένα ενδιαφέρον.

Ήτανε ηπειρώτισσα, απ’ τα Ζαγοροχώρια,

Μου λέει για σένα ρώτησα Κι ένιωσα στενοχώρια.

Τη στενοχώρια της αυτή, έμπρακτα θα τη δήξει,

Αφού ετούτο το παιδί κι εκείνη θα στηρίξει!

Μια φιλανθρωπική γιορτή, στο ρεξ είχε οργανώσει

Και του ζητά να πάει εκεί και να την πλαισιώσει.

Πάει λοιπόν στο θέατρο κι όταν θα τραγουδήσει,

Το πολυάνθρωπο κοινό και πάλι θα κερδίσει!

Παρούσα κι η βασίλισσα, ήταν η Φρειδερίκη!

-Πήρα όταν τραγούδησα, ακόμα μία νίκη.

Η Φρειδερίκη ρώτησε, για το παιδί ετούτο

Κι εκείνη τη συγκλόνισε, αυτή η φωνή με πλούτο!

-Είναι παιδάκι ορφανό, αχ μεγαλειοτάτη,

Να το στηρίξουμε φρονώ, ας κάνουμε όλοι κάτι.

Σ’ αυτή την πόλη το άμοιρο, δεν έχει συγγενείς,

Μας ήρθε απ’ την Ήπειρο, πέθαναν κι οι γονείς.

Η Κοτοπούλη τα ‘πε αυτά, προσβλέποντας βοήθεια

Και μάλλον στόχευσε σωστά, λέγοντας την αλήθεια!

-θέλω να μου το φέρετε, να το ‘χω στο παλάτι!

Η Φρειδερίκη πρόσταξε και δεν αλλάζει κάτι.

Αλλάζει όμως η ζωή, του ορφανού απ’ το Σούλη,

Ήταν ιδέα φαεινή, αυτή της Κοτοπούλη.

-Πως έρχονται τα πράγματα, μόνο ένα σκαλοπάτι,

Απ’ του χωριού τα πρόβατα, ν’ απέχει το παλάτι;

Σα χθες του φαίνονται τα’ αρνιά, που οδηγεί στο στάβλο

Και σήμερα στο βασιλιά, να τραγουδά τον Παύλο!

Τα θερινά ανάκτορα, την εποχή εκείνη,

Βρισκόντουσαν στην Κέρκυρα, εκεί θα πάει να μείνει.

Μες’ στο παλάτι το ορφανό, θα τους κερδίσει όλους,

Μαζί με το διάδοχο, παρέα παίζουν βόλους.

Αυτή κι αν είναι μοιρασιά, παρατηρεί στους ρόλους,

Εγώ με πρόβατα κι αρνιά κι ο Κωνσταντίνος βόλους.

Είναι απ’ αυτόν μικρότερος, μας λέει, ο Κωνσταντίνος,

Όμως είναι ψηλότερος κι όλο νικάει εκείνος.

Του φεύγει τότε μια βρισιά, πώς να τη συγκρατήσει;

Συνήθεια ήτανε παλιά, που είχε αποχτήσει.

Γαμώ τη μάνα σου ήτανε, που είχε ξεστομίσει

Κι όσους τον επιβλέπανε, πολύ θα σκανδαλίσει.

Κι η Φρειδερίκη το ‘χε δει, αυτό μα δεν τη μέλει,

Αφήστε είπε το παιδί, να λέει ότι θέλει.

-εφόσον ευνοούμενος, γίνεις της βασιλίσσης,

είσαι καλοδεχούμενος, όπως και να μιλήσεις.

Στο εφεξής ότι κι αν πει, μαζί του θα γελάνε,

δεν έχουνε αντιληφτεί, μ’ αυτό πως τον χαλάνε.

Γίνεται στους παλατιανούς, ο παραχαϊδεμένος,

Έτσι αναγαλλιάζει ο νους, νιώθει ευτυχισμένος.

Τον γράφουν σε ιδιωτικό, σχολείο στη Φιλοθέη,

Να βγάλει το δημοτικό, η Φρειδερίκη λέει.

Μα ένα επεισόδιο, που’ χε δημιουργήσει,

Απέβη απαγορευτικό, εκεί να συνεχίσει.

Πως τα μαλλιά του πέταγαν,μας λέει απ’ τον αέρα

Και μπριγιαντίνη του ‘βαζαν, να στρώνουν, κάθε μέρα.

Μα εκείνα δε στεκόντουσαν, ξαναπετούσαν πάλι,

Εδώ κι εκεί κρεμόντουσαν, γύρω απ’ το κεφάλι.

-Μια μέρα ένας θα μου πει, ρε ‘συ πώς είσαι έτσι;

Εγώ οξύθυμος πολύ, χωρίς δεύτερη σκέψη,

Γαμώ τη μάνα σου ξανά, μου είχε γίνει χούι

Και στο διευθυντή μπροστά, με πάει σαν μ’ ακούει.

Γιατί παιδί μου ρώτησε, αφού μου ‘ψαλε τόσα,

Του λέω δε φταίω κύριε, μου έφυγε η γλώσσα.

Μετά απ’ αυτό το γεγονός, που στο σχολειό συμβαίνει,

Η Φρειδερίκη προφανώς, πολύ θορυβημένη,

Διαπιστώνει το ορφανό, ότι κακομαθαίνει,

Για το δικό του το καλό, μέτρα καινούρια παίρνει.

Κρίνει της Κέρκυρας σωστό, το ορφανοτροφείο,

Που διαθέτει φαγητό, μα και οικοτροφείο,

Εκεί να πάει ο μικρός, δημοτικό να βγάλει

Κι ύστερα έχει ο Θεός, θα ξαναδούμε πάλι.

Εκτός απ’ τα μαθήματα, που έχει να διαβάζει,

Στις εκδηλώσεις τραγουδά και πάλι ενθουσιάζει.

Μα το τραγούδι εμμονή, έντονη του ‘χει γίνει,

Όπου κι αν πάει αυτή η φωνή, το στίγμα της αφήνει.

Τελειώνει το δημοτικό, στης Κέρκυρας το Αχίλλειο

Και μπαίνει εσωτερικό, μετά στο Σκαγιοπούλειο

Τη μέση γεωπονική, στην Πάτρα να τελειώσει,

Καινούρια μετακόμιση και πάλι θα βιώσει.

Μα και στην Πάτρα η φωνή, πάλι θα κάνει θαύμα,

Όσους ακούν τους συγκινεί, τι είναι αυτό το πράγμα;

Εκεί θα πρέπει οι μαθητές, να σπείρουνε, να σκάψουν,

Μα εκείνον οι καθηγητές, πάντα τον απαλλάσσουν.

Του λεν να μην κουράζεται, μόνο να τραγουδάει,

Άλλο δεν του χρειάζεται, πολύ καλοπερνάει.

Τις Κυριακές τον βάζουνε, στην εκκλησιά να ψέλνει,

Οι πάντες τον θαυμάζουνε, η φήμη του ανεβαίνει.

Δεν τον αφήνουνε αυτόν, απλώς να τεμπελιάζει,

Μα στο ωδείο των Πατρών, τον γράφουν να σπουδάζει.

Συχνά στο ραδιόφωνο, βγαίνει να τραγουδήσει

Και το Αχαϊκό κοινό, όμως θα το κερδίσει.

Στο Σκαγιοπούλλιο ίδρυμα, μια τριετία μένει

Εκεί δεν πέρασε άσχημα, άνθρωποι αγαπημένοι,

Στοργή κι αγάπη του ‘δειξαν, ένα όμως του μένει,

πως τον αποχαιρέτησαν, πολύ συγκινημένοι.

Από την Πάτρα θα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα,

Μα τώρα δε θα φοβηθεί, όπως τα χρόνια εκείνα.

μεγάλη αυτοπεποίθηση, πλέον τον διακρίνει,

ακλόνητη πεποίθηση, τραγουδιστής να γίνει.

Μες’ στο γραφείο ενός γκαράζ, προσωρινά κουρνιάζει,

Λεφτά δεν έχει ο φουκαράς, σπίτι για να νοικιάζει.

Μια κουρελού στο δάπεδο και μια κουβέρτα βάζει,

Εκεί το άμοιρο ορφανό, τις νύχτες ησυχάζει.

Να μπαίνουν τα βροχόνερα, να το τρυπάει τα’ αγιάζι,

Ο ύπνος δίχως όνειρα! Κι όλο να ξεπαγιάζει.

Ένα πουκάμισο φορά, το πλένει, το απλώνει,

Όμως με τέτοια παγωνιά, εκείνο δε στεγνώνει.

Τις περισσότερες φορές, το έβαζε βρεγμένο

Πόσες ακόμα συμφορές, θα βρούνε το καημένο;

Σ’ έκθεση μ’ αυτοκίνητα, δουλειά λοιπόν θα πιάσει,

Παιδί για τα θελήματα, δέκα δραχμές να βγάζει.

Αυτά τα λίγα χρήματα, μια είναι η αλήθεια,

Μοιάζουν φιλοδωρήματα, όχι ημερομίσθια.

Με μελιτζάνες τρέφεται, μόνο και μακαρόνια,

Στην Παναγία στρέφεται, όλα αυτά τα χρόνια.

Μας λέει δεν ήμουνα παιδί, της εκκλησίας θρήσκιο,

Όμως αυτό που είχα δει, ήταν πως έχω ίσκιο.

Παρ’ όλα ετούτα που περνά, αυτός δεν παραιτείται

Τί κι αν κρυώνει και πεινά, καθόλου δεν πτοείται.

Καμιά αντιξοότητα, δεν θα τον καταβάλει,

Πείσμα και αθωότητα, στο στόχο που ‘χει βάλει.

Σ’ εκδήλωση στο Παρνασσός, θέατρο συμμετέχει,

Εκεί υψηλά ιστάμενος, ακούει και τον προσέχει.

Ένας αμείλικτος κριτής, λαθών, παραφωνίας,

Ο γενικός διευθυντής, της ραδιοφωνίας.

Όμως σ’ ετούτη τη φωνή, λάθος δε θα προσέξει,

Στο πρόσωπό του θα φανεί, τον έχει γοητεύσει.

Τον έχει κάνει οπαδό! κι αυτό έχει σημασία,

Όταν του λέει έλα ‘δω, για μια συνεργασία.

Δύο ημίωρες εκπομπές, για κάθε εβδομάδα,

Μ’ ένα κοινό ακροατές, απ’ όλη την Ελλάδα,

Να τραγουδά δημοτικά, τραγούδια του προτείνει,

Την ευκαιρία φυσικά, ετούτη δεν αφήνει.

Φτερά φυτρώνουν στο ορφανό, το δώρο επουράνιο!

Αφού το πανελλήνιο, θα το ακούει στο ράδιο.

Ένθερμη ακροάτρια, μια δημοσιογράφος,

Που τον θαυμάζει φανερά και τον ακούει με πάθος,

Φίρμα στο ραδιόφωνο, με γνώσεις στο τραγούδι,

Το όνομα είναι γνωστό, η Αθηνά Σπανούδι.

Να τον βοηθήσει θέλησε, γι’ αυτόν να κάνει κάτι,

νιώθει πως ανακάλυψε, μία φωνή διαμάντι!

Πολύ γλυκόηχη στ’ αυτί, αισθήσεις διεγείρει,

παίρνει ετούτο το παιδί και πάει στον Καλομοίρη.

Για του ωδείου του εθνικού, τον ιδρυτή μιλάμε,

το λάτρη του δημοτικού, με δέος συναντάμε!

Λέει λοιπόν η Αθηνά, σου έφερα Μανώλη,

Ένα παιδί που θα μιλά, γι’ αυτό η χώρα όλη.

Ταλέντο εκ του φυσικού, με του Θεού τη χάρη!

Προβλέπω να ‘ναι του εθνικού, ωδείου το καμάρι.

Ο νεαρός μας ντρέπεται και ψιλοκοκκινίζει!

Απίστευτό του φαίνεται! Μπροστά του αντικρίζει,

Τον πιο μεγάλο μουσουργό! Κι είναι πολύ αγχωμένος

Πού να σταθώ εκεί εγώ; Μας λέει συγκλονισμένος.

-εντάξει το ‘ξερα καλός, πως είμαι στο τραγούδι,

Μα να ακούει ο δάσκαλος, για μένα απ’ τη Σπανούδη;

Τα πόδια μου είχαν κοπεί! Κι έτρεμα ο κακομοίρης!

Έλα παιδί μου θα μου πει, τότε ο Καλομοίρης!

Στην αίθουσα διοικητικού, θα συνεχίσει μπαίνω,

Το δέλτα σίγμα του εθνικού, ήτανε μαζεμένο.

Ξεκίνησε να τραγουδά και όλους τους μαγεύει!

Θερμά χειροκροτήματα, ενθουσιώδη κλέβει.

Φωνή με αρτιότητα, όλοι θα εκθειάσουν,

ηχόχρωμα ποιότητα και πάθος θα θαυμάσουν!

τότε μια καθηγήτρια, που ‘κανε ορθοφωνία,

Κάτι καινούριο του ζητά, στα ύψη η αγωνία.

Αυτή κοντά της τον καλεί και κάθεται στο πιάνο,

Θέλει εκτός απ’ τη φωνή και κάτι παραπάνω.

Ότι κι αν παίζει του ζητά, να επαναλαμβάνει,

Είναι Πρωτόγνωρα αυτά και προς στιγμήν τα χάνει.

Με μιας αντιλαμβάνεται, το άγχος του εκείνη,

Του λέει να μην αγχώνεται και τη ζητά του δείχνει.

Του παίζει νότες στην αρχή, που επαναλαμβάνει,

Βγαίνει η φωνή ολόσωστη και λάθος δε θα κάνει.

Την άσκηση όμως αυτή, σε λίγο δυσκολεύει,

Μ’ αυτόν τον τρόπο το αυτί, το μουσικό ανιχνεύει.

Όλοι οι παραβρισκόμενοι, με ανοιχτό το στόμα!

Την άσκηση πιο δύσκολη, εκείνη κάνει ακόμα.

του παίζει φράσεις μουσικές, που κάποιος ν’ αποδώσει,

αιτών χρειάζεται σπουδές, τεράστια να ‘χει γνώση.

Φαινόμενο μοναδικό! όλοι θα συμφωνήσουν,

Αυτί να έχει μουσικό, φωνάρα! θα τονίσουν.

Θα γίνει μέγας τραγωδός! Στ’ αυτιά του η φράση φτάνει,

Ο Καλομοίρης είναι αυτός, την πρόβλεψη που κάνει.

Και κάτι άλλο πρόβλεψε, ακόμα πιο σπουδαίο,

Που ο νεαρός εισέπραξε, σα δώρο κορυφαίο.

Θα πρέπει να περάσουνε, διακόσια χρόνια πάλι,

Να ξανααπολαύσουμε, τέτοια φωνή μεγάλη!

Αυτά τα λόγια βγήκανε, αυθόρμητα, πηγαία!

Τα χείλη που τα είπανε, δεν ήτανε τυχαία.

Έτσι αποφασίζουνε, λοιπόν μ’ ομοφωνία,

Στο νεαρό χαρίζουνε, του ωδείου υποτροφία.

Αξίζει ετούτο το παιδί, πολύ ψηλά θα φτάσει!

Δεν αμφιβάλουν, το ‘χουν δει! Και δωρεάν σπουδάζει.

Ο Καλομοίρης μάλιστα, σ’ όλες τις εξετάσεις,

Για να σου βάλω άριστα, του λέει και να περάσεις,

Ένα τραγούδι κλέφτικο, άμα μου τραγουδήσεις,

Δεκάρι εσύ λεβέντικο, επάξια θα κερδίσεις.

Τραγούδια κλέφτικα αντηχούν, που τρίζουν τα ντουβάρια!

Τον Καλομοίρη συγκινούν! Και να σου τα δεκάρια.

Εκτός απ’ την ποιότητα, φωνής που συναντάμε,

Τη σπάνια εντιμότητα, ευθείς να δούμε πάμε.

Μια μέρα στο διάλειμμα, όπως ψιλοχαζεύει,

Πολλά λεφτά στο πάτωμα, βλέπει και τα μαζεύει.

Φωνάζει τον υπεύθυνο, πολύ αναστατωμένος,

Αυτά τα βρήκα κάτω εδώ, του λέει αγχωμένος.

Μπράβο παιδί μου του ‘πε αυτός, εσύ θα προοδεύσεις!

Είσαι σε όλα σου σωστός, πολλούς καρπούς θα δρέψεις.

Μα και στο δρόμο χρήματα, βρίσκει που τον ζαλίζουν,

Τα ίδια συναισθήματα, τον ξαναπλημυρίζουν.

Στο αφεντικό του έτρεξε, ορμήνια να ζητήσει,

Απ’ το μυαλό δεν πέρασε, στιγμή να τα κρατήσει.

Ας θυμηθούμε έπαιρνε, δέκα δραχμές μονάχα

αυτή η στάση που ‘δειχνε, δε μας διδάσκει τάχα;

Μες’ στο μυαλό αναπάντητες, μένουν οι απορίες

Από πού πήρε τις αρχές κι ετούτες τις αξίες;

Έντιμος νέος και ευθύς! Πολλοί θα τον ζηλέψουν!

Σκεφτείτε το, ούτε γονείς, για να τον συμβουλέψουν.

Το ταβερνάκι που ‘τρωγε, εκείνα ‘κει τα χρόνια,

Πάντα στο ίδιο πήγαινε, το λέγαν τα τρυγόνια.

Του μαγαζιού αφεντικό, ήτανε Ηπειρώτης,

Γι’ αυτόν πολύ σημαντικό, που το’ χε πατριώτης.

Μια μέρα εκεί σαν κάθεται, παλιό γνωστό ανταμώνει,

Βασίλης Στράτος λέγεται, δουλεύει εκεί γκαρσόνι.

Είναι από την Πρέβεζα, τα δυο πατριωτάκια,

Στην άχαρη πρωτεύουσα, θα γίνουν φιλαράκια.

Βλέπει ο φίλος στο λεπτό, πως τρώει μα δε χορταίνει

Το χρήμα είναι λιγοστό και πεινασμένος μένει.

Έτσι μια μέρα θα του πει, συγνώμη ρε Αλέκο,

Δεν ξέρω αν είναι ντροπή, που στα δικά σου μπλέκω,

σε βλέπω μισονηστικό, να μένεις κάθε μέρα,

Σαν φεύγει θες το αφεντικό, να τρώμε εδώ πέρα;

Τα λόγια αυτά σπαράζουνε, του νέου την καρδούλα,

Έτσι οι δυο φίλοι αράζουνε και τρώνε παρεούλα.

-έμεινε αυτή η βοήθεια, για πάντα στο μυαλό μου,

Νιώθω μα την αλήθεια, το φίλο αυτό αδερφό μου.

Χρόνια μετά στον Καναδά, που πάει περιοδεία,

Στην ομογένεια τραγουδά, εισπράττοντας λατρεία,

Ο φίλος ήρθε να τον δει, να τον ακούσει πάλι,

Μία ευαίσθητη χορδή, απ’ τα παλιά θα πάλλει.

Αγκαλιαστήκαν, έκλαψαν και ξαναθυμηθήκαν,

Όλα αυτά που πέρασαν, στο νου εμφανιστήκαν.

Ρε Βασιλάκη θα του πει, ποτέ δε θα ξεχάσω,

Όταν μου έδινες εσύ, να φάω και να χορτάσω.

Προτού βρεθούμε ένιωθα, μονίμως πεινασμένος,

Όμως μετά την τύλωσα, λέει συγκινημένος.

Στον Καναδά όσο έμεινε, οι φίλοι δε χωρίσαν,

Μα και μετά που έφυγε, την επαφή κρατήσαν.

Ας δούμε ετούτη η φωνή, τον κόσμο πώς κερδίζει,

Πόσο πολύ τον συγκινεί, τον κάνει να δακρύζει.

Να ένα περιστατικό, από περιοδεία,

Συνέβη στο εξωτερικό, λοιπόν στην Αυστραλία.

Πηγαίνει τον ελληνισμό, για να διασκεδάσει

Κι ευθείς του πλήθους τον παλμό, κατόρθωσε να πιάσει.

Όλη η ομογένεια, Χριστούγεννα θα ζήσει

Κι εκείνος με ευγένεια, αφού καλωσορίσει,

τραγούδι επίκαιρο τους λέει, που απ’ την ψυχή του βγαίνει,

Ο κόσμος τον ακούει και κλαίει, πόσο τον συνεπαίρνει!

Χριστούγεννα στην ξενιτιά, χτυπάνε οι καμπάνες,

Κλαίνε στα ξένα τα παιδιά και στην Ελλάδα η μάνες.

Ανάθεμάσαι ξενιτιά, εσύ και τα φλουριά σου,

Μας πήρες τα Ελληνόπουλα και τα κρατάς κοντά σου.

Μπορεί στο ραδιόφωνο, πολύ να συγκινούσε,

Είχε όμως παράπονο, που δε γραμμοφωνούσε.

Αφού το αποφάσισε, ένα πρωί λοιπόν,

Μονάχος του ξεκίνησε, να πάει στην οντεόν.

Εκεί που πήγε γνώρισε, το Σπύρο Περιστέρη

Κι αυτός τον παρομοίασε, με τον Παπασιδέρη.

Μέγας μαέστρος τρομερός, ο Σπύρος Περιστέρης,

Ερμηνευτής δημοτικός, είναι ο Παπασιδέρης.

-κύριε Σπύρο θα ’θελα, να μη με κατσαδιάσεις,

Ξέρω πως τραγουδώ καλά, άκου με, δε θα χάσεις.

Έλα παιδί μου θα του πει και δε σε κατσαδιάζω,

Τους νέους που ‘χουνε πυγμή, να ξέρεις πως θαυμάζω.

Μια ντο ματζόρε εισαγωγή, ο νέος του ζητάει

Καλά το ντο ματζόρε εσύ, πώς ξέρεις; Τον ρωτάει.

-υποτροφία στο εθνικό, του Καλομοίρη έχω,

Μα και στο ραδιόφωνο, σε δυο εκπομπές μετέχω.

Τι λες μωρέ; Του φώναξε, τον είχε κατακτήσει

Και ντο ματζόρε του ‘παιξε, ώστε να ξεκινήσει.

Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν, να παν στο Μεσολόγγι

Ήρθε ο Μακρής απ’ το Ζυγό κι ο Ίσκος απ’ το Βάλτο,

Ήρθε κι ο Μάρκο-Μπότσαρης, από τη Λάκα Σούλι,

Απόφαση να πάρουνε.

Αέρας τα φυσάει, τα πλατανόφυλλα,

Θεός να τα φιλάει, τα Ελληνόπουλα.

Να τραγουδά σαν τέλειωσε, περίμενε του είπε,

Σηκώθηκε και έτρεξε, στο Μίνο Μάτσα πήγε.

-κύριε Μάτσα βρήκαμε, νέο Παπασιδέρη!

Σας λέω ανακαλύψαμε, το πιο λαμπρό αστέρι!

Αυτός που εμπιστευότανε, τυφλά τον Περιστέρη,

Πάρα πολύ βιαζότανε, ν’ ακούσει το αστέρι.

Ξανατραγούδα του ‘πανε κι όταν αυτός το κάνει,

Τους δυο που τον ακούγανε, μία βιασύνη πιάνει.

Συμβόλαιο τον βάλανε, αμέσως να υπογράψει,

Μην τύχει και τον χάνανε, άλλος τους τον αρπάξει.

Τριάντα πήρε τάλιρα, για την υπογραφή του

Και μια απερίγραπτη χαρά, ένιωσε στην ψυχή του.

Πώς να μη νιώσει το άμοιρο, τέτοια χαρά μεγάλη,

Θέλει δεκαπενθήμερο, τόσα λεφτά να βγάλει.

Στο στούντιο σύντομα θα μπει, για να γραμμοφωνήσει,

Τρία τραγούδια έχει να πει, έτσι θα ξεκινήσει.

Ενώ το ωδείο έβγαζε, λοιπόν το εθνικό,

Ξάφνου μπροστά του πρόβαλε, το στρατιωτικό.

Ο Καλομοίρης πρότεινε, να πάρει αναβολή,

Διότι τον προόριζε, για κάτι πιο πολύ.

Τενόρο τον ετοίμαζε, στη σκάλα του Μιλάνο,

Όμως δεν καρποφόρησε, ετούτο του το πλάνο.

Το εθνικό του έδινε, σπουδών υποτροφία,

Μα έξοδα δεν κάλυπτε, να πάει στην Ιταλία.

Εξάλλου το δημοτικό, το νεαρό κερδίζει,

Έτσι αυτό το σχέδιο, δε θα τελεσφορήσει.

Οι δίσκοι πέφτουνε βροχή κι εκείνος ανεβαίνει,

Ξενιτεμένοι και φτωχοί, πολύ συγκινημένοι,

αυτούς θα έχει για κοινό, σ’ όλη του την πορεία,

Με το όνειρό του ζωντανό, θα γράψει ιστορία.

Τρελό ρεκόρ πωλήσεων, σε δίσκους έχει κάνει,

Μισό εκατομμύριο, αυτόν απολαμβάνει.

Τραγούδησε την ξενιτιά, τη φτώχια, την ορφάνια,

Τη δοξασμένη κλεφτουριά, πάντα με περηφάνια.

Τη λατρευτή πατρίδα του, αυτοί κι αν έχει υμνήσει!

Παντού σε κάθε βήμα του, της εύχεται να ζήσει.

Πηγαίνει όπου τον καλούν, για να τους τραγουδάει,

Τους αγαπά, τον αγαπούν, χατίρια δε χαλάει.

Αυτός ο άρρηκτος δεσμός, γερά θεμέλια χτίζει

Κι η έννοια βεντετισμός, ούτε που τον αγγίζει.

Η ζηλευτή του ευγένεια, τα σύνορα διαβαίνει,

Φτάνει στην ομογένεια, όπου τον περιμένει.

Σαν ήρωα τον δέχεται, απ’ την πατρίδα πρέσβη

Κι Αυτός ανταποκρίνεται, να τραγουδήσει σπεύδει.

Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία πάει

Και του ελληνισμού η καρδιά, δημοτικά χτυπάει.

αμέτρητες που έκανε, ήταν οι εμφανίσεις

Και πρόσφερε όπου πήγαινε, έντονες συγκινήσεις.

Χρόνος για να ξεκουραστεί,δεν ξέρουμε αν υπήρχε,

Μιας κι όπου είχε προσκληθεί, πάντοτε συμμετείχε.

Τα καλοκαίρια του κλειστά, με γάμους, πανηγύρια,

]Χειμώνεςμες’ στα μαγαζιά και γεια μας τα ποτήρια!

όποιοι γλεντούσατε εκεί, τι έλεγε; θυμάστε;

Λέξη χαρακτηριστική, κραύγαζε πάντα άάάάιντέέέέ!

Κι αν το κλαρίνο έπαιζε ταξίμι, αυτός στην πίστα,

Μερακλωμένος φώναζε, μεγάλε κλαρινίστα.

Πολύ του άρεσε επαφή, να ‘χει με το κοινό του

Και καταθέτοντας ψυχή, να δίνει τον εαυτό του.

Πόσα τραγούδια έχει πει; Όταν εμείς ρωτάμε,

Αφού για λίγο το σκεφτεί, μας λέει δε θυμάμαι.

-στους δίσκους μου καταμετρούν, κάποιες εκατοντάδες,

Μα όσα είπα ξεπερνούν, τις δυόμισι χιλιάδες.

Ποια η πηγή εμπνεύσεως, στίχων σας; τον ρωτάμε,

Διότι και ως στιχουργό, συχνά τον συναντάμε.

-Μπορεί να είναι κάτι απλό, που θα μου βγει τραγούδι.

Ας πούμε, ένα χαμόγελο, ένα όμορφο λουλούδι.

-πιο από τα τραγούδια σας. Σας αντιπροσωπεύει;

-απ’ το μηδέν ξεκίνησα! Αυτό με σημαδεύει.

Λέω πως δε μου έδωσε, κανείς ένα βελόνι,

Να ράψω εκείνο το παλιό, το τρύπιο παντελόνι.

Μεγάλωσα σαν ορφανό, με πίκρες στη ζωή μου,

Ετούτο το παράπονο, δε φεύγει απ’ την ψυχή μου.

Άλλοι τα βρίσκουν έτοιμα και γίνονται ότι είναι,

Εγώ με μέσα έντιμα, πέτυχα αυτό που είμαι.

Κι αν είναι εγωιστικές, αυτές εδώ οι σκέψεις,

Συνάμα αντικειμενικές, θέλω να με πιστέψεις.

Έχω πεινάσει, κρύωσα, ξιπόλητος στις στράτες,

Ποτέ όμως δεν προσκύνησα, μεταξωτές γραβάτες.

Ο Μάτσας μες στην οντεόν, για ‘κείνον στάζει μέλι,

Του δίνει το ελεύθερο, να τραγουδά ότι θέλει.

Μοναδικό προνόμιο, δυο μόνο το αποκτήσαν,

Κι οι δύο στο πεντάγραμμο, από έναν μύθο κτίσαν.

Το δεύτερο το πρόσωπο, μες’ στο μυαλό σας ήδη,

Άλλο ένα φαινόμενο, τον λένε Καζαντζίδη.

Εκπρόσωπος στο λαϊκό, με θαυμαστή πορεία,

Όμως και στο δημοτικό, θα δήξει τη λατρεία.

Είναι κι αυτός κιτσακικός, μεγάλη αγάπη του ‘χει

Και τον ακούει διαρκώς, στο μαγαζί Βελούχι.

Τον κόσμο αφήνει άφωνο, που άκουγε από κάτω,

Σαν παίρνει το μικρόφωνο και λέει τα παρακάτω.

-φίλοι μου σαν τα μάτια σας, προσέξτε τον Αλέκο,

Ανήκει στα διαμάντια σας! Εγκώμιο του πλέκω,

Γιατί όσο περισσότερο, ζήσει και τραγουδήσει,

επάξια το δημοτικό, αυτός θα εκπροσωπήσει.

Τεράστια κουβέντα αυτή, απ’ τον μεγάλο Στέλιο!

Που στου Κιτσάκη το αυτί, ηχεί σαν ευαγγέλιο.

Πάμε να καταρρίψουμε, μια φήμη λαθεμένη,

Άπλετο φως θα ρίξουμε, μεότι αυτό σημαίνει.

Χούντα των συνταγματαρχών, τη χώρα μας πιέζει

Κι όλο το ραδιόφωνο, δημοτικά να παίζει.

Είναι απολύτως λογικό, Κιτσάκη να προβάλει,

Όμως του έκανε κακό, η προβολή απ’ την άλλη.

Κάποιοι που αναδείκνυαν, ψευδέστατη ιστορία,

Εκείνον αναμίγνυαν, με τη δικτατορία.

Σ’ ετούτο το γραπτό εμείς, βρίσκουμε ευκαιρία,

Να παραθέσουμε ευθείς, δική του μαρτυρία.

-κάποιοι για μένα έπλασαν, μια βρόμικη ιστορία,

Πως ήμουν υποστήριζαν, με τη δικτατορία.

Μοναδικό επιχείρημα, στο ράδιο πως με βάζουν,

έτσι στο πραξικόπημα, εμένα κατατάσσουν.

Δεν το χωρά αυτό ο νους και πώς να το χωρέσει;

Αφού με απριλιανούς, ουδέ ποτέ είχα σχέση.

Το παρακάτω που θα πω, ο κόσμος ας το κρίνει,

Που μ’ αγαπά, τον αγαπώ και μου ‘χει εμπιστοσύνη.

Το Πάσχα του 68, ακούστε τι συνέβη,

Χτυπάει το τηλέφωνο, άγχος με κυριεύει.

Ποιος δε θα αγχωνότανε, σκεφτείτε το λιγάκι,

Φωνή αυστηρή ακουγότανε, τον κύριο Κιτσάκη.

Είμαι ο ίδιος απαντώ και η φωνή μου τρέμει,

Λες κι έκανα κάτι κακό, άραγε τι συμβαίνει;

Ιωαννίδης στρατηγός, ακούω να κομπάζει,

Ένιωσα τότε σα λαγός, στα πόδια που το βάζει.

Δεν κρύβει τίποτα καλό, αυτή η φωνή σκεφτόμουν,

Συνέχισα να του μιλώ, όσο και αν φοβόμουν.

Κάτι νομίζω ψέλλισα, τι να ‘ταν; δε θυμάμαι,

Όπως σας είπα τα ‘χασα, ασήμαντο όμως θα ‘ναι.

Θέλω για την κυβέρνηση, μου λέει να τραγουδήσεις,

Μιας και κατάφερες εσύ, όλους να μας κερδίσεις.

Δε θα μπορέσω απαντώ, τι είπες; Μου φωνάζει,

Πως μ’ είχαν βγάλει χουντικό, το ξέρω και με νοιάζει.

Να τραγουδήσω αν πήγαινα, θα ‘ταν μα την αλήθεια,

Σαν να επιβεβαίωνα, αυτά τα παραμύθια.

Δικαιολογία πειστική, προέβαλα ωστόσο

Και δεν τραγούδησα εκεί, φτηνά θα τη γλιτώσω.

Στη χούντα αντιστασιακός, ποτέ δεν το ‘χα παίξει,

όχι να βγω και χουντικός, με θλίβει αυτή η λέξη.

Για το οικογενειακό, να πούμε περιβάλλον,

Που μας μιλάει και γι’ αυτό, ακόμα εκτός των άλλων.

Ο πρώτος γάμος σύντομος, δυο χρόνια θα κρατήσει,

Όπως τονίζει ευτυχώς, παιδιά δε θα αφήσει.

Δε λέει περισσότερα, γι’ αυτή την ιστορία,

Μόνο εκείνης το όνομα, πως ήταν Αγλαΐα.

Η σύζυγος η δεύτερη, που την καρδιά του κλέβει,

Γυναίκα ιδιαίτερη, μας λέει και την παινεύει.

Είναι κι αυτή Ηπειρώτισσα, τη λένε Κατερίνα,

Μια όμορφη Γιαννιώτισσα, που βρήκε στην Αθήνα.

Πολλά τραγούδια έγραψε, όπου μιλούν για ‘κείνη,

Στο πλάι της εισέπραξε, στοργή κι εμπιστοσύνη.

Ένα θα επιλέξουμε, εμείς απ’ όλα εκείνα,

Εικόνες να συλλέξουμε, ποια είναι η Κατερίνα.

Με Μαγιού λουλούδια, έπλεξε φωλιά,

Μέσα στην καρδιά μου, μια λεβεντονιά.

Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά

Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ.

Σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλο το ντουνιά,

Δεν πιστεύω να ‘ναι, άλλη τέτοια νια.

Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά.

Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, Την Κατερίνα αγαπώ.

Με την Κατερίνα, παντρευόμαστε

Και σ’ όλη τη ζωή μας, θ’ αγαπιόμαστε.

Τη γνώρισα πρωτομαγιά, τη νια που έχω στην καρδιά.

Σ’ όλο τον κόσμο θα το πω, την Κατερίνα αγαπώ.

Προφητικά τα λόγια αυτά, μιας κι ότι λέει κάνει,

Το Μάιο του ογδόντα εφτά, θα βάλουνε στεφάνι.

Γάμο εντυπωσιακό, κάνουν στην εκκλησία,

Εκεί στο Νέο Ψυχικό, μες’ στην Αγία Σοφία.

Το πλήθος ασυγκράτητο, σαν θα βρεθεί κοντά του,

Ζητά μερίδιο κι αυτό, να πάρει απ’ τη χαρά του.

Είναι με τη γυναίκα αυτή, πολύ ερωτευμένος,

Όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, δηλώνει ευτυχισμένος.

Τραγούδι αυτής της εποχής, μπορέσαμε να βρούμε,

Πόσο δηλώνει ευτυχής, αμέσως θα το δούμε.

Αγάπη όποιος δεν ένιωσε, μες’τη ζωή ετούτη,

Να ξέρει από μένανε, είναι άχρηστα τα πλούτη.

Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος

Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.

Η αγάπη είναι θησαυρός και φως μες’ στο σκοτάδι,

Είναι απ’ το μέλι πιο γλυκιά και απαλή σα χάδι.

Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος

Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.

Αφήστε την καρδούλα σας, μ’ αγάπη να γεμίσει

Και μες’ στα φυλλοκάρδια σας, ζεστή φωλιά να κτίσει.

Κάτι ξέρει ο Κιτσάκης, που ‘ναι χρόνια ερωτευμένος

Και το έκανε τραγούδι, γιατί είναι ευτυχισμένος.

Άλλο μεγάλο γεγονός, μας περιγράφει εκείνος,

Την ώρα που ‘ρχεται ο γιος, ο μέγας Κωνσταντίνος.

Δείχνει αυτή η προσφώνηση, όπου ο ίδιος κάνει,

μια ψυχική ανάταση, που στα ουράνια φτάνει.

Ένα τραγούδι ευχαριστώ, γράφει στη σύζυγό του,

μιας κι έκανε ανεκτίμητο, δώρο σ’ αυτόν το γιο του.

Της δείχνει αγάπη, ζεστασιά, μεγάλη καλοσύνη,

Παντοτινά πως της χρωστά, αιώνια ευγνωμοσύνη.

Μα και το γιο απ’ την αρχή, μ’ αγάπη συμβουλεύει,

Δείγμα η κάθε διδαχή, είναι πως τον λατρεύει.

Κατερινάκι σ’ αγαπώ και τη ζωή μου δίνω,

Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο.

Σαν μεγαλώσεις γιόκα μου και γίνεις παλληκάρι,

Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι το καμάρι.

Θέλω στα χνάρια μου κι εσύ, γιε μου να περπατήσεις

Και όπως ο πατέρας σου, τη δόξα να γνωρίσεις.

Θέλω στην κοινωνία αυτή, να είσαι πάντα ιππότης

Και να ‘σαι υπερήφανος, που είσαι Ηπειρώτης.

Κωνσταντίνε γιόκα μου, άγγελέ μου Κωνσταντίνε,

Όπως ο πατέρας σου, στην ιστορία μείνε.

Κατερινάκι σ’ αγαπώ και την ψυχή μου δίνω

Γιατί μου έφερες το γιο, το γιο τον Κωνσταντίνο.

Οι νουθεσίες του πολλές, που σαν πατέρας δίνει,

Να πάρει ο γιόκας του καλές, αρχές θα επιμείνει.

Τις παραδώσεις να τιμά, παντού όπου κι αν πάει,

Την Ήπειρο να εκτιμά και να την αγαπάει.

Να ‘ναι σεμνός και ταπεινός, με ωραίο χαραχτήρα,

Ανθρώπινος, αληθινός, με σύνεση και πείρα.

Πάρα πολύ ν’ αγαπηθεί, μα και να αγαπήσει,

Ποτέ του να μη λυπηθεί, ούτε και να λυπήσει.

Πώς λέμε κάτω απ’ τη μηλιά, το μήλο πως θα πέσει;

Ο Κωνσταντίνος τα γυαλιά, στους νέους θα φορέσει

Μόλις επτάμισι χρονών, πριν τη ζωή γνωρίσει,

Όσο κι αν μοιάζει αδύνατον, θα βγει να τραγουδήσει.

Ταλέντο κληρονόμησε, του ένδοξου Κιτσάκη,

Στο στούντιο ξεχώρισε κι ας ήτανε παιδάκι.

Δημοτικό ερμήνευσε και το ‘φερε εις πέρας,

Νωρίς γι’ αυτόν καμάρωσε, ο τυχερός πατέρας.

Εκεί ψηλά στο αγέρωχο και τιμημένο Σούλι,

Πολέμησαν Σουλιώτισσες, για να μη γίνουν δούλοι.

Ήθελα να ‘μουν κάποτε κι εγώ εκεί κοντά τους,

Να μ’ έχουν οι Σουλιώτισσες, για βόλι στην ποδιά τους.

Να ‘βλεπα την παλληκαριά που σέρνει κάθε μια τους

Κι απ’ το γκρεμό να πέφτουνε, μαζί με τα παιδιά τους.

Θα πήγαινα και θα ‘πεφτα κι εγώ εκεί μαζί τους,

Για τη σκλαβιά οι Σουλιώτισσες, δε θέλουν τη ζωή τους.

Σουλιωτοπούλες όμορφες, στον κόσμο ξακουσμένες,

Αρχοντοπούλες λυγερές, με δόξα φορτωμένες.

Η δόξα σας φτερούγησε, στα πέρατα του κόσμου,

Που πέσατε χορεύοντας, στα βράχια του Ζαλόγγου.

Μπορεί μεγάλος τραγωδός, να ήταν της Ελλάδας,

Όμως υπήρξε οπαδός, μίας μικρής ομάδας.

Μικρή μας φαίνεται εμάς, γι’ αυτόν ήταν μεγάλη,

Ο των Ιωαννίνων πας, γλυκιά του φέρνει ζάλη.

Πάει στο γήπεδο συχνά, να τον υποστηρίξει,

Ότι απ’ το χέρι του περνά, κάνει να τον στηρίξει.

Κάποια στιγμή θα εμπνευστεί και ύμνο θα του γράψει,

Σ’ όλη τη χώρα θ’ ακουστεί, ύδατα θα ταράξει.

Όπου βρεθεί του τον ζητούν, να τους τον τραγουδήσει,

Ένθερμα τον χειροκροτούν, όλους θα τους κερδίσει.

Λαρισινοί, Τρικαλινοί, Βολιώτες και Λαμιώτες,

Αυτός ο ύμνος δε δονεί, μονάχα τους Γιαννιώτες.

Μ’ ετούτο το ντελίριο, ξαφνιάζεται κι εκείνος,

Αφού το πανελλήνιο, θα συγκινήσει ο ύμνος.

Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,

Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,

Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,

Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.

Απόγονοι των Σουλιωτών, Γιαννιώτες λεοντάρια,

Δήξτε και στο ποδόσφαιρο, πως είστε παλληκάρια.

Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,

Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,

Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,

Στην άλφα εθνική, ομάδα θρηλική.

Νικήστε μες’ στα γήπεδα, τον κάθε αντίπαλό σας

Κι εμείς τα Ηπειροτόπουλα, είμαστε στο πλευρό σας.

Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,

Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,

Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,

Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.

Προχώρησε Πας Γιάννινα, συνέχισε τους άθλους,

Γιατί έχεις πάντα στο πλευρό, τους θρυλικούς φιλάθλους.

Πας πας Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου,

Μη σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πείρου,

Πας Πας Πας και σίγουρα θα πας,

Στην άλφα εθνική, ομάδα θρυλική.

Έτσι τα χρόνια πέρασαν, δεκαετίες γίναν,

Τραγούδια του μας γλέντησαν, μες’ στην ψυχή μας μείναν.

Το πέντε αντιμετώπισε, πρόβλημα στην υγεία,

Λέει πως τον βοήθησε, τότε η Παναγία.

Τα κάλαντα στον πρόεδρο, Παπούλια πάει και ψέλνει,

Γυρνώντας εγκεφαλικό και έμφραγμα παθαίνει.

Είναι μεγάλος μαχητής, ξέρει να πολεμάει

Και γεννημένος νικητής, τα πάντα ξεπερνάει.

Μα τον Ιούλη του εφτά, θα ξανααρρωστήσει

Κι επέμβαση για μπαϊπάς, γιατρός θα του συστήσει.

Ετούτος ο τραγουδιστής, που όμοιος δεν υπάρχει,

Βγαίνει ξανά θριαμβευτής, από άλλη μία μάχη.

Τι κι αν προκύπτουν θέματα, υγείας που περνάει,

Τα ψυχικά αποθέματα, βρίσκει να τραγουδάει.

Δε θέλει να αποσυρθεί, όχι δεν παραιτείται,

Διότι έχει αγαπηθεί και διαρκώς ζητείται.

Δέχεται μία βράβευση, που γράφει ιστορία,

Είναι η επιβράβευση, για όλη την πορεία.

Κι αν σαν παιδάκι ορφανό, να μεγαλώσει εκλήθη,

Ένα χρυσό μικρόφωνο, σ’ αυτόν απενεμήθη.

Πρώτη φορά αυτό λοιπόν, στα χρονικά συμβαίνει,

Τραγουδιστής δημοτικών, τέτοιο βραβείο παίρνει.

Εκείνος είναι φανερά, πολύ συγκινημένος,

Δεν κρύβεται τέτοια χαρά, νιώθει ευτυχισμένος.

Δημόσια ευχαριστεί κι αυτό έχει σημασία,

Την Μίνος Μάτσας και υιοί, για τη συνεργασία.

Σαράντα χρόνια ηχογραφεί, σ’ αυτή την εταιρία,

Μαζί της πιάνει κορυφή, γράφοντας ιστορία.

Όνομα ο Μάτσας του ‘δωσε, αηδόνι της Ηπείρου,

Στο μονοπάτι που ώδευσε, του όμορφου ονείρου.

Το δεκαπέντε ήτανε, στις δύο του Φλεβάρη,

Που την Ελλάδα διάβαινε, το άσχημο χαμπάρι.

Την τελευταία του πνοή, άφησε το αηδόνι,

Εκείνο το μουντό πρωί, η θλίψη μας πλακώνει.

Δυσαναπλήρωτο καινό, ο θάνατος του αφήνει

Και το δημοτικό φτωχό, δίχως αυτόν θα μείνει.

Όλη η Ήπειρος πενθεί κι οι Έλληνες μαζί της,

Μάνα απαρηγόρητη, που χάνει το παιδί της.

Το έργο του κληρονομιά, σ’ όλους εμάς θ’ αφήσει

Και χρέος μας κάθε γενιά, σ’ αυτό να εντρυφήσει.

Να το διαφυλάξουμε, στου μέλλοντος τα χρόνια,

Μα και να το διδάξουμε, σε τέκνα και εγγόνια.

Κάπου εδώ θα κλείσουμε, αυτή την ιστορία,

Δύσκολο ν’ αναλύσουμε, τέτοια λαμπρή πορεία.

Στόχος, να γίνει έρεισμα, το έργο του να βρείτε,

Σ’ όλους εσάς ερέθισμα, μ’ αυτό ν’ ασχοληθείτε.

Με το στερνό θα κλείσουμε, τραγούδι που ‘χε γράψει,

Το μήνυμα θα δήξουμε, που ‘θελε να περάσει,

Πως είναι ευθύνη όλων μας και εθνικό μας χρέος,

Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος.

Αυτή τη θεία εντολή, το αηδόνι απ’ το Σούλι,

Εμφύσησε στον Παντελή, το φίλο του το Σούλη.

Με τσίπουρο ηπειρώτικο, ποτήρια αφού τσουγκρίσουν,

Ντουέτο καταπληκτικό, μαζί θα τραγουδήσουν.

Σούλης: -Πάντα το είχα μέσα μου, όνειρο και μεράκι,

Να τραγουδήσω δίπλα σου, αθάνατε Κιτσάκη.

Κιτσάκης: -αγαπημένε φίλε μου, δεκτό το κάλεσμά σου,

Πολύ με κολακεύουνε, τα λόγια τα καλά σου.

Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,

Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.

Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,

Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.

Σούλης: -άνθρωποι σαν κι εσένανε, παράδοση κρατήσαν,

Προσφέρανε στον τόπο μας, όπως σε τραγουδήσαν.

Κιτσάκης: -τα πλούτη δεν τα ζήλεψα κι απ’ το Θεό ζητάω,

Να έχω την υγεία μου, για να σας τραγουδάω.

Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,

Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.

Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,

Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.

Σούλης: -έχεις διδάξει σ’ όλους μας, τα χρόνια που περνάνε,

Ήθος αγάπη ανθρωπιά! Και πώς να τραγουδάμε.

Κιτσάκης: -για μένα είναι ζήτημα, εθνικό μας χρέος,

Δημοτικά τραγούδια μας, ν’ ακούει κάθε νέος.

Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,

Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.

Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,

Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.

Σούλης: -γι’ αυτό θα ήθελα κι εγώ, συνέχεια να δώσω,

Αυτά που μας εδίδαξες, στους νέους να διαδώσω.

Κιτσάκης: -καλά θα πράξεις φίλε μου κι είναι δουλειά μεγάλη,

Ετούτο το παράδειγμα, ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι.

Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,

Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.

Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,

Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.

Σούλης: -σαν το παλιό καλό κρασί, που φτιάχνει όσο μένει,

Είναι η δική σου η φωνή, γιατί είναι ευλογημένη.

Κιτσάκης: δεν είμαι μόνο φίλε εγώ, καλά που τραγουδάω,

Υπάρχουνε κι άλλοι πολλοί και τους χειροκροτάω.

Μαζί: βάλε φίλε μου ένα τσιπουράκι,

Άιντε για τραγούδι έχω ένα μεράκι.

Από βάσανα η ζωή είναι γεμάτη,

Βάλε φίλε μου κι άλλο τσιπουράκι.

ΜΑΡΤΙΟΣ 2017

ΤΕΛΟΣ

________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

-----
No virus found in this message.
Checked by AVG - www.avg.com
Version: 2016.0.7998 / Virus Database: 4756/14048 - Release Date: 03/02/17



________

Orasi mailing list
για την διαγραφή σας από αυτή την λίστα στείλτε email στην διεύθυνση
orasi-requ...@hostvis.net
και στο θέμα γράψτε unsubscribe

Για να στείλετε ένα μήνυμα και να το διαβάσουν όλοι οι συνδρομητές της λίστας 
στείλτε email στην διεύθυνση
Orasi@hostvis.net

διαβάστε τι συζητά αυτή η λίστα
http://hostvis.net/mailman/listinfo/orasi_hostvis.net

Για το αρχείο της λίστας
http://www.mail-archive.com/orasi@hostvis.net/
Εναλλακτικό αρχείο:
http://hostvis.net/pipermail/orasi_hostvis.net/
παλαιότερο αρχίο (έως 25/06/2011)
http://www.freelists.org/archives/orasi
__________
NVDA δωρεάν αναγνώστης οθώνης ένα πρόγραμμα ανοιχτού λογισμικού
http://www.nvda-project.org/
_____________
Κατάλογος ηχητικών βιβλίων για ανάγνωση
http://www.hostvis.net/audiobooks/katalogos.xls
Τα ηχογραφημένα βιβλία με φυσική φωνή προσφέρονται από τις βιβλιοθήκες που 
λειτουργούν οι φορείς των τυφλών
____________

Απαντηση