Re: [Orasi] το ανθρωπακι χανσκιλιαν

2016-07-31 ϑεμα ελενη βουκαντση
like like like 

Στάλθηκε από το iPhone μου

28 Ιουλ 2016, 4:39 πμ, ο/η Θανάσης Παπαϊωάννου  
έγραψε:

> Hans Killians
> Οι δικασταί και οι χειρουργοί αντιμετωπίζουν την ίδια περίπου δυσάρεστη 
> πραγματικότητα: επεμβαίνουν μερικές φορές πολύ αποφασιστικά στη ζωή των 
> συνανθρώπων τους, ενώ έπειτα, κατηγορούμενος και ασθενής εξαφανίζονται για 
> πάντα από τα μάτια τους.Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μαθαίνουμε τι απέγινε 
> εκείνος του οποίου η τύχη κάποτε για λίγες ώρες βρισκόταν στα χέρια μας. 
> Ακόμη σπανιώτερα συμβαίνει αυτές οι πληροφορίες να είναι τόσο ευχάριστες, όσο 
> στην περίπτωσι του Αυγούστου Μπιντφάντεν, του μικρολογιστού.
> Ο Αυγουστίκ Μπιντφάντεν ήταν ο πιο γκρίζος άνθρωπος που είχα γνωρίσει στη ζωή 
> μου.  Ήταν πρώτ” απ’ όλα 30 χρονών και τα μαλλιά του φαίνονταν κιόλας γκρίζα. 
> Φορούσε γκρίζο κοστούμι, γκρίζες κάλτσες, μια γκρίζα γραβάτα, γκρίζο 
> πουκάμισο, γκρίζα παπούτσια. Και κατάφερε ακόμη και το λουράκι του ρολογιού 
> του να φαίνεται κι αυτό σκούρο γκρίζο.
> Είχε έρθει στην κλινική να τον εξετάσω. Ο αδύνατος άνθρωπος με κύταζε 
> μελαγχολικά με το θολό του βλέμμα, και άρχισε να διηγήται την ιστορία της 
> ζωής του:
> — Ξέρετε γιατρέ μου εγώ είμαι ένα ανθρωπάκι. Και έχω όλους τους πόνους που 
> έχει ένα ανθρωπάκι. Κι” αυτό είναι το τρομερό.
> Ο κ. Μπιντφάντεν ήταν απ’ το Βερολίνο και μιλούσε με βερολινέζικη προφορά. 
> Δεν άφηνε να τον διακόπτουν, και ούτε κατάλαβε ότι έπρεπε να εξηγήση τι ήταν 
> τέλος πάντων «ένα ανθρωπάκι». Συνέχιζε χωρίς αναπνοή.
> — Και επειδή πρέπει γιατρέ μου… ας είναι! Λοιπόν. Εδώ πίσω έχω ένα γρουμπούλι 
> που ματώνει και με πονάει πολύ. Και σήμερα ακόμη με πονάει. Και από τους 
> γιατρούς είχα πάντα ένα φόβο, γιατρέ μου, και αν μου επιτρέπετε να μιλήσω 
> ειλικρινά, και από σας ακόμη. Λοιπόν, γι” αυτό πήγα και εγώ στη μαμμή, που 
> κάθεται κοντά μας, και είδε το γρουμπούλι. Ντρεπόμουνα πολύ, αλλά σκέφτηκα : 
> μια μαμμή είναι συνηθισμένη. Και εκείνη μου είπε : Ξέρετε κάτι κ. 
> Μπιντφάντεν, η γυναίκα μου μιλούσε με το «κύριε», πράγμα που λίγοι άνθρωποι 
> το κάνουν γιατί δεν είμαι παρά ένα ανθρωπάκι μου είπε λοιπόν : «κύριε» 
> Μπιντφάντεν, ξεκάθαρα πράγματα, έχετε αιμορρίδες. Και μου έδωσε δυό φάρμακα 
> το ένα να το παίρνω εσωτερικά και το άλλο να το βάζω επάνω με καταλαβαίνετε 
> γιατρέ. Και πρέπει να σας πω και κάτι: Τα πράγματα αυτά δεν με βοήθησαν 
> καθόλου, δηλαδή δεν τα πήρα. Σκέφτηκα, τι θα γίνη, Αύγουστε Μπιντφάντεν, εάν 
> αυτά τα πράγματα σε πονέσουν! Και έτσι έχω ακόμη τις αίμο… τις αιμορρίδες και 
> ματώνουν και τώρα είδα πια ότι… ότι μ” αυτές τις αιμορρίδες, δεν γίνεται πια 
> ζωή. Χάνομαι!
> Κύταξα τη σωματική βλάβη του κ. Μπιντφάντεν και μπόρεσα αμέσως να επιβεβαιώσω 
> τη διάγνωσι της μαμμής.  Ήταν πραγματικά πολύ άσχημα.
> — Λοιπόν κ. Μπιντφάντεν, είπα, έχετε πράγματι αιμορροίδες και πρέπει να σας 
> τις αφαιρέσουμε με εγχείρησι. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνη πια.
> Ο Μπιντφάντεν ανασηκώθηκε τρομαγμένος.
> — Γιατρέ μου, δεν το λέτε σοβαρά.  Όχι, δεν μπορεί να το λέτε σοβαρά, να 
> θέλετε να μ” εγχειρήσετε. Κυτάξτε με. Είμαι μονάχα μισή μερίδα, μονάχα ένα 
> ανθρωπάκι. Από παιδί ήμουνα πάντα ασθενικός, και τώρα… να, το βλέπετε και 
> μόνος σας. Γιατρέ, σας λέω: δεν θα τα βγάλω πέρα. Δε θα μπορέσω να σηκώσω τη 
> νάρκωσι. Όχι, δε μπορείτε να μ” εγχειρήσετε. Δώστε μου κάτι όπως μου έδωσε η 
> μαμμή. Δεν μπορώ να τολμήσω κάτι τέτοιο. Κάνετε ο,τιδήποτε άλλο, μα σας 
> ικετεύω γιατρέ, μη μ” εγχειρήσετε!
> —Αγαπητέ μου, του είπα σοβαρά, πρέπει οπωσδήποτε να σας εγχειρήσω, αλλιώς θα 
> έχετε διαρκώς αιμορραγία και θα εξαντλήσθε, και αυτό δεν πρέπει να γίνεται. 
> Πρέπει να σας ελευθερώσουμε απ’ αυτήν την ελεεινή ιστορία, δεν ειν έτσι ; Και 
> εσείς δεν το θέλετε ;
> Ο Μπιντφάντεν ζάρωσε, χάθηκε μέσα σε μαύρες σκέψεις. Το είδα και προσπάθησα 
> να τον απομακρύνω απ’ αυτές, ρωτώντας τον:
> — Για εξηγήστε μου λοιπόν, τι εννοείτε όταν λέτε ότι είστε ένα «ανθρωπάκι;»
> — Αυτό δεν είναι λέξις που χρησιμοποιείται, εξήγησε ο κ. Μπιντφάντεν. Την έχω 
> βρει μόνος μου.  Ένα «ανθρωπάκι» είναι ενας άνθρωπος, που οι άλλοι δεν τον 
> παίρνουν για ολόκληρο. Που γυρίζει γύρω – γύρω απ’ τους πραγματικούς 
> ανθρώπους απαρατήρητος, περνάει κοντά απ’ τους πραγματικούς ανθρώπους, απ’ 
> αυτούς με τα μεγάλα λόγια. Κυττάξτε, γιατρέ. Το επάγγελμά μου είναι να κρατώ 
> τα ημερομίσθια των υπαλλήλων.  Όλη μέρα δεν κάνω τίποτ” άλλο, από το να γράφω 
> αριθμούς πάνω στο χαρτί. Τους προσθέτω αλλά μερικές φορές κάνω και λάθη και 
> τους βάζω ανάποδα. Αυτή είναι η δουλειά που την ξέρω πολύ καλά, αλλά αυτή 
> είναι μια πολύ απλή δουλειά, και απ’ αυτήν είναι σαν να μην παίρνω χρήματα. 
> Παίρνω έναν ελάχιστο, πολύ μικρό μισθό μονάχα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, 
> από το να γράφω ημερομίσθια και, φαντασθήτε, ο προϊστάμενος του γραφείου μου 
> δεν ξέρει σχεδόν ούτε τ” όνομά μου. Καταντάει να μιλάη μαζί μου μόλις μια 
> φορά τον μήνα και όταν το κάνη αυτό, τότε με λέει, κύριε Μπιντχάζε. Και μια 
> φορά με είπε κ. Κόρντελ. Βλέπετε; Είμαι ένα 

[Orasi] το ανθρωπακι χανσκιλιαν

2016-07-31 ϑεμα Θανάσης Παπαϊωάννου

Hans Killians
Οι δικασταί και οι χειρουργοί αντιμετωπίζουν την ίδια περίπου δυσάρεστη 
πραγματικότητα: επεμβαίνουν μερικές φορές πολύ αποφασιστικά στη ζωή των 
συνανθρώπων τους, ενώ έπειτα, κατηγορούμενος και ασθενής εξαφανίζονται 
για πάντα από τα μάτια τους.Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μαθαίνουμε τι 
απέγινε εκείνος του οποίου η τύχη κάποτε για λίγες ώρες βρισκόταν στα 
χέρια μας. Ακόμη σπανιώτερα συμβαίνει αυτές οι πληροφορίες να είναι τόσο 
ευχάριστες, όσο στην περίπτωσι του Αυγούστου Μπιντφάντεν, του μικρολογιστού.
Ο Αυγουστίκ Μπιντφάντεν ήταν ο πιο γκρίζος άνθρωπος που είχα γνωρίσει 
στη ζωή μου.  Ήταν πρώτ” απ’ όλα 30 χρονών και τα μαλλιά του φαίνονταν 
κιόλας γκρίζα. Φορούσε γκρίζο κοστούμι, γκρίζες κάλτσες, μια γκρίζα 
γραβάτα, γκρίζο πουκάμισο, γκρίζα παπούτσια. Και κατάφερε ακόμη και το 
λουράκι του ρολογιού του να φαίνεται κι αυτό σκούρο γκρίζο.
Είχε έρθει στην κλινική να τον εξετάσω. Ο αδύνατος άνθρωπος με κύταζε 
μελαγχολικά με το θολό του βλέμμα, και άρχισε να διηγήται την ιστορία 
της ζωής του:
— Ξέρετε γιατρέ μου εγώ είμαι ένα ανθρωπάκι. Και έχω όλους τους πόνους 
που έχει ένα ανθρωπάκι. Κι” αυτό είναι το τρομερό.
Ο κ. Μπιντφάντεν ήταν απ’ το Βερολίνο και μιλούσε με βερολινέζικη 
προφορά. Δεν άφηνε να τον διακόπτουν, και ούτε κατάλαβε ότι έπρεπε να 
εξηγήση τι ήταν τέλος πάντων «ένα ανθρωπάκι». Συνέχιζε χωρίς αναπνοή.
— Και επειδή πρέπει γιατρέ μου… ας είναι! Λοιπόν. Εδώ πίσω έχω ένα 
γρουμπούλι που ματώνει και με πονάει πολύ. Και σήμερα ακόμη με πονάει. 
Και από τους γιατρούς είχα πάντα ένα φόβο, γιατρέ μου, και αν μου 
επιτρέπετε να μιλήσω ειλικρινά, και από σας ακόμη. Λοιπόν, γι” αυτό πήγα 
και εγώ στη μαμμή, που κάθεται κοντά μας, και είδε το γρουμπούλι. 
Ντρεπόμουνα πολύ, αλλά σκέφτηκα : μια μαμμή είναι συνηθισμένη. Και 
εκείνη μου είπε : Ξέρετε κάτι κ. Μπιντφάντεν, η γυναίκα μου μιλούσε με 
το «κύριε», πράγμα που λίγοι άνθρωποι το κάνουν γιατί δεν είμαι παρά ένα 
ανθρωπάκι μου είπε λοιπόν : «κύριε» Μπιντφάντεν, ξεκάθαρα πράγματα, 
έχετε αιμορρίδες. Και μου έδωσε δυό φάρμακα το ένα να το παίρνω 
εσωτερικά και το άλλο να το βάζω επάνω με καταλαβαίνετε γιατρέ. Και 
πρέπει να σας πω και κάτι: Τα πράγματα αυτά δεν με βοήθησαν καθόλου, 
δηλαδή δεν τα πήρα. Σκέφτηκα, τι θα γίνη, Αύγουστε Μπιντφάντεν, εάν αυτά 
τα πράγματα σε πονέσουν! Και έτσι έχω ακόμη τις αίμο… τις αιμορρίδες και 
ματώνουν και τώρα είδα πια ότι… ότι μ” αυτές τις αιμορρίδες, δεν γίνεται 
πια ζωή. Χάνομαι!
Κύταξα τη σωματική βλάβη του κ. Μπιντφάντεν και μπόρεσα αμέσως να 
επιβεβαιώσω τη διάγνωσι της μαμμής.  Ήταν πραγματικά πολύ άσχημα.
— Λοιπόν κ. Μπιντφάντεν, είπα, έχετε πράγματι αιμορροίδες και πρέπει να 
σας τις αφαιρέσουμε με εγχείρησι. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να γίνη πια.

Ο Μπιντφάντεν ανασηκώθηκε τρομαγμένος.
— Γιατρέ μου, δεν το λέτε σοβαρά.  Όχι, δεν μπορεί να το λέτε σοβαρά, να 
θέλετε να μ” εγχειρήσετε. Κυτάξτε με. Είμαι μονάχα μισή μερίδα, μονάχα 
ένα ανθρωπάκι. Από παιδί ήμουνα πάντα ασθενικός, και τώρα… να, το 
βλέπετε και μόνος σας. Γιατρέ, σας λέω: δεν θα τα βγάλω πέρα. Δε θα 
μπορέσω να σηκώσω τη νάρκωσι. Όχι, δε μπορείτε να μ” εγχειρήσετε. Δώστε 
μου κάτι όπως μου έδωσε η μαμμή. Δεν μπορώ να τολμήσω κάτι τέτοιο. 
Κάνετε ο,τιδήποτε άλλο, μα σας ικετεύω γιατρέ, μη μ” εγχειρήσετε!
—Αγαπητέ μου, του είπα σοβαρά, πρέπει οπωσδήποτε να σας εγχειρήσω, 
αλλιώς θα έχετε διαρκώς αιμορραγία και θα εξαντλήσθε, και αυτό δεν 
πρέπει να γίνεται. Πρέπει να σας ελευθερώσουμε απ’ αυτήν την ελεεινή 
ιστορία, δεν ειν έτσι ; Και εσείς δεν το θέλετε ;
Ο Μπιντφάντεν ζάρωσε, χάθηκε μέσα σε μαύρες σκέψεις. Το είδα και 
προσπάθησα να τον απομακρύνω απ’ αυτές, ρωτώντας τον:

— Για εξηγήστε μου λοιπόν, τι εννοείτε όταν λέτε ότι είστε ένα «ανθρωπάκι;»
— Αυτό δεν είναι λέξις που χρησιμοποιείται, εξήγησε ο κ. Μπιντφάντεν. 
Την έχω βρει μόνος μου.  Ένα «ανθρωπάκι» είναι ενας άνθρωπος, που οι 
άλλοι δεν τον παίρνουν για ολόκληρο. Που γυρίζει γύρω – γύρω απ’ τους 
πραγματικούς ανθρώπους απαρατήρητος, περνάει κοντά απ’ τους πραγματικούς 
ανθρώπους, απ’ αυτούς με τα μεγάλα λόγια. Κυττάξτε, γιατρέ. Το επάγγελμά 
μου είναι να κρατώ τα ημερομίσθια των υπαλλήλων.  Όλη μέρα δεν κάνω 
τίποτ” άλλο, από το να γράφω αριθμούς πάνω στο χαρτί. Τους προσθέτω αλλά 
μερικές φορές κάνω και λάθη και τους βάζω ανάποδα. Αυτή είναι η δουλειά 
που την ξέρω πολύ καλά, αλλά αυτή είναι μια πολύ απλή δουλειά, και απ’ 
αυτήν είναι σαν να μην παίρνω χρήματα. Παίρνω έναν ελάχιστο, πολύ μικρό 
μισθό μονάχα. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, από το να γράφω ημερομίσθια 
και, φαντασθήτε, ο προϊστάμενος του γραφείου μου δεν ξέρει σχεδόν ούτε 
τ” όνομά μου. Καταντάει να μιλάη μαζί μου μόλις μια φορά τον μήνα και 
όταν το κάνη αυτό, τότε με λέει, κύριε Μπιντχάζε. Και μια φορά με είπε 
κ. Κόρντελ. Βλέπετε; Είμαι ένα ανθρωπάκι.  Ενα ανθρωπάκι είμαι και για 
όλους τους συναδέλφους μου. Εκείνοι το τι δεν ξέρουν.  Εχουν ποδήλατα, 
έχουν γυναίκες, πηγαίνουν στον κινηματογράφο.  Όταν γυρίζω το βράδυ στο 
δωματιάκι μου, τι να σας πω, γιατρέ μου. Ξέρετε τι κάνω ; Πέφτω και 
κοιμάμαι! Το